Σύσταση από υπάλληλο της επιχείρησης να αποσιωπήσει την προϋπηρεσία ο προσλαμβανόμενος. Προσκόμιση αργότερα πιστοποιητικών προϋπηρεσίας σε άλλο υπάλληλο. Άκυρη η καταγγελία λόγω ελλιπούς αποζημίωσης. Κατά την πρόσληψη εργαζομένου συστήθηκε από υπάλληλο της εταιρείας να αποσιωπήσει την προϋπηρεσία του, προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η πρόσληψή του. Αναγραφή στην αίτηση πρόσληψης ότι δεν έχει προϋπηρεσία. Ακολούθως ο εργαζόμενος κατέθεσε, όπως του ζητήθηκε από άλλο αρμόδιο υπάλληλο της εταιρείας, τα αναγκαία για την πρόσληψή του έγγραφα (άδεια εργασίας, αριθμό βιβλιαρίου ενσήμων, καρτέλες ενσήμων που κάλυπταν το διάστημα της προϋπηρεσίας. Η επιχείρηση του κατέβαλε αποδοχές νεοπροσλαβανομένου. Όταν καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας, λόγω καταβολής ελλιπούς αποζημιώσεως κρίθηκε άκυρη η απόλυση. ΑΠ 167/2019 Πρόεδρος: Η κ. Σοφία Καρυστηναίου Εισηγητής: Η κ. Σοφία Τζουμερκιώτη Δικηγόροι: Ο κ. Σταμάτιος Τερεζάκης - Η κ. Αναστασία Τσιαδήμου ... 2. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, με την από 12-10-2009 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικαλούμενος σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας απασχολήθηκε ως φύλακας στην εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία, που ασκεί επιχείρηση παροχής υπηρεσιών φύλαξης, κατά το χρονικό διάστημα από 3-7-2006 έως 13-7-2009, οπότε η τελευταία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας καταβάλλοντας ελλιπή τη νόμιμη αποζημίωση και ασκώντας καταχρηστικά το σχετικό δικαίωμά της, ζήτησε α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 33.932,31 ευρώ, ως αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 14-7-2009 έως 13-7-2010 και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το εν λόγω αίτημα, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του με απειλή χρηματικής ποινής, επικουρικά δε, ζήτησε, εφόσον κριθεί έγκυρη η καταγγελία, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 4.578,86 ευρώ, ως συμπλήρωση της αποζημίωσης απόλυσης, με το νόμιμο τόκο τα ανωτέρω ποσά κατά τις εκεί διακρίσεις. Στη συνέχεια, ο ενάγων, με την από 9-12-2009 δεύτερη αγωγή ενώπιον του αυτού δικαστηρίου, ισχυριζόμενος ότι, κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, η εναγομένη του είχε καταβάλει αποδοχές υπολειπόμενες των νομίμων, διότι δεν είχε συνυπολογίσει τη δωδεκαετή προϋπηρεσία του, την εργασία του καθημερινά πέραν του νομίμου ωραρίου, την εργασία του κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες και τη μη χορήγηση της εβδομαδιαίας ανάπαυσης, της κανονικής άδειας για τα έτη 2006 έως και 2009 και των αντίστοιχων επιδομάτων άδειας, ζήτησε, μετά από νόμιμο περιορισμό του αιτήματος, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 50.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει για τις ίδιες αιτίες το ποσό των 51.338,60 ευρώ, καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο τα ανωτέρω ποσά κατά τις εκεί διακρίσεις. Τέλος, ο ενάγων, με την από 14-12-2009 τρίτη αγωγή ενώπιον του αυτού δικαστηρίου, αφού παραιτήθηκε από το δικόγραφο της πρώτης αγωγής ως προς το κονδύλιο των αποδοχών υπερημερίας, ζήτησε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 29.343,88 ευρώ, ως αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 14-7-2009 έως 8-12-2010, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επί των ανωτέρω αγωγών, που συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η 1522/2012 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία αυτές έγιναν εν μέρει δεκτές ως και κατ' ουσία βάσιμες. Κατά της πρωτόδικης απόφασης, οι διάδικοι άσκησαν αντίθετες εφέσεις, επί των οποίων εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη 5521/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία εξαφανίσθηκε η εκεί εκκαλουμένη απόφαση, πλην των απορριπτικών διατάξεών της και οι τρεις αγωγές, αφού συνεκδικάσθηκαν εκ νέου, έγιναν εν μέρει δεκτές, αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 26.236,38 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 14-7-2009 έως 8-12-2010 και το ποσό των 17.780,05 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 3-7-2006 έως 13-7-2009, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό. 3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μη μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ανεπάρκεια αιτιολογιών, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν δεν προκύπτουν από την απόφαση σαφώς και επαρκώς τα περιστατικά, που είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά (ΟλΑΠ 24/1992). Αντιφατικότητα αιτιολογιών υπάρχει, όταν εξαιτίας της δεν προκύπτει ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, αν σωστά εφάρμοσε το νόμο. Η αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια πρέπει να έχει σχέση με ουσιώδεις ισχυρισμούς και κεφάλαια παροχής έννομης προστασίας και επιθετικά ή αμυντικά μέσα και όχι με την επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε την εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (ΑΠ 816/2017, ΑΠ 681/2014). 4. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5521/2013 απόφασή του, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα ακόλουθα ουσιώδη: Ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, με αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας, την 3-7-2006, προσέλαβε τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο, που είχε την κατά νόμο άδεια εργασίας, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να απασχοληθεί ως στατικός φύλακας στην επιχείρησή της, αντί των αποδοχών που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και συστημάτων ασφαλείας όλης της χώρας. Ότι ο ενάγων είχε την υποχρέωση να εργάζεται πέντε ημέρες την εβδομάδα με πλήρες εναλλασσόμενο ωράριο (πρωί, απόγευμα, νύκτα), σύμφωνα με το πρόγραμμα που εξέδιδε η εναγομένη και θεωρείτο από την αρμόδια αρχή. Ότι κατά την πρόσληψή του, αρχικώς, ο ενάγων ανέφερε στον αρμόδιο υπάλληλο ότι είχε προϋπηρεσία άνω των δώδεκα (12) ετών στον κλάδο παροχής ιδιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας και ειδικότερα από 8/1993 έως 2/1993 στην εταιρία ..., από 2/1993 έως 5/1994 στην εναγομένη και από 5-1-1996 έως 19-2-2005 στην εταιρία .... Ότι ο υπάλληλος του συνέστησε να αποσιωπήσει την προϋπηρεσία αυτή, προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η πρόσληψή του. Ότι, κατόπιν αυτού, ο ενάγων ανέγραψε στην αίτηση πρόσληψης ότι δεν έχει προϋπηρεσία και βεβαίωσε υπεύθυνα την αλήθεια του περιεχομένου της. Ότι, ακολούθως, ο ενάγων κατέθεσε, όπως του ζητήθηκε από άλλη αρμόδια υπάλληλο της εναγομένης, τα αναγκαία για την πρόσληψή του έγγραφα, άδεια εργασίας, αριθμό βιβλιαρίου ενσήμων και καρτέλες ενσήμων, τις οποίες είχε και καλύπτουν όλο το διάστημα της προϋπηρεσίας του. Ότι η εναγομένη, όπως είχε υποχρέωση, ανήγγειλε την πρόσληψη του ενάγοντος στον ΟΑΕΔ, στο δε έντυπο της αναγγελίας σημειώθηκε από τον αρμόδιο υπάλληλό της, ότι ο ενάγων δεν αναλάμβανε εργασία για πρώτη φορά ως μισθωτός, ο δε ενάγων, στο μέρος του εντύπου που συμπληρώνει ο μισθωτός, ανέγραψε ότι λαμβάνει επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, θέτοντας την υπογραφή του. Ότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο ενάγων, κατά την πρόσληψή του, γνωστοποίησε στην εναγομένη την δωδεκαετή προϋπηρεσία του και η τελευταία, ενώ τη γνώριζε, αφού δεν αποκλείεται η γνώση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, παρά ταύτα, κατά το διάστημα της απασχόλησής του, δεν λάμβανε υπόψη την προϋπηρεσία του κατά την εκκαθάριση των αποδοχών του, αλλά του κατέβαλε αποδοχές νεοπροσλαμβανόμενου. Ότι ο ενάγων, προκειμένου να διατηρήσει τη θέση εργασίας του, δεν διαμαρτυρήθηκε για τις ελλιπώς καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές του, όταν όμως η εναγομένη του κατήγγειλε τη σύμβαση (την 13-7-2009), προσέφυγε στην οικεία επιθεώρηση εργασίας και, μεταξύ άλλων, ανέφερε και τα ως άνω συμβάντα, σχετικά με τη γνωστοποίηση της προϋπηρεσίας του στην εναγομένη κατά την πρόσληψή του, προσκομίζοντας αντίγραφα και των δύο αιτήσεων που είχε συμπληρώσει. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το εφετείο έκρινε ότι, κατά τον υπολογισμό των νομίμων αποδοχών του ενάγοντος, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη η προϋπηρεσία του. Κατόπιν, το εφετείο δέχθηκε ότι είναι άκυρη η από 13-7-2009 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, λόγω καταβολής ελλιπούς αποζημίωσης και ότι, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης και της μη πραγματικής απασχόλησης του ενάγοντος από την εναγόμενη μετά την 13-7-2009, η τελευταία οφείλει σε αυτόν τις νόμιμες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 14-7-2009 έως 8-12-2010 (όπως είχε καθορισθεί με τη νεότερη αγωγή) και του επιδίκασε το ποσό των 26.236,38 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, καθώς και το ποσό των 17.780,05 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 3-7-2006 έως 13-7-2009, όπως προέκυπταν με το συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας του, σύμφωνα με τους όρους των από 24-8-2004 και 14-2-2007 κλαδικών ΣΣΕ για την αμοιβή των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και συστημάτων ασφαλείας όλης της χώρας. 5. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο διέλαβε στον υπαγωγικό του συλλογισμό επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με τη γνωστοποίηση στην εναγομένη της προϋπηρεσίας του ενάγοντος κατά την πρόσληψή του, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή ή μη των διατάξεων των ανωτέρω ΣΣΕ σχετικά με τον συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας αυτού για την επιδίκαση των ως άνω αποδοχών. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αίτησης από το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσης, με την αιτίαση ότι περιέχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της γνωστοποίησης της προϋπηρεσίας του ενάγοντος, είναι αβάσιμος. Οι περιεχόμενες στον ίδιο λόγο αιτιάσεις, με τις οποίες πλήττονται, υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας της ανωτέρω διάταξης, οι ανεπίδεκτες αναιρετικού ελέγχου ουσιαστικές παραδοχές του εφετείου, είναι απαράδεκτες. 6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).