Τα εργατικά ατυχήματα Βασιλείου Γαμβρούδη, τ. Δ/ντή Υπ.Εργασίας Γενικά Προκειμένου η απασχόληση των εργαζομένων να γίνεται πιο άνετη, από την άποψη εξουδετέρωσης των κινδύνων που απειλούν τη ζωή τους, τη σωματική ακεραιότητα και την υγεία τους θα πρέπει να λαμβάνονται τα ενδεικνυόμενα μέτρα, για την προστασία τόσο των εργαζομένων, όσο και των επιχειρήσεων. Οι σχετικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι βελτιώσεις των συνθηκών εργασίας μειώνουν τους κινδύνους που απειλούν την υγεία των εργαζομένων, μειώνουν τα ατυχήματα, ελαττώνουν την κόπωση, περιορίζουν τη σπατάλη και φθορά των υλικών, βελτιώνουν την απόδοση και ποιότητα της εργασίας, βελτιώνουν τις αποδοχές, μειώνουν τις απουσίες, εξοικονομούν τεράστιους κοινωνικούς πόρους. Η αποτελεσματική προστασία ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων από τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται κατά την εργασία τους είναι τεράστιο κεφάλαιο και απασχολεί όλους όσους εμπλέκονται στο εργασιακό περιβάλλον. Τόσο οι εθνικοί όσο και οι διεθνείς φορείς αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στο θέμα αυτό, με σκοπό την αποτροπή των εργατικών ατυχημάτων. Τα εργατικά ατυχήματα αποτελούν σοβαρό πρόβλημα γιατί εκτός του ότι προσβάλλουν την ανθρώπινη ύπαρξη (θάνατοι, ακρωτηριασμοί κλπ.), με δυσμενείς συνέπειες στον παθόντα και την οικογένειά του δημιουργούν παράλληλα και κοινωνικά - οικονομικά προβλήματα, αφού αφενός διαταράσσεται η παραγωγική διαδικασία αφ' ετέρου συντελούν στην σοβαρή οικονομική αφαίμαξη των ασφαλιστικών οργανισμών. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι τα ατυχήματα αντιστοιχούν σε ημέρες ασθενείας με σημαντική επιβάρυνση κόστους α) από την απώλεια εργατοωρών και β) οικονομική αιμορραγία εθνικής οικονομίας. Για τους πιο πάνω λόγους επιβάλλεται η εφαρμογή και τήρηση μέτρων υγιεινής και ασφάλειας που θα διασφαλίζουν ασφαλές εργασιακό περιβάλλον. Αυτό όμως απαιτεί ολοκληρωμένο πρόγραμμα διαδικασιών ασφαλείας άρρηκτα συνδεόμενο με την παραγωγική διαδικασία. Το δικαίωμα των εργαζομένων να απαιτήσουν βελτίωση των συνθηκών εργασίας είναι αναφαίρετο και δίκαιο. Για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων υποχρεώσεις έχουν τόσο η πολιτεία όσο και οι εργοδότες αλλά και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Ο εφησυχασμός όλων, ιδίως στην εποχή μας, δεν δικαιολογείται, γιατί δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι λόγω της αλματώδους ανάπτυξης της τεχνολογίας αφενός και αφ' ετέρου της εκτεταμένης ανάπτυξης της χημικής βιομηχανίας η δημιουργία πρόσθετων κινδύνων πολλαπλασιάστηκε με φυσική συνέπεια την αύξηση ατυχημάτων. Τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες που συμβάλλουν στο ατύχημα: Τεχνικός εξοπλισμός Συνθήκες εργασίας Ανθρώπινος παράγων Ο εργοδότης έχει βασικό καθήκον, στο χώρο εργασίας της επιχειρήσεώς του, να εξασφαλίζει συνθήκες τέτοιες οι οποίες κατοχυρώνουν την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, σε κάθε πτυχή της εργασίας. Η από μέρους του διεξαγωγή εκτίμησης κινδύνων του παρέχει τη δυνατότητα να λάβει τα αναγκαία αποτελεσματικά μέτρα εξασφάλισης των εργαζομένων. Ποια μέτρα θα λάβει εναπόκειται στην κρίση του ανάλογα και με το είδος, μορφή, φύση και ιδιαιτερότητες της κάθε δραστηριότητας. Ως προς τη μεθοδολογία, εκτός από τα συγκεκριμένα μέτρα που προβλέπονται νομοθετικά, δεν υπάρχουν κανόνες. Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν η ενημέρωση των εργαζομένων και η κατάρτιση αυτών, η οργάνωση και τα μέσα για την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων, ο καθορισμός των επικίνδυνων χώρων, η χρήση βοηθητικού εξοπλισμού και γενικά η εξέταση όλων των θεμάτων που έχουν σχέση με τη χρήση του εξοπλισμού, τρόπων εργασίας και διαμόρφωση χώρων, χρήση ηλεκτρισμού, έκθεση σε ουσίες και φυσικούς - βιολογικούς παράγοντες και εξέταση ψυχολογικών παραγόντων (μονοτονία, ένταση κλπ). Από τη σωστή αξιολόγηση όλων αυτών θα γίνει σωστή εκτίμηση των κινδύνων και έτσι θα στοχεύεται ευχερέστερα και η πηγή των κινδύνων, με αποτέλεσμα την πρόβλεψη και αποφυγή βλαβών. Η εκτίμηση των κινδύνων διευκολύνει τη διαδικασία λήψης σωστών αποφάσεων. Έννοια Εργατικό ατύχημα είναι κάθε βίαιο συμβάν που πλήττει μισθωτό κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής και επιφέρει τον θάνατό του ή τον καθιστά ανίκανο προς εργασία. Πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) σχέση εξηρτημένης εργασίας β) βίαιο συμβάν γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του βίαιου συμβάντος και της παροχής της εργασίας δ) πρόκληση θανάτου ή ανικανότητος προς εργασία Στον ασφαλιστικό νόμο 1846/51 το εργατικό ατύχημα αποδίδεται ως "τον εν τη εργασία ή εξ αφορμής αυτής βίαιον συμβάν και την επαγγελματική ασθένεια". Ο όρος "εργασία" αναφέρεται σε οποιαδήποτε εργασία η οποία κατά εντολή εργοδότη, παρέχεται από τον εργαζόμενο, ακόμα και εάν αυτή είναι πέρα από τα καθήκοντά του που απορρέουν από τη σχετική σύμβαση εργασίας του. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι καλύπτονται δύο κατηγορίες ατυχημάτων α) εκείνα που συμβαίνουν κατά την εκτέλεση της εργασίας ως άμεση συνέπεια της εργασίας. Τα ατυχήματα αυτά συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της εργασίας και όπως είναι φυσικό επέρχονται κατά τη διάρκεια αυτής και β) εκείνα που συμβαίνουν εξ αφορμής της εργασίας. Τα ατυχήματα αυτά δεν είναι άμεση συνέπεια της εργασίας, συνδέονται όμως με αυτή με σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή η εργασία ήταν η αφορμή να εκτεθεί ο εργαζόμενος στις επιδράσεις του γεγονότος που προκάλεσε την βίαιη σε βάρος του βλάβη. Με την πάροδο του χρόνου τόσο η ασφαλιστική πρακτική όσο και οι αποφάσεις των δικαστηρίων διεύρυναν σημαντικά την έννοια του εργατικού ατυχήματος με αποτέλεσμα να περιλαμβάνει, υπό προϋποθέσεις, και τα ατυχήματα που συμβαίνουν έξω από το χώρο της εργασίας. Έτσι θεωρήθηκαν ως εργατικά ατυχήματα και αυτά που γίνονται κατά τα διαλείμματα της εργασίας ή την μεσημβρινή διακοπή, οπωσδήποτε μέσα στο χώρο εργασίας και κατά περίπτωση μετά την απομάκρυνση από το χώρο αυτό. Η απομάκρυνση του εργαζομένου από το χώρο εργασίας θεωρείται ότι διακόπτει τον τοπικό και χρονικό σύνδεσμο με την εργασία όταν αποδεικνύεται ότι οφείλεται σε ατομική πρωτοβουλία του εργαζομένου αντίθετη με τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σχέση που τον συνδέει με τον εργοδότη του ή σε πρωτοβουλία που έχει ως σκοπό την ικανοποίηση προσωπικών του αναγκών που δεν είναι άμεσες και επείγουσες. Χαρακτηρίζεται ως εργατικό ατύχημα και αυτό που προκλήθηκε από βίαιο περιστατικό που έγινε κατά τη μετάβαση του εργαζομένου από το σπίτι του στην εργασία ή και αντίστροφα αρκεί να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ατυχήματος και εργασίας. Ο αιτιώδης σύνδεσμος (τοπικός και χρονικός) του ατυχήματος και της εργασίας διακόπτεται σε περίπτωση που ο εργαζόμενος για τη μετάβασή του στην εργασία ή αντίστροφα δεν ακολούθησε το συνηθισμένο δρομολόγιό του, οπότε στην περίπτωση αυτή το ατύχημα δεν χαρακτηρίζεται ως εργατικό. Η θανατική εκτέλεση και η αυτοκτονία δεν συνιστούν ατυχήματα με την πιο πάνω έννοια. Κατά τη σαφή έννοια των πιο πάνω διατάξεων και ιδιαίτερα του άρθρ. 1 του Ν. 551/14 που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24-7/25.8.20 και διατηρήθηκε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθρ. 38 εισαγ. Ν: ΑΚ εργατικό ατύχημα υπάρχει όταν υπάλληλος ή εργάτης των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του δ/τος υπέστη βλάβη του σώματος ή της υγείας του ή απεβίωσε από βίαιη και αιφνίδια επενέργεια περιστατικού, που συνδέεται όμως με την εργασία, λόγω της εμφανίσεως κατά την εκδήλωσή της η εξ αφορμής αυτής. Ως ατύχημα δε που επήλθε από αφορμή την εργασία θεωρείται κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως και δεν είναι άμεση συνέπεια της εκτελέσεως της εργασίας συνδέεται όμως με αυτή δια σχέσεως αιτίου και αποτελέσματος από το λόγο ότι, λόγω της εργασίας, δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες και αναγκαίες για την επέλευσή του, πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία. Ο παθών διατηρεί σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη υπό ορισμένες προϋποθέσεις ο εργοδότης απαλλάσσεται της υποχρεώσεως για αποζημίωση, την αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατ' αυτού (εργοδότου) εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτού ή του προστηθέντος από αυτόν προσώπου. Όπως τονίστηκε για να χαρακτηρισθεί οποιοδήποτε ατύχημα ως εργατικό πρέπει να οφείλεται οπωσδήποτε σε βίαιο και αιφνίδιο εξωτερικό συμβάν δηλαδή σε ένα περιστατικό ξένο προς την οργανική σύσταση του παθόντος. Απαιτείται να υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ αιτίου και αποτελέσματος, μεταξύ της εργασίας και του βίαιου συμβάντος. Βίαιο συμβάν αποτελεί και η κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής εμφάνιση εκτάκτων και απρόβλεπτων, κατά τη συνήθη των πραγμάτων πορεία, συνθηκών που μπορούν να επιφέρουν ασυνήθη του οργανισμού καταπόνηση, με αποτέλεσμα την πρόκληση ατυχήματος το οποίο δεν θα επήρχετο, υπό την συνήθη εκ της απασχολήσεως καταπόνηση, αφού και στην περίπτωση αυτή η αιτία του ατυχήματος είναι ξένη προς τον οργανισμό του παθόντος. Τέτοιες έκτακτες συνθήκες δυνατόν να υπάρχουν και επί υπερωριακής εργασίας η οποία παρέχεται πέρα από τις κανονισμένες ώρες επί μακρό χρονικό διάστημα. Βίαιο δηλαδή συμβάν θεωρείται ότι υπάρχει όχι μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η πρόσκαιρη ανικανότητα του μισθωτού προκλήθηκε από βίαιο εξωτερικό γεγονός, που έλαβε χώρα κατά την άσκηση του επαγγέλματος του, αλλά και όταν αυτή οφείλεται στην υπέρμετρη προσπάθεια που ο εργαζόμενος, υπό συγκεκριμένες συνθήκες ασυνήθεις για την επαγγελματική του δραστηριότητα και την κανονική πορεία της επιχείρησης, κατέβαλε εκτάκτως για να ανταποκριθεί στις εξαιρετικές και ασυνήθεις συνθήκες επαγγελματικής απασχόλησης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχει βίαιο συμβάν και όταν ο εργαζόμενος έπασχε ήδη από τη νόσο, η οποία ενδεχομένως προκάλεσε σ' αυτόν την πρόσκαιρη ανικανότητα, αλλά η πάθηση αυτή δεν τον εμπόδιζε να ασκεί το επάγγελμά του υπό συνήθεις όρους και συνθήκες επαγγελματικής απασχόλησης, η νόσος όμως αυτή επιδεινώθηκε, λόγω των εξαιρετικών και ασυνήθων, υπό την προαναφερόμενη έννοια, συνθηκών απασχόλησης, έτσι ώστε ο εργαζόμενος να καταστεί πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Ως ατύχημα από βίαιο συμβάν θεωρείται και η ασθένεια του εργαζομένου η οποία επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής και είχε ως συνέπεια την ανικανότητά του (ολική ή μερική) προς εργασία, εφόσον προκλήθηκε από γεγονός αιφνίδιο και απρόβλεπτο και είναι άσχετη με την ιδιοσυγκρασία του οργανισμού του παθόντος και με τη βαθμιαία εξασθένιση και φθορά του, λόγω της φύσεως και του είδους της εργασίας και των συνδεομένων με αυτήν δυσμενών όρων. Σε περίπτωση που η ασθένεια προϋπήρχε στον εργαζόμενο, χωρίς να έχει εκδηλωθεί, η εκδήλωση ή η επιδείνωση αυτής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα ή από αφορμή της, όταν η εργασία παρέχεται σύμφωνα με τη σύμβαση, υπό κανονικές συνθήκες, χωρίς δε τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος, ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος. Νομοθεσία - Ν.551/14 "περί ευθύνης προς αποζημίωσή των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών και υπαλλήλων" - ΒΔ 24-7/25.8.20 "περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των νόμων κλπ" (ΦΕΚ 189/A/21.8.20) - ΑΝ 1846/51 "περί κοινωνικών ασφαλίσεων" (ΦΕΚ 179/A/21.6.51), όπως τροποποιήθηκε. - ΝΔ 2954/54 άρθρ. 10 "περί οργάνωσης Σώματος Επιθεωρήσεως Εργασίας" (ΦΕΚ 182/A/14.8.54) - ΠΔ 17/96 "μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία" (ΦΕΚ 11/A/18.1.96) ΕΑΕΔ 96 σελ. 197) - Ν.1568/85 "Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων" (ΦΕΚ 177/Β/18.10.85) ΕΑΕΔ 1986 σελ. 137. - Ν.3850/2010 "Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων" (ΦΕΚ 84/Α/2.6.10) ΕΑΕΔ 10 σελ.773. - Ν.4387/2016 άρθρ. 31 "Ενιαίο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης- Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού συστήματος κλπ. (ΦΕΚ 85/A/12.5.2016) ΕΑΕΔ 2016 σελ. 504. - Ν.4554/2018 άρθρο 5 (ΦΕΚ 150/A/18.7.2018) ΕΑΕΔ 2018 σελ. 767. Με σωρεία διαταγμάτων που εκδόθηκαν εις εκτέλεση νόμων και οδηγιών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης για ειδικότερες κατηγορίες εργαζομένων προ βλέπονται διατάξεις προστασίας της υγιεινής και ασφάλειας αυτών έναντι των επαγγελματικών κινδύνων. Δήλωση ατυχήματος Σύμφωνα με το Π.Δ.17/96 άρθρ. 8 οι εργοδότες υποχρεούνται να αναγγέλλουν κάθε εργατικό ατύχημα εντός 24 ωρών τόσο στην Επιθεώρηση Εργασίας όσο και στον ασφαλιστικό οργανισμό στον οποίο είναι ασφαλισμένος ο παθών. Σε περίπτωση σοβαρού τραυματισμού είναι υποχρεωμένοι να διατηρήσουν αμετάβλητα όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία μπορούν χρησιμεύσουν για την εξακρίβωση των αιτίων του ατυχήματος. Όπου δεν υπάρχει Επιθεώρηση Εργασίας η αναγγελία πρέπει να γίνεται στην οικεία Αστυνομική αρχή. Ο εργοδότης επίσης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο ατυχημάτων στο οποίο να αναγράφονται τα αίτια και η περιγραφή του ατυχήματος και να το θέτει στη διάθεση των αρμοδίων αρχών. Τα μέτρα που λαμβάνονται για την αποτροπή επανάληψης παρόμοιων συμβάντων καταχωρούνται στο, ειδικό βιβλίο του άρθρ. 6 παρ. 1 και του άρθρ. 9 παρ. 1 του Ν. 1568/85 (ΕΑΕΔ 1986 σελ. 137) σύμφωνα με το οποίο τις γραπτές υποδείξεις ο τεχνικός ασφαλείας καταχωρεί στο ειδικό βιβλίο της επιχείρησης το οποίο σελιδομετρείται και θεωρείται από την επιθεώρηση εργασίας αφενός και αφ' ετέρου τις γραπτές υποδείξεις ο γιατρός εργασίας αντίστοιχα καταχωρεί σε ειδικό βιβλίο της επιχείρησης το οποίο σελιδομετρείται και θεωρείται. Σύμφωνα με το άρθρο 43 του ν. 3850/10 ο εργοδότης οφείλει να τηρεί Ειδικό βιβλίο ατυχημάτων, στο οποίο αναγράφονται τα αίτια και η περιγραφή του ατυχήματος και να το θέτει στη διάθεση των αρμοδίων αρχών. Επίσης να τηρεί κατάλογο των εργατικών ατυχημάτων που έχουν ως συνέπεια για τον εργαζόμενο ανικανότητα εργασίας μεγαλύτερης των τριών (3) εργασίμων ημερών. Η υποχρέωση για το βιβλίο ατυχημάτων και τον κατάλογο των εργατικών ατυχημάτων εξακολουθεί να ισχύει και μετά την ηλεκτρονική αναγγελία. Ειδικότερα για το ΙΚΑ η δήλωση αναγγελίας του ατυχήματος δίνεται με τη συμπλήρωση όλων των ενδείξεων του ειδικού εντύπου που χορηγεί το ΙΚΑ. Σχετική η αριθ. 45/24.6.10 εγκύκλιος του ΙΚΑ (ΕΑΕΔ 2010 σελ. 921). Από την παρ. 1 του άρθρ. 21 του κανονισμού ασφάλισης αρμοδιότητας του ΙΚΑ ορίζεται ότι "κάθε ατύχημα" που γίνεται κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή την εργασία αυτή και έχει ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή την αδυναμία για συνέχιση της εργασίας ή το θάνατο του προσώπου και έχει υπαχθεί στην ασφάλιση του ΙΚΑ, αναγγέλλεται υποχρεωτικά στο ίδρυμα από τον εργοδότη ή τον αντιπρόσωπό του, από τον παθόντα ασφαλισμένο και σε περίπτωση αδυναμίας ή θανάτου του από τα πρόσωπα που από την ασφάλισή του έλκουν βοηθειών και κάθε υπάλληλο του ΙΚΑ που λόγω της υπηρεσίας του έλαβε γνώση του ατυχήματος. Η αναγγελία του ατυχήματος μπορεί να γίνει και από οποιοδήποτε τρίτο που έλαβε γνώση αυτού. Η δήλωση του ατυχήματος γίνεται στο πλησιέστερο προς τον τόπο που έγινε το ατύχημα υποκατάστημα του ΙΚΑ. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει υποκατάστημα του ιδρύματος κοντά στον τόπο αυτό, το ατύχημα μπορεί να δηλωθεί στην αστυνομική αρχή που διαβιβάζει τη δήλωση στο πλησιέστερο υποκατάστημα. Για ατυχήματα που λαμβάνουν χώρα στο εξωτερικό θεωρείται νομότυπη η αναγγελία του ατυχήματος στο Ελληνικό Προξενείο. Σύμφωνα με τις εγκυκλίους 17/87 - 55/03 - 22/2004 του ΙΚΑ η αναγγελία του εργατικού ατυχήματος πρέπει να γίνεται μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την ημέρα που αυτό θα συμβεί. Η προθεσμία αυτή αντιστρατεύεται αυτήν του Π.Δ.17/96 που η υποχρέωση είναι 24ωρος προθεσμία για την αναγγελία στους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Η 24ωρος προθεσμία είναι επιβεβλημένη γιατί, πέρα από τα ασφαλιστικά ζητήματα που προκύπτουν, ο τεχνικός ασφαλείας πρέπει να επιληφθεί για την εξέταση των αιτιών και τον καταλογισμό τυχόν ευθυνών. Ο Δ/ντής του ΙKA μπορεί να δεχθεί δηλώσεις ατυχημάτων που έγιναν εκπρόθεσμα, όταν πείθεται ότι λόγοι ανεξάρτητοι από τη θέληση των δηλούντων εμπόδισαν την έγκαιρη δήλωση. Πάντως σε καμιά περίπτωση η προθεσμία για την αναγγελία του ατυχήματος δεν παρατείνεται πέρα από 60 ημέρες από το ατύχημα και οι δηλώσεις που γίνονται μετά την προθεσμία αυτή απορρίπτονται ως εκπρόθεσμες. Εάν όμως πρόκειται για ατύχημα που είχε ως συνέπεια την απόλυτη αναπηρία του ασφαλισμένου, τότε η προθεσμία της αναγγελίας για την απόκτηση σύνταξης μπορεί να παραταθεί μέχρι ένα (1) έτος από το ατύχημα ή αν πρόκειται για ατύχημα που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο, τότε η προθεσμία της αναγγελίας μπορεί να παραταθεί μέχρι δύο (2) χρόνια. Οι προθεσμίες που ορίζονται για την αναγγελία εργατικού ατυχήματος είναι αποκλειστικές. Γι’ αυτό και η υποβολή δήλωσης μετά την πάροδο των προθεσμιών αυτών έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της δήλωσης ως εκπρόθεσμης και απαράδεκτης. Αρμόδιος για τον χαρακτηρισμό των ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων είναι ο Δ/ντής του υποκαταστήματος στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ή απασχολείται ο ασφαλισμένος. Μετά τον χαρακτηρισμό του ατυχήματος που αναγγέλθηκε εμπρόθεσμα γίνεται η παραπομπή του ασφαλισμένου στις υγειονομικές επιτροπές. Στις περιπτώσεις που η δήλωση ατυχήματος απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη δεν γίνεται παραπομπή του ασφαλισμένου. Η υγειονομική επιτροπή αποφαίνεται για τη σχέση μεταξύ ατυχήματος και πάθησης ή της βλάβης που διαπιστώνει. Η γνωμάτευση της υγειονομικής επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένη για να είναι δεσμευτική για τον ασφαλιστικό οργανισμό. Επαναλαμβάνεται ότι σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος πέραν των άλλων υποχρεώσεων ο εργοδότης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 8 του Π.Δ. 17/96, υποχρεούται να αναγγέλλει στις αρμόδιες Επιθεωρήσεις Εργασίας και στις αρμόδιες υπηρεσίες του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο υπάγεται ο εργαζόμενος εντός 24 ωρών όλα τα εργατικά ατυχήματα και εφόσον πρόκειται περί σοβαρού τραυματισμού ή θανάτου να τηρεί αμετάβλητα όλα τα στοιχεία που δύνανται να χρησιμεύσουν για εξακρίβωση των αιτιών του ατυχήματος. Από το άρθρο 5 του ν. 4554/18 προβλέπεται ότι ειδικός Επιθεωρητής ασφαλείας και υγείας στην εργασία, συνήθως από το ΚΕΠΕΚ κατά τη διερεύνηση των αιτίων εργατικού ατυχήματος εάν διαπιστώσει την μη αναγραφή εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού, που τηρείται από τον εργοδότη, επιβάλλει στον εργοδότη, κατά δέσμια αρμοδιότητα, το πρόστιμο που προβλέπεται για την αδήλωτη εργασία (10.500 ευρώ). Επαγγελματική ασθένεια και ατύχημα Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ εργατικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας εννοιολογικώς. Με διάταξη νόμου η επαγγελματική ασθένεια εξομοιώνεται προς το εργατικό ατύχημα από την άποψη των συνεπειών και της παρεχόμενης ασφαλιστικής προστασίας. Επαγγελματική ασθένεια θεωρείται η νοσηρή κατάσταση που δημιουργείται στον οργανισμό του εργαζομένου από την βλαβερή επίδραση της εργασίας του π.χ. ασθένειες προκαλούμενες από μόλυβδο, υδράργυρο, άνθρακα, βενζόλιο, ακτινοβολίες διάφορες, ραδιενεργές ακτινοβολίες, πνευμοκονίαση, νικοτίνη, αρσενικό κλπ. Οι επαγγελματικές ασθένειες οφείλονται σε παθήσεις του οργανισμού λόγω άσκησης ορισμένου ανθυγιεινού επαγγέλματος και όχι σε εσωτερικές βίαιες ενέργειες. Αρμόδιο όργανο για τον χαρακτηρισμό μιας ασθένειας ως επαγγελματικής είναι ο Δ/ντής του περιφερειακού ή τοπικού υποκαταστήματος στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ή απασχολείται ο εργαζόμενος. Η διαδικασία για το χαρακτηρισμό αρχίζει με την έρευνα που γίνεται, μετά την υποβολή της δήλωσης, που στοχεύει στη διαπίστωση της απασχόλησης του ασφαλισμένου στις επιχειρήσεις - εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 40 του κανονισμού ασθενείας του ΙΚΑ. Μετά από αυτή τη διαπίστωση ο ασφαλισμένος παραπέμπεται στις ειδικές υγειονομικές επιτροπές επαγγελματικών ασθενειών που είναι αρμόδιες για να επιληφθούν. Οι επιτροπές αυτές αποφαίνονται εάν η πάθηση που διαπιστώνουν περιλαμβάνεται στις παθήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 40 του ΚΑ και η κρίση τους στο θέμα αυτό, εφόσον είναι αιτιολογημένη, δεσμεύει τα ασφαλιστικά όργανα τα οποία καλούνται στη συνέχεια να αποφασίσουν για τη χορήγηση ή όχι της παροχής που ζητείται. Ως εργατικό ατύχημα θεωρείται και η νόσος η προκληθείσα, εκδηλωθείσα ή και επιδεινωθείσα από έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου συνδεομένου όμως με την εργασία. Έκταση αποζημιώσεως παθόντος Ο Ν. 551/14 στο άρθρο 6 ορίζει ότι οι μισθωτοί παθόντες εργατικό ατύχημα έχουν το εκλεκτικό δικαίωμα να ασκήσουν αγωγή κατά του εργοδότου των είτε με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4705/30, είτε με την παρεχόμενη από το κοινό αστικό δίκαιο προστασία, όταν το εργατικό ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή όταν αυτό προκλήθηκε από τη μη τήρηση των διατάξεων νόμων - διαταγμάτων που αφορούν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων ή των σχετικών με τους όρους αυτούς κανονισμών. Η επιλογή από τον παθόντα της αξιώσεώς του από τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου επισύρει την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ΑΚ (άρθρ. 297, 298, 330, 914, 928, 929) από τις οποίες προκύπτει ότι ο προκαλών υπαιτίως βλάβη σώματος ή υγείας άλλου προσώπου ή ο προστήσας κάποιο άλλο πρόσωπο που έχει προξενήσει υπαιτίως τέτοια βλάβη, έχει την υποχρέωση να πληρώσει αποζημίωση που περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλες, ζημίες, οτιδήποτε θα στερείται στο μέλλον ο παθών ή θα ξοδεύει επί πλέον, εξαιτίας της αυξήσεως των δαπανών του. Ο παθών που τραυματίστηκε ή έχει υποστεί βλάβη της υγείας του και η οποία προκάλεσε σ’ αυτόν μερική ή ολική αναπηρία, έχει το δικαίωμα να αξιώσει την πληρωμή κάθε μελλοντικής προσόδου την οποία θα απεκόμιζε από τη συνέχιση της εργασίας του κατά συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, η δε συνεκτίμηση των προπαρασκευαστικών αυτών μέτρων έχει την έννοια ότι το ποσό της μελλοντικής αυτής ζημίας περιλαμβάνει τουλάχιστον το σύνολο των τακτικών αποδοχών, τις οποίες ελάμβανε από την άσκηση του επαγγέλματος του, όχι όμως και τις έκτακτες αποδοχές τις οποίες εισέπραττε μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων δεν εμπίπτει στη μελλοντική συνήθη πορεία των πραγμάτων. Το δικαίωμα της αποζημιώσεως ανήκει στον παθόντα, σε περίπτωση όμως θανάτου αυτού η αποζημίωση παρέχεται στους συγγενείς αυτού. Τα άρρενα τέκνα για να τύχουν αποζημιώσεως πρέπει να είναι ανήλικα ή ενήλικα ανίκανα προς εργασία. Εάν ο υπόχρεος προς αποζημίωση αποδείξει ότι το ατύχημα προήλθε από αμέλεια του παθόντος ο δικαστής σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 551/14 μπορεί να μειώσει την αποζημίωση μέχρι το ήμισυ αυτής, εάν αποδειχθεί ότι το ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια του παθόντος. Το πότε υπάρχει αμέλεια εναπόκειται στην κρίση του δικαστή. Έχει κριθεί ότι αμέλεια υφίσταται μόνον εάν ο παθών αδικαιολογήτως κατά την κρίση του δικαστή παρέβη διατάξεις ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων περί των όρων ασφάλειας ή κανονισμών περί αυτών, που έχουν εκδοθεί νόμιμα, εφόσον οι κανονισμοί αυτοί είναι ανηρτημένοι κατά τρόπο ευανάγνωστο σε εμφανή μέρη του τόπου εργασίας. Το άρθρο 34 και 60 του ΑΝ 1846/51 ορίζει ότι σε περιπτώσεις εργατικών ατυχημάτων ο εργοδότης απαλλάσσεται της υποχρεώσεως προς καταβολή αποζημιώσεως, εξόδων νοσηλείας, κηδείας κλπ. που προβλέπουν οι διατάξεις του Ν. 551/14 ή του ΑΚ εφόσον ο παθών υπάγεται στην ασφάλιση του IΚΑ, άσχετα αν κατεβλήθησαν ή όχι οι εισφορές. Εάν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του παρ' αυτού προστηθέντας ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει αφενός μεν τη δαπάνη στο ΙΚΑ για τις καταβληθείσες στον παθόντα παροχές, αφετέρου δε να καταβάλει στον παθόντα ή στα μέλη της οικογενείας του την διαφορά μεταξύ του ποσού της αποζημιώσεως που ανήκει σ' αυτόν κατά τον ΑΚ και του ποσού των χορηγουμένων από το ΙΚΑ παροχών. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299 και 932 ΑΚ η αξίωση περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, ένεκα ζημίας μη περιουσιακής, γενεσιουργό αιτία έχουσα την αδικοπραξία, μπορεί να αξιωθεί και επί εργατικού ατυχήματος. Συμπερασματικά προκύπτει ότι ο Ν 551/14 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις: α) Εξηρτημένης εργασίας β) Βίαιου συμβάντος που δεν οφείλεται σε δόλο μισθωτού γ) Αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ βίαιου συμβάντος και παρεχόμενης εργασίας δ) Προκλήσεως ανικανότητας (ολική - μερική) ε) Μη ασφάλιση στο ΙΚΑ. Δεδομένου ότι με το Ν. 1305/82 η ασφάλιση στο ΙΚΑ είναι υποχρεωτική σε όλη τη χώρα η πρακτική εφαρμογή του Ν. 551/14 έχει περιορισθεί στις περιπτώσεις που το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη. Η απαλλαγή του δεν καλύπτει τυχόν αξιώσεις ηθικής βλάβης του μισθωτού ή σε περιπτώσεις θανατηφόρου ατυχήματος ψυχικής οδύνης μελών οικογένειας. Ο παθών εργατικό ατύχημα ένεκα υπαιτιότητας του εργοδότου ή των προστηθέντων του δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του έστω και αν είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ. Ο προσδιορισμός του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως γίνεται με ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου η οποία δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο. Σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος για το οποίο κρίνεται αποκλειστικά υπαίτιος ο μισθωτός, διότι είχαν ληφθεί τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας στην επιχείρηση, ο μισθωτός αυτός δεν δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Πέρα από την αποζημίωση, το άρθρο 31 του ν. 4387/16 προβλέπει ότι ο ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη αναπηρίας και τα μέλη της οικογένειάς του σύνταξη λόγω θανάτου, ανεξαρτήτως χρόνου ασφάλισης. Επίσης το ίδιο άρθρο προβλέπει ότι επί ατυχήματος εκτός εργασίας ή απασχόλησης περί την οποίαν κρίνουν τα αρμόδια όργανα του e-ΕΦΚΑ, οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας και τα μέλη της οικογένειάς τους σύνταξη λόγω θανάτου, αν έχουν πραγματοποιήσει το μέσο χρόνο ασφάλισης από αυτόν που απαιτείται, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο του άρθρου 11 του νόμου αυτού. Τα ίδια όργανα προσδιορίζουν με αιτιολογημένη απόφασή τους, σε περίπτωση αμφισβήτησης, εάν το ατύχημα ήταν εργατικό ή εκτός εργασίας. Επαγγελματική ασθένεια και ατύχημα Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ εργατικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας εννοιολογικώς. Με διάταξη νόμου η επαγγελματική ασθένεια εξομοιώνεται προς το εργατικό ατύχημα από την άποψη των συνεπειών και της παρεχόμενης ασφαλιστικής προστασίας. Επαγγελματική ασθένεια θεωρείται η νοσηρή κατάσταση που δημιουργείται στον οργανισμό του εργαζομένου από την βλαβερή επίδραση της εργασίας του, πχ ασθένειες προκαλούμενες από μόλυβδο, υδράργυρο, άνθρακα, βενζόλιο, ακτινοβολίες διάφορες, ραδιενεργές ακτινοβολίες, πνευμοκονίαση, νικοτίνη, αρσενικό κλπ. Οι επαγγελματικές ασθένειες οφείλονται σε παθήσεις του οργανισμού λόγω άσκησης ορισμένου ανθυγιεινού επαγγέλματος και όχι σε εσωτερικές βίαιες ενέργειες. Αρμόδιο όργανο για τον χαρακτηρισμό μιας ασθένειας ως επαγγελματικής είναι ο Δ/ντής του περιφερειακού ή τοπικού υποκαταστήματος στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ή απασχολείται ο εργαζόμενος. Η διαδικασία για το χαρακτηρισμό αρχίζει με την έρευνα που γίνεται μετά την υποβολή της δήλωσης, που στοχεύει στη διαπίστωση της απασχόλησης του ασφαλισμένου στις επιχειρήσεις - εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 40 του κανονισμού ασθενείας του ΙΚΑ . Μετά από αυτή τη διαπίστωση ο ασφαλισμένος παραπέμπεται στις ειδικές υγειονομικές επιτροπές επαγγελματικών ασθενειών, που είναι αρμόδιες για να επιληφθούν. Οι επιτροπές αυτές αποφαίνονται εάν η πάθηση που διαπιστώνουν περιλαμβάνεται στις παθήσεις του άρθ. 40 και η κρίση τους στο θέμα αυτό, εφόσον είναι αιτιολογημένη δεσμεύει τα ασφαλιστικά όργανα τα οποία καλούνται στη συνέχεια να αποφασίσουν για τη χορήγηση ή όχι της παροχής που ζητείται. Ως εργατικό ατύχημα θεωρείται και η νόσος η προκληθείσα, εκδηλωθείσα ή και επιδεινωθείσα από έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου συνδεομένου όμως με την εργασία.