Βλαπτική μεταβολή όρων συμβάσεως και απόλυση Άκυρη είναι η απόλυση μισθωτού ο οποίος είχε διεκδικήσει τα δικαιώματά του από βλαπτική μεταβολή, προσφεύγοντας και στην Επιθεώρηση Εργασίας. Υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας καθίσταται και ο εργοδότης που κατήγγειλε ακύρως την εργασιακή σύμβαση, εφόσον πλέον δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού. Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 Α.Κ., δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη. Α.Π. 414/2016 Πρόεδρος: η κ. Ευφημία Λαμπροπούλου Εισηγητής: η κ. Σοφία Καρυστηναίου Δικηγόροι: ο κ. Θεοφ. Αρχιμανδρίτης - η κ. Γεωργία Φιλιπποπούλου 1. Κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 61 του Ν. 4139/13, το οποίο (σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 του ίδιου νόμου) καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις και συνακόλουθα την ένδικη υπόθεση που ήταν εκκρεμής ενώπιον του Εφετείου στις 30.9.2014: "Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού". Υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας καθίσταται και ο εργοδότης που κατήγγειλε ακύρως (για οποιοδήποτε λόγο) την εργασιακή σύμβαση, εφόσον πλέον δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού (Α.Π. 359/15). Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 ΑΚ υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει και όταν κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, για να εισπράττει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται. Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας, απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχολήσεώς του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια. Για να είναι δε ορισμένη η σχετική ένσταση του εργοδότη, πρέπει αυτός να αναφέρει: α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται συγκεκριμένη επιχείρηση, β) τους λόγους για τους οποίους είναι κακόβουλη η μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού και γ) την ωφέλεια που θα αποκόμιζε (Α.Π. 363/15). Τα ίδια στοιχεία πρέπει να αναφέρονται και στην απόφαση του δικαστηρίου, για να είναι επαρκώς αιτιολογημένη (Α.Π. 470/14).(...) Μία ημέρα μετά τη σύνταξη από τους επιθεωρητές Γ.Γ. και Μ.Τ. του από 10.12.2002 ειδικού σημειώματος, δηλαδή στις 11.12.2002, η εναγομένη προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, προσφέροντας σ' αυτόν και τη νόμιμη αποζημίωσή του. Για να δικαιολογήσει την καταγγελία η εναγομένη επικαλέστηκε ευθύνες του ενάγοντος ως διευθυντή του καταστήματος "για τα γνωστά γεγονότα", δηλαδή για την υπεξαίρεση των χρημάτων από την πιο πάνω υπάλληλό της. Αποδείχθηκε όμως ότι η εναγομένη προέβη στην παραπάνω καταγγελία της σύμβασης συνεπεία της προηγούμενης μη αρεστής σ' αυτή συμπεριφοράς του ενάγοντος, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, τον Αύγουστο του 2000 είχε διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματα του που απέρρεαν από την εργασιακή του σχέση και συγκεκριμένα είχε εκφράσει τη δυσφορία του τόσο για τη μετακίνησή του στο κατάστημα της οδού ... όσο και για την τοποθέτησή του στη συνέχεια στο κατάστημα (θυρίδα) της οδού ..., θεωρώντας τις μετακινήσεις του αυτές ως βλαπτική μεταβολή της εργασιακής του σύμβασης και μάλιστα είχε ζητήσει για το σκοπό αυτό και τη διαμεσολάβηση της Επιθεώρησης Εργασίας. Οι ενέργειες αυτές του ενάγοντος, ο οποίος προηγουμένως, ως διευθυντής του καταστήματος της οδού ..., είχε ζητήσει επίσης να καταβάλλονται στο σύνολό τους οι ώρες υπερωριακής εργασίας των υπαλλήλων του καταστήματος, προκάλεσαν την εχθρότητα προς αυτόν της εναγομένης... η οποία, χρησιμοποιώντας το πρόσχημα της δήθεν ευθύνης του ενάγοντος για την ως άνω υπεξαίρεση που διέπραξε η υπάλληλος Β.Α., προέβη σε καταγγελία της σύμβασης. Η εν λόγω καταγγελία κρίθηκε άκυρη ως καταχρηστικά γενόμενη με την... 2086/04 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την... 9326/05 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου και ήδη αμετάκλητη με την... 362/07 απόφαση του Αρείου Πάγου, ενώ με την ίδια ως άνω (2086/04) απόφαση αναγνωρίσθηκε και η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 51637,8 ευρώ για μισθούς υπερημερίας για το διάστημα 11.12.2002 έως 11.12.2003. Η εναγομένη κατά το διάστημα 1.1.2004 έως 31.12.2006 εξακολούθησε να αρνείται τις υπηρεσίες του ενάγοντος και συνεπώς έχει περιέλθει σε υπερημερία, αφού εξαρχής έχουν αποκρουσθεί αυτές οι υπηρεσίες. Η εναγομένη προτείνει την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής όσον αφορά την επίδικη αξίωση των μισθών υπερημερίας για το επίδικο χρονικό διάστημα, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων καταχρηστικά αξιώνει μισθούς υπερημερίας καθόσον αδικαιολόγητα και κακόβουλα απέφευγε να ανεύρει άλλη εργασία, προκειμένου να λάβει το μισθό του από την εναγομένη χωρίς να εργασθεί, παρότι η ανεύρεση εργασίας στον τραπεζικό χώρο ήταν ευχερής, όπως ισχυρίζεται. Η εν λόγω ένσταση που αποτελεί και ουσιαστικά το μοναδικό λόγο έφεσης είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 656 και 281 ΑΚ, είναι όμως απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων αδικαιολόγητα και κακόβουλα απέφευγε την ανεύρεση εργασίας. Ειδικότερα ο ενάγων απευθύνθηκε ανεπιτυχώς να ανεύρει εργασία, μετά την απόλυσή του, ανάλογη των ικανοτήτων και προσόντων του στις τράπεζες ... κ.λπ., στα ΕΛΤΑ, ΔΕΗ και στις ιδιωτικές εταιρίες .... Αυτό οφείλεται στο ότι το 2004 ήταν 56 ετών και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες απολύθηκε, πράγμα που κατέστη γνωστό στην ελληνική αγορά. Το γεγονός της ύπαρξης μεγάλου αριθμού τραπεζών στον ελλαδικό χώρο και της ίδρυσης νέων τραπεζών κατά το επίδικο διάστημα (2004 - 2006) δεν αναιρεί το ότι ο ενάγων δεν προσπάθησε να ανεύρει εργασία. Αποδείχθηκε ότι οι τράπεζες προτιμούν να προσλαμβάνουν νέους υπαλλήλους με λιγότερα προσόντα από εκείνα του ενάγοντος προκειμένου να μειώσουν το λειτουργικό τους κόστος και γι' αυτό άλλωστε καταρτίζουν προγράμματα εθελουσίας εξόδου για τους παλαιότερους υπαλλήλους, ενώ επιπρόσθετα δεν θα μπορούσε να προσληφθεί ως απλός υπάλληλος ενόψει των προσόντων του, τα οποία δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη και αφετέρου δεν θα μπορούσε να προσληφθεί ως στέλεχος ενόψει των συνθηκών απολύσεως από την εναγομένη και της μακροχρόνιας αντιδικίας τους, γεγονός το οποίο προφανώς είχε γίνει γνωστό στους τραπεζικούς κύκλους. Σημειώνεται ότι η μνεία εκ μέρους της εναγομένης πληθώρας αγγελιών εφημερίδων δεν συνιστά προσφορά εργασίας ισότιμης ή ανάλογης με την εργασία που παρείχε στην εναγομένη ο ενάγων. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε, ποια είναι η ωφέλεια που ο ενάγων θα αποκόμιζε από την προσφερόμενη ισότιμη ή ανάλογη εργασία του, δηλαδή ποιες είναι οι συγκεκριμένες αποδοχές που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο ενάγων. Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα 1.1.2004 έως 31.12.2006 δεδομένου ότι οι μηνιαίες αποδοχές του ανήρχοντο σε 3.521,64 ευρώ κατά το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.... Με βάση αυτές τις παραδοχές και με επί πλέον παραδοχές για το ύψος των οφειλομένων στον ενάγοντα αποδοχών υπερημερίας και για την επιδικαστέα υπέρ αυτού χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και είχε υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να του καταβάλει το ποσό των 153.191,34 ευρώ νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες σ' αυτήν διακρίσεις) και δέχθηκε την αντέφεση του τελευταίου. Αφού δε κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, δέχθηκε εν μέρει αυτήν, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 153.191,34 ευρώ και αναγνώρισε ότι αυτή του οφείλει το ποσό των 10.000 ευρώ νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες σ' αυτήν διακρίσεις. Έτσι που έκρινε το εφετείο δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, δηλαδή δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 656 και 281 ΑΚ. Ειδικότερα δεν δέχθηκε, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, ότι η τελευταία είχε προτείνει την ένσταση του άρθρου 656 εδ. β ΑΚ (πράγματι δε, μετά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης τροποποίηση του πιο πάνω άρθρου, την ένσταση του εδ. δ αυτού), ήτοι ότι είχε δικαίωμα να αφαιρέσει από τους μισθούς υπερημερίας καθετί που ο αναιρεσίβλητος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού. Αντίθετα, δεχόμενο ότι η αναιρεσείουσα είχε προτείνει την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 656 του ίδιου κώδικα και ότι στοιχείο της ενστάσεως αυτής ήταν, μεταξύ άλλων, η επίκληση της ωφέλειας που ο ενάγων θα αποκόμιζε από την προσφερόμενη ισότιμη ή ανάλογη εργασία του, απέρριψε την ένσταση αυτή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη με την παραδοχή ότι ο ενάγων παρά τις προσπάθειές του δεν κατόρθωσε να βρει εργασία ισότιμη ή ανάλογη με την εργασία που παρείχε στην εναγομένη, την οποία θα μπορούσε να εκτελέσει ενόψει των προσόντων του. Τα επί πλέον διαλαμβανόμενα στην προσβαλλομένη ότι "δεν αποδείχθηκε ποια είναι η ωφέλεια που ο ενάγων θα αποκόμιζε από την προσφερόμενη ισότιμη ή ανάλογη εργασία του, δηλαδή ποιες είναι οι συγκεκριμένες αποδοχές που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο ενάγων" αποτελούσαν, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, στοιχεία της ενστάσεως της αναιρεσείουσας και της σχετικής αποφάσεως στην περίπτωση που θα γινόταν δεκτή η ένσταση αυτή, για το λόγο δε ότι δεν περιέχονταν στην προεκδοθείσα 4045/11 απόφαση του Εφετείου Αθηνών αναιρέθηκε αυτή με την 223/14 απόφαση του Αρείου Πάγου. Και ναι μεν στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν αναγκαία, αφού έγινε δεκτό το μείζον (δηλαδή ότι ο ενάγων παρά τις προσπάθειές του δεν κατόρθωσε να βρει εργασία ισότιμη ή ανάλογη με την εργασία που παρείχε στην εναγομένη), όμως με την παράθεσή τους το εφετείο δεν υπέπεσε στην ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια διότι τέθηκαν πλεοναστικώς. Περαιτέρω, εφόσον η πιο πάνω παραδοχή τέθηκε πλεοναστικώς, το εφετείο δεν παραβίασε με αυτήν ούτε τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 Ν. 1876/90 που ορίζει ότι οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής σύμβασης εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ, ούτε τις κανονιστικές συλλογικές ρυθμίσεις για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Τραπεζών - ΟΤΟΕ που έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου. Επί πλέον διέλαβε στην πιο πάνω απόφασή του διεξοδικές αιτιολογίες για τις συνθήκες απολύσεως του ενάγοντος και μάλιστα παρά το ότι αυτές καλύπτονταν από το δεδικασμένο της 2086/04 αμετάκλητης αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ούτε ήταν αναγκαίο για την πληρότητα των αιτιολογιών της προσβαλλομένης να αναγράφεται σ' αυτές: α) ποιες συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες οι αναφερόμενες στις αιτιολογίες αυτές συγκεκριμένες τράπεζες και ιδιωτικές εταιρίες ζήτησαν την πρόσληψη στελεχών σε εργασία ισότιμη προς εκείνη του αναιρεσιβλήτου, β) με ποιο μέσο επικοινωνίας γνωστοποίησαν την ανάγκη κάλυψης των κενών αυτών θέσεων, γ) ποιες συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες και με ποιο μέσον ο ενάγων απευθύνθηκε σε καθεμία από αυτές, δ),για ποια συγκεκριμένη κενή θέση έδειξε ενδιαφέρον ο ενάγων και έτυχε αρνητικής απαντήσεως, ε) ποιο ήταν το περιεχόμενο των αρνητικών απαντήσεων, στ) ποιες από τις αναφερόμενες στην απόφαση τράπεζες είχαν γνωστοποιήσει ότι επιθυμούν την κάλυψη κενών θέσεων και ότι προϋπόθεση προσλήψεως των ενδιαφερομένων σε στελεχική διευθυντική θέση αποτελούσε η μη υπέρβαση κάποιου ορίου ηλικίας, ποιες από αυτές, προκειμένου περί προσλήψεως διευθυντικών στελεχών, δεν απαιτούσαν πολύχρονη τραπεζική εμπειρία αλλά "προτιμούν να προσλαμβάνουν νέους υπαλλήλους με λιγότερα προσόντα από εκείνα του ενάγοντος", ποιες "είχαν καταρτίσει προγράμματα εθελουσίας εξόδου για τους παλαιότερους υπαλλήλους" και ποιες ήταν οι προϋποθέσεις συμμετοχής στα προγράμματα, ζ) με ποιο τρόπο οι "συνθήκες απόλυσης" του ενάγοντος και η μακροχρόνια αντιδικία του με την ίδια "προφανώς είχε γίνει γνωστή στους τραπεζικούς κύκλους", η) ποιες ήταν οι επιχειρήσεις που δημοσίευσαν την "πληθώρα αγγελιών" και ποιες κενές θέσεις εργασίας επιθυμούσαν αυτές να καλύψουν. Επομένως ο δεύτερος κατά το τρίτο σκέλος του λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τέλος το Εφετείο με τις ανωτέρω αναφερθείσες παραδοχές ότι "δεν αποδείχθηκε ποια είναι η ωφέλεια που ο ενάγων θα αποκόμιζε από την προσφερόμενη ισότιμη ή ανάλογη εργασία του, δηλαδή ποιες είναι οι συγκεκριμένες αποδοχές που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο ενάγων" δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτές τέθηκαν πλεοναστικώς. Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 3. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Πράγμα επομένως, υπό την έννοια αυτή, είναι και ο λόγος εφέσεως που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσεως. Ο λόγος αυτός δεν στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. Α.Π. 25/03, 11/1996), έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή αλλά γίνεται με την παραδοχή ως αποδειχθέντων, γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. Α.Π. 11 /96). Εξάλλου από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ προς εκείνες των άρθρων 262 και 559 αριθ. 8 ΚπολΔ προκύπτει ότι, αν για τη θεμελίωση ισχυρισμού καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, προβάλλονται περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη αθροιστικά, πράγματα (η μη λήψη υπόψη των οποίων ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως) αποτελούν το καθένα από τα περισσότερα πραγματικά περιστατικά, εφόσον με την προσθήκη και αυτών ο σχετικός ισχυρισμός καθίσταται νόμιμος, πληροί δηλαδή, το πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ (Ολ. Α.Π. 2/89, Α.Π. 524/14). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο κατά το πρώτο σκέλος του λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους κατωτέρω επί μέρους ισχυρισμούς, τους οποίους προέβαλε για τη θεμελίωση της ενστάσεώς της περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος και τους οποίους επανέφερε με λόγους εφέσεως, ήτοι: α) ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα υπήρχε μεγέθυνση του τραπεζικού κλάδου και ραγδαία αύξηση της ζητήσεως εξειδικευμένων και έμπειρων στελεχών, όπως προέκυπτε από επανειλημμένα συγκεκριμένα δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο, τα οποία αναλυτικά ανέφερε στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, στο δικόγραφο της εφέσεως της, καθώς και στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, β) ότι από τα πιο πάνω δημοσιεύματα αποδεικνυόταν η έλλειψη ανεργίας στον τραπεζικό κλάδο γενικώς και για τα πρόσωπα που είχαν τα αναφερόμενα προσόντα του ενάγοντος ειδικότερα και γ) ότι ο ενάγων, επιδιώκοντας να μείνει θεληματικά άνεργος προκειμένου να εισπράττει από αυτήν τους μισθούς υπερημερίας (και όχι το επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ) δεν υπέβαλε σχετική αίτηση για να καταχωρηθεί στις καταστάσεις ανέργων του τελευταίου, με αποτέλεσμα ούτε να επιδοτηθεί λόγω ανεργίας, ούτε ο ΟΑΕΔ να έχει τη δυνατότητα να του υποδείξει θέση εργασίας αντίστοιχη των προσόντων του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον οι ανωτέρω ισχυρισμοί ελήφθησαν υπόψη από το εφετείο και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι, με την παραδοχή γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τους συγκροτούν. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του δικαστηρίου, της αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ευφημίας Λαμπροπούλου, ο αναφερόμενος πιο πάνω με το στοιχείο γ επί μέρους ισχυρισμός της εναγομένης, ο οποίος αποτελούσε ουσιώδες στοιχείο της προταθείσης από αυτήν ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος (αφού θεμελίωνε το λόγο για τον οποίο ήταν κακόβουλη η μη απασχόληση του αλλού) και ο οποίος επαναφέρθηκε με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς της, δεν ελήφθη υπόψη από το εφετείο, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπου δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία περί υποβολής ή μη αιτήματος για εγγραφή του ενάγοντος στις καταστάσεις ανέργων του ΟΑΕΔ. Γι' αυτό έπρεπε κατά τη γνώμη του μειοψηφούντος μέλους να γίνει δεκτός κατά τούτο ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος ως βάσιμος. (...) 6. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, της ανταγωγής, της κυρίας παρεμβάσεως, της αυτοτελούς πρόσθετης παρεμβάσεως, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου (Α.Π. 1741/12) αλλά και η αίτηση επιδείξεως εγγράφου, η οποία παραδεκτά μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί αιτήσεως για επίδειξη εγγράφου θεμελιώνει τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, εφόσον δηλαδή με αυτή γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο του αιτούντος, προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό του και εκτίθενται περιστατικά από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, ότι δηλαδή το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση η έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντίδικου του (Α.Π. 808/15). Έτσι αν το δικαστήριο της ουσίας παραλείψει να αποφανθεί επί αόριστης η μη νόμιμης αιτήσεως για επίδειξη εγγράφου, δεν υποπίπτει στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 περ. γ ΚΠολΔ πλημμέλεια, ήτοι δεν αφήνει αίτηση αδίκαστη (Α.Π. 1625/14). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο κατά το πέμπτο σκέλος του λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι δεν απάντησε στο αίτημα επιδείξεως εγγράφων που αυτή παραδεκτά είχε προτείνει πρωτοδίκως και κατ' έφεση. Από την επισκόπηση όμως των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι το αίτημα επιδείξεως εγγράφων, το οποίο προτάθηκε επιγραμματικά με δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και αναπτύχθηκε για πρώτη φορά με την προσθήκη των προτάσεων της αναιρεσείουσας, είχε το εξής κατά λέξη περιεχόμενο: "Επειδή σε όλες τις προαναφερθείσες αγγελίες τραπεζών, με τις οποίες αυτές ζητούν προσλήψεις προσωπικού, μεταξύ των οποίων και εξειδικευμένων στελεχών, για να απασχοληθούν ως Διευθυντές Καταστημάτων, ζητείται η αποστολή σχετικού βιογραφικού σημειώματος (γεγονός άλλωστε πασίδηλο, προκείμενου περί προσλήψεων από μεγάλες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τραπεζικές) ζητήσαμε, από τον αντίδικο, ενόψει της κρισιμότητάς τους, για την προκειμένη υπόθεση και κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 450 και 451 ΚΠολΔ, με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του παρόντος Δικαστηρίου, να προσκομίσει αντίγραφα των βιογραφικών σημειωμάτων, για την πρόσληψή του, που απέστειλε μετά τη λύση της εργασιακής του σχέσης και ιδιαίτερα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σε Τράπεζες, που ζητούσαν την πρόσληψη στελεχών, για την κάλυψη κενών θέσεων, μεταξύ άλλων, και Διευθυντών Καταστημάτων τους. Ακόμη ζητήσαμε να προσκομίσει τις αντίστοιχες αρνητικές απαντήσεις. Όπως δε ζητήσαμε, στα σχετικά βιογραφικά σημειώματα να υπάρχει και ο αριθμός πρωτοκόλλου της παραλαβούσας Τράπεζας...". Το αίτημα αυτό επαναφέρθηκε και ενώπιον του εφετείου με λόγο εφέσεως και είχε το εξής κατά λέξη περιεχόμενο: "Λόγω της κρισιμότητας, για την ένδικη υπόθεση, των προηγούμενων έγγραφων στοιχείων, η "...", όπως ήδη αναφέρθηκε, ζήτησε, νόμιμα, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 450 και 451 ΑΚ, με δήλωση που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επανέλαβε με τις προτάσεις, να προσκομίσει ο αντίδικος τα σχετικά πρωτοκολλημένα βιογραφικά σημειώματα, που απέστειλε στις προαναφερθείσες τράπεζες, που ζητούσαν την πρόσληψη στελεχών, για την κάλυψη κενών θέσεων, μεταξύ άλλων και Διευθυντών καταστημάτων και τις αντίστοιχες απαντήσεις των τραπεζών, που έπρεπε να βρίσκονται στην κατοχή του (εάν φυσικά είχε αποστείλει βιογραφικά σημειώματα)...". Και ναι μεν το γεγονός ότι το πιο πάνω αίτημα δεν αναπτύχθηκε με τις προτάσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (αλλά για πρώτη φορά με την προσθήκη αυτών και με το δικόγραφο της εφέσεως) δεν το καθιστά απαράδεκτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, μπορούσε να προταθεί για πρώτη φορά ακόμα και στο εφετείο. Όμως σε κάθε περίπτωση ήταν απορριπτέο ως αόριστο, διότι με αυτό δεν προσδιορίσθηκαν επαρκώς τα έγγραφα (βιογραφικά σημειώματα) των οποίων ζητήθηκε η επίδειξη και το περιεχόμενό τους, ιδίως όμως διότι δεν αναφέρθηκε ότι τα έγγραφα αυτά κατείχε ο ενάγων αλλά αντίθετα από τη διατύπωσή του ήταν σαφές ότι η εναγομένη αμφισβητούσε την ύπαρξη τέτοιων εγγράφων.