Βλαπτική Μεταβολή - Αξίωση Αποζημιώσεως - Αποσβεστική Προθεσμία Κατά τη διάταξη του αρθ. 6 παρ. 2 του ν. 3198/55 κάθε αξίωση μισθωτού για καταβολή αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας της σύμβασης, είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός εξαμήνου από τότε που η αξίωση κατέστη απαιτητή. Η αξίωση αποζημίωσης γεννάται και είναι απαιτητή από την ημέρα της απόλυσης. Η προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία για απόληψη της νόμιμης αποζημίωσης από τον μισθωτό που έπαυσε να παρέχει τις υπηρεσίες του, γιατί θεωρεί τη μονομερή βλαπτική μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της εργασιακής σύμβασης, αρχίζει από το χρονικό σημείο που ο εργαζόμενος απέκρουσε τη μεταβολή και αποχώρησε από την εργασία. Αν περάσει το εξάμηνο η σχετική αγωγή είναι απαράδεκτη. ΑΠ 282/2018 Πρόεδρος: Ο κ. Χριστόφ. Κοσμίδης Εισηγητής: Η κ. Σοφία Τζουμερκιώτη Δικηγόροι: Ο Δημ. Βερβεσός - Ο κ. Βασ. Πήττας 1. Η από 21.3.2017 (αριθμός κατάθεσης .../3.4.2017) αίτηση αναίρεσης κατά της 2576/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, επί της ασκηθείσας από την εναγόμενη έφεσης κατά της 2025/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών επί της από 18.2.2011 (αριθμός κατάθεσης .../3.3.2011) αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (Κ.Πολ.Δ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144). Συνεπώς, είναι παραδεκτή (Κ.Πολ.Δ. 577 παρ. 1) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (Κ.Πολ.Δ. 577 παρ. 3). 2. Από τη διάταξη του άρθρου 7 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648, 652 και 656 ΑΚ., συνάγεται ότι στην περίπτωση της σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή σε προσδιορισμό της παρεχόμενης εργασίας με κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος, ο μισθωτός έχει διαζευκτικά τα δικαιώματα: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, ή β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από το ν. 2112/1920, ή, τέλος, γ) να εμμείνει, εξωδίκως ή και δικαστικώς, στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν τις αποδεχθεί, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας (Α.Π. 216/2017, Α.Π. 132/2016). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955, κάθε αξίωση μισθωτού για καταβολή της κατά το ν. 2112/1920 αποζημίωσης είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός εξαμήνου από τότε που η αξίωση κατέστη απαιτητή. Με τη διάταξη αυτή θεσπίσθηκε εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία, λαμβανόμενη υπόψη και αυτεπαγγέλτως, κατ' άρθρο 280 Α.Κ., άσκησης του δικαιώματος του μισθωτού που απολύθηκε για καταβολή σε αυτόν της νόμιμης αποζημίωσης. Η αξίωση αποζημίωσης γεννάται και είναι απαιτητή από την ημέρα της απόλυσης (Ολ.Α.Π. 16/1994). Η προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία για απόληψη της νόμιμης αποζημίωσης από το μισθωτό που έπαυσε να παρέχει τις υπηρεσίες του, γιατί θεωρεί τη μονομερή βλαπτική μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της εργασιακής σύμβασης, αρχίζει από το χρονικό σημείο που ο εργαζόμενος απέκρουσε τη μεταβολή και αποχώρησε από την εργασία (Α.Π. 151/1988). Κατά συνέπεια, αν περάσει το εξάμηνο, χωρίς να ασκηθεί από το μισθωτό, του οποίου καταγγέλθηκε η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με αυτό τον τρόπο, η σχετική αγωγή για την καταβολή της, τυχόν ασκούμενη μετά την πάροδο του εξαμήνου είναι απαράδεκτη. 3. Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου (όταν προσδίδεται σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή) είτε ως κακή εφαρμογή (όταν γίνεται εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης), με αποτέλεσμα την κατάληξη σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ.Α.Π. 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ενστάσεων των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών, ήτοι αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (Α.Π. 319/2017, Α.Π. 130/2016). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό του κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), όταν δηλαδή δεν προκύπτει από την απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε αυτή, ώστε, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, να κριθεί περαιτέρω αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόσθηκε, ή περί μη συνδρομής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της, δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης (με βάση το οποίο κρίνεται η συνδρομή έλλειψης νόμιμης βάσης) προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το πραγματικό του οποίου πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (Ολ.Α.Π. 15/2006, Α.Π. 117/2017). Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη (Α.Π. 130/2016). 4. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 2576/2016 απόφασή του, όπως από την επισκόπηση αυτής προκύπτει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων την 19.6.1989, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος προσελήφθη από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα εταιρία κατασκευής και εμπορίας ψυκτικών εναλλακτών, προκειμένου να εργασθεί ως εργατοτεχνίτης. Ότι, αμέσως μετά την πρόσληψή του, τοποθετήθηκε στο τμήμα Α' της επιχείρησης, όπου γινόταν η συναρμολόγηση των εναλλακτών θερμότητας, που βρίσκεται στο υπόγειο του κειμένου στον ... κτιρίου, στο οποίο στεγάζεται η επιχείρηση της εναγόμενης. Ότι από 13.7.2005 η εναγομένη, λόγω της εμπειρίας και των ικανοτήτων του ενάγοντος, τον προήγαγε σε εργοδηγό και υπεύθυνο προϊστάμενο του τμήματος Α' συναρμολόγησης εναλλακτών θερμότητας. Ότι έκτοτε εκτελούσε καθήκοντα εργοδηγού προϊσταμένου του εν λόγω τμήματος, έχοντας υπό την εποπτεία του τέσσερις έως έξι τεχνίτες. Ότι, ειδικότερα, αυτός ήταν υπεύθυνος για την καλή λειτουργία του συγκεκριμένου τμήματος, είχε υπό τη διαρκή εποπτεία και παρακολούθηση τη λειτουργία των μηχανών παραγωγής και τον έλεγχο της ποιότητας και της ποσότητας της παραγωγής, υπό τις γενικότερες εντολές και κατευθύνσεις της διεύθυνσης της επιχείρησης. Ότι την 2.11.2010, η εναγομένη ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι ήταν αναγκαίο να μετακινηθεί στο τμήμα Γ', στον πρώτο όροφο του κτιρίου της, προκειμένου να εκπαιδευθεί στο χειρισμό της νέας χειροκίνητης πρέσας, που λειτουργούσε στον όροφο αυτό, για να βοηθήσει την παραγωγή. Ότι ο ενάγων, επειδή θεώρησε ότι η μετακίνησή του στο τμήμα Γ' της επιχείρησης συνιστά μονομερή, βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, διότι στη νέα θέση δεν θα εκτελούσε πλέον καθήκοντα εργοδηγού, αλλά απλού εργατοτεχνίτη, αρνήθηκε την εν λόγω μετακίνηση και ζήτησε να συνεχίσει να παρέχει την εργασία του στη μέχρι τότε θέση του. Ότι την 3.11.2010 και 4.11.2010 ο ενάγων μετέβη στην εργασία του, όπου ζήτησε να εργασθεί στην πριν τη μεταβολή θέση του, πλην όμως η εναγομένη αρνήθηκε, το ίδιο δε έπραξε και κατά τις ημερομηνίες 5, 8, 9, 10, 12, 15 και 16.10.2010, οπότε και πάλι η εναγομένη αρνήθηκε την αποδοχή των υπηρεσιών του στην προ της μεταβολής θέση του. Ότι ο ενάγων, επειδή η εναγομένη επέμενε στη μετακίνησή του, την 17.11.2010, της κοινοποίησε την με ίδια ημερομηνία εξώδικη διαμαρτυρία του, με την οποία, αφού απέκρουσε τη μετακίνησή του, εμμένοντας στην τήρηση των συμβατικών όρων εργασίας του και στην απασχόλησή του ως εργοδηγού και προϊσταμένου του τμήματος Α' της επιχείρησης δήλωσε στη συνέχεια ότι, σε περίπτωση εμμονής της εναγομένης στη μετακίνησή του, θα θεωρήσει ότι αυτή συνιστά μονομερή, βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και ως συναγόμενη καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της, με συνέπεια να του οφείλεται η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Ότι η εναγομένη, απαντώντας στην ως άνω εξώδικη δήλωση του ενάγοντος, την 19.11.2010, του κοινοποίησε την από 18.11.2010 εξώδικη διαμαρτυρία και πρόσκληση, με την οποία αρνήθηκε ότι η μετακίνηση αυτού σε άλλο τμήμα αποτελούσε βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και τον καλούσε να προσέλθει στην εργασία του στο τμήμα Γ', προκειμένου να απασχοληθεί σε ισότιμη θέση, με την ίδια ιδιότητα του προϊσταμένου τμήματος. Ότι ο ενάγων, μετά την πρόσκληση της εναγομένης, προσήλθε στην εργασία του, στο τμήμα Γ' της επιχείρησης, πλην όμως διαπίστωσε ότι στο τμήμα αυτό υπήρχε εργοδηγός και τεχνικό προσωπικό, ενώ στον ίδιο ανατέθηκαν εργασίες βοηθού τεχνίτη. Ότι ο ενάγων προσέφυγε την 1.12.2010 στην Επιθεώρηση Εργασίας ..., όπου, την 10.1.2011, κατά τη συζήτηση της προσφυγής του, ζήτησε την επανατοποθέτησή του στην προηγούμενη θέση του, ενώ συνέχισε να εργάζεται στο τμήμα Γ' ως χειριστής πρέσας. Ότι ο ενάγων, αποκρούοντας ρητά την ως άνω μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης, την 24.1.2011, απέστειλε στην εναγομένη νέα εξώδικη δήλωση, με την οποία, αφού διαμαρτυρήθηκε και πάλι για την πιο πάνω μονομερή, βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, δήλωσε ότι θεωρεί τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της και την κάλεσε να του καταβάλει την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, ενώ σταμάτησε να προσέρχεται στην εργασία του. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι η εναγομένη μετακίνησε μόνιμα τον ενάγοντα στο τμήμα Γ' της επιχείρησής της, ως χειριστή πρέσας, υπό τη διεύθυνση του προϊσταμένου του εν λόγω τμήματος Γ.Α., αναθέτοντάς του καθήκοντα εργατοτεχνίτη, δηλαδή υποδεέστερα εκείνων του εργοδηγού, που ασκούσε μέχρι τη μετακίνησή του, χωρίς τη συναίνεσή του, ενήργησε δε κατά προφανή υπέρβαση του διευθυντικού της δικαιώματος και προέβη σε μονομερή, βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης, η οποία συνιστά σιωπηρή καταγγελία αυτής. Ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη, κατ' άρθρο 281 Α.Κ., διότι υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης εργοδότριας κατά τις υπηρεσιακές μεταβολές του προσωπικού της. Δέχθηκε ακόμη το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος λύθηκε από την 24.1.2011, οπότε κοινοποίησε στην εναγομένη τη δεύτερη εξώδικη δήλωσή του και αποχώρησε από την εργασία του, στην οποία είχε επανέλθει αμέσως μετά την κοινοποίηση σε αυτόν, την 19.11.2010, της από 18.11.2010 εξώδικης δήλωσης της εναγομένης (απαντώντας στην από 17.11.2010 δική του εξώδικη δήλωση), με την οποία τον καλούσε να προσέλθει στην εργασία του στο τμήμα Γ', προκειμένου να απασχοληθεί σε ισότιμη θέση, με την ίδια ιδιότητα του προϊσταμένου τμήματος και ότι, επομένως, η εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955, που άρχισε από τη λύση της σύμβασης εργασίας, ενόψει του ότι η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στην εναγομένη, όπως και η ίδια συνομολογεί, την 24.5.2011, δεν είχε συμπληρωθεί και συνακόλουθα η ένδικη αγωγή δεν τυγχάνει απαράδεκτη. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε το δεύτερο λόγο έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα - εναγομένη παραπονιόταν κατά της τότε εκκαλουμένης απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως και είχε δεχθεί ως κατ' ουσία βάσιμο το κεφάλαιο της ένδικης αγωγής για επιδίκαση αποζημίωσης απόλυσης. 5. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 167 Α.Κ. και 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955 και διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., με τον ισχυρισμό ότι παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες δεν εφάρμοσε, ενώ τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή τους και ότι δεν περιέχει αιτιολογίες ως προς τη νομική ενέργεια της από 17.11.2010 εξώδικης δήλωσης του ενάγοντος, για την οποία θα έπρεπε να δεχθεί ότι επέφερε τη λύση της σύμβασης εργασίας με συνέπεια η ένδικη αγωγή, που ασκήθηκε την 24.5.2011, να ελέγχεται ως απαράδεκτη, λόγω παρέλευσης της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, είναι αβάσιμος. 6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (Κ.Πολ.Δ. 176, 183 και 191 παρ. 2).