Στην κατ' έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η προσκόμιση νέων αποδεικτικών μέσων - Πότε είναι παραδεκτά Κατά τον Κ.Πολ.Δ. στην κατ' έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσκόμιση νέων αποδεικτικών μέσων, παρέχεται όμως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η εξουσία να αποκρούσει ως απαράδεκτα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίζονται για πρώτη φορά σε αυτό, αν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ο διάδικος δεν τα προσκόμισε στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. ΑΠ 374/2019 Πρόεδρος: Η κ. Σοφία Καρυστηναίου Εισηγητής: Η κ. Σοφία Τζουμερκιώτη Δικηγόροι: Ο κ. Σπύρος Μπαλατσούκας - Η κ. Σουλτάνα Ναλμπάντη 1. Κατά το άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα απαιτούμενα, κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου Κώδικα, στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης. Αν ελλείπει σαφής και ορισμένος λόγος έφεσης, το δικόγραφο κηρύσσεται άκυρο και η έφεση απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως. Συνίστανται δε οι πλημμέλειες της απόφασης και σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Στα τελευταία ανάγεται και η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται, όταν αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης, ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (ΚΠολΔ 522), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (ΑΠ 20/2018, ΑΠ 367/2011). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, έκπτωση από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2001), ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται από τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 2001/2009). Με τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ λόγο ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό της άσκησης των ενδίκων μέσων, των προσθέτων λόγων έφεσης, της αντέφεσης, των ανακοπών και των προσθέτων λόγων αυτών, καθώς και το παραδεκτό της προβολής των ισχυρισμών (ΑΠ 208/2018). 2. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το εκκαλούν και ήδη αναιρεσίβλητο προέβαλε ως λόγο έφεσης ότι η εκκαλουμένη απόφαση, αποδεχόμενη, χωρίς αποδείξεις, ότι σε όλους τους ενάγοντες, κατά την εφαρμογή, την 1-11-2011, του άρθρου 31 του ν. 4024/2011, επιβλήθηκε μείωση των αποδοχών τους κατά ποσοστό 25%, έσφαλε, διότι μεταξύ αυτών υπάρχουν εργαζόμενοι που δεν έχουν υποστεί καμία μείωση και άλλοι για τους οποίους προέκυψε μεγαλύτερη ή μικρότερη του ως άνω ποσοστού μείωση, η δε περιεχόμενη στο δικόγραφο της έφεσης γενική αναφορά ότι μερικοί ενάγοντες είχαν υποστεί μειώσεις αποδοχών 25%, άλλοι πλέον του 25% και κάποιοι κάτω του ποσοστού αυτού, χωρίς να εξειδικεύεται σε ποίους εξ αυτών αναφέρεται, δεν καθιστά το συγκεκριμένο λόγο ορισμένο και ως εκ τούτου θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Ο λόγος αυτός της έφεσης ήταν ορισμένος, διότι ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται, αφού αναφέρεται στο εφετήριο, ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον το εφετείο, μετά συνεκτίμηση της υπόθεσης ως συνόλου στην ουσία, θα κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης απόφασης. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, που δέχθηκε τον ως άνω λόγο ως ορισμένο και τον εξέτασε, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να τον απορρίψει ως απαράδεκτο και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου ως άνω πρώτος λόγος της αίτησης, είναι αβάσιμος. Με το δεύτερο αναιρετικό λόγο από την ίδια διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι έλαβε υπόψη τα μισθολογικά στοιχεία, που περιελήφθησαν υπό μορφή πίνακα στις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του αναιρεσιβλήτου, παραλείποντας να κηρύξει απαράδεκτο, καθόσον ως νέος πραγματικός ισχυρισμός αποτελεί πρόσθετο λόγο έφεσης, ο οποίος απαραδέκτως προτάθηκε με τις προτάσεις. Ο λόγος αυτός είναι, προεχόντως, απαράδεκτος, ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι ο επικαλούμενος πίνακας που περιέχει τα μισθολογικά στοιχεία των εναγόντων, αποτελεί αποδεικτικό μέσο, το οποίο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, το αναιρεσίβλητο είχε προσκομίσει με νόμιμη επίκληση με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του και δεν πρόκειται για νέο πραγματικό ισχυρισμό, όπως υπολαμβάνουν οι αναιρεσείοντες. 3. Κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 529 παρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σε αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται ο δικονομικός κανόνας ότι στην κατ' έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, παρέχεται όμως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η εξουσία να αποκρούσει ως απαράδεκτα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίζονται για πρώτη φορά σε αυτό, αν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ο διάδικος δεν τα προσκόμισε στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Τα αποδεικτικά αυτά μέσα είναι παραδεκτά στην κατ' έφεση δίκη, αν η νόμιμη επίκληση και προσκομιδή τους γίνει με τις ενώπιον του εφετείου υποβληθείσες προτάσεις των διαδίκων (ΑΠ 284/2018, ΑΠ 315/2015). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για λήψη υπόψη από το δικαστήριο αποδεικτικών μέσων που ο νόμος δεν επιτρέπει (ΚΠολΔ 559 αρ.11 περ. α'), πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό αυτό μέσο, που παρανόμως λήφθηκε υπόψη και ο λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί, να προβάλλεται δε ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις (ΑΠ 315/2008). Εξάλλου, ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε κυρίως σε άλλα νόμιμα αποδεικτικά μέσα και μόνο επικουρικά σε κάποιο μη νόμιμο αποδεικτικό μέσο, το οποίο δεν άσκησε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1215/2014, ΑΠ 257/2008). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. β' ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται (και) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις, που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ.1, 346, 453 παρ.1 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες που προσκόμισε ο διάδικος, χωρίς να τις επικαλεσθεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα του επικαλούμενου αποδεικτικού μέσου. Η δε σχετική επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είτε με αναφορά αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες γίνεται ειδική, σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ, που αφορά μεν τον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, πλην όμως εφαρμόζεται και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, όπως γίνεται παγίως δεκτό στη νομολογία για την ταυτότητα του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 794/2017). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αίτησης, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11 α' ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπει ο νόμος, καθόσον ο προσκομισθείς από το ήδη αναιρεσίβλητο υπηρεσιακός πίνακας συνιστά "ως προς τη νομική- δικονομική φύση έγγραφο μαρτυρίας τρίτου", που δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη ούτε καν ως δικαστικό τεκμήριο, λαμβανομένου υπόψη ότι αποτέλεσε το μοναδικό στοιχείο, που έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση για να απορρίψει ως προς αυτούς την αγωγή. Ο ανωτέρω λόγος και ανεξαρτήτως του ότι δεν προβάλλεται ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, είναι απαράδεκτος, προεχόντως ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθόσον ο επικαλούμενος υπηρεσιακός πίνακας που περιέχει τα μισθολογικά στοιχεία των εναγόντων, ως εργαζομένων στο αναιρεσίβλητο, δεν αποτελεί "έγγραφο μαρτυρίας τρίτου", όπως υπολαμβάνουν οι αναιρεσείοντες. Ακόμη, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι και αν ήθελε κριθεί ότι το συγκεκριμένο έγγραφο δεν αποτελεί έγγραφο μαρτυρίας και πάλι συντρέχει η πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11 περ. β' ΚΠολΔ, διότι δεν έγινε νόμιμη επίκληση του αποδεικτικού αυτού μέσου στο δικαστήριο της ουσίας. Όμως, με τις ενώπιον του Εφετείου Θράκης υποβληθείσες έγγραφες προτάσεις του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση αυτών, το τότε εκκαλούν και ήδη αναιρεσίβλητο είχε νόμιμα επικαλεσθεί και προσκομίσει στο Εφετείο, ενώπιον του οποίου επιτρέπονται και νέα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ άλλων, και τον ως άνω πίνακα, ο οποίος φέρει τον τίτλο "Διαμόρφωση αποδοχών μετά την εφαρμογή του άρθρου 31 του ν. 4024/2011" και έχει ενσωματωθεί και στις εφετειακές προτάσεις του. Η επίκληση αυτή είναι σαφής και ορισμένη, χωρίς να απαιτείται αναφορά και άλλων λεπτομερέστερων ή μερικότερων στοιχείων, η δε βεβαίωση του Εφετείου περί προσκομιδής του εν λόγω πίνακα (σελ. 33), ως αναγόμενη σε πράγματα, δεν υπόκειται, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, στον αναιρετικό έλεγχο. Συνεπώς, ο εξεταζόμενος τέταρτος λόγος είναι αβάσιμος. Με τις λοιπές αιτιάσεις που περιέχονται στον ίδιο λόγο, πλήττεται η ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου περί πραγματικών γεγονότων και ειδικότερα για την εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με το ύψος της μείωσης των αποδοχών των αναιρεσειόντων, υπό το πρόσχημα της παραβίασης κανόνων της αποδεικτικής διαδικασίας, χωρίς ωστόσο να αποδίδεται άλλη πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση. 5. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).