Το Ελληνικό #MeToo και η ηθική παρενόχληση στα πλαίσια του συνδρόμου Mobbing στις εργασιακές σχέσεις Βασ. Γαμβρούδη, τ. Δ/ντή Υπ.Εργασίας Το τελευταίο διάστημα επώνυμες καταγγελίες αθλητών, ηθοποιών, τραγουδιστών συντάραξαν την κοινωνία με το μέγεθος και την έκταση της ηθικής παρενόχλησης που συμβαίνει κυρίως στους εργασιακούς τους χώρους. Έναυσμα και παρότρυνση για το ελληνικό #ΜeToo, δηλαδή του κινήματος που δημιουργήθηκε το 2006 και καλούσε τις γυναίκες όλων των ηλικιών και φύλων να καταθέσουν τις δικές τους εμπειρίες, όσο οδυνηρές και αν ήταν για τις ηθικές παρενοχλήσεις που έχουν υποστεί, αποτέλεσε το κίνημα αυτό. Η ύπαρξη του φαινομένου αυτού είναι γνωστό και στους εργασιακούς χώρους και τα δικαστήρια έχουν επιληφθεί πολλάκις για τη στηλίτευση αυτών. Οι προϊστάμενοι γενικότερα, χρησιμοποιώντας την ιεραρχική - εξουσιαστική σχέση με τα θύματα και με στυγνό και κυνικό εκβιασμό, λεκτικής και σωματικής κακοποίησης προσπαθούν, μέσω της εκφοβιστικής συμπεριφοράς αυτής να "υποτάξουν" το θύμα και να επιτευχθούν οι ανώμαλες ορέξεις, εκμεταλλευόμενοι και την αδυναμία αντίδρασης. Αυτό τροφοδοτείται στις εργασιακές σχέσεις και είναι απόρροια της προσφοράς και ζήτησης εργασίας, με δεδομένη την περιορισμένη ζήτηση. Συνήθως οι γυναίκες, κατά πλειοψηφία, είναι αποδέκτες και ευάλωτες της ηθικής παρενόχλησης. Και η αθρόα είσοδος, τα τελευταία έτη, στην αγορά εργασίας συνετέλεσε σε αυτό. Η ηθική παρενόχληση περιλαμβάνει πολλές μορφές και εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως, αφού υπάρχει ευρύτητα συμπεριφορών. Μπορεί να είναι λεκτική (χυδαία γλώσσα), ερωτήσεις σχετικές με τη σεξουαλική ζωή, μπορεί να είναι πειράγματα, άγγιγμα, επιθέσεις, χειρονομίες, λάγνο βλέμμα, κλπ. Μπορεί να είναι σοβαρή σεξουαλική παρενόχληση, ακόμη και βιασμός. Το άρθρο 2 παρ. 1δ του νόμου 3896/10, ο οποίος εκδόθηκε στα πλαίσια της οδηγίας 2006/54/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΑΕΔ 2011 σελ. 65) περιγράφει τη σεξουαλική παρενόχληση ως εξής: "Είναι οποιαδήποτε ανεπιθύμητη, λεκτική, μη λεκτική ή σωματική συμπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα που αποσκοπεί ή έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού και επιθετικού περιβάλλοντος". Ακόμη σύμφωνα με το ψήφισμα του συμβουλίου των Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1993), η σεξουαλική παρενόχληση των γυναικών στον εργασιακό χώρο αφορά στην ανεπιθύμητη συμπεριφορά σεξουαλικής φύσης ή άλλη συμπεριφορά βασιζόμενη στη διαφορά φύλου που θίγει την αξιοπρέπεια των γυναικών κατά την εργασία και η οποία εκφράζεται με λόγια ή με πράξεις. Στην τελευταία οδηγία που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2002/73/ΕΚ υιοθετείται ο ακόλουθος ορισμός της παρενόχλησης και της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας: "Η παρενόχληση αφορά σε οιαδήποτε συμπεριφορά συνδεόμενη με το φύλο ενός προσώπου, με σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου αυτού και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος. Η σεξουαλική παρενόχληση αφορά σε οιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης, λεκτικής μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς, σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός ατόμου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος". Η σεξουαλική παρενοχλητική συμπεριφορά, η οποία είναι μη αποδεκτή και ανεπιθύμητη, μπορεί να παρατηρηθεί στο εργασιακό περιβάλλον, με θύτη είτε τον εργοδότη, είτε άλλο πρόσωπο διευθυντικής αρμοδιότητος. Αντιμετωπίζεται με προβληματισμό από το θύμα γιατί απειλείται είτε με απόλυση είτε με εμπόδια στην εξέλιξη της επαγγελματικής πορείας του, όταν αρνείται να ενδώσει στις απαιτήσεις. Η παρενόχληση ως πρόβλημα διάκρισης λόγω φύλου αποτελεί εμπόδιο στην ίση μεταχείριση, στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην υπεράσπιση της προσωπικότητας του μισθωτού. Συνδέεται άμεσα με τη δημιουργία δυσάρεστου εργασιακού περιβάλλοντος, επέρχεται ρήξη σχέσεων μεταξύ εργαζομένων με συνέπεια τη διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης. Και η ηθική παρενόχληση εντάσσεται, με την ευρεία έννοια, στο σύνδρομο Mobbing που συνίσταται στην άσκηση ψυχολογικής τρομοκρατίας σε βάρος των εργαζομένων. Ο εργοδότης ο οποίος σέβεται τον εαυτό του, επιθυμεί την εύρυθμη, σωστή και απρόσκοπτη λειτουργία της επιχείρησης έχει τη γενική υποχρέωση πρόνοιας η οποία πηγάζει από το εργατικό δίκαιο και τον ΑΚ και προβλέπει μεταξύ άλλων την επιμέρους υποχρέωσή του να σέβεται την προσωπικότητα του εργαζομένου. Η υποχρέωση πρόνοιας αποτελεί τον αντίποδα της υποχρέωσης πίστεως του μισθωτού. Συνίσταται στο ότι ο εργοδότης οφείλει να λαμβάνει όλα εκείνα τα μέτρα τα οποία θα συντελέσουν στην ευημερία του μισθωτού. Η μέριμνα του εργοδότη για τη λήψη όλων εκείνων των μέτρων που θα προστατεύσουν τη ζωή, την υγεία, την ασφάλεια και την προσωπικότητα του εργαζομένου εντάσσονται στην υποχρέωση πρόνοιας. Οφείλει ακόμη να φροντίζει για την ηθική υπόσταση του μισθωτού, να σέβεται τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και την υπόληψή του. Αυτονόητο είναι ότι δεν επιτρέπεται από μέρους του εργοδότη, η τέλεση πράξεων που συνιστούν αδικοπραξία σε βάρος του μισθωτού, κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσεως αυτών. Κατά τη διάρκεια της εργασιακής αυτής σχέσης είναι δυνατόν να τελεσθούν πράξεις που συνιστούν αδικοπραξία, με αποτέλεσμα τη διαταραχή της σχέσης αυτής. Ο εργοδότης θεωρείται κατά τεκμήριο ο πιο ισχυρός και εκείνος που υπαγορεύει τους εργασιακούς όρους. Βασιζόμενος στην οικονομική υπεροχή του και στην ανάγκη του εργαζομένου για ανεύρεση εργασίας, ή για τη διατήρησή της είναι εκείνος ο οποίος φαλκιδεύει πολλές φορές το δικαίωμα του εργαζομένου και προβαίνει σε πράξεις άδικες και παράνομες, είτε με δόλο, είτε όχι. Μια παράνομη πράξη που συνιστά αδικοπραξία είναι αυτή που περιγράφεται ως σύνδρομο Mobbing και συνίσταται στην άσκηση μιας ψυχολογικής τρομοκρατίας, σε βάρος του εργαζομένου, είτε από τον ίδιο, είτε από άλλους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, με σκοπό να απαλλαγούν από το ενοχλητικό ή πλεονάζον προσωπικό. Συνιστά δηλαδή μια στρατηγική περιθωριοποίησης του ανεπιθύμητου και μία ηθική παρενόχληση. Mob σημαίνει κακοποιώ, οχλοκρατώ, όχλος, συνωστίζω, ενοχλώ ή προσβάλλω ομαδικώς. Ο Υπουργός Εργασίας του Βελγίου κατά τη συζήτηση της σχεδιαζόμενης νομοθεσίας, στην ΕΕ κατά της ηθικής παρενόχλησης στους χώρους εργασίας περιέγραψε ακριβώς το σύνδρομο Mobbing ως εξής: "Κατ' επανάληψη υβριστική συμπεριφορά εντός ή εκτός της επιχείρησης που εκδηλώνεται ειδικότερα σε ενέργειες, λόγια, εκφοβισμούς, πράξεις, χειρονομίες, τρόπους οργάνωσης της εργασίας και μονομερή γραπτό κείμενο, που έχουν χαρακτήρα ή σκοπό να προσβάλλουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη σωματική ή ψυχική ακεραιότητα του εργαζόμενου, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, να θέτουν σε κίνδυνο τη θέση απασχόλησής του ή να δημιουργήσουν εχθρικό, εκφοβιστικό, ταπεινωτικό ή προσβλητικό εργασιακό περιβάλλον". Ακόμη Ιταλός ευρωβουλευτής, σε ομιλία του στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, το περιέγραψε ως "η άσκηση στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ συναδέλφων ή μεταξύ ανωτέρου και κατωτέρου στην ιεραρχία, μιας συστηματικής και διαρκούς επίθεσης σε βάρος ενός προκαθορισμένου θύματος προκειμένου να ωθηθεί στο να εγκαταλείψει τη θέση εργασίας του". Το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο αλλά και η επιτροπή απασχόλησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις εκθέσεις που έδωσαν στη δημοσιότητα κατά καιρούς, εφιστούν την προσοχή για τους κινδύνους που συνεπάγεται η παρενόχληση αυτή στους χώρους εργασίας (σύνδρομο Mobbing). Aναφέρουν ως γενεσιουργό αιτία ανάπτυξης του φαινομένου αυτού το ελαστικό ωράριο, τον επισφαλή χαρακτήρα της απασχόλησης, τον αυξανόμενο αριθμό συμβάσεων ορισμένου χρόνου, αυξημένο ανταγωνισμό, δολιότητα εργοδότη και συναδέλφων κλπ. Η καταπίεση αυτή αποβλέπει στην αποπομπή από το εργασιακό γίγνεσθαι και στον εξοστρακισμό του εργαζομένου, μπορεί να εκδηλωθεί με πολλές μορφές. Μπορεί να περιλαμβάνουν ψυχολογικές πιέσεις, διαρκείς και αδικαιολόγητες επικρίσεις, ηθικές παρενοχλήσεις, αντισυναδελφικές συμπεριφορές, συκοφαντίες, ανάθεση άχαρων και υποτιμητικών καθηκόντων, αποκλεισμούς διάφορους, προσβολή προσωπικότητας- αξιοπρέπειας, παρεμπόδιση συνεργασίας κλπ. Οι παράνομες αυτές πράξεις, που όπως τονίστηκε έχουν ως σκοπό τον εξαναγκασμό σε παραίτηση και εξοστρακισμό του εργαζομένου, δεν μπορεί να παραβλεφθούν, αφού έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική κυρίως υγεία του εργαζομένου. Οι συμπεριφορές αυτές δημιουργούν φοβίες, κατάθλιψη, αποξένωση, χαμηλή αυτοεκτίμηση, έλλειψη αυτοπεποίθησης, επαγγελματική εξουθένωση, αυξημένες καθημερινές εντάσεις, άγχος, επιθετικότητα, τάσεις αυτοκτονίας κλπ. Αλλά και για ότι αφορά αυτή καθ' εαυτή την εργασία και τη λειτουργία της επιχείρησης οι συμπεριφορές αυτές δημιουργούν κατάλληλο κλίμα για μείωση της αποδοτικότητας και παραγωγικότητας, εμπόδια στη λειτουργία του οργανισμού της επιχείρησης, λάθη, χαμηλή ποιότητα, δημιουργία προβλημάτων συνεργασίας, λανθασμένες αποφάσεις, αυξημένο κόστος κλπ. Το άρθρο 662 ΑΚ επιβάλλει τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ζωής και της υγείας των εργαζομένων. Περιλαμβάνει επίσης και τον σεβασμό τόσο της προσωπικότητάς του όσο και της ηθικής υποστάσεώς του. Οι εργοδοτικές συμπεριφορές πρέπει πάντοτε να κρίνονται με πνεύμα προστασίας της αξιοπρέπειας του εργαζομένου ως επαγγελματία και ως ανθρώπου. Η ηθική μείωση και η προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας προκαλεί μεγάλη βλάβη διότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι από τα σπουδαιότερα δικαιώματα του ανθρώπου και προστατεύεται από όλα τα φιλελεύθερα πολιτεύματα. Η προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού κείται εκτός των ορίων του διευθυντικού δικαιώματος και συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως. Βλαπτική είναι και θεωρείται οποιαδήποτε μεταβολή για τον εργαζόμενο, η οποία του προκαλεί ηθική βλάβη, συνεπεία βάναυσης ή προσβλητικής συμπεριφοράς της προσωπικότητάς του. Η ηθική ζημία του εργαζομένου ως εκδήλωση μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της συμβάσεώς του από τον εργοδότη υφίσταται ακόμη και όταν η ανοίκεια εργοδοτική συμπεριφορά δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασμό του εργαζομένου σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί το ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε, κατ' αντικειμενική κρίση, και σύμφωνα με την καλή πίστη να μην είναι δυνατή η παροχή εργασίας του μισθωτού με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας ή επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητα του εργαζομένου ώστε η εξακολούθηση της εργασίας του στο χώρο της επιχείρησης του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερής. Παράνομες και εξευτελιστικές ενέργειες του εργοδότη εις βάρος του μισθωτού, προς το σκοπό όπως εξαναγκασθεί αυτός εις αποχώρηση ή υποκύψει στις παράνομες βλέψεις του, ύστερα από ηθική παρενόχληση, προσβάλλει την προσωπικότητά του και μειώνει την επαγγελματική ζωή του εργαζομένου. Ο εξαναγκασμός εις αποχώρηση, ύστερα από ανάρμοστη συμπεριφορά, αποτελεί προσβολή της ηθικής υποστάσεως του εργαζομένου και περιάγει τον εργοδότη εις υπερημερία περί την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, μέχρις ότου δια μεταγενεστέρας συμπεριφοράς του εργοδότη αρθεί η προσβολή της ηθικής υποστάσεως του μισθωτού ή καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας, με την καταβολή της αποζημιώσεως. Σε περίπτωση εργοδοτικών ενεργειών από τις οποίες θίγεται η προσωπικότητα του εργαζομένου, ο τελευταίος δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη από την ανωτέρω συμπεριφορά, εάν αυτή είναι παράνομη είτε γιατί υπερβαίνει τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος, είτε γιατί συνιστά καταχρηστική άσκησή του και προσβάλλει την προσωπικότητα του εργαζομένου στην εκδήλωση της επαγγελματικής αξίας και υπολήψεώς του ή τον εκθέτει στους συναδέλφους του ή στο κοινωνικό σύνολο. Μπορεί να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης. Οι διαστάσεις του φαινομένου δεν είναι δυνατόν να υποτιμηθούν. Τα τελευταία χρόνια το σύνδρομο αυτό ολοένα και περισσότερο εκδηλώνεται σε μεγαλύτερη έκταση στις Ευρωπαϊκές χώρες και από διάφορες στατιστικές προκύπτει ότι η Ιταλία έχει το προβάδισμα στον τομέα αυτό. Στη χώρα μας έχουν παρατηρηθεί πολλά κρούσματα του συνδρόμου αυτού, όπως προκύπτει από νομολογιακές αποφάσεις, για όσες από τις περιπτώσεις οδηγήθηκαν στα δικαστήρια. Χαρακτηριστικά αναφέρονται ενδεικτικά οι εξής αποφάσεις: ΑΠ 1426/2014, ΑΠ 13/87, Πρωτ. Αθην. 16194/66, ΑΠ 835/72, Πρωτ. Αθ. 1624/2000. Μετά το τελευταίο "τσουνάμι" των καταγγελιών για ηθική παρενόχληση στους χώρους του θεάματος και του αθλητισμού, θεωρείται βέβαιο ότι πολλές υποθέσεις θα οδηγηθούν στα δικαστήρια, οπότε ο αριθμός θα αυξηθεί σημαντικά. Στην ελληνική νομοθεσία από τα άρθρα 23 και 24 του νόμου 3896/10 (ΕΑΕΔ 2011 σελ. 71) προβλέπονται αστικές, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις κατά ατόμων που παραβιάζουν το νόμο. Όταν ένα πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου ισχυρίζεται ότι υφίσταται μεταχείριση που ενέχει διάκριση λόγω φύλου ή ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική παρενόχληση ή άλλη παρενόχληση και τα επικαλείται ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρχής, τότε ο καθένας φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή στην αρμόδια αρχή ότι δεν υπήρξε παραβίαση. Ο Ν.4267/14 (ΕΑΕΔ 2014 σελ. 917) σε εναρμόνιση με την οδηγία 2011/93/ΕΕ προβλέπει αλλαγές στον ποινικό κώδικα που αφορούν την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης ανηλίκων παιδιών. Ο εργαζόμενος μπορεί ακόμη να αξιώσει κατά το άρθρο 57, 59, 914, 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, από πράξη του εργοδότη, αν αυτή είναι παράνομη, είτε γιατί υπερβαίνει τα όρια του διευθυντικού δικαιώματός του που αναγνωρίζει σ' αυτόν το άρθρο 652 ΑΚ, είτε γιατί αποτελεί καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αυτού που προσβάλλει την προσωπικότητα του εργαζομένου. Από την αδικοπραξία δημιουργείται υποχρέωση προς αποζημίωση εκ μέρους του υπαιτίου προς τον αδικηθέντα. Άσχετα από κάθε άλλη αποζημίωση προβλέπεται καταβολή εις τον αδικηθέντα χρηματικής ικανοποιήσεως από το δικαστήριο, κατ΄ εύλογη κρίση των δικαστών. Για τη γέννηση της από τον ΑΚ και το ΠΔ 100/2000 υποχρεώσεως του αδικοπραγήσαντος για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης απαιτείται όπως για κάθε αξίωση προς χρηματική ικανοποίηση, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της επελθούσης ηθικής βλάβης. Υπάρχει δε αιτιώδης συνάφεια, οσάκις κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή από ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, δηλαδή την ηθική βλάβη. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αν τα διαπιστωθέντα από αυτό πραγματικά περιστατικά, γενικώς λαμβανόμενα, μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς πρόσφορη αιτία του παραχθέντος ζημιογόνου αποτελέσματος, ως συναγόμενη με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, υπό την αόριστη έννοια της αιτιώδους συνάφειας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (559 Κ.Πολ.Δ).