Υπερωρία και υπερεργασία και καταβαλλόμενο ωρομίσθιο Ως καταβαλλόμενο ωρομίσθιο νοείται το τμήμα του μισθού ή του ημερομισθίου, το οποίο αναλογεί σε κάθε ώρα απασχολήσεως κατά τις ημέρες απασχολήσεως σε υπερεργασία ή σε υπερωριακή εργασία, με βάση τις συμφωνίες ή τις διατάξεις που κατά το χρόνο αυτό ισχύουν. Δεν ερευνάται δηλαδή το ύψος των τακτικών αποδοχών του εργαζομένου υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Ενδιαφέρει μόνο το κατά τον κρίσιμο χρόνο οφειλόμενο και καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, στο οποίο δεν περιλαμβάνονται κατά το χρόνο που ο εργαζόμενος παρέχει υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία. Α.Π. 2/2016 Πρόεδρος: η κ. Ασπασία Καρέλλου Εισηγητής: η κ. Δήμητρα Κοκοτίνη Δικηγόρος: ο κ. Δημ. Καραμήτσας (...) 2. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο της νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβεσαν τις έννομες συνέπειες. Η ενέργεια αυτή του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη προϋποθέτει ότι η νέα αυτή δίκη αναφέρεται στο ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, δηλαδή το ίδιο νομικό γεγονός το παραγωγικό, τροποποιητικό, καταργητικό ή αποσβεστικό της συγκεκριμένης έννομης σχέσης. Εξάλλου, το δεδικασμένο δεν ισχύει αν κατά τον κρίσιμο για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνο έχει επέλθει μεταβολή του νομικού καθεστώτος, το οποίο διέπει την έννομη σχέση ή τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή, αφού τότε δεν υπάρχει η απαιτούμενη για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας. Στην περίπτωση, ειδικότερα, διαρκούς ενοχικής σχέσης από την οποία πηγάζουν πλείονες έννομες συνέπειες, όπως είναι η σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, στην οποία η απασχόληση του μισθωτού θεμελιώνει ποικίλες αξιώσεις που στηρίζονται σε διάφορους ουσιαστικούς νόμους, συλλογικές συμβάσεις εργασίας (Σ.Σ.Ε.) ή διαιτητικές αποφάσεις (Δ.Α.), το δεδικασμένο των αποφάσεων που κρίνουν επιμέρους αξιώσεις του μισθωτού, ως έννομες συνέπειες της εν λόγω διαρκούς έννομης σχέσης, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το νομοθετικό καθεστώς, που ισχύει κατά τον κρίσιμο χρόνο, παραμένει αμετάβλητο και στο μέλλον. Συνεπώς, η τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι η συνιστώσα προδικαστικό ζήτημα για τις επιμέρους αξιώσεις του μισθωτού σύμβαση εξαρτημένης εργασίας διέπεται από το πλέγμα των τότε υφιστάμενων διατάξεων, δεν αποτελεί δεδικασμένο για την εκτός του κριθέντος χρονικού διαστήματος και στο μέλλον αναγόμενη χρονική περίοδο, αν κατά την περίοδο αυτή δεν παρέμεινε αναλλοίωτο το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, δηλαδή αν οι αιτούμενες με την αγωγή επιμέρους αξιώσεις του μισθωτού, που γεννήθηκαν σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο του ήδη κριθέντος, στηρίζονται σε νέες νομοθετικές διατάξεις, διάφορες εκείνων που ίσχυαν κατά την πρώτη δίκη. Τέτοιες νέες νομοθετικές διατάξεις είναι και οι κανονιστικοί όροι των Σ.Σ.Ε. η Δ.Α., οι οποίοι προσδιορίζουν, εν όψει της ισχύος τους για συγκεκριμένη χρονική περίοδο (άρθρα 9 και 16 παρ. 3 του Ν. 1876/90), όχι μόνο την έκταση, αλλά και το είδος των βασικών αποδοχών και των επιδομάτων του μισθωτού για την περίοδο εκείνη. Επομένως, από της ισχύος κάθε Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. μεταβάλλεται το νομοθετικό καθεστώς και γι' αυτό οι δικαστικές αποφάσεις που έκριναν τελεσιδίκως αξιώσεις των εργαζομένων ορισμένου χρονικού διαστήματος, ρυθμιζόμενες από τις εκάστοτε ισχύουσες Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., δεν αποτελούν δεδικασμένο και ως προς τις αξιώσεις τους για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, που στηρίζονται στις κατά το διάστημα αυτό ισχύουσες νεότερες Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. (Ολ. Α.Π. 3 / 03, 10 / 02). (...) Το Εφετείο παρά το νόμο δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου στην προκείμενη δίκη από την 7238/00 απόφαση του Εφετείου Αθηνών σε σχέση με τις ώρες και ημέρες εργασίας της ενάγουσας για τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα από 1.5.94 έως 31.10.94, από 1.4.95 μέχρι 31.10.95 και από 1.4.96 μέχρι 31.10.96. Και τούτο διότι η εν λόγω εφετειακή απόφαση αφορούσε σε παροχή εργασίας κατά τη χρονική περίοδο από 1.4.97 μέχρι 9.8.97, κατά την οποία, με βάση τις παραδοχές της, η ενάγουσα εργαζόταν στην επιχείρηση της εναγομένης ως βοηθός μπουφετζή και η αμοιβή της καθορίζονταν από τις διατάξεις της Δ.Α. 20/97 για τους ξενοδοχοϋπαλλήλους όλης της χώρσς, ενώ κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα η ενάγουσα εργάσθηκε και ως βοηθός ζαχαροπλάστη και η αμοιβή της καθορίζονταν από την από 26.4.94 Σ.Σ.Ε. "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των ξενοδοχοϋπάλληλων όλης της χώρας" και από το από 8.8.96 πρακτικό συμφωνίας των εργαζομένων στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις όλης της χώρας, δηλαδή δεν συνέτρεχε περίπτωση δεδικασμένου ως προς το ουσιαστικό δικαίωμα που ασκήθηκε με την ένδικη αγωγή, αφού δεν υπήρχε ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας μεταξύ της προγενέστερης και της παρούσας υπόθεσης. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο επισημαίνεται ή ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια, είναι βάσιμος. (...) 6. Διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικώς από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμέτοχη στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει το λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ μόνον αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν και όχι προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν (Ολ. Α.Π. 2/08, 8, 10 και 11/05). Πρέπει δε για το ορισμένο του λόγου αυτού να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια είναι τα διδάγματα της κοινής πείρας που παραβιάσθηκαν, καθώς και ο κανόνας δίκαιου, την ερμηνεία και εφαρμογή του οποίου τα διδάγματα αυτά αφορούν, γιατί αλλιώς καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (Α.Π. 23/15, 1056 /14,960 /13). Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, η αναιρεσείουσα επικουρικά προβάλλει τον από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. β' ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, επικαλούμενη ότι το Εφετείο υπολόγισε εσφαλμένα τον αριθμό των Κυριακών του επίδικου χρονικού διαστήματος, κρίνοντας ότι κάθε μήνας έχει τέσσερις (4) Κυριακές, αντί του ορθού 4,29, σύμφωνα με το ημερολόγιο που ισχύει στη χώρα μας. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι στην αίτηση αναίρεσης δεν εκτίθεται ο κανόνας δικαίου για την αληθινή έννοια του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ή όχι τα διδάγματα της κοινής πείρας ή για την υπαγωγή σ' αυτόν των πραγματικών περιστατικών, πέραν του ότι τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά για τη συγκρότηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων. 7. Σύμφωνα με το άρθρο 4 της από 26.2.75 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/75, άρθρο 7 της 6/79 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το Ν. 1082/80, άρθρο 9 της 1/82 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1346/83 και άρθρο 6 της από 14.2.84 ΕΓΣΣΕ, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την 11770/20.3.1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β' 81), ο μισθωτός που εργάζεται με το σύστημα της εργασίας 6 ημερών την εβδομάδα και επί 48 ώρες κατ' αυτή, πραγματοποιεί υπερεργασία από την 41η και μέχρι την 48η ώρα την εβδομάδα, αμείβεται δε με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, το οποίο, κατά το άρθρο 5 της από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, υπολογίζεται επί του καταβαλλόμενου μισθού. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 435/76, "μισθωτοί απασχολούμενοι νομίμως, πέραν των δι' εκάστην κατηγορίαν επιτρεπομένων ανωτάτων χρονικών ορίων διαρκείας της ημερησίας εργασίας δικαιούνται αμοιβής δι' εκάστην ώραν τοιαύτης απασχολήσεως ίσης προς το καταβαλλόμενον ωρομίσθιον ηυξημένον κατά 25% δια τας μέχρι 60 ώρας, κατά 50% δια τας πέραν των 60 μέχρι 120 και κατά 75% δια τας πέραν των 120 ετησίως". Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "εις πάσαν περίπτωσιν μη νομίμου υπερωριακής απασχολήσεως, ο μισθωτός δικαιούται από της πρώτης ώρας, πέραν των εκ των αρχών του αδικαιολογήτου πλουτισμού απαιτήσεώς του, και ίσην προς 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου πρόσθετον αποζημίωσιν". Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων ως καταβαλλόμενο ωρομίσθιο νοείται το τμήμα του μισθού ή του ημερομισθίου, το οποίο αναλογεί σε κάθε ώρα απασχολήσεως, κατά τις ημέρες απασχολήσεως σε υπερεργασία ή σε υπερωριακή εργασία, με βάση τις συμφωνίες ή τις διατάξεις που κατά το χρόνο αυτό ισχύουν. Δεν ερευνάται, δηλαδή, το ύψος των τακτικών αποδοχών του εργαζόμενου (μισθωτού) υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Ενδιαφέρει μόνο το κατά τον κρίσιμο χρόνο οφειλόμενο και καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, στο οποίο δεν περιλαμβάνονται πρόσθετες τακτικές παροχές, που δεν καταβάλλονται κατά το χρόνο που ο εργαζόμενος παρέχει υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία. Η άποψη αυτή ενισχύεται και επιβεβαιώνεται από τη διάταξη του άρθρου 4 της ως άνω από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, κατά την οποία "εάν... αι ώραι απασχολήσεως του μισθωτού εμπίπτουν εις τα όρια της νυκτερινής εργασίας ή της εργασίας κατά Κυριακάς και εξαιρεσίμους, εκτός του ωρομισθίου οφείλονται και αι προσαυξήσεις περί ων οι υπ' αριθ. 8900/46, 18310/46 και 25825/51 αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας". Επομένως, μόνο αν η υπερεργασία ή η υπερωριακή απασχόληση συμπίπτει με παροχή εργασίας κατά την Κυριακή ή άλλη αργία ή κατά τη νύκτα συνυπολογίζονται οι προσαυξήσεις 75% ή 25% αντίστοιχα. Διαφορετική ερμηνεία θα κατέληγε σε διπλό υπολογισμό των προαναφερομένων προσαυξήσεων, μία φορά κατά τον καθορισμό της αμοιβής του ωρομισθίου και μία φορά κατά την προσαύξησή της, τέτοιος όμως, διπλός, υπολογισμός δεν προκύπτει από τις προαναφερόμενες διατάξεις (Ολ. Α.Π. 3,4 και 5/99, Α.Π. 1349/02, 10/01, 1027/00, 1482/95). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε ότι "η αμοιβή της εργασίας Κυριακών και αργιών δεν αποτελεί βάση υπολογισμού του ωρομισθίου, αφού για την εξεύρεση της αμοιβής της υπερεργασίας ενδιαφέρει μόνο το κατά τον κρίσιμο χρόνο οφειλόμενο και καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, στο οποίο δεν περιλαμβάνονται πρόσθετες τακτικές παροχές, όπως η αμοιβή της εργασίας Κυριακών και αργιών". Στη συνέχεια, υπολόγισε την αμοιβή της αναιρεσείουσας για υπερεργασία, όχι βάσει των τακτικών αποδοχών, όπως ζητούσε αυτή με την αγωγή της, αλλά βάσει του κατά τον κρίσιμο χρόνο οφειλόμενου και καταβαλλόμενου ωρομισθίου, στο οποίο δεν περιλαμβάνονται πρόσθετες τακτικές παροχές, μη καταβαλλόμενες κατά το χρόνο παροχής της υπερεργασίας. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ούτε εκείνες του άρθρου 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 648 και 659 ΑΚ. Διέλαβε δε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Επομένως, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που περιέχονται στον τρίτο λόγο αναιρέσεως, στο πρώτο μέρος, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμες.(...)