Υποχρεωτική η χορήγηση της κανονικής άδειας στους εργαζόμενους Σε όλους τους μισθωτούς οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, με έγκυρη σύμβαση ή με απλή σχέση εργασίας πρέπει να χορηγείται, μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια αναπαύσεως και αναψυχής με τις συνήθεις αποδοχές. Η άδεια αυτή που αποκαλείται "κανονική άδεια" ξεχωρίζει από τις άλλες μορφές αδείας (εκπαιδευτική άδεια, άδεια σχολικής παρακολούθησης παιδιών κλπ.). Όπως προβλέπει ο ιδρυτικός νόμος (ΑΝ 539/45) η άδεια αυτή πρωτίστως αποβλέπει στην αναπλήρωση των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων των εργαζομένων, αλλά και στη δυνατότητα συμμετοχής ενός εκάστου στα αγαθά του ελεύθερου χρόνου. Το δικαίωμα αυτό υφίσταται ανεξάρτητα προς το αν ο εργαζόμενος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της αδείας από τον εργοδότη. Αυτός πρέπει σε κάθε περίπτωση να χορηγήσει την άδεια μέσα στο ημερολογιακό έτος για το οποίο πρόκειται. Η αίτηση την οποία ενδεχομένως θα υποβάλει ο μισθωτός, έχει σημασία μόνο για τον προσδιορισμό της χρονικής περιόδου κατά την οποία αυτός επιθυμεί να λάβει την άδεια. Εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η χορήγηση της άδειας αυτουσίως, μέσα στο ημερολογιακό έτος στο οποίο αυτή αντιστοιχεί, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. Τότε ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές τις οποίες θα κατέβαλλε εάν ο τελευταίος είχε λάβει την άδεια αυτουσίως (αποδοχές αδείας). Εάν συμβεί αυτό και υπαιτιότητι του εργοδότη δεν χορηγηθεί η άδεια μέσα στο ημερολογιακό έτος τότε ο εργοδότης οφείλει προσαύξηση 100% των αποδοχών αδείας (ΝΔ 3755/57). Η άδεια χορηγείται αυτούσια και κατά κανόνα ολόκληρη. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται, πέρα από αυτή των δυο πρώτων ετών, η κατάτμηση της άδειας με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 1Α14 παρ. 3 του ν. 4093/12 (ΕΑΕΔ 2012 σελ. 1090). Για το θέμα αυτό βλέπε οδηγίες ΕΑΕΔ 2015 σελ. 398.