Μια «ισορροπημένη» λύση για τις περικοπές 1,8 δισ. ευρώ στις συντάξεις επιδιώκει να εξασφαλίσει η κυβέρνηση έως τις 20 Μαρτίου αφήνοντας για αργότερα τη διαπραγμάτευση για τις αλλαγές στα εργασιακά λόγω της μεγάλης απόστασης που τη χωρίζει από τους δανειστές και της αδυναμίας να «σηκώσει» το πολιτικό βάρος των ανατροπών τις οποίες ζητά το ΔΝΤ με την ανοχή των εκπροσώπων των ευρωπαϊκών θεσμών. Ολα θα κριθούν στο επόμενο δεκαήμερο – «φωτιά» που απομένει έως τη συνεδρίαση της 20ής Μαρτίου του Eurogroup, καθώς στο διάστημα αυτό:
Θα συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις, μέσω προγραμματισμένων τηλεδιασκέψεων σε τεχνικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο επικεφαλής, έτσι ώστε να «κλείσουν» τουλάχιστον οι παρεμβάσεις για τις συντάξεις που έχουν δημοσιονομική επίπτωση.
Σύμφωνα με κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, στο τραπέζι μπαίνει σχέδιο μερικής περικοπής της «προσωπικής διαφοράς» στις συντάξεις με προστασία των συντάξεων 700 – 800 ευρώ. Διάσταση απόψεων υπάρχει, ωστόσο, για τη «ταχύτητα» της προσαρμογής των «παλαιών» συντάξεων (πριν από το ν. Κατρούγκαλου) καθώς το ΔΝΤ πιέζει για την εφάπαξ μείωσή τους, από το 2019 ή το 2020 και όχι σε βάθος τριετίας (δηλαδή έως το 2021) που ήταν η τελευταία υποχώρηση από την πλευρά της κυβέρνησης. Και αυτό γιατί οι δανειστές δεν έχουν «πειστεί» ούτε για την εξέλιξη των εσόδων του ΕΦΚΑ, ούτε και των δαπανών για τις πληρωμές των συντάξεων. Με δεδομένο ότι οι προσωπικές διαφορές φτάνουν στο 30%, οι μειώσεις θα είναι κλιμακωτές από 5% έως 20%, με βάση το επικρατέστερο σενάριο της εξαίρεσης των χαμηλοσυνταξιούχων από τις περικοπές.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΙΕΣΗ
Θα ασκηθεί πολιτική πίεση, σε υψηλό επίπεδο, για τις συλλογικές συμβάσεις. Το στίγμα έδωσε ήδη ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας λέγοντας, στη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες, ότι «η άμεση επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα είναι υπόθεση που αφορά όλη την Ευρώπη, καθώς κάποιοι επιδιώκουν να αποσύρουν αυτό το κεκτημένο από την Ευρώπη». Φωτογραφίζοντας το ΔΝΤ το οποίο όχι μόνο απέρριψε την επαναφορά (εντός του 2018, όπως ζήτησε η κυβέρνηση) των συλλογικών συμβάσεων στο καθεστώς που ίσχυε πριν από τα Μνημόνια (υπερίσχυση κλαδικών συμβάσεων έναντι επιχειρησιακών) αλλά αξίωσε να γίνουν νέες παρεμβάσεις όπως να αυξηθεί το όριο των ομαδικών απολύσεων από το 5% στο 10%, παρά τη συμφωνία για άμεση κατάργηση του υπουργικού «βέτο», να αναγνωριστεί το δικαίωμα της ανταπεργίας των εργοδοτών (του lock out) και να αυστηροποιηθεί ο απεργιακός νόμος. Ειδικά για τις συλλογικές συμβάσεις, στελέχη που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις σημειώνουν ότι «οι Ευρωπαίοι, αν και αναγνωρίζουν τις θέσεις μας, δεν αντιδρούν γιατί θέλουν την παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα».