Σύμβαση Ασφαλιστικής κάλυψης προσωπικού Με τη σύμβαση ειδικής ασφαλιστικής κάλυψης του προσωπικού (Κανονισμός) ο εργοδότης είχε αναλάβει τη βελτίωση της ασφαλιστικής κάλυψης του προσωπικού του με την παροχή σύνταξης και εφάπαξ αποζημίωσης, υπό τους όρους που αναφέρονται. Η κτήση της ιδιότητας του ασφαλισμένου συνεπάγεται την αυτοδίκαιη και ανεπιφύλακτη εκ μέρους του ενδιαφερόμενου αποδοχή των όρων του κανονισμού. Η ιδιότητα του ασφαλισμένου χάνεται αυτοδίκαια με την απώλεια της ιδιότητας του εργαζόμενου στην εταιρεία για οποιοδήποτε λόγο. Η ιδιότητα του ασφαλισμένου διατηρείται στην περίπτωση που ο αποχωρών έχει συμπληρώσει όλες τις προϋποθέσεις για την απονομή μηνιαίας σύνταξης και εφ' άπαξ παροχής. Όποιος χάσει την ιδιότητα του ασφαλισμένου δικαιούται να λάβει, ατόκως, μόνο ό,τι έχει καταβάλει στο λογαριασμό λόγω εισφοράς ή εξαγοράς. Α.Π. 22/2015 Πρόεδρος: ο κ. Γεωρ. Γιαννούλης Εισηγητής: ο κ. Χριστόφορος Κοσμίδης Δικηγόροι: οι κ.κ. Ιωάν. Γκούβας - Ηλίας Τόμπρος 1. Επειδή, στο άρθρο 173 ΑΚ ορίζεται ότι "κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις". Στο άρθρο 200 ΑΚ ορίζεται ότι "οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπ' όψη και τα συναλλακτικά ήθη". Οι διατάξεις αυτές παραβιάζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διάγνωση ασάφειας ή ατέλειας κατά τη διατύπωση της βουλήσεως ή οποιασδήποτε αμφιβολίας ως προς την έννοιά της, παραλείπει να προσφύγει στους κανόνες που τίθενται με αυτές για τη συναγωγή της προσήκουσας ερμηνείας ή να παραθέσει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους (Α.Π. 357/2010). Οι ίδιες διατάξεις παραβιάζονται και όταν το δικαστήριο της ουσίας προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, δηλαδή όταν η ερμηνεία που δίδεται από αυτό ως προς το περιεχόμενο της υπό αξιολόγηση δηλώσεως δεν είναι σύμφωνη προς τους κανόνες των ΑΚ 173 και 200. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι η δήλωση βουλήσεως είναι σαφής ή ασαφής και ότι, αντιστοίχως δεν έχει ή έχει ανάγκη ερμηνείας, αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων και, συνεπώς, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (Α.Π. 103/2010). Η παράλειψη, όμως, του δικαστηρίου της ουσίας να προσφύγει στην εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων, στις περιπτώσεις που αυτή είναι επιβεβλημένη και η ορθότητα της κρίσεως αυτού, ως προς τη δοθείσα ερμηνεία της δικαιοπρακτικής βουλήσεως, ελέγχονται αναιρετικώς, διότι ανάγονται στην εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολΔ 561 παρ.1, Α.Π. 885/2012). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση, "αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών". 2. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 6888/2013 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων (τότε εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσείων), την 15.3.1979, είχε προσληφθεί ως κλητήρας στην επιχείρηση της εναγόμενης (τότε εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης, που προέκυψε ύστερα από διαδοχικές, αλλά μη αμφισβητούμενες μεταβολές στο πρόσωπο του εργοδότη), η οποία αναπτύσσει ασφαλιστικές και χρηματοοικονομικές δραστηριότητες. Ότι, σύμφωνα με τον από 21.12.1981 Οργανισμό της εναγομένης, η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος ήταν ορισμένου χρόνου και έληγε αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας του. Ότι η εναγομένη, την 8.1.2010, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας για σπουδαίο λόγο και, ειδικότερα, λόγω διαπράξεως πειθαρχικών παραπτωμάτων εκ μέρους του ενάγοντος. Ότι με την από Ιουλίου 1985 "Σύμβαση Ειδικής Ασφαλιστικής Κάλυψης Προσωπικού Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας Εμπορική" (στο εξής αναφέρεται ως "Κανονισμός"), στην οποία υπήχθη συμβατικώς και ο ενάγων, η "Εμπορική Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία" (στη θέση της οποίας υπεισήλθε η εναγομένη), ως τότε εργοδότης, είχε αναλάβει τη βελτίωση της ασφαλιστικής κάλυψης του προσωπικού της με την παροχή σύνταξης και εφάπαξ αποζημίωσης, υπό τους όρους που αναφέρονται στην εν λόγω σύμβαση. Ότι στη σύμβαση αυτή, πλην των άλλων, ορίζονται, ειδικότερα, τα εξής: "Άρθρο 2. Σκοπός και υποκείμενα της ασφάλισης. 1. Σκοπός της παρούσας συμφωνίας είναι η κατά τους όρους του Κανονισμού παροχή βοήθειας είτε σε ασφαλισμένους, που λόγω γήρατος, συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, αναπηρίας ή ατυχήματος παύουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην εταιρεία, είτε, σε περίπτωση θανάτου τους, σε μέλη των οικογενειών τους. Η βοήθεια συνίσταται σε μηνιαία σύνταξη (πλέον δώρου Χριστουγέννων, Πάσχα, χρήσης και επιδόματος αδείας) και εφ' άπαξ παροχή. 2. Η κτήση της ιδιότητας του ασφαλισμένου συνεπάγεται την αυτοδίκαιη και ανεπιφύλακτη εκ μέρους του ενδιαφερόμενου αποδοχή των όρων του Κανονισμού. Τυχόν επιφύλαξη δεν παράγει αποτελέσματα. Άρθρο 3. Απώλεια της ιδιότητας του ασφαλισμένου. Δικαιώματα. 1. Με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, η ιδιότητα του ασφαλισμένου χάνεται αυτοδίκαια με την απώλεια της ιδιότητας του εργαζόμενου στην εταιρεία για οποιαδήποτε λόγο. Η απώλεια της ιδιότητας διαπιστώνεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. 2. Εξαιρετικά, η ιδιότητα του ασφαλισμένου διατηρείται στην περίπτωση που ο αποχωρών έχει συμπληρώσει όλες τις προϋποθέσεις για την απονομή μηνιαίας σύνταξης και εφ' άπαξ παροχής, πλην του ορίου ηλικίας που προβλέπει ο Κανονισμός και δεν ζητήσει εγγράφως την επιστροφή των ποσών της επόμενης παραγράφου. 3. Όποιος χάσει την ιδιότητα του ασφαλισμένου δικαιούται να λάβει, ατόκως, μόνο ό,τι έχει καταβάλει στο λογαριασμό λόγω εισφοράς ή εξαγοράς. Η επιστροφή γίνεται εφ' άπαξ μέσα σε έξι μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης και ύστερα από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Ο ενδιαφερόμενος δεν έχει καμία άλλη αξίωση κατά της εταιρείας σε σχέση με το λογαριασμό. 4. Οι κατά την παράγραφο 2 ασφαλισμένοι δικαιούνται της μηνιαίας και της εφ' άπαξ παροχής που τους αναλογεί μόλις συμπληρώσουν το απαραίτητο όριο ηλικίας και εφ' όσον έχουν υποβάλει στην εταιρεία όλα τα αναγκαία δικαιολογητικά. Ο υπολογισμός των παροχών γίνεται με βάση το μισθό του εν ενεργεία ομοιόβαθμου κατά το χρόνο της απονομής (συμπλήρωση ορίου ηλικίας) και με τις ίδιες προϋποθέσεις επιδομάτων. Άρθρο 6. Πραγματική και Συντάξιμη υπηρεσία. 1. Πραγματική υπηρεσία είναι ο χρόνος που διανύεται στην εταιρεία από 1.1.1982 και μετά. Πραγματική υπηρεσία λογίζεται και η πραγματική υπηρεσία στην εταιρεία που εξαγοράσθηκε, καθώς και η μέχρι δύο ετών στρατιωτική θητεία που εξαγοράσθηκε. Συμπληρωμένο κατά την αποχώρηση εξάμηνο λογίζεται ως πλήρες έτος. Άρθρο 7. Δικαιούχοι παροχών. Δικαίωμα για μηνιαία σύνταξη και εφ' άπαξ παροχή έχουν όσοι πληρούν τις παρακάτω προϋποθέσεις: 1. Άνδρες. α) Μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που ορίζει ο εκάστοτε Οργανισμός και εφόσον έχουν δεκαπέντε (15) ετών υπηρεσία στην εταιρεία και δεκαπενταετή ασφάλιση κατά τον Κανονισμό. β) Μετά τη συμπλήρωση τριάντα (30) χρόνων συντάξιμης υπηρεσίας, από τα οποία είκοσι πέντε (25) χρόνια είναι πραγματική υπηρεσία κατά το άρθρο 6 παρ. 1. 3. Άνδρες και Γυναίκες. α) Απόλυση από την υπηρεσία για ολική ή μερική σωματική ή πνευματική ανικανότητα και συνταξιοδότηση για την αναπηρία αυτή από το ΙΚΑ ή το Ταμείο Νομικών". Ότι ο ενάγων, από 1.1.1982, που ορίζει ο Κανονισμός, μέχρι 8.1.2010, που απολύθηκε, είχε συμπληρώσει 30 έτη στην υπηρεσία της εναγομένης, με συνυπολογισμό των εξαγορασθέντων 2 ετών της στρατιωτικής του θητείας, δηλαδή πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 παρ.1 περ. β' για να λάβει την προβλεπόμενη μηνιαία σύνταξη και εφ' άπαξ βοήθημα. Ότι, παρά ταύτα, ο ενάγων δεν είχε αποχωρήσει από την εργασία λόγω γήρατος ή συμπληρώσεως ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, αλλά, όπως συνομολογεί ο ίδιος, είχε απολυθεί από την εναγομένη, μετά από καταγγελία της ορισμένου χρόνου συμβάσεώς του για σπουδαίο λόγο. Ότι με την απόλυση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω συμβατικής ισχύος Κανονισμού, είχε απολέσει την ιδιότητα του εργαζόμενου στην εναγόμενη και αυτοδίκαια είχε χάσει την ιδιότητα του ασφαλισμένου. Ότι, κατόπιν αυτού, καίτοι κατά το χρόνο της απολύσεώς του είχε συμπληρώσει τριάντα (30) ετών συντάξιμη υπηρεσία, από τα οποία είκοσι πέντε (25) είναι πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, δεν δικαιούται την ως άνω μηνιαία σύνταξη και το εφ' άπαξ βοήθημα, αλλά θα μπορούσε μόνο να λάβει, ατόκως, ό,τι είχε καταβάλει στον ασφαλιστικό λογαριασμό λόγω εισφορών ή εξαγοράς χρόνου, διότι σε περίπτωση απόλυσης από την υπηρεσία δικαίωμα για μηνιαία σύνταξη και εφ' άπαξ παροχή έχουν μόνον όσοι απολύονται για ολική ή μερική σωματική ή πνευματική ανικανότητα και συνταξιοδοτούνται για την αναπηρία αυτή από το ΙΚΑ ή το Ταμείο Νομικών. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοδικείου, με την οποία είχαν επιδικασθεί στον αναιρεσείοντα τα χρηματικά ποσά που ζητούσε για συντάξεις και εφ' άπαξ παροχή και απέρριψε την ένδικη αγωγή, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. 3. Επειδή, με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών παραβίασε τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, διότι, αν και εμμέσως διέγνωσε την ύπαρξη κενού ή, τουλάχιστον, αντιμετώπισε αμφιβολία ως προς την έκταση της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 2 του συμβατικής ισχύος Κανονισμού, με βάση τον οποίο έπρεπε να επιλυθεί η δικαστική διένεξη των διαδίκων ως προς τις προϋποθέσεις παροχής επικουρικής σύνταξης και εφ' άπαξ αποζημίωσης στους εργαζόμενους της αναιρεσίβλητης και, στη συνέχεια, αναζήτησε την αληθινή βούληση των συμβαλλόμενων ως προς τη σημασία των λέξεων "ο αποχωρών", που υπάρχουν στην εν λόγω διάταξη, παρέλειψε να προσφύγει στους εν λόγω ερμηνευτικούς κανόνες ή, πάντως, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι σιωπηρώς προσέφυγε σ' αυτούς, δεν τους εφάρμοσε ορθώς. Ειδικότερα, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε, όπως από τις ως άνω παραδοχές προκύπτει, ότι η ιδιότητα του ασφαλισμένου, κατ' επέκταση και το δικαίωμα λήψεως παροχών που στηρίζεται σ' αυτή, χάνεται όταν αυτός απολέσει την ιδιότητα του εργαζόμενου στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης, όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού. Περαιτέρω, όμως, αντιμετώπισε το ζήτημα εάν ο αναιρεσείων εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπεται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία, παρά την απώλεια της ιδιότητας του εργαζόμενου, η ιδιότητα του ασφαλισμένου διατηρείται στην περίπτωση που ο αποχωρών έχει συμπληρώσει όλες τις προϋποθέσεις για την απονομή μηνιαίας σύνταξης και εφ' άπαξ παροχής, πλην του ορίου ηλικίας. Περί του ζητήματος αυτού υπήρχε αμφιβολία, διότι ο μεν αναιρεσείων υποστήριζε (και υποστηρίζει) ότι εμπίπτει στην εξαίρεση, η δε αναιρεσίβλητη ότι δεν εμπίπτει. Το δικαστήριο της ουσίας, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του συμβατικής ισχύος Κανονισμού, έκρινε ότι στην έννοια της αποχώρησης από την υπηρεσία δεν εμπίπτει η περίπτωση της απόλυσης, παρά μόνο όταν αυτή επήλθε για ολική ή μερική, σωματική ή πνευματική ανικανότητα, όχι, όμως, και με καταγγελία της συμβάσεως από τον εργοδότη για σπουδαίο λόγο. Προς συναγωγή του συμπεράσματος αυτού, το δικαστήριο της ουσίας δεν προσέφυγε στην αναζήτηση της αληθινής βουλήσεως των συμβληθέντων κατά την κατάρτιση του από Ιουλίου 1985 Κανονισμού, χωρίς προσήλωση στις λέξεις των ως άνω διατάξεων, στις οποίες και αναφέρθηκε. Και, μάλιστα, παρέλειψε να σταθμίσει προς συναγωγή της ερμηνευτικής του κρίσεως άλλες διατάξεις του ίδιου Κανονισμού, όπως εκείνης του άρθρου 18 παρ. 7, στην οποία ορίζεται ότι "για την απονομή της εφ' άπαξ παροχής με τις παραπάνω προϋποθέσεις και για οποιαδήποτε άλλη περίπτωση εξόδου από την υπηρεσία, πλην θανάτου ή αναπηρίας, πρέπει να συντρέχει και χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην εταιρεία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών" και, κυρίως, εκείνης του άρθρου 19, στην οποία ορίζεται ότι "[...] Σε περίπτωση που ασφαλισμένος απολύεται από την εταιρεία για κατάχρηση, υπεξαίρεση, απάτη ή πλαστογραφία, από τις οποίες επήλθε οικονομική ζημία σε βάρος της και εφ' όσον διαπιστωθεί η ενοχή του με τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση ποινικού ή πολιτικού δικαστηρίου ή αναγνωρισθεί από τον ίδιο με γραπτή ομολογία του, από την εφ' άπαξ παροχή του παρακρατείται και αποδίδεται στην εταιρεία ποσό ίσο με τη ζημία που της έχει επιδικασθεί ή έχει αναγνωρισθεί από τον ασφαλισμένο". Στην πρώτη από τις εν λόγω διατάξεις γίνεται αναφορά σε "οποιαδήποτε άλλη περίπτωση εξόδου από την υπηρεσία, πλην θανάτου ή αναπηρίας", ήτοι όχι μόνο στην οικειοθελή αποχώρηση, αλλά και στην καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη. Και στη δεύτερη, όπου προβλέπεται χρηματική παρακράτηση από την εφ' άπαξ παροχή προς αντιστάθμιση της ζημίας, που ο ασφαλισμένος επέφερε με αξιόποινη πράξη στην εταιρία, για την οποία και απολύθηκε, προϋποτίθεται ότι αυτός, αν και απολύθηκε, είχε δικαίωμα σε εφ' άπαξ παροχή [που έχει τελείως διαφορετική έννοια από το δικαίωμα αναζήτησης των καταβληθεισών εισφορών του άρθρου 3 παρ. 3 του Κανονισμού], εφ' όσον πληρούσε τις λοιπές προϋποθέσεις. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, στον οποίο όφειλε να προβεί το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να ερμηνεύσει και εφαρμόσει σύμφωνα με την καλή πίστη τον Κανονισμό στην περίπτωση του αναιρεσείοντος, προκύπτει ότι στην έννοια της "αποχώρησης" από την υπηρεσία εμπίπτει και η περίπτωση της απώλειας της θέσεως εργασίας λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη, οπότε, αν συντρέχουν οι λοιπές, χρονικές προϋποθέσεις, ο απολυόμενος δεν χάνει τις ασφαλιστικές παροχές που προβλέπει ο Κανονισμός. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η παραβίαση αυτή και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 4. Επειδή, από τις διατάξεις του ως άνω Κανονισμού, που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 αυτού, για να επέλθει η απώλεια της ιδιότητας του ασφαλισμένου σε περίπτωση που προηγείται η απώλεια της ιδιότητας του εργαζόμενου, απαιτείται η έκδοση διαπιστωτικής πράξεως του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση, "αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Στην προκειμένη περίπτωση, από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (βλ. παραπάνω, αρ. 2), δεν προκύπτει εάν, προκειμένου αυτό να αχθεί στο αποδεικτικό πόρισμα ότι ο αναιρεσείων απώλεσε την ιδιότητα του ασφαλισμένου, ερεύνησε ή όχι την προηγούμενη έκδοση της εν λόγω διαπιστωτικής πράξης του διοικητικού συμβουλίου της αναιρεσίβλητης. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η έλλειψη αυτή και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, είναι, επίσης, βάσιμος. 5. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ. 3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2).