Υποχρεωτικός εμβολιασμός και Συνταγματικότητα Το μέτρο του εμβολιασμού συνιστά σοβαρή παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, αλλά συνταγματικώς ανεκτή και μη δυσανάλογη για την προστασία της δημόσιας υγείας. ΣΤΕ 1684/2022 ολ. Πρόεδρος: Ο κ. Δ. Σκαλτσούνης Εισηγητής: Ο κ. Β. Ανδρουλάκης Δικηγόροι: Η κ. Μ. Τσίπρα - Ο κ. Δ. Αναστασόπουλος - Η κ. Α. Ροδοκάλη 1. Με την κρινόμενη αίτηση, (...) η αιτούσα "Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων" (Π.Ο.Ε.ΔΗ.Ν.) ζητεί την ακύρωση: α) της Δ1α/ΓΠ.οικ.50933/13.8.2021 αποφάσεως του Υπουργού Υγείας και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας "Διαδικασία και λόγοι απαλλαγής από την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού", β) του 655/11.8.2021 εγγράφου του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας με θέμα "Υποχρέωση εμβολιασμού του προσωπικού σε δομές παροχής υπηρεσιών υγείας και άμεση αναπλήρωση ανεμβολίαστου προσωπικού" και γ) κάθε άλλης συναφούς πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως προγενέστερης ή μεταγενέστερης. (...) 3. Με το άρθρο 206 του ν. 4820/2021, το οποίο παρατίθεται στη δέκατη πέμπτη σκέψη, επιβλήθηκε υποχρέωση εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού covid-19 στο πάσης φύσεως προσωπικό (ιατρικό, παραϊατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό) των δημόσιων και ιδιωτικών μονάδων υγείας (παρ. 2 και 3), προβλέφθηκε δε, ειδικώς για τους εργαζομένους σε φορείς του δημόσιου τομέα, ότι, σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς την υποχρέωση αυτή, επιβάλλεται το ειδικό διοικητικό μέτρο της αναστολής καθηκόντων, χωρίς καταβολή αποδοχών, ενώ ο χρόνος αναστολής δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας (παρ. 6 περ. α). Με την ίδια διάταξη παρασχέθηκε εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Υγείας, με απόφασή του να εξειδικεύσει τις περιπτώσεις και τη διαδικασία απαλλαγής από την ως άνω υποχρέωση (παρ. 7 περ. β). Κατόπιν των ανωτέρω, ο Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας απέστειλε στους Διοικητές των Υγειονομικών Περιφερειών, το ΕΚΑΒ-ΚΕΠΥ και τον ΕΟΔΥ το 655/11.8.2021 έγγραφό του, με θέμα "Υποχρέωση εμβολιασμού του προσωπικού σε δομές παροχής υπηρεσιών υγείας και άμεση αναπλήρωση ανεμβολίαστου προσωπικού", στο οποίο αναφέρονται τα εξής: "Η εξάπλωση του κορωνοϊού COVID-19 και η επικράτηση της μετάλλαξη Δέλτα επιβάλλουν την εντατικοποίηση των μέτρων για την προστασία, όχι μόνο του προσωπικού των δομών υγείας, αλλά και των χρηστών των υπηρεσιών τους. Δεν νοείται όσοι προσέρχονται στις δομές υγείας, προκειμένου να λάβουν τις αναγκαίες υπηρεσίες για την πρόληψη, θεραπεία ή αποκατάσταση ενός προβλήματος υγείας, να εκτίθενται στον κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, λόγω ανεμβολίαστου προσωπικού. Ως εκ τούτου, με το άρθρο 206 παρ. 2 του ν. 4820/2021, όπως ήδη γνωρίζετε και έχετε ενεργήσει σχετικά, προβλέφθηκε για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας ο υποχρεωτικός εμβολιασμός κατά του κορωνοϊού COVID-19 όλου του προσωπικού των ιδιωτικών, δημόσιων και δημοτικών δομών υγείας, συμπεριλαμβανομένων των διαγνωστικών κέντρων, των κέντρων αποκατάστασης, κλινικών, νοσοκομειακών δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, μονάδων νοσηλείας, ΕΚΑΒ και ΕΟΔΥ. Η υποχρέωση εμβολιασμού καταλαμβάνει και κάθε φυσικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες, εκτελεί έργο ή προσφέρει εθελοντικά υπηρεσίες και εργασία με φυσική παρουσία, καθώς και κάθε φυσικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες, με φυσική παρουσία εντός των ίδιων δομών, σε νομικό πρόσωπο, με τo οποίο είναι συμβεβλημένος ο φορέας λειτουργίας των δομών. Το παραπάνω προσωπικό των δομών υγείας πρέπει να έχει λάβει την πρώτη ή μόνη δόση έως την 1η Σεπτεμβρίου και για την ολοκλήρωση του εμβολιαστικού κύκλου πρέπει να τηρήσει την προβλεπόμενη προθεσμία. Από την υποχρέωση εμβολιασμού εξαιρούνται όσοι έχουν νοσήσει και για διάστημα έξι μηνών από τη νόσηση, καθώς και όσοι έχουν αποδεδειγμένους λόγους υγείας που εμποδίζουν τη διενέργεια του εμβολίου που κρίνονται από τριμελείς επιτροπές ανά υγειονομική περιφέρεια, σύμφωνα με ειδική λίστα εξαιρέσεων που καταρτίζει η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών. Η μη συμμόρφωση του προσωπικού των ανωτέρω φορέων στην υποχρέωση εμβολιασμού έχει ως συνέπεια, στην περίπτωση των φορέων του δημοσίου τομέα, την επιβολή σε κάθε μη συμμορφούμενο εργαζόμενο του μέτρου της αναστολής καθηκόντων για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Τα αρμόδια επιστημονικά όργανα των δομών υγείας (επιστημονικό συμβούλιο, επιτροπή λοιμώξεων) οφείλουν να προβούν στην ενημέρωση του προσωπικού τους σχετικά με τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού COVID-19, προκειμένου όσοι είναι ανεμβολίαστοι να ενθαρρυνθούν να προχωρήσουν σε αυτόν. Παράλληλα υπενθυμίζουμε την ανάγκη πιστής τήρησης των προαναφερθέντων για τη διαφύλαξη της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού COVID-19. Δεδομένου ότι μετά την 1η.09.2021 όσοι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας παραμένουν ανεμβολίαστοι κατά του κορωνοϊού COVID-19, εφόσον δεν συντρέχει λόγος εξαίρεσής τους από αυτόν, δεν θα μπορούν να προσφέρουν την εργασία τους, καλείσθε όπως ολοκληρώσετε χωρίς καθυστέρηση όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την αναπλήρωση του προσωπικού που θα τεθεί σε αναστολή, σύμφωνα και με τις οδηγίες που θα σας αποσταλούν, προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία των δομών υγείας της αρμοδιότητάς σας". Ακολούθως, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 206 παρ. 7 περ. β του ανωτέρω ν. 4820/2021, εξεδόθη η Δ1α/Γ.Π.οικ. 50933/ 13.8.2021 απόφαση του Υπουργού Υγείας και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας (Β' 3794/13.8.2021) σχετικά με τη διαδικασία και τους λόγους απαλλαγής από την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού. (...) 7. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι το δικαίωμα στην υγεία αναγνωρίζεται στο Σύνταγμα τόσο ως ατομικό όσο και ως κοινωνικό δικαίωμα. Ειδικότερα, ως ατομικό, το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει την προστασία της ατομικής υγείας και σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του ατόμου από προσβολές και διακινδυνεύσεις, καθώς και την ελευθερία του αυτοκαθορισμού του, ήτοι την ελευθερία του ατόμου να αποφασίζει το ίδιο για θέματα της υγείας του. Ως κοινωνικό, το δικαίωμα στην υγεία συνίσταται στην υποχρέωση του Κράτους προς παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου και, γενικώς, στην υποχρέωσή του προς λήψη των αναγκαίων εκάστοτε θετικών μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία της υγείας (Σ.τ.Ε. 2362/2019, 1847/2016 Ολομ. σκ. 8, 1187/2009 Ολομ. σκ. 5, 400/1986 Ολομ., Π.Ε. 229/2008 Ολομ.), έτσι ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία, υπό την έννοια της πρόληψης των νοσημάτων και της προαγωγής της υγείας των πολιτών, στους οποίους εξ άλλου παρέχεται δικαίωμα να απαιτήσουν από το Κράτος την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς του (Σ.τ.Ε. 622/2021, 943/2020 Ολομ., 400/1986 Ολομ.). Επομένως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, όπως είναι η κατάσταση πανδημίας λόγω της εμφανίσεως ιού που διακρίνεται για την υψηλή και ταχεία μεταδοτικότητά του και την πιθανότητα προκλήσεως σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, δημιουργώντας ακόμα και κίνδυνο για τη ζωή τους, το Κράτος, με γνώμονα την αρχή της προφυλάξεως, οφείλει να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διαδόσεως της ασθένειας, και, κατ' επέκταση, τη μείωση της πιέσεως που ασκείται επί των υπηρεσιών υγείας, έως ότου εξευρεθεί επιστημονικώς τεκμηριωμένη λύση αποτελεσματικής αντιμετωπίσεώς της, οι δε πολίτες έχουν δικαίωμα να απαιτούν την πραγμάτωση της σχετικής υποχρεώσεως του Κράτους. Η καταλληλότητα και η αναγκαιότητα των μέτρων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι, ιδίως, ο τρόπος μεταδόσεως, και κρίνεται επί τη βάσει έγκυρων και τεκμηριωμένων επιστημονικών, ιατρικών και επιδημιολογικών δεδομένων. Τα μέτρα αυτά μπορεί μεν να συνιστούν ακόμα και σοβαρή επέμβαση στην απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως είναι η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, η ελευθερία κινήσεως και η ιδιωτική του ζωή, πλην η επέμβαση αυτή είναι συνταγματικούς ανεκτή εφ' όσον: α) προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, η οποία λαμβάνει υπ' όψιν τα κρατούντα σχετικώς, έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και εηιδημιολογικά πορίσματα, β) τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσεως επιβάλλονται χωρίς αδικαιολόγητες διακρίσεις, γ) παρέχεται δυνατότητα εξαιρέσεως σε ειδικές περιστάσεις για τις οποίες αυτά αντενδείκνυνται (πρβ. Σ.τ.Ε. 2387/2020 επταμ., σκ. 13, Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 15.3.2012 Solomakhin κ. Ουκρανίας, σκ. 33-39, Conseil Constitutionnel απόφασης 2015-458 QPC της 20ής.3.2015, σκ. 9-10, Conseil d' Etat απόφαση No 419242 της 6ης.5.2019, σκ. 12) και δ) τα μέτρα αυτά λαμβάνονται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα και, πάντως, μέχρι την εξεύρεση λύσεως για την ανάσχεση της πανδημίας, η ένταση δε και η διάρκειά τους πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικώς από τα αρμόδια κρατικά όργανα ανάλογα με τα υφιστάμενα επιδημιολογικά δεδομένα και την εξέλιξη των έγκυρων επιστημονικών παραδοχών. Η ως άνω παρέμβαση, εφ' όσον, σύμφωνα με τις κρατούσες επιστημονικές παραδοχές για την εξέλιξη της πανδημίας, κρίνεται αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας και, εντεύθεν, της ζωής των πολιτών, σε συνδυασμό με την εκ του Συντάγματος οφειλόμενη κρατική μέριμνα για τη διαφύλαξη της λειτουργίας του συστήματος υγείας, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού (Ε.Δ.Δ.Α. Memlica κ. Ελλάδος, απόφαση της 6ης.10.2015, σκ. 55). Εξ άλλου, κατά τον καθορισμό των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, κατά τη λήψη των οποίων σταθμίζονται ιατρικής φύσεως δεδομένα, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας και των λαμβανομένων μέτρων στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας, ο νομοθέτης (κοινός και κανονιστικός) διαθέτει, ως προς την καταλληλότητα και την αναγκαιότητά τους, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, που, κατά τα ανωτέρω, οφείλει να στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα. Συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (Σ.τ.Ε. 1147/2022 Ολομ.· πρβ. Σ.τ.Ε. 1210/2010 Ολομ. σκ. 24, 208/2020 Ολομ. σκ. 13, 3013/2014 Ολομ. σκ. 23· πρβ. Conseil Constitutionnel απόφαση 2015-458 QPC της 20ής.3.2015, σκ. 10). Στο πλαίσιο αυτό, σε καταστάσεις πρωτόγνωρες για την παγκόσμια κοινότητα, όπως είναι οι περιπτώσεις πανδημίας εξ αιτίας της εμφανίσεως νέου, ιδιαιτέρως μολυσματικού ιού, διακρινόμενου για την ταχεία μεταδοτικότητά του και τη δυνατότητα προκλήσεως σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, με κίνδυνο μέχρι και της ζωής τους, το Κράτος οφείλει να λάβει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διαδόσεως του ιού, σύμφωνα με τις διεθνείς επιστημονικές παραδοχές για την εξέλιξη της πανδημίας, βάσει των συλλεγέντων μέχρι τη λήψη του μέτρου έγκυρων επιστημονικών και επιδημιολογικών δεδομένων. Στα μέτρα αυτά εντάσσεται και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, ο οποίος διενεργείται με σκοπό την προστασία της υγείας, συλλογικώς και ατομικώς, από τις ασθένειες, καθώς και τη βαθμιαία εξάλειψή τους. Το μέτρο του εμβολιασμού, καθ' εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην συνταγματικώς ανεκτή, εφ' όσον, κατά τα ανωτέρω, προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και παρέχεται δυνατότητα εξαιρέσεως από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται (Σ.τ.Ε. 622/2021, 2387/2020 επταμ., πρβ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 15.3.2012 Solomakhin κ. Ουκρανίας σκ. 33-39, Conseil Constitutionnel απόφαση 2015-458 QPC της 20.3.2015 σκ. 9-10, Conseil d' Etat απόφαση No 419242 της 6.5.2019 σκ. 12). Η ως άνω δε παρέμβαση, εφ' όσον κρίνεται, σύμφωνα με τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα, αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας τόσο των ίδιων των εμβολιαζομένων όσο και τρίτων (λ.χ. ατόμων που δεν έχουν ακόμη εμβολιασθεί, ατόμων που δεν επιτρέπεται για ιατρικούς λόγους να εμβολιασθούν) δεν είναι δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού (Σ.τ.Ε, 622/2021, 2783/2020 επταμ., πρβ. Σ.τ.Ε. 857/2019 σκ. 16, Ε.Δ.Δ.Α. Memlica κ. Ελλάδος, απόφαση της 6.10.2015, σκ. 55, Seyit Bayture κ. Τουρκίας απόφαση της 12.3.2013 επί του παραδεκτού). Εξ άλλου, η εμφάνιση σε στατιστικώς πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων σοβαρών παρενεργειών ορισμένων εμβολίων δεν καθιστά συνταγματικούς ανεπίτρεπτη τη νομοθετική πρόβλεψη του υποχρεωτικού εμβολιασμού και είναι πάντως ανεκτή χάριν του δημοσίου συμφέροντος, εν όψει και της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος), υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις ερείδονται επί εγκύρων και τεκμηριωμένων επιστημονικών δεδομένων κατά τα προεκτεθέντα (πρβ. Σ.τ.Ε. 622/2021, 2387/2020 επταμ.). Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι, ενδεχομένως και κατά τις περιστάσεις, είναι δυνατόν, εν όψει του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται η ισότητα των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, να συντρέχει περίπτωση αποζημιώσεως των παθόντων από τις παρενέργειες αυτές για ζημία προκληθείσα όχι από παράνομη, αλλά από νόμιμη ενέργεια του Δημοσίου (πρβ. Σ.τ.Ε. 622/2021, 2387/2020 επταμ.). Τούτο, διότι στις περιπτώσεις αυτές η προκαλούμενη από τον εμβολιασμό βλάβη υπερβαίνει για τον παθόντα το εύλογο όριο ανοχής και αλληλεγγύης, το οποίο δικαιούται να αξιώνει το Κράτος χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου (πρβ. Σ.τ.Ε. 622/2021· βλ. και Σ.τ.Ε. 3783/2014 επταμ., σκ. 28). Τέλος, δοθέντος ότι τα κατοχυρούμενα στο Σύνταγμα και στις διεθνείς συνθήκες ατομικά δικαιώματα πραγματώνονται στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου, εντός της οργανωμένης πολιτείας, ανακύπτει από το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος η υποχρέωση του ατόμου, επιδεικνύοντας την επιτασσόμενη από τη διάταξη αυτή κοινωνική αλληλεγγύη, να ανέχεται, υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες προϋποθέσεις, περιορισμούς των δικαιωμάτων του, καθώς και να μεριμνά για τη διατήρηση της ατομικής του υγείας με σκοπό να μην μεταδώσει την ασθένεια σε άλλους, έτσι ώστε να γίνεται σεβαστό το ατομικό δικαίωμα των υπολοίπων στη διατήρηση της υγείας τους, αλλά και να μην επιβαρύνεται το σύστημα υγείας, η μέριμνα για τη διατήρηση στο αναγκαίο, ανάλογα με τον πληθυσμό, μέγεθος και την απρόσκοπτη λειτουργία του οποίου αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους. (...) 19. Με τα ανωτέρω δεδομένα, το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού του εν γένει προσωπικού των δομών υγείας (επισημαίνεται ότι παρεμφερή μέτρα έχει λάβει ο νομοθέτης και σε χώρες της Ε.Ε. όπως η Γαλλία και η Ιταλία) επιδιώκει σκοπό συνταγματικής τάξεως, ο οποίος συνίσταται στην προστασία της δημόσιας υγείας (βλ. ανωτ. στη δέκατη έβδομη σκέψη), για την επίτευξη του οποίου ο νομοθέτης έχει λάβει υπ' όψιν τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο της θεσπίσεώς του επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα, όπως αυτά έχουν αναλυτικά εκτεθεί προηγουμένως. Επομένως, το μέτρο τούτο δικαιολογεί τον περιορισμό που επιβάλλεται στα δικαιώματα ιατρικού αυτοκαθορισμού, αυτονομίας και ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας του προσωπικού των δομών υγείας, που κατοχυρώνονται από τις διατάξεις που παρατέθηκαν σε προηγούμενες σκέψεις. Περαιτέρω, ο περιορισμός αυτός προβλέπεται από ειδικές διατάξεις νόμου (άρθρο 206 του ν. 4820/2021), οι οποίες ορίζουν, συγχρόνως, ότι εξαιρούνται από το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού όσοι έχουν νοσήσει και για διάστημα έξι (6) μηνών από τη νόσηση, καθώς και όσοι έχουν αποδεδειγμένους λόγους υγείας που εμποδίζουν τη διενέργεια του εμβολίου (άρθρο 206 παρ. 4 του ν. 4820/2021), προβλέπεται δε και διαδικασία και αναλυτικοί λόγοι εξαιρέσεως από τον υποχρεωτικό εμβολιασμό για λόγους υγείας (βλ. τη ρητώς προσβαλλόμενη κ.υ.α.). Η δε χρήση ηπιότερων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως η υποχρεωτική χρήση μάσκας και η συχνή διενέργεια διαγνωστικών ελέγχων, εν όψει του χώρου εργασίας και της φύσεως των καθηκόντων του απασχολούμενου στις δομές υγείας προσωπικού, που επιβάλλει τη συχνή επαφή του με ασθενείς, δεν αποτελεί κατά την κρίση του νομοθέτη επαρκές μέτρο για την ανάσχεση της πανδημίας, ιδίως εν όψει της μεταλλάξεως "Δέλτα", η οποία διακρίνεται για τη μεταδοτικότητά της, δεδομένου εξ άλλου ότι το ποσοστό των εμβολιασμών απείχε από το αναγκαίο για τη δημιουργία του τείχους ανοσίας και της υπάρξεως μεταξύ των υποχρέων προς εμβολιασμό σημαντικού αριθμού ανεμβολίαστων, όπως προκύπτει από τα στοιχεία τα οποία εκτέθηκαν κατά τις συζητήσεις στη Βουλή που αναφέρθηκαν στη δέκατη πέμπτη σκέψη. Συνεπώς, ο εμβολιασμός δεν έχει αποτελέσει προδήλως απρόσφορο και μη αναγκαίο ούτε προδήλως δυσανάλογο μέτρο για την επίτευξη του προπεριγραφέντος σκοπού δημοσίου συμφέροντος. (...) 20. Με τα ανωτέρω δεδομένα, είναι απορριπτέοι οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται: α) ότι η μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη, έχουσα ως έρεισμα το άρθρο 206 του ν. 4820/2021, δια του οποίου θεσπίζεται ο υποχρεωτικός εμβολιασμός του συνόλου του προσωπικού στις δημόσιες δομές υγείας και σε φορείς πρόνοιας, έρχεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5, 22 και 25 του Συντάγματος, το άρθρο 5 της Συμβάσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής, το άρθρο 3 του ΧΘΔΕΕ και το άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α., διότι η επίμαχη διάταξη του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 δεν στηρίζεται σε επιστημονικά, επιδημιολογικά και ιατρικά πορίσματα, βάσει των οποίων θα εδικαιολογείτο η θέσπιση υποχρεωτικού εμβολιασμού του συνόλου των απασχολουμένων σε δομές υγείας, αν και κατά τα προβαλλόμενα, το ποσοστό των εμβολιασμένων, τόσο στον γενικό πληθυσμό, όσο και μεταξύ των κατά τις επίμαχες διατάξεις υποχρέων, είναι ιδιαιτέρως αυξημένο, β) ότι η εισαγωγή της ως άνω ρυθμίσεως παραβιάζει ευθέως την αρχή της αναλογικότητας, καθώς η επιβολή υποχρεωτικότητας πρέπει να αποτελεί το έσχατο μέτρο, όταν έχουν εξαντληθεί στο σύνολό τους οι ηπιότερες εναλλακτικές επιλογές, που μπορεί να εξυπηρετούν εξ ίσου τον επιδιωκόμενο σκοπό, ενώ ουδόλως προκύπτει ότι τα μέχρι σήμερα τηρούμενα εκ μέρους του εν λόγω προσωπικού μέτρα, όπως η χρήση μάσκας ή ατομικών προστατευτικών μέσων, δεν είναι επαρκή για τη διασφάλιση της μη μεταδόσεως της νόσου. Ειδικώς ως προς τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως του άρθρου 3 του ΧΘΔΕΕ, αυτός είναι απορριπτέος διότι το επίμαχο μέτρο θεσπίστηκε στο πλαίσιο εθνικής πολιτικής εμβολιασμού και όχι κατ' εφαρμογή ενωσιακής νομοθεσίας, οπότε ο Χάρτης δεν τυγχάνει εφαρμογής (πρβ. ΔΕΕ διάταξη [ordonnance] της 17.7.2014, υποθ. C-459/13). 21. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ιφ. Αργυράκη, Φρ. Γιαννακού και Κ. Μαρίνου, ως εξής: Σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, το Κράτος έχει την "πρωταρχική υποχρέωση" του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, στην υποχρέωση δε αυτή περιλαμβάνεται πρωτίστως η προστασία του ανθρώπου ως προσώπου και η απαγόρευση του υποβιβασμού του σε μέσο για την επίτευξη οιουδήποτε -δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος- σκοπού. Εξειδίκευση της ως άνω αρχής συνιστούν και οι διατάξεις του άρθρου 5 του Συντάγματος με τις οποίες κατοχυρώνεται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, στοιχείο της οποίας αποτελεί και το δικαίωμα αυτοκαθορισμού του ανθρώπου όσον αφορά στη φυσική, ψυχοσωματική του υπόσταση. Στη δε παράγραφο 5 του ως άνω άρθρου 5 του Συντάγματος κατοχυρώνεται και ρητώς το υποκειμενικό δικαίωμα εκάστου προσώπου στην προστασία της υγείας του, το οποίο έχει την έννοια, μεταξύ άλλων, του ατομικού δικαιώματος εκάστου να αξιώνει την αποχή του Κράτους από ενέργειες, οι οποίες θα ηδύναντο να προκαλέσουν βλάβη στη σωματική και ψυχική του υγεία. (...) Πρέπει, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, να γίνει δεκτό ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 5 του Συντάγματος και 5 επ. της Σύμβασης του Οβιέδο, ο οικειοθελής εμβολιασμός συνιστά τον κανόνα, ενώ δεν νοείται υποχρέωση προς εμβολιασμό στην περίπτωση που έχει καταγραφεί ότι ένα συγκεκριμένο εμβόλιο δύναται να έχει σοβαρές παρενέργειες στην υγεία του ανθρώπου, το αυτό δε ισχύει και στην περίπτωση που δεν υφίσταται ασφαλής επιστημονική τεκμηρίωση ως προς την ύπαρξη και το εύρος των σχετικών παρενεργειών (μεσοπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων). Η ως άνω δε απαιτούμενη τεκμηρίωση αναφορικά με την ασφάλεια έκαστου συγκεκριμένου εμβολίου προδήλως δεν υφίσταται όταν, εν όψει της μεθόδου δημιουργίας ή της σύστασης αυτού, καθώς και της έκτασης των δοκιμών και του διαδραμόντος χρονικού διαστήματος, τα υπάρχοντα στο συγκεκριμένο στάδιο της επιστημονικής εξέλιξης ιατρικά και λοιπά δεδομένα είναι υπό συνεχή διαμόρφωση. Εξάλλου, ακόμη και στην περίπτωση που ένα εμβόλιο κρίνεται, κατ' αρχήν, ως ασφαλές, προκειμένου να διακριβωθεί η αναγκαιότητα και η προσφορότητα του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού για την ικανοποίηση σοβαρού λόγου προστασίας της δημόσιας υγείας, απαιτείται επίσης ειδική τεκμηρίωση (με αναφορά σε ειδικά, ακριβή και πλήρη επιστημονικά και στατιστικά στοιχεία) ως προς την ευρύτητα της διάδοσης και τον βαθμό μεταδοτικότητας της συγκεκριμένης λοιμώδους νόσου, ως προς τη σοβαρότητα των συνεπειών της και την επικινδυνότητά της για ικανό μέρος του πληθυσμού, καθώς και ως προς την αποτελεσματικότητα του εμβολίου από την άποψη της ηροσφερόμενης ανοσίας και αποφυγής διασποράς του ιού. Τέλος, από το ως άνω συνταγματικό δικαίωμα αυτοκαθορισμού απορρέει και η επιταγή για προηγούμενη, πλήρη και σαφή πληροφόρηση του κοινού εν γένει, καθώς και για ενδελεχή ενημέρωση των υποχρεουμένων προσώπων, ως προς τη φύση, την αναγκαιότητα, την αποτελεσματικότητα, αλλά και τους κινδύνους των συγκεκριμένων εμβολίων, η οποία, μάλιστα, σε ειδικές περιπτώσεις, είναι ελλιπής εάν δεν συνοδεύεται από την παροχή δυνατότητας για τη διενέργεια σχετικού προληπτικού ιατρικού ελέγχου, χωρίς να αρκεί απλώς η λήψη ενός σύντομου ιστορικού. Συνεπώς, εάν, κατά παράβαση της ως άνω συνταγματικής κρατικής υποχρέωσης, δεν χωρήσει επαρκής, πολύπλευρη και τεκμηριωμένη πληροφόρηση, η συνακόλουθη άρνηση ικανού αριθμού πολιτών να προβούν οικειοθελώς στον εμβολιασμό δεν δύναται, κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 5 του Συντάγματος, να αποτελέσει το έρεισμα για τη θέσπιση σχετικής υποχρέωσης (είτε στον γενικό πληθυσμό είτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων), διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με την, κατά τρόπο προσχηματικό, παράκαμψη του κανόνα του οικειοθελούς χαρακτήρα του εμβολιασμού. (...) Τα ανωτέρω καταδεικνύουν ότι κατά τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 4820/2021 και της προσβαλλόμενης Κ.Υ.Α., λόγω αφ' ενός της εξαιρετικά σύντομης περιόδου ερευνών και δοκιμών των επίμαχων εμβολίων και αφ' ετέρου του πολύ μικρού χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από τη θέση τους σε κυκλοφορία μέχρι τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου, δεν ήταν ακόμη επαρκή τα επιστημονικά πορίσματα ως προς τις αντενδείξεις και τις παρενέργειές τους, ώστε να καθίσταται δυνατή η θέσπιση, κατά τρόπον ασφαλή και συνάδοντα προς τη συνταγματική αρχή της προφύλαξης, των περιπτώσεων εξαίρεσης από τον εν λόγω εμβολιασμό. Γι' αυτόν, άλλωστε, τον λόγο, οι αποκλειστικά απαριθμούμενες στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης Κ.Υ.Α. (Δ1α/Γ.Π.οικ. 50933/ 13.8.2021 απόφαση του Υπουργού Υγεία και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας) περιπτώσεις εξαίρεσης από τον εμβολιασμό προδήλου δεν λαμβάνουν υπόψη όλες τις ως άνω παρενέργειες, αλλά περιορίζονται στις περιπτώσεις διαγνωσμένης αλλεργίας σε συγκεκριμένα συστατικά των εμβολίων και στις περιπτώσεις με ιστορικό μυοκαρδίτιδας ή θρομβοπενίας οφειλόμενης στην ηπαρίνη ή αντιφωσφολιηιδικού συνδρόμου ή με σύνδρομο διαφυγής τριχοειδών ή προϋποθέτουν, πάντως, την υποβολή σε μία πρώτη δόση εμβολίου και την αποδεδειγμένη επέλευση σοβαρής βλάβης από αυτό. Σημειώνεται δε ότι, παρά την αποστολή των από 7.9.2021, 16.9.2021 και 30.9.2021 υπομνηστικών εγγράφων προς την αρμόδια Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας, με τα οποία της ζητήθηκε να γνωρίσει εγγράφου στο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, ποιες είναι οι τυχόν παρενέργειες από τα ως άνω εμβόλια και σε τι ποσοστό ανέρχονται αυτές επί του συνόλου των εμβολιασμών, τόσο στη χώρα μας, όσο και σε ευρωπαϊκό / διεθνές επίπεδο, δεν προκύπτει ότι υπήρξε απάντηση στα ερωτήματα αυτά. (...) Ελλείψει, όμως, των απαιτουμένων, κατά τ' ανωτέρω, τεκμηριωμένων στοιχείων, παρίσταται αναιτιολόγητη η πρόκριση της επιλογής, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων στις δομές υγείας έναντι είτε της επιβολής άλλων γενικότερων μέτρων κοινωνικού χαρακτήρα είτε της επιβολής, ειδικώς στην εν λόγω κατηγορία εργαζομένων, ηπιότερων μέτρων (όπως η διενέργεια διαγνωστικών αυτοελέγχων ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέτρο το οποίο χρησιμοποιήθηκε στις περισσότερες κατηγορίες εργαζομένων του δημοσίου τομέα, ακόμη και υπό συνθήκες πολλαπλασίων κρουσμάτων σε σχέση με τον μέσο αριθμό των κρουσμάτων κατά τον χρόνο δημοσίευσης του νόμου). Και τούτο, λαμβανομένων υπόψη των σοβαροτάτων συνεπειών που επιφέρει η άρνηση του εμβολιασμού (θέση υπό αναστολή και μη αναγνώριση του χρόνου της αναστολής ως χρόνου πραγματικής υπηρεσίας), οι οποίες μάλιστα επέρχονται ανεξάρτητα από τη συνολική συμπεριφορά του εργαζομένου, ήτοι ακόμη και εάν αυτός επιδεικνύει άκρα επιμέλεια στην τήρηση των μέτρων προφύλαξης και κοινωνικής αποστασιοποίησης. Το αναιτιολόγητο του προσβαλλομένου μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού ειδικώς των εργαζομένων στις δομές υγείας παρίσταται έτι εντονότερο ενόψει και του γεγονός ότι το εν λόγω μέτρο δεν εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο μέτρων οικονομικού και κοινωνικού περιεχομένου, τα οποία λαμβάνονται προς τον ίδιο σκοπό, ήτοι την αποφυγή διάδοσης της νόσου. Αντιθέτως, η επίμαχη ρύθμιση θεσμοθετήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο είχαν ήδη (από 14.5.2021) σταδιακά αρθεί τα περισσότερα περιοριστικά μέτρα που είχαν ληφθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας (βλ. ενδεικτικώς το "άνοιγμα του τουρισμού", την άρση των περιορισμών των διαπεριφερειακών μετακινήσεων και της νυκτερινής κυκλοφορία, την κατάργηση της αποστολής sms και της απαγόρευσης επισκέψεων στις Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων, την άρση των περιορισμών στην είσοδο στη Χώρα, την επαναλειτουργία των βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών, των γυμναστηρίων, των παιδοτόπων, των υπηρεσιών ευεξίας, των κινηματογράφων και των υπηρεσιών εστίασης). (...) Εν όψει των ανωτέρω, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, η επίδικη θέσπιση υποχρέωσης εμβολιασμού στο υγειονομικό προσωπικό που υπηρετεί στις δομές υγείας δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή ούτε από την άποψη της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος). Κατ' ακολουθία όλων των προεκτεθέντων, η διάταξη του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 με την οποία επιβάλλεται υποχρέωση εμβολιασμού στο ως άνω προσωπικό με τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού SARS COV-2, αντίκειται στις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 5, 5 παρ. 5, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 5 επ. και 26 παρ. 1 της Σύμβασης του Οβιέδο και 3 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, για τους λόγους αυτούς, θα έπρεπε, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως. 22. Η διάταξη του άρθρου 206 παρ. 6 του ν. 4820/2021, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 36 παρ. 3 του ν. 4829/2021 ορίζει ειδικότερα ότι σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρεώσεως εμβολιασμού εκ μέρους των εργαζομένων των παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, σε φορεία του δημοσίου τομέα, επιβάλλεται, με απόφαση του επικεφαλής του φορέα, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, το ειδικό διοικητικό μέτρο της αναστολής καθηκόντων για επιτακτικούς λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Κατά τον χρόνο αναστολής καθηκόντων, ο οποίος δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, δεν καταβάλλονται αποδοχές. Με την πραγματοποίηση της πρώτης ή της μοναδικής δομής, η αναστολή αίρεται με όμοια απόφαση του φορέα, υπό την προϋπόθεση της ολοκλήρωσης του εμβολιαστικού κύκλου, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες και στον προβλεπόμενο χρόνο. Το εν λόγω μέτρο αποσκοπεί στο να υποχρεώσει εκείνους στους οποίους αφορά, να εμβολιασθούν, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός του νομοθέτη, δηλαδή μέσω του εμβολιασμού του συνόλου του προσωπικού που απασχολείται στις δομές υγείας να προστατευθεί η δημόσια υγεία και να αποτραπεί η περαιτέρω διάδοση του κορωνοϊού εντός αυτών. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις συνέπειες του μη εμβολιασμού του προσωπικού που απασχολείται στις δομές υγείας, και λαμβάνοντας υπ' όψιν τα κρατούντα επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα κατά τον χρόνο θεσπίσεως της υποχρεώσεως εμβολιασμού του προσωπικού αυτού, έκρινε ότι, για την προστασία της δημόσιας υγείας, κατά των αρνούμενων αδικαιολογήτως να εμβολιασθούν, και για όσο χρόνο διαρκεί η άρνησή τους αυτή, έπρεπε να ληφθεί το μέτρο της αναστολής καθηκόντων και της μη καταβολής του μισθού για τον χρόνο ισχύος του. Με τα ανωτέρω δεδομένα, το μέτρο αυτό δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Και τούτο, διότι η αναστολή καθηκόντων και οι εντεύθεν συνέπειες αυτής, αφ' ενός αποβλέπουν στην τήρηση της νόμιμης υποχρέωσης εμβολιασμού, ώστε αυτή να μην μείνει κενό γράμμα, αφ' ετέρου ισχύουν όχι επ' αόριστον αλλά μέχρι την επαναξιολόγηση του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η οποία, πάντως, πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Ιφ. Αργυράκη, Β. Ανδρουλάκη, Φρ. Γιαννακού, Αικ. Ρωξάνα και Κ. Μαρίνου, το μέτρο της αναστολής καθηκόντων με όλες τις προαναφερθείσες παρεπόμενες συνέπειες είναι δυσανάλογο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δεδομένου ότι ο αρνούμενος να εμβολιασθεί απομακρύνεται από την υπηρεσία του και στερείται των αποδοχών του για απροσδιόριστο χρόνο, τούτο δε ανεξαρτήτου των προσωπικών και οικογενειακών αναγκών του, έτσι ώστε, υπό προϋποθέσει, ενδέχεται να αντιμετωπίσει οξύτατα οικονομικά προβλήματα· ο νομοθέτης θα όφειλε, να προβλέψει την καταβολή ενός ελάχιστου ποσοστού των αποδοχών ώστε ο μη δεχόμενος να εμβολιασθεί να μην κινδυνεύει να οδηγηθεί σε οικονομική εξαθλίωση, λαμβανομένου μάλιστα υπ' όψιν ότι υπόχρεοι προς εμβολιασμό είναι και χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι των δομών υγείας. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη των Συμβούλων Ιφ. Αργυράκη και Κ. Μαρίνου, πέραν των ανωτέρω, η επίμαχη ρύθμιση, αντίκειται και στην κατοχυρούμενη από το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος αρχή της μονιμότητος των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία, κατά την αληθή έννοια της ως άνω συνταγματικής διατάξεως, περιλαμβάνει όχι μόνον την υποχρέωση αλλά και το δικαίωμα του υπαλλήλου να ασκεί τα καθήκοντά του (πρβ. Σ.τ.Ε. 3086/1964). Η ως άνω συνταγματική αρχή, υπό την ανωτέρω της έννοια, καταλαμβάνει και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα που εργάζονται στα δημόσια νοσοκομεία και αποτελούν μέλη των πρωτοβαθμίων οργανώσεων που συνιστούν μέλη της αιτούσας ομοσπονδίας. Δύναται δε να καμφθεί η αρχή αυτή και να περιοριστεί το ως άνω δικαίωμα της ενεργού ασκήσεως των καθηκόντων του δημοσίου υπαλλήλου μόνον στην περίπτωση της θέσεως του υπαλλήλου σε αργία ή σε διαθεσιμότητα, κατά τα οριζόμενα στις αντίστοιχες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (άρθρα 104, 105), οι οποίες προβλέπουν μεν τον περιορισμό αυτό, πλην υπό αυστηρές προϋποθέσεις και, πάντως, σε κάθε περίπτωση, με την ταυτόχρονη πρόβλεψη αφενός συγκεκριμένου χρονικού ορίζοντα, αφετέρου καταβολής έστω και μέρους των αποδοχών, ακόμη και στις κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, στις οποίες και μόνον προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων άνευ γνωμοδοτήσεως του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου (άρθρο 104 παρ. 2 ΥΚ), διασφαλιζόμενης, κατά τον τρόπο αυτό, της συμφωνίας του περιορισμού αυτού και με την αρχή της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση έτερης, πέραν των προαναφερθεισών, νομοθετικής προβλέψεως περιορισμού του δικαιώματος του δημοσίου υπαλλήλου να ασκεί τα καθήκοντά του, θα πρέπει ο περιορισμός αυτός, προκειμένου να είναι επιτρεπτός κατά το άρθρο 103 παρ. 4, να παρίσταται και σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητος. Εν προκειμένω, η επίμαχη ρύθμιση, προβλέπουσα, μεταξύ άλλων, αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του δημοσίου υπαλλήλου άνευ σαφούς χρονικού περιορισμού και δη με παντελή στέρηση αποδοχών, δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητος και, ως εκ τούτου, αντίκειται και στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, της αντιθέσεως αυτής εξεταζομένης αυτεπαγγέλτως. 23. Τέλος, προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις παραβιάζουν την απορρέουσα από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, διότι με αυτές θεσπίζεται υποχρέωση εμβολιασμού για τους απασχολούμενους στις δομές υγείας, ενώ αντίστοιχη υποχρέωση δεν θεσπίζεται για άλλες κατηγορίες εργαζομένων και μάλιστα κατηγορίες που συνάπτονται στενά με χώρους υπερμετάδοσης της νόσου. Επίσης, κατά τα προβαλλόμενα, αντίστοιχη υποχρέωση δεν θεσπίζεται για τους ασθενείς και τους συνοδούς αυτών, με τους οποίους το υγειονομικό προσωπικό έρχεται σε επαφή. Ο εξεταζόμενος λόγος είναι, πάντως, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το υγειονομικό προσωπικό δεν τελεί υπό τις αυτές συνθήκες με τους λοιπούς επαγγελματίες και τα λοιπά πρόσωπα που αναφέρονται ανωτέρω, και τούτο λόγω της στενής και σχεδόν καθημερινής επαφής με πάσχοντες που χρήζουν φροντίδας και περιθάλψεως και οι οποίοι κινδυνεύουν περισσότερο από τους λοιπούς πολίτες σε περίπτωση ασθενείας. 24. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Επισημαίνεται, πάντως, ότι, όπως έχει εκτεθεί, η κρίση περί συνταγματικότητας του άρθρου 206 του ν. 4820/2021 συναρτάται με τα ισχύοντα κατά τον χρόνο λήψεως των επίδικων μέτρων επιστημονικά και επιδημιολογικά στοιχεία. Υφίσταται, επομένως, λόγω της φύσεως του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού και των συνεπειών του, υποχρέωση συνολικής επαναξιολογήσεώς του από τον νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, εντός ευλόγου χρόνου, από τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως, με τη λήψη υπ' όψιν, ιδίως, των διαρκώς ανανεούμενων επιστημονικών παραδοχών για την αξία, την αποτελεσματικότητα και τις συνέπειες των διαθέσιμων εμβολίων κατά του κορωνοϊού, την πορεία και την εξέλιξη της πανδημίας, καθώς και των συνεπειών από τη θέση σε αναστολή καθηκόντων των εργαζομένων στη λειτουργία των δομών υγείας.