Σχόλιο στην αριθ. 134/2017 απόφαση Μονομ. Πρωτοδικείου Αθηνών Απόρριψη αγωγής αιτήματος Τραπεζοϋπαλλήλων να αναγνωριστεί η υποχρέωση Τραπεζών να καλύπτουν τη διαφορά μεταξύ των παροχών που καταβάλλει σ' αυτούς το ΕΤΑΤ (επικούρηση) και των παροχών που δικαιούνται σύμφωνα με τον Κανονισμό Παροχών των Ταμείων Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπεζών. Εξ αφορμής γνωμοδότησης προς σύλλογο συνταξιούχων τραπέζης πίστεως. ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ Ανάληψη από τον εργοδότη της υποχρέωσης προς κάλυψη εις το διηνεκές της διαφοράς μεταξύ των παροχών του ΕΤΑΤ και των παροχών του Καταστατικού του ΤΑΠΤΠ του Άγγελου Στεργίου καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ Ενόψει της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 134/2017, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε μια διαφορετική επιχειρηματολογία, ως προς το επίδικο ζήτημα που αφορά το περιεχόμενο και την έκταση των συμβατικών υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν από την Τράπεζα στο πλαίσιο της από 28-7-1981 συμβάσεως που είχε συνάψει με το Ταμείο Αλληλοβοήθειας Προσωπικού και τον Σύλλογο Προσωπικού. Ειδικότερα, στα ερωτήματα: ποια είναι η έννοια της διάταξης του άρθρου V3 της ανωτέρω Σύμβασης με την οποία η Τράπεζα «αναλαμβάνει με την Σύμβαση αυτή να καλύπτει στο διηνεκές την απροβλημάτιστη λειτουργία του Κανονισμού Παροχών του Ταμείου Αλληλοβοήθειας» και αν η συμφωνία αυτή επλήγη από τις μεταγενέστερες νομοθετικές παρεμβάσεις, θα μπορούσαμε να δώσουμε διαφορετικές απαντήσεις από τις παραδοχές της σχολιασμένης απόφασης(1). I. Ανάληψη από την Τράπεζα της υποχρέωσης διασφάλισης του επιπέδου παροχών που προβλέπονταν από τον Κανονισμό Συντάξεων και Παροχών του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Η Τράπεζα θέλησε να διασφαλίσει τη συμπληρωματική προστασία των εργαζομένων της μετά την αποχώρησή τους από την εργασία. Για τον λόγο αυτό, με πρωτοβουλία της, συνεστήθη το έτος 1950 το Ταμείο Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως (ΤΑΠΤΠ) του οποίου σκοπός ήταν η παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης, καθώς και εφάπαξ παροχής (κλάδος Πρόνοιας). Το εν λόγω Ταμείο, ως διακριτό ΝΠΙΔ, απέκτησε αυτοτέλεια έναντι της Τράπεζας και αναγνωρίστηκε νομολογιακά, αλλά και νομοθετικά ως ιδιωτικός ασφαλιστικός φορέας, ομόλογος προς τους φορείς της δημόσιας υποχρεωτικής ασφάλισης. Ειδικότερα, η νομολογία έκρινε, κατά τρόπο σταθερό, ότι οι φορείς των τραπεζοϋπαλλήλων -και ανάμεσά τους και το ΤΑΠΤΠ- υποκαθισιούοαν τους αντίστοιχους δημόσιους φορείς στον χώρο της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης (βλ. ΣτΕ 2199/10 Ολομ., ΕΔΚΑ 2010, σελ. 1114, ΣτΕ 240/2006 Πρακτικό Συνεδρίασης και Γνωμοδότηση Ολομ., ΕΔΚΑ 2006, 599). Κι αυτό συνέβαινε γιατί ο νομοθέτης επέτρεπε στα πρόσωπα που υπαγόντουσαν στα ταμεία αυτά, να εξαιρούνται από την υποχρεωτική, δημόσια ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ(2) (πρώην ΙΚΑ-ΤΕΑΜ) (άρθρο 3 παρ. 1 ν. 997/79, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18, παρ. 3 ν. 1902/90). Ομοίως, οι ιδιωτικοί ασφαλιστικοί φορείς των τραπεζοϋπαλλήλων, όπως το ΤΑΠΤΠ, αντιμετωπίστηκαν από τον νομοθέτη ως ασφαλιστικοί οργανισμοί, ομόλογοι προς τους φορείς δημόσιας επικουρικής ασφάλισης. Αν και ο νομοθέτης δεν ανήγαγε τους φορείς αυτούς σε ΝΠΔΔ, τους αντιμετώπισε ωστόσο ως τέτοια νομικό πρόσωπα, παραχωρώντας τους μια θέση στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 9 παρ. 1 ν. 1976/91 που αντικατέστησε το άρθρο 10 ν. 1902/90). Έτσι, δικαιολογείται και ο χαρακτηρισμός των Ταμείων των Τραπεζών ως φορέων κοινωνικής ασφάλισης, για την εφαρμογή σε αυτά μιας σειράς νόμων, ρυθμιστικών των εννόμων τους σχέσεων. Οι ρόλοι του Ταμείου και της Τράπεζας, ως προς τη συμπληρωματική - επικουρική ασφάλιση του προσωπικού της, ήταν και παραμένουν διακριτοί. Πράγματι, οι ρόλοι του επιχειρηματία και του φορέα κοινωνικής ασφάλισης δεν συγχέονται στην Τράπεζα. Η τελευταία παρεμβαίνει μόνο ενισχυτικά της προστασίας που προβλέπεται από τον Κανονισμό παροχών του Ταμείου (ΤΑΠΤΠ). Η μετεργασιακή αυτή μέριμνα της Τράπεζας αποτέλεσε το αντικείμενο ενοχικής Σύμβασης του 1981 με τον Σύλλογο προσωπικού και το οικείο Ταμείο. Πιο συγκεκριμένα, η συμπληρωματική προστασία έλαβε τη μορφή «εγγύησης» του επιπέδου των παροχών που χορηγεί ο φορέας κοινωνικής ασφάλισης, το ΤΑΠΤΠ. Με άλλα λόγια, η Τράπεζα, ως πιστωτικό ίδρυμα, δεν ασκεί συγχρόνως και κοινωνική πολιτική, αλλά, στο πλαίσιο της συμβατικής ελευθερίας, ανέλαβε, με χορήγηση αντισταθμισμάτων από την πλευρά των εργαζομένων, την πρόσθετη υποχρέωση που συνίσταται στην εξασφάλιση των παροχών του Ταμείου στο επίπεδο του Κανονισμού του. Εν ολίγοις, όπως προκύπτει από τον αμφοτεροβαρή χαρακτήρα της Σύμβασης, η υποχρέωση για την κάλυψη της πιθανής διαφοράς μεταξύ των παροχών του ενιαίου ασφαλιστικού φορέα και των «εγγυημένων» παροχών του Κανονισμού (ΤΑΠΤΠ) εξυπηρετεί το συμφέρον της εργοδότριας Τράπεζας κι όχι στόχους που προσιδιάζουν σ' ένα δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η υποχρέωση «εγγύησης» την οποία ανέλαβε η Τράπεζα δεν έχει τίποτα το κοινό με την κρατική εγγύηση για κάλυψη των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών φορέων. Επομένως, η Τράπεζα δεν έχει υπεισέλθει σε υποχρεώσεις του κράτους και του κοινωνικού συνόλου, για να είναι δυνατή η αποδέσμευσή της με νομοθετική παρέμβαση. Ειδικότερα, η Τράπεζα, θέλησε να διασφαλίσει το επίπεδο των παροχών που προέβλεπε ο Κανονισμός συντάξεων και παροχών του Ταμείου, καθώς και το Καταστατικό του. Η ανωτέρω βούληση της Τράπεζας αποτυπώθηκε στην Τριμερή Συλλογική Συμφωνία που υπογράφηκε ανάμεσα στην Τράπεζα, το Ταμείο Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως και τον Σύλλογο Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως της 28-7-1981. Με τη Σύμβαση, η Τράπεζα, με τη Συμφωνία του 1981, ανέλαβε την υποχρέωση να καλύπτει στο διηνεκές «κάθε διαφορά που είναι αναγκαία για την απροβλημάτιστη λειτουργία του Κανονισμού Παροχών του Ταμείου, μετά την τροποποίηση του Καταστατικού του, με την προϋπόθεση να έχει την διοίκηση και τη διαχείριση της περιουσίας του ΤΑΜΕΙΟΥ, και τη δυνατότητα να αποκτά την κυριότητα αυτής όποτε θέλει». Η Τράπεζα δεν ανέλαβε μόνο να καλύψει τα μελλοντικά ελλείμματα του Ταμείου, διασφαλίζοντας έτσι την καταβολή των προβλεπόμενων από τον Κανονισμό παροχών, αλλά, γνωρίζοντας εξαρχής τις προοπτικές συγχώνευσης του Ταμείου σ' έναν ευρύτερο φορέα των τραπεζοϋπαλλήλων ή στο ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, προέβη στην ανάληψη πρόσθετης υποχρέωσης κάλυψης της διαφοράς που θα προέκυπτε μεταξύ των παροχών ενός μελλοντικού ενιαίου φορέα και των παροχών του Ταμείου. Κάθε φορά που θα δήμιουργούταν μια διαφορά ανάμεσα σπς προβλέψεις του «Κανονισμού Συντάξεων και Παροχών» και της πράγματι καταβαλλόμενης επικουρικής σύνταξης, η ίδια η Τράπεζα θα την κάλυπτε, για όσο χρονικό διάστημα υπήρχε η αντίστοιχη υποχρέωση καταβολής της. Το ανωτέρω συνάγεται ρητά από τη διατύπωση και τη βούληση που εκφράζει η συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση του με αριθ. V.1. της Σύμβασης: «Η Τράπεζα επαναλαμβάνει με την παρούσα σύμβαση ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύπτει, στο διηνεκές την απρόσκοπτη λειτουργία του Κανονισμού Παροχών του ΤΑΜΕΙΟΥ, όπως έχει στο συνημμένο παράρτημα δύο (2), σε όφελος των εργαζομένων σε αυτή και σε όφελος της και στην περίπτωση ακόμα διαλύσεως, συγχωνεύσεως, ενοποιήσεως του ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο αδυναμίας εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του. 2. Η «ΤΡΑΠΕΖΑ» δηλαδή αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει η ίδια, μέσω του «ΤΑΜΕΙΟΥ» ή άλλου φορέα οποιασδήποτε μορφής, κατά την κρίση της, με εγγύηση πάντα και ευθύνη της στους δικαιούχους του «ΤΑΜΕΙΟΥ» τις παροχές που προβλέπονται στον Κανονισμό Παροχών του, με μόνη υποχρέωση των μελών του «ΤΑΜΕΙΟΥ» να καταβάλλουν στο Ταμείο, σε αυτή ή άλλο φορέα, κατά την κρίση της, μηνιαία εισφορά σε ποσοστό 3, 50% πάνω στις κατά το καταστατικό συντάξιμες αποδοχές τους, που σε καμιά περίπτωση δεν θα αυξηθή στο μέλλον. Η υποχρέωση αυτή αναλαμβάνεται από την "Τράπεζα" ανεξάρτητα από την ικανότητα ή δυνατότητα του ΤΑΜΕΙΟΥ ή άλλου κατά τα άνω φορέα». Η ίδια η Σύμβαση προβαίνει σε αυθεντική ερμηνεία της υποχρέωσης, «...γιατί η έννοια της παρούοης συμβάσεως είναι ότι με την καταβολή του ανωτέρου ποσοστού (εισφοράς) τα μέλη του Ταμείου έχουν δικαίωμα να λάβουν τις παροχές του Κανονισμού παροχών με τις προϋποθέσεις του Καταστατικού». Δηλαδή, τo μέτρο της υποχρέωσης της Τράπεζας διαγράφεται από τον Κανονισμό συντάξεων και παροχών του Ταμείου και συγκεκριμένα από το άρθρο 29 (μηνιαίες συντάξεις). Ρητή είναι η πρόβλεψη σε περίπτωση ενδεχόμενης συγχώνευσης ή ένταξης του ΤΑΠΤΠ σε άλλο φορέα: «Σε περίπτωση που τα μέλη του Ταμείου θα υπαχθούν υποχρεωτικά σε ενιαίο φορέα επικουρικής αοφαλίσεως και υποχρεωθούν η Τράπεζα και τα μέλη του ΤΑΜΕΙΟΥ να καταβάλλουν προς τον φορέα αυτόν ασφαλιστικές εισφορές, οι ως υποχρεώσεις της Τραπέζης θα περιορίζονται στην κάλυψη της διαφοράς μεταξύ των παροχών του ενιαίου ασφαλιστικού φορέα και των παροχών του ΤΑΜΕΙΟΥ, μειουμένων αναλόγως των εισφορών-παροχών της, προς το ΤΑΜΕΙΟ ή οποιοδήποτε άλλο φορέα, μέσω του οποίου θα καταβάλλει τις παροχές του ως άνω Κανονισμού και στην κάλυψη ολόκληρης της ασφαλιστικής εισφοράς των μελών του ΤΑΜΕΙΟΥ και του Προσωπικού της γενικά, που θα καταβάλλει την εισφορά 3,50% και θα δικαιούται τις παροχές του Κανονισμού Παροχών, προς τον ενιαίο αοφαλιστικό οργανισμό επικουρικής ασφαλίσεως». Η Σύμβαση του 1981, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, διαφοροποιείται από την αντίστοιχη Συμφωνία της 25.10.1948 μεταξύ της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. και του Συλλόγου Υπαλλήλων Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΤΕΑΠΕΤΕ) -η καταγγελία της οποίας αποτέλεσε το αντικείμενο της υπόθεσης που απασχόλησε την Ολ. ΑΠ 9/2012- ως προς το αντικείμενο και την έκταση των αναληφθεισών δεσμεύσεων. Πράγματι, η Συμφωνία της Εμπορικής δεν προέβλεπε την κάλυψη της μελλοντικής διαφοράς μεταξύ των χορηγούμενων συντάξεων και των προβλεπόμενων από τον Κανονισμό παροχών του Ταμείου. Το μόνο κοινό τους σημείο είναι η κάλυψη στο διηνεκές των ελλειμμάτων του Ταμείου. Δηλαδή, η ωφέλεια των ασφαλισμένων, στην περίπτωση της Εμπορικής, ήταν έμμεση, μέσω της εγγύησης της βιωσιμότητας του Ταμείου (ΤΕΑΠΕΤΕ), ενώ, στην περίπτωση της ALPHA BANK, οι συνταξιούχοι έχουν άμεσο όφελος από την τήρηση της συμβατικής δέσμευσης της Τράπεζας. Γι' αυτό δεν είναι δυνατόν να μεταφερθούν και να ισχύσουν άνευ ετέρου οι θέσεις που διατύπωσε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στην απόφαση 9/2012, ανεξάρτητα του γεγονότος ότι υπάρχουν βάσιμες επιφυλάξεις ως προς την ορθότητα των θέσεων αυτών. Ο Κανονισμός παροχών του ΤΑΠΤΠ ενσωματώθηκε στην ίδια τη Σύμβαση. Στον όρο IV, 2 αναφέρεται ότι «Το περιεχόμενο του Καταστατικού και Κανονισμού Παροχών γενικά συμφωνήθηκε να έχει όπως ακριβώς διατυπώνεται στο προσαρτώμενο στην παρούσα σύμβαση, ως παράρτημα δύο (2) αντίγραφο, με την οποία αποτελεί ενιαίο σύνολο». Επειδή η συμβατική υποχρέωση της Τράπεζας συνδέθηκε με τον Κανονισμό παροχών, συμφωνήθηκε ότι το Καταστατικό και ο Κανονισμός των παροχών δεν θα μπορούσαν να τροποποιηθούν, χωρίς την συγκατάθεση της Τράπεζας. Μια τέτοια τροποποίηση θα επηρέαζε σαφώς την έκταση της δέσμευσής της. Γενικά, ο Κανονισμός συνιστά, κατά τη βούληση των συμβαλλομένων μερών, το ελάχιστο «εγγυημένο» επίπεδο παροχών που θα λαμβάνουν οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ταμείου (προσωπικό ALPHA BANK), ανεξάρτητα από το αρμόδιο Ταμείο και τις δυνατότητές του. Η όλη Σύμβαση του 1981 που υπεγράφη από τα ανωτέρω αναφερόμενα μέρη, είναι μια αμφοτεροβαρής σύμβαση. Δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις προς παροχή υπέρ και σε βάρος και των δύο μερών. Πιο συγκεκριμένα, η Σύμβαση έχει τον χαρακτήρα διαρκούς ενοχικής σύμβασης που περιλαμβάνει δύο διακριτά, αλληλοεξαρτώμενα και διαδοχικά στάδια: πρώτον, την καταβολή του ποσοστού εισφοράς, όπως αυτό προσδιορίζεται στη Σύμβαση και στο Καταστατικό του Ταμείου, από τους εργαζομένους (ασφαλιστική προσδοκία) και, δεύτερον, την πιθανή κάλυψη της διαφοράς μεταξύ των παροχών του ενιαίου ασφαλιστικού φορέα και των παροχών του ΤΑΜΕΙΟΥ, από την πλευρά της Τράπεζας (ασφαλιστική παροχή). Η καταβολή των εισφορών δεν αποτελεί τη μόνο δέσμευση των εργαζομένων. Πρόσθετα, η διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας του Ταμείου από τις συσσωρευμένες εισφορές ανατίθεται στην Τράπεζα προς ίδιους σκοπούς. Γίνεται φανερό ότι η δέσμευση της Τράπεζας για κάλυψη της πιθανής διαφοράς τελεί σε σχέση αντισταθμίσματος προς την αξιοποίηση της περιουσίας του Ταμείου. Εξάλλου, η Τράπεζα αποκόμισε και πρόσθετα οφέλη, όπως διασφάλιση της εργασιακής ειρήνης όλα αυτά τα έτη, της εικαζόμενης συμπίεσης των μισθολογικών αιτημάτων του Συλλόγου, της εργασιακής ειρήνης, της παροχής κινήτρων για αυξημένη παραγωγικότητα. Η Σύμβαση του 1981, σύμφωνα με το σκοπό και το περιεχόμενό της, καταρτίστηκε με την προοπτική μιας αόριστης διάρκειας. Αυτό προκύπτει από αναφορές στο ίδιο το κείμενο της Σύμβασης, όπως η χρήση του όρου «στο διηνεκές», για να υποδηλώσει κυρίως τη διαρκή (επ' αόριστον) συμβατική δέσμευση και την παραίτηση των μερών από τη δυνατότητα μονομερούς αποδέσμευσης. Για το λόγο, άλλωστε αυτό, δεν προβλέφθηκαν στη Συμφωνία λόγοι καταγγελίας της, γιατί μια τέτοια πρόβλεψη θα ανέτρεπε την αμοιβαιότητα (αλληλεξάρτηση) βαρών και ωφελειών. Με ρητή αναφορά στον όρο XI της Σύμβασης αποκλείστηκε το δικαίωμα καταγγελίας της Σύμβασης: «Δικαιοπρακτικό θεμέλιο της όλης συμφωνίας είναι ότι κανένα από τα συμβαλλόμενα, μέρη δεν θα υπαναχωρήσει από τις συμφωνίες που γίνονται με αυτό το έγγραφο...». Η εσφαλμένη δογματικά χρήση του όρου «υπαναχώρηση» στο κείμενο της Σύμβασης, αφού πρόκειται για διαρκή σύμβαση στην οποία προσιδιάζει ως τρόπος λύσης της η καταγγελία, υποδηλώνει τη βούληση των μερών να μην ανατραπεί η Σύμβαση μονομερώς, κυρίως όταν το ένα μέρος θα έχει εκπληρώσει τη δική του παροχή (στάδιο ασφαλιστικής προσδοκίας) και το άλλο μέρος θα πρέπει να εκπληρώσει τη δική του (στάδιο ασφαλιστικής παροχής). Η ιδιόμορφη τριμερής ασφαλιστική - εργασιακή Σύμβαση δεν μπορεί να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί παρά μόνο με αντίθετη συμφωνία των συμβληθέντων μερών. Η Σύμβαση του 1981 είναι αορίστου χρόνου από την ίδια τη φύση και το σκοπό της. Η ανάληψη της υποχρέωσης του εργοδότη για κάλυψη της διαφοράς δεν θα μπορούσε να περιοριστεί σε ορισμένο χρόνο ούτε να λήξει μονομερώς με καταγγελία από την πλευρά του. Όλο τo συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα οικοδομήθηκε ως σύστημα κοινωνικής ασφάλισης προκαθορισμένων παροχών με την «εγγύηση» του εργοδότη (3). Πρόκειται για ένα ιδιόρρυθμο επαγγελματικό «σύστημα» του οποίου η παροχή συνίσταται στην «εγγύηση» του επιπέδου των παροχών του ΤΑΠΤΠ. Δεν ήταν ένα σύστημα που οργάνωνε το ίδιο τη χορήγηση των παροχών, αλλά είχε οργανωθεί επάνω στην προστασία που προέβλεπε το ΤΑΠΤΠ, δηλαδή ένας ιδιωτικός φορέας καθ' υποκατάσταση της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης (ΕΤΕΑΜ και νυν ΕΤΕΑ). Στα συστήματα αυτά, όπου ο εργοδότης αναλαμβάνει να συνεισφέρει για να καλύψει τις δαπάνες των παροχών, ο αναλογιστικός κίνδυνος ότι οι παροχές θα κοστίσουν περισσότερο από το εκτιμώμενο, βαρύνει την Τράπεζα. Άπαξ και συμφωνηθούν τα συστήματά αυτά συμπληρωματικής ασφάλισης, δεν μπορούν να ανατραπούν μονομερώς από τον εργοδότη. Διαφορετικά, πλήττεται η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ότι θα διατηρηθεί το «εγγυημένο» επίπεδο των παροχών του Κανονισμού του Ταμείου(4). Μόνο σε περίπτωση πτώχευσής του, ο εργοδότης μπορεί να «απαλλαγεί» από τη σχετική υποχρέωση. Γι' αυτό άλλωστε διεθνώς η αποδοχή από τον εργοδότη της «εγγύησης» των παροχών των συμπληρωματικών (επαγγελματικών) συστημάτων συνοδεύεται από την υποχρέωση αντασφάλισης (από τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του εργοδότη). Η αδυναμία καταγγελίας της Σύμβασης, με εξαίρεση την καταγγελία για σπουδαίο λόγο, για την οποία γίνεται λόγος αναλυτικά παρακάτω, δεν αποτελεί περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας της Τράπεζας, γιατί ο αυτοπεριορισμός αυτός αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της Σύμβασης. Η αιτία της μεταβίβασης της περιουσίας του Ταμείου που σχηματίστηκε κυρίως από τις εισφορές των ασφαλισμένων (η causa acquirendi) είναι η λήψη του ανταλλάγματος, δηλαδή η «εγγύηση» του επιπέδου των παροχών από την Τράπεζα. Χωρίς τη «διηνεκή» δέσμευση, δεν θα μπορούσε να έχει συναφθεί η συγκεκριμένη σύμβαση. Η ελευθερία των συμβάσεων επιτρέπει έγκυρα την αυτοδέσμευση του συμβαλλομένου. Η έκταση των υποχρεώσεων που ανέλαβε η Τράπεζα, ήταν εξαρχής γνωστή σε αυτή. Η αλλαγή του τρόπου απεικόνισης της λογιστικής (οικονομικής) της κατάστασης της Τράπεζας δεν ασκεί επιρροή στις δεσμεύσεις της. Η αδυναμία απόκρυψης των υποχρεώσεων με την εφαρμογή κάποιου άλλου λογιστικού προτύπου δεν αναιρεί τις υποχρεώσεις της Τράπεζας -για κάλυψη της διαφοράς- ούτε η πραγματική αποτύπωσή τους με την εφαρμογή του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου 19 αποτελεί λόγο αποδέσμευσης της Τράπεζας από αυτές. Γενικά, δεν μπορεί να εξαρτάται ο σεβασμός ή όχι της αυτοδέσμευσης και των υποχρεώσεων από το ποια λογιστικά πρότυπα θα εφαρμοστούν. Η εισαγωγή της υποχρέωσης εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω, δεν αποτελεί λόγο καταγγελίας της Σύμβασης. Πρόσθετα, δεν μπορεί να γίνει επίκλησή τους, προκειμένου να γίνει δεκτή η διατάραξη του δικαιοπρακτικού θεμελίου (άρθρο 388 ΑΚ). Το δικαιοπρακπκό θεμέλιο συγκροτείται από το σύνολο των περιστατικών που αμφότερα τα μέρη θεωρούσαν ότι υπάρχουν και στις οποίες (συνθήκες) στήριξαν (σιωπηρώς) τη δικαιοπραξία, αν και δεν τις ανήγαγαν ρητά σε περιεχόμενό της. Τα περιστατικά (έκτακτοι και απρόβλεπτοι λόγοι) που αφήνουν περιθώριο εφαρμογής της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών, θα πρέπει να αναζητηθούν στη σχετική βούληση των μερών, με βάση το υποκειμενικό κριτήριο(5). Η λογιστική αποτύπωση των υποχρεώσεων της Τράπεζας, όσο ουσιώδης κι αν είναι γι' αυτή, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κοινό θεμέλιο. Αλλωστε, δικαιοπρακπκό θεμέλιο δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν διαδικαστικές (τυπικές) υποχρεώσεις, όπως η απεικόνιση των υποχρεώσεων της Τράπεζας σύμφωνα με συγκεκριμένο πρότυπο. Για το προσωπικό, σημαντική ήταν η κάλυψη της διαφοράς, ανεξάρτητα από τον τρόπο που θα απεικονιζόταν λογιστικά. Με τη Σύμβαση του 1981 έχει καταρτιστεί γνήσια υπέρ τρίτου σύμβαση κατ' άρθρου 411 ΑΚ. Η σύμβαση υπέρ τρίτου δεν αποτελεί αυτοτελές είδος σύμβασης, αλλά μορφή με την οποία μπορεί να καταρτιστεί οποιαδήποτε ενοχική σύμβαση(6). Τα στοιχεία της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου συνδυάζονται με μια αμφοτεροβαρή σύμβαση μεταξύ της Τράπεζας, του Ταμείου και του Συλλόγου με την οποία η Τράπεζα ανέλαβε την υποχρέωση να καλύπτει κάθε οικονομική διαφορά που θα είναι αναγκαία για την απρόσκοπτη εκπλήρωση του Κανονισμού των παροχών ΤΑΠΤΠ. Η κατάρτιση της γνήσιας υπέρ τρίτου συμβάσεως προκύπτει από το περιεχόμενο και την πραγματική βούληση των μερών της από 28-7-1981 τριμερούς Σύμβασης, αφού προβλέπεται ότι η παροχή θα εκπληρωθεί απευθείας σε έναν τρίτο (τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του Ταμείου) κι όχι στους αντισυμβαλλομένους. Οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι, μετά τη δήλωση του άρθρου 412 ΑΚ, έχουν αυτοτελή απαίτηση απευθείας κατά της Τράπεζας. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η αίτηση του ενδιαφερομένου για εγγραφή στο Ταμείο (ΤΑΠΤΠ), σύμφωνα με το Καταστατικό του, -με την οποία νομιμοποιείται πλέον η Τράπεζα να παρακρατεί τις αναλογούσες εισφορές- αποτελεί και δήλωση προς αυτόν που υποσχέθηκε (Τράπεζα) ότι θα ασκήσει το δικαίωμά του (άρθρο 412 ΑΚ). Ως γνωστόν, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το δικαίωμα του τρίτου δεν μπορεί να ανακληθεί, εφόσον αυτός δήλωσε στον υποσχεθέντα ότι θα ασκήσει το δικαίωμα αυτό(7). Ακόμη, από το όλο το πνεύμα των όρων της Σύμβασης και τη φύση της προκύπτει ότι τα δικαιώματα των τρίτων (συνταξιούχων) είναι ανέκκλητα. Άλλωστε, για όσους δεν ζητούσαν την υπαγωγή τους στο οικείο Ταμείο (ΤΑΠΤΠ), ίσχυε η υποχρεωτική ασφάλιση στον γενικό φορέα επικουρικής ασφάλισης, το ΙΚΑ-ΤΕΑΜ -μειέπειτα ΕΤΕΑΜ και νυν ΕΤΕΑ(8). Το δικαίωμα του τρίτου, εν προκειμένω των συνταξιούχων του Ταμείου, είναι άμεσο και αυτοτελές έναντι της υποσχεθείσας Τράπεζας. Γεννιέται απευθείας στο πρόσωπο του συνταξιούχου του Ταμείου από τη στιγμή που δημιουργηθεί διαφορά μεταξύ του ποσού που χορηγεί το ΕΤΑΤ -το ενιαίο Ταμείο όπου εντάχθηκαν οι ασφαλισμένοι και οι συνταξιούχοι του ΤΑΠΤΠ από το 2007- και της μηνιαίας σύνταξης που προσδιορίστηκε με βάση τον Κανονισμό παροχών, δηλαδή από τη στιγμή που θα πληρωθεί η αναβλητική αίρεση της ύπαρξης σχετικής διαφοράς(9). Όταν το δικαίωμα γεννηθεί, αποτελεί πλέον μέρος της προστατευόμενης περιουσίας των συνταξιούχων και δεν μπορεί να προσβληθεί από κανένα, ούτε από την Τράπεζα. Πρόσθετα, το δικαίωμα για κάλυψη της διαφοράς από την Τράπεζα, που απέκτησε κάθε εργαζόμενος από τη Σύμβαση, καθώς και η αντίστοιχη υποχρέωση της Τράπεζας αποτέλεσαν και μέρος της ατομικής σύμβασης κάθε εργαζομένου, δεδομένου μάλιστα η ατομική σύμβαση αποτέλεσε και την αιτία για την ανάληψη της δέσμευσης αυτής. Η σχετική αξίωση έχει μισθολογικό χαρακτήρα, αφού δίνεται αμέσως ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης από το μισθωτό εργασίας, με αφορμή τη σχέση εργασίας(10). Ο μισθολογικός χαρακτήρας καθιστά ανεπίτρεπτη οποιαδήποτε μονομερή ανατροπή της προσδοκίας ή του δικαιώματος από τον εργοδότη(11). Το ασφαλιστικό των Τραπεζών ήταν συγχρόνως κι ένα κρίσιμο ζήτημα συλλογικής αυτονομίας και συνδικαλιστικής δράσης(12). Γι' αυτό η ανατροπή του, χωρίς τη συναίνεση των εργαζομένων, οδήγησε στη διατάραξη (ανισορροπία) όλου του πλέγματος των επαγγελματικών σχέσεων στον εν λόγω κλάδο. Όπως δέχθηκε η 344η Έκθεση Επιτροπής Συνδικαλιστικής Ελευθερίας της ΔΟΕ, Υπόθεση αριθ. 2502, «αν τα δικαιώματα για τα οποία έχουν γίνει υποχωρήσεις σε άλλα σημεία, ήταν δυνατόν να ακυρωθούν μονομερώς, δεν θα μπορούσε να υπάρχει ούτε εύλογη προσδοκία στη σταθερότητα των εργασιακών σχέσεων, ούτε επαρκής εμπιστοσύνη στις διαπραγματευθείσες συμφωνίες». II. Η υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του Ταμείου Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως στο ΕΤΑΤ δεν επέφερε κατάργηση ή αλλοίωση των υποχρεώσεων της Τράπεζας από τη Σύμβαση του 1981 1. Η ένταξη των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΤΑΠΤΠ στο ΕΤΑΤ Η επίλυση του προβλήματος της ασφάλισης των τραπεζοϋπαλλήλων με τον ν. 3371/05 (ίδρυση του ενιαίου φορέα ΕΤΑΤ) και η υποχρεωτική υπαγωγή στο νεοσύστατο Ταμείο των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τράπεζας Πίστεως με τη ρύθμιση του άρθρου 10 του ν. 3620/07 δεν σχετίζονται με την υποχρέωση της Τράπεζας για «εγγύηση» του επιπέδου των χορηγούμενων στο επίπεδο του Κανονισμού παροχών ΤΑΠΤΠ (άρθρο 29 Κανονισμού). Για την ακρίβεια, ο ν. 3371/05 θέλησε να προφυλάξει το προσωπικό από τυχόν αφερεγγυότητα της Τράπεζας, όχι όμως και να την απαλλάξει από όλες τις υποχρεώσεις της. Το Δημόσιο ανέλαβε μέσω ΕΤΑΤ μέρος του συνταξιοδοτικού βάρους της Τράπεζας, καταλείποντας το υπόλοιπο στην ίδια. Κατά βάση, το ΕΤΑΤ υπεισήλθε μόνο στον όρο IV της από 27.7.1981 Σύμβασης για κάλυψη μελλοντικών ελλειμμάτων του Ταμείου (ΤΑΠΤΠ). Στο εξής, τη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης των τραπεζοϋπαλλήλων εγγυάται μόνο το κράτος. Η άλλη υποχρέωση της Τράπεζας για κάλυψη της διαφοράς παραμένει καθόλα ενεργή και μετά την υπαγωγή των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων στο ΕΤΑΤ. Ειδικότερα, ο ν. 3371/05 «Θέματα κεφαλαιαγοράς, ασφαλιστικό Τραπεζ/λων, κλπ.» ρύθμισε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (κυρίως επικουρικής) του προσωπικού των Τραπεζών. Πέραν από την υπαγωγή των τραπεζοϋπαλλήλων στην επικουρική ασφάλιση του γενικού φορέα ΕΤΕΑΜ, δημιούργησε ένα νέο ταμείο, το ΕΤΑΤ (Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων), προκειμένου να διασφαλίσει τον σεβασμό των γεγενημένων δικαιωμάτων (των συντάξεων) και των «ώριμων» προσδοκιών(13). Με τον ν. 3371/05, η επικουρική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων πέρασε από μια ιδιωτική μορφή -καθ' υποκατάσταση της δημόσιας-, στη σφαίρα της δημόσιας (ασφάλισης). Το πέρασμα αυτό έγινε με παράλληλη προσπάθεια διατήρησης του επιπέδου των επικουρικών συντάξεων για τους παλαιότερους ασφαλισμένους. Η «έξοδος» από τα οικεία επικουρικά ταμεία συνδυάστηκε με την παρεμβολή ενός νέου Ταμείου (ΝΓΕΔΔ), του ΕΤΑΤ, για να μη θιγεί η ωφέλεια που προέκυπτε για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 από τις καταστατικές διατάξεις των οικείων ταμείων τους. Ωστόσο, αυτό συνέβη στην αρχή, γιατί μεταγενέστερα, όπως θα αναφερθεί πιο κάτω, οι συντάξεις που χορηγούνται από το ΕΤΑΤ υπέστησαν αλλεπάλληλες μειώσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 61 του ν. 3371/05, σκοπός του ΕΤΑΤ είναι: α) Η καταβολή της διαφοράς των ποσών συντάξεων που προκύπτουν από τον υπολογισμό της σύνταξης βάσει των καταστατικών διατάξεων του ΕΤΕΑΜ και των καταστατικών διατάξεων των οικείων επικουρικών ταμείων ή κλάδων ή λογαριασμών ή ενώσεων προσώπων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992. β) Οι όροι και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από τα οικεία ταμεία ή κλάδους ή ειδικούς λογαριασμούς ή ενώσεις προσώπων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 δεν θίγονται. Η καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν σε συστήματα προσυνταξιοδότησης που χορηγούνται στους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις των οικείων καταστατικών και κανονισμών παροχών από τα ταμεία ή κλάδους ή λογαριασμούς ή ενώσεις προσώπων επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων και έως της συμπληρώσεως των αντίστοιχων προϋποθέσεων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ, γ) Η καταβολή πρόσθετης συνταξιοδοτικής παροχής για τους ασφαλισμένους από 1.1.1993 στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως την υπαγωγή στο ΕΤΑΤ για το οποίο έχουν καταβάλει επιπλέον πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές από τις κατά νόμο προβλεπόμενες του ΕΤΕΑΜ. Οι προϋποθέσεις χορήγησης, ο τρόπος υπολογισμού της παροχής αυτής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία ρύθμιση για την εφαρμογή του παρόντος καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας μετά εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης, δ) Η είσπραξη των εισφορών εργαζόμενου και εργοδότη, ε) Η απονομή των συντάξεων που δικαιούται το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων από το ΕΤΑΤ) στ) Το ΕΤΑΤ λειτουργεί ως φορέας σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων και του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, καθώς και του ΕΤΕΑΜ, ζ) Η παροχή ποσών συντάξεων που προκύπτουν από καταστατικές διατάξεις δευτερεύοντος επικουρικού ταμείου ή κλάδου, σωματειακής μορφής ή ειδικού λογαριασμού ή ένωσης προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, το προσωπικό του πιστωτικού ιδρύματος υπάγεται στο ΕΤΑΤ για την ανωτέρω δευτερεύουσα επικουρική ασφάλισή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 62, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά και εξαιρείται από την ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ. Ο νέος ασφαλιστικός φορέας (ΕΤΑΤ) ανέλαβε να καταβάλει τη διαφορά των συντάξεων που θα προέκυπταν από τον υπολογισμό τους με βάση τη νομοθεσία του ΕΤΕΑΜ και τον υπολογισμό τους με βάση τις καταστατικές διατάξεις των επικουρικών ταμείων. Αυτό ισχύει για τους ήδη συνταξιούχους και τους ασφαλισμένους στα ταμεία τραπεζοϋπαλλήλων μέχρι 31-12-1992. Για τους ασφαλισμένους από 1-1-1993, για τους οποίους καιά το νομοθέτη δεν ετίθετο ζήτημα ωρίμανσης των προσδοκιών τους (λόγω του σύντομου διανυθέντος χρόνου στην ασφάλιση) προβλέπεται η καταβολή μιας αντισταθμιστικής παροχής (πρόσθετη συνταξιοδοτική παροχή) -για το χρονικό διάστημα από 1-1-1993 μέχρι την υπαγωγή στο ΕΤΑΤ-, εφόσον είχαν καταβάλει στα ταμεία τους εισφορές υψηλότερες από τις προβλεπόμενες από το ΕΤΕΑΜ. Όσον αφορά τους ασφαλισμένους από 1-1-2005, η επικουρική ασφάλιση θα ακολουθούσε εφεξής τους όρους και το επίπεδο προστασίας του ΕΤΕΑΜ. Έτσι, το ΕΤΑΤ αναδείχθηκε σ' ένα ιδιόρρυθμο Επικουρικό Ταμείο, που λειτουργεί ως φορέας σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ ενταχθέντων Ταμείων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων και ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ. Ο εξαρτημένος χαρακτήρας του προκύπτει κι από το γεγονός ότι δεν χορηγεί παροχές σύμφωνα με δικές του προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, αλλά σύμφωνα με καταστατικές ρυθμίσεις των ενταχθέντων Ταμείων. Ο μεσολαβητικός του χαρακτήρας απορρέει και από τον τρόπο λειτουργίας του ΕΤΑΤ (Π.Δ. 209/2006 «Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων διαχείρισης και διεκπεραίωσης θεμάτων Ταμείων Επικουρικής Ασφάλισης προσωπικού πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοΰπαλλήλων ΕΤΑΤ»). Σύμφωνα με το άρθρο 3 του εν λόγω Π.Δ., «1.α. Ο ασφαλισμένος, ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις για απονομή πάσης φύσεως ασφαλιστικών παροχών, υποβάλλει αίτηση στις διοικητικές υπηρεσίες του Ε.Τ.Α.Τ. Η αρμόδια κατά περίπτωση υπηρεσία προβαίνει στη συγκέντρωση των απαραίτητων στοιχείων και δικαιολογητικών, όπως προβλέπονται από τις καταστατικές διατάξεις του οικείου Ταμείου για τον σχηματισμό φακέλου της υπόθεσης για κάθε ασφαλισμένο. Στη συνέχεια εξετάζει το αίτημα και εισηγείται εγγράφως προς το Δ.Σ. του Ε.Τ.Α.Τ., διατυπώνοντας την άποψή της. 4. Οι εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και οι παροχές είναι οι προβλεπόμενες από τις καταστατικές διατάξεις των επιμέρους Ταμείων και από τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας. 5. Για θέματα που αφορούν την έναρξη, λήξη και αναστολή καταβολής της σύνταξης, καθώς και παραγραφής των απαιτήσεων εφαρμόζονται οι καταστατικές διατάξεις των Ταμείων». Είναι εν μέρει ορθό ότι το ΕΤΑΤ αποτελεί φορέα επικουρικής ασφάλισης, αφού οι παροχές του συμπληρώνουν κι αυτές (κατ' αποτέλεσμα) τις κύριες συντάξεις. Ωστόσο, επεμβαίνει δευτερευόντως, για να συμπληρώσει τις (βασικές) επικουρικές συντάξεις που χορηγούνται στο προσληφθέν μέχρι 31.12.1992 προσωπικό των Τραπεζών από το γενικό φορέα ΕΤΕΑΜ. Για να εκτιμήσουμε ορθά τη φυσιογνωμία του, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το ΕΤΑΤ προσδιορίζεται όχι σε σχέση με την κύρια ασφάλιση, αλλά πρωτευόντως με αναφορά στην επικουρική. Οι (ειδικές) συντάξεις ΕΤΑΤ συμπληρώνουν τις επικουρικές συντάξεις, έχοντας ένα παρεπόμενο σε σχέση με αυτές χαρακτήρα. Για την ακρίβεια, το ΕΤΑΤ χορηγεί «ειδικά δικαιώματα επικουρικής ασφάλισης» σ' ένα κλειοτό σύνολο ασφαλισμένων(14). Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που παρέχουν οι αυτοτελείς ασφαλιστικοί φορείς -εν προκειμένω το ΤΑΠΤΠ- και τα γενικώς ισχύοντα δικαιώματα επικουρικής ασφάλισης (ΕΤΕΑΜ). Όπως, άλλωστε, αναφέρει το άρθρο 63 ν. 3371/05 κατά τρόπο ρητό, το ΕΤΑΤ ικανοποιεί ειδικά δικαιώματα πρόσθετης επικουρικής ασφάλισης. Η Τράπεζα ALPHA BANK υπέβαλε στις 21.12.2006 αίτηση υπαγωγής του προσωπικού της στο ΕΤΑΤ βάσει δυνατότητας που της αναγνώριζε ο ν. 3371/05. Το Υπουργείο προέβη στην έκδοση της απόφασης αρ. πρωτ. 2605/13ΔΚΠ/ 22.1.2007 με την οποία ανέθεσε στην εταιρεία «ΧΙΟΥΙΤ ΑΣΣΟΣΙΕΤΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» με τον διακριτό τίτλο «HEWIT ASSOCIATES SA» την εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης για τον υπολογισμό του κόστους ένταξης του προσωπικού της πρώην «Τραπέζης Πίστεως ΑΕ», καθώς και της πρώην «Ιονικής Λαϊκής Τραπέζης ΑΕ» που είναι ασφαλισμένο στο ΤΑΠΤΠ και στο Ταμείο Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Ιονικής και Λαϊκής Τραπέζης ΑΕ αντίστοιχα, στο ΕΤΕΑΜ και στο ΕΤΑΤ. Με το άρθρο 10 ν. 3620/07, οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του ΤΑΠΤΠ υπήχθησαν στην ασφάλιση του ΕΤΑΤ. Σύμφωνα το άρθρο αυτό «1. Από 1.1.2008 οι ασφαλισμένοι και συυταξιούχοι του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως υπάγονται υποχρεωτικά στο Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλωυ (Ε.Τ.Α.Τ.). Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 62 του ν. 3371/2005 και οι διατάξεις του π. δ. 209/2006. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του καταστατικού και κανονισμού συντάξεων και παροχών του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως εφάπαξ παροχή εξακολουθεί να καταβάλλεται από το Ταμείο αυτό, το οποίο δεν διαλύεται ούτε θίγεται η περιουσία του. 2. Η οικονομική επιβάρυνση του Ε.Τ.Α.Τ. από την εφαρμογή των διατάξεων των πρώτου και δεύτερου εδαφίων της προηγούμενης παραγράφου καλύπτεται: α. με την καταβολή των προβλεπόμενων στις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του καταστατικού και κανονισμού συντάξεων και παροχών του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως οικονομικούς πόρους, στους οποίους περιλαμβάνεται εισφορά ασφαλισμένου ύψους 3,5% και ισόποση εισφορά εργοδότη και β. με την καταβολή από την ALPHA BANK Α.Ε. ποσού πεντακοσίων σαράντα τριών εκατομμυρίων (543.000.000) ευρώ. Το ποσό αυτό καταβάλλεται σε δέκα (10) ετήσιες ισόποσες δόσεις αποδιδόμενες εντός του μηνός Ιανουαρίου κάθε έτους, αρχής γενομένης από το έτος 2008 και το ποσό της κάθε δόσης ορίζεται σε εξήντα επχά εκατομμύρια διακόσιες ογδόντα χιλιάδες εξακόσια εβδομήντα (67.280.670) ευρώ. 3. Με τα παραπάνω ποσά εισφορών και οικονομικών επιβαρύνσεων προς το Ε.Τ.Α.Τ., εξαντλείται η υποχρέωση της ALPHA ΒΑΝΚ Α.Ε. για κάλυψη επιπλέον εισφορών ή παροχών προς το Ε.Τ.Α.Τ. που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις. Η δέσμευση της Τράπεζας για κάλυψη της διαφοράς διατηρήθηκε και μετά την υπαγωγή των εργαζομένων της στο ΕΤΑΤ. Η υπαγωγή στο ΕΤΑΤ οδήγησε σε μερική αποδέσμευση της Τράπεζας, στο μέτρο που αφορά τις συντάξεις του ΤΑΠΤΠ. Η υποχρέωση της Τράπεζας παραμένει ενεργή ως προς τη διαφορά. Συγκεκριμένα, η υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΤΑΠΤΠ στο ΕΤΑΤ δεν αποδέσμευσε την Τράπεζα από τη Συμφωνία του 1981. Το ΕΤΑΤ υπεισήλθε απλώς στις υποχρεώσεις του Ταμείου. Έτσι, η Τράπεζα εξακολουθεί να ευθύνεται για τη διαφορά μεταξύ των πράγματι καταβαλλόμενων συντάξεων από τον δημόσιο φορέα και των συντάξεων που προ βλέπονται από τον Κανονισμό παροχών (άρθρο 29). 2. Η μη αλλοίωση του περιεχομένου της Σύμβασης του 1981 Η διατήρηση αναλλοίωτων των δεσμεύσεων της Τράπεζας από τη Σύμβαση του 1981 δικαιολογείται για τους εξής λόγους: α) Η διατήρηση των συμβατικών δεσμεύσεων της Τράπεζας προκύπτει από τον σκοπό της ίδρυσης του ΕΤΑΤ. Με το ΕΤΑΤ διατηρείται, ιδιόρρυθμα μεταφερόμενο, το ευνοϊκό σε σχέση με το ΕΤΕΑΜ καθεστώς της ασφάλισης των τραπεζοϋπαλλήλων -ανάμεσά τους και των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΤΑΠΤΠ. Ο ν. 3371/05 δεν θέλησε να υποβαθμίσει την προβλεπόμενη προστασία τους και γι' αυτό, εξάλλου, έγινε δεκτή η συνταγματικότητα της ιδιόρρυθμης αυτής ενοποίησης. Με τις ρυθμίσεις του ν. 3371/05 ο νομοθέτης απέβλεψε προεχόντως στην επέκταση του δημόσιου, καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και στο προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 22 παρ. 5 Συντ/τος και της αρχής της ισότητας, ούτως ώστε η επιβαλλομένη από αυτές κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων να μην υπολείπεται εκείνης για την κοινωνική ασφάλιση των λοιπών εργαζομένων (ΟλομΣτΕ 2197 ως 2202/10). Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση ν. 3371/05, η προτεινόμενη παρέμβαση δεν είχε σκοπό να προσβάλλει κεκτημένα κοινωνικοασφαλισπκά δικαιώματα ούτε ώριμες ασφαλιστικές προσδοκίες του προσωπικού των Πιστωτικών Ιδρυμάτων. Αντίθετα, ο νομοθέτης επιδίωξε να προστατεύσει τα δικαιώματα και τις ασφαλιστικές προσδοκίες του προσωπικού των Τραπεζών. Η απαλλαγή της Τράπεζας ALPHA BANK θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τη βούληση του νομοθέτη, όταν το ΕΤΑΤ δεν θα χορηγούσε συντάξεις στο «εγγυημένο» ύφος του Κανονισμού παροχών του ΤΑΠΤΠ. β) Όπως προαναφέρθηκε, η Τράπεζα δεν έχει υπεισέλθει σε υποχρεώσεις του κράτους και του κοινωνικού συνόλου, για να είναι δυνατή η αποδέσμευσή της με νομοθετική παρέμβαση. Με άλλα λόγια, η Τράπεζα ALPHA BANK δεν ασκεί δημόσια (επικουρική) κοινωνική ασφάλιση, ούτε αυτή ήταν η πρόθεση των αντισυμβαλλομένων σχη Σύμβαση 1981. Η Τράπεζα επενέβη συμπληρωματικά σε σχέση με το ΤΑΠΤΠ, για να «εγγυηθει» το επίπεδο παροχών του Κανονισμού. Το σύστημα του ΤΑΠΤΠ ήταν ένα σύστημα προκαθορισμένων παροχών κι όχι προκαθορισμένων εισφορών, όπου δεν έχει σημασία εκ των προτέρων το ύψος της χορηγούμενης παροχής. γ) Η απαλλαγή της Τράπεζας από τη δέσμευση του 1981 δεν δικαιολογείται από την εισαγωγή του νέου λογιστικού προτύπου 19. Η υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΤΑΠΤΠ στο ΕΤΑΤ με τον ν. 3620/07, λόγω συμμόρφωσης της Τράπεζας με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα 19, δεν μπορεί να οδηγήσει στην αναίρεση της συμβατικής υποχρέωσης της Τράπεζας για κάλυψη της διαφοράς. Στην έννοια των υποχρεώσεων μιας επιχείρησης που έχει αναλάβει να εκπληρώσει στο μέλλον, εμπίπτουν και οι συμβατικές δεσμεύσεις που αφορούν συνταξιοδοτικές παροχές προς το προσωπικό της. Οι υποχρεώσεις αυτές στο βαθμό που βαρύνουν την επιχείρηση, αποτελούν μέρος του παθητικού της. Το άρθρο 1 ν. 2992/02 για την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και ειδικά του Διεθνούς λογιστικού Προτύπου 19 -εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τους Κανονισμούς 1606/02 και 1725/03 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- κατέστησε υποχρεωτική την ακριβή τη λογιστική αποτύπωση των παροχών του εργοδότη προς το προσωπικό του και ειδικότερα των υποχρεώσεων που προέκυπταν από τη Σύμβαση του 1981. Σύμφωνα, με το προηγούμενο άρθρο, τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (Δ.Λ.Π.) (INTERNATIONAL ACCOUNTING STANDARDS) (ΙAS) εφαρμόζονται στη χώρα μας κατά την κατάρτιση των δημοσιευόμενων οικονομικών καταστάσεων που περιλαμβάνουν: (α) Ισολογισμό (β) Κατάσταση Αποτελεσμάτων (γ) Κατάσταση Μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων (δ) Κατάσταση ταμιακών ροών (ε) Σημειώσεις επί των οικονομικών καταστάσεων, ως εξής: Υποχρεωτικά από τις Ανώνυμες Εταιρίες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Προαιρετικά από τις λοιπές επιχειρήσεις που έχουν τη μορφή Ανωνύμου Εταιρίας και επιλέγουν τους τακτικούς κατά νόμο ελεγκτές τους από το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών - Λογιστών (ΣΟΕΛ). Η εισαγωγή του ΔΛΠ 19 δεν απαγορεύει στις Τράπεζες να αναλάβουν πρόσθετες υποχρεώσεις, όπως την καταβολή της διαφοράς, προκειμένου να «εγγυηθούν» μια προκαθορισμένη παροχή. Η ανάληψη σχετικών δεσμεύσεων επιτρέπεται, αρκεί να αποτυπώνονται οι μελλοντικές υποχρεώσεις σύμφωνα με το ΔΛΠ 19. Η εφαρμογή της λογιστικής απεικόνισης δεν δημιουργεί κίνδυνο για την υπόσταση της Τράπεζας ούτε φυσικά είναι ικανή να οδηγήσει από μόνη της στην αποδέσμευσή της από μια συμβατική υποχρέωση. Και τούτο ανεξάρτητα του ότι η βελτίωση της λογιστικής εικόνας της Τράπεζας, λόγω εφαρμογής του ΔΛΠ 19, δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιτυγχάνεται με τη μονόπλευρη θυσία των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων ή των ήδη συνταξιούχων. Η διάσωση των Τραπεζών, αν όντως αποτελεί καίριο ζήτημα για την εθνική οικονομία, δεν μπορεί να στηριχθεί στις θυσίες μιας επαγγελματικής ομάδας, των τραπεζοϋπαλλήλων. Προϋποθέτει, κατ' αρχήν, την επιβάρυνση του ίδιου του επιχειρηματία κι αν αυτή δεν επαρκεί, τότε πρέπει να αναζητηθεί η στήριξη του κοινωνικού συνόλου μέσω της ισότιμης συμμετοχής στα βάρη (άρθρο 4, παρ. 5 Συντ/τος, ΣτΕ Ολομ. 668/12). δ) από την παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3620/07 προκύπτει ότι η οικονομική επιβάρυνση της Τράπεζας εξαντλεί την υποχρέωσή της μόνο απέναντι στο ΕΤΑΤ «3. Με τα παραπάνω ποσά εισφορών και οικονομικών επιβαρύνσεων προς το Ε.Τ.Α.Τ., εξαντλείται η υποχρέωση της ALPHA BANK Α.Ε. για κάλυψη επιπλέον εισφορών ή παροχών προς το Ε.Τ.Α.Τ. που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις». Από καμιά άλλη διάταξη δεν απορρέει αποδέσμευση της Τράπεζας από την ισχύουσα τριμελή συλλογική συμφωνία που υπογράφηκε την 28.7.1981. Τα ποσά που ανέλαβε να καταβάλει η Τράπεζα, δεν εξάντλησαν τις συμβατικές υποχρεώσεις της απέναντι στους εργαζομένους. Ειδικότερα, τα ποσά που κατέβαλε και θα καταβάλλει στο μέλλον, αφορούσαν μόνο τις υποχρεώσεις της απέναντι στο ΕΤΑΤ. Το ΕΤΕΑΜ και το ΕΤΑΤ ανέλαβαν τις υποχρεώσεις του ΤΑΠΤΠ και η Τράπεζα ανέλαβε να καλύψει την απόσειση του συνταξιοδοτικού βάρους των μηνιαίων συντάξεων του Ταμείου του προσωπικού της. Η ιδιομορφία του ΕΤΑΤ αποτυπώνεται και στην οικονομική του υπόσταση (άρθρο 63 ν. 3371/05). Η αποδέσμευση των τραπεζών από τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο ΕΤΕΑΜ και το ΕΤΑΤ γίνεται με την οικονομική τους επιβάρυνση. Στους πόρους του ΕΤΑΤ συμπεριλαμβάνεται το ποσό δαπάνης που αναλογεί στον εργοδότη. Το ποσό αυτό που προσδιορίζεται μετά από ειδική οικονομική μελέτη, συνίσταται στη διασφάλιση της βιωσιμότητας της λύσης που επιλέχθηκε. Οι συνταχθείσες οικονομικές μελέτες επικουρικής ασφάλισης διακρίνουν ανάμεσα στα "γενικά ασφαλιστικά δικαιώματα" που αναφέρονται σας παροχές του ΕΤΕΑΜ, και τα «ειδικά ασφαλιστικά δικαιώματα» που αναφέρονται στο τμήμα της σύνταξης, το υπερβάλλον των γενικών δικαιωμάτων (Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, 42912/1085 ΔΚΠ, της 16 Νοεμβρίου 2005, Οδηγίες για τη σύνταξη ειδικών οικονομικών μελετών)(15). Επομένως, δεν προβλέπεται τίποτα και δεν αποτιμάται η διαφορά που θα προκύψει στο μέλλον. Για τη διαφορά αυτή η Τράπεζα δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Με το ποσό των 543.000.000 δραχμών για την κάλυψη των οικονομικών επιβαρύνσεων του ΕΤΑΤ από τη μεταφορά σε αυτό του προσωπικού της Τράπεζας, αποζημιώνεται το Δημόσιο, προκειμένου να μη θεωρηθεί η ένταξη των εργαζομένων και συνταξιούχων στο εν λόγω Ταμείο ως κρατική ενίσχυση(16). Για την αποφυγή ενός τέτοιου χαρακτηρισμού επιβλήθηκε αποζημίωση (στο ανωτέρω ύψος) ίση με την αποτίμηση των μεταφερθέντων «προνομίων», δηλαδή των παροχών που υπερβαίνουν αυτές του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (γενικά δικαιώματα). Επομένως, από τον τρόπο του προσδιορισμού της αποζημίωσης προκύπτει σαφώς ότι δεν συμπεριλήφθηκε και το ποσό που θα προέκυπτε στο μέλλον ως διαφορά ανάμεσα στο καταβαλλόμενο ποσό και το «εγγυημένο» επίπεδο. Δηλαδή, δεν υπολογίστηκε το ποσό της διαφοράς σε περίπτωση μείωσης των συντάξεων του ΕΤΑΤ. Άλλωστε, το ποσό αυτό δεν θα μπορούσε να είναι γνωστό εκ των προτέρων. ε) Η διατήρηση της δέσμευσης απορρέει από το γεγονός ότι η υπαγωγή των εργαζομένων και συνταξιούχων στο ΕΤΑΤ δεν εξομοιώνεται με καταγγελία της Σύμβασης του 1981 από την πλευρά της Τράπεζας ούτε μπορεί να οδηγήσει σε αυτοδίκαιη τροποποίηση των όρων της σύμβασης. Η μη εξομοίωση προκύπτει και από το γεγονός ότι η ίδια η τράπεζα, παρά τις προβλέψεις του νόμου, προέβη σε καταγγελία της Σύμβασης, αρκετά δε έτη μετά τη ψήφισή του. στ) Η αποδοχή της υποκατάστασης θα ήταν εμφανώς αντίθετη στην οικονομική ελευθερία, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παρ. 1 Συντ/τος. Μια από τις πλευρές τις οικονομικής ελευθερίας είναι η ελευθερία συμβάσεων που διατυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Δεν μπορεί ο νομοθέτης να καταργήσει συμβατικούς όρους, εκτός αν συντρέχουν λόγοι γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος(17). Τέτοιοι λόγοι, όπως θα αναφερθεί πιο κάτω, δεν μπορεί να αποτελεί τον ίδιον συμφέρον της Τράπεζας. Επ' ουδενί τρόπω, οικονομική ελευθερία δεν σημαίνει μόνο αποδέσμευση από τα βάρη και διατήρηση της καρπωθείσης ωφέλειας. Δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν την ύπαρξη γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος οι λόγοι που αναφέρονται στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 3371/05. Η εφαρμογή του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου 19 και η συνακόλουθη βελτίωση της λογιστικής εικόνας της Τράπεζας εξυπηρετεί το (ιδιωτικό) στενά επαγγελματικό συμφέρον της(18), ενώ η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος των Τραπεζοϋπαλλήλων δεν μπορεί να γίνει σε βάρος μερίδας αυτών (του προσωπικού της ALPHA BANK) και με την απαλλαγή της Τράπεζας από τις συμβατικές υποχρεώσεις της. ζ) Οι παροχές οι οποίες χορηγούνται από το ΕΤΕΑΜ και το ΕΤΑΤ, δεν είναι «εγγυημένες» ως προς το ύψος τους. Ο κοινός νομοθέτης μπορεί να προβαίνει, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΣτΕ(19), σε μείωση των παροχών ή αύξηση των εισφορών. Επομένως, η υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΤΑΠΤΠ στο ΕΤΕΑΜ και στο ΕΤΑΤ αποτελεί απειλή -όπως πράγματι επαληθεύτηκε μεταγενέστερα- για τα δικαιώματά τους. Με τους ν. 3371/05 και 3620/07 το ΕΤΑΤ δεν ανέλαβε τις υποχρεώσεις της Τράπεζας, αλλά ελάφρυνε τα ασφαλιστικά της βάρη. III. Η αποδέσμευση της Τράπεζας, λόγω υπαγωγής των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων στο ΕΤΑΤ, θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 1 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ένταξη των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων του ΤΑΠΤΠ στο ΕΤΑΤ με το άρθρο 10 ν. 3620/07 θα οδηγήσει στην αποδέσμευση της Τράπεζας ALPHA BANK από την υποχρέωσή της για κάλυψη της διαφοράς, σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1981, γιατί μια τέτοια απαλλαγή θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 1 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ. Επομένως, δεν θα ευσταθούσε ο ισχυρισμός ότι με την υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων στο ΕΤΑΤ αποδεσμεύτηκε η Τράπεζα, ούτε θα ήταν έγκυρη, για τον ίδιο λόγο (αντίθεση στο ΠΠΠ της ΕΣΔΑ), η καταγγελία της Σύμβασης - οι νομοθετικές ρυθμίσεις του ν. 3371/05 και 3620/07 αναφέρονται από την Τράπεζα ως λόγος καταγγελίας της Σύμβασης στην από 30.8.2013 εξώδικη δήλωσή της. Η απαίτηση των συνταξιούχων για κάλυψη της διαφοράς, με βάση τη Σύμβαση του 1981, γεννήθηκε με τη θέσπιση των πιο κάτω αναφερομένων νομοθετικών περικοπών -η τελευταία επήλθε με τον ν. 4093/12-, πριν από την καταγγελία της Τράπεζας που κοινοποιήθηκε στον Σύλλογο στις 30.8.2013. Η καταγγελία, λόγω σπουδαίου λόγου, ακόμη κι αν ήταν έγκυρη, δεν θα μπορούσε να θίξει γεγεννημένες ενοχικές απαιτήσεις. Από τη στιγμή που η αξίωση των συνταξιούχων για κάλυψη της διαφοράς θεωρείται γεννηθείσα, εντάσσεται στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 17 του Συντ/τος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Πρόκειται για αξίωση σύνταξης ορισμένου ποσού, εκείνου που προβλέπεται από το άρθρο 29 του Κανονισμού παροχών. Οι συνταξιούχοι του ΤΑΠΤΠ υφίστανται ουσιώδη βλαπτική μεταβολή στις συντάξεις τους λόγω των περικοπών και η Τράπεζα θα πρέπει να καλύψει τη διαφορά βάσει της Σύμβασης του 1981. Σε διαφορετική περίπτωση, η αθέτηση της υποχρέωσης από την Τράπεζα θα συνιστούσε ευθεία προσβολή του δικαιώματος απόλαυσης της περιουσίας (άρθρο 17 Συντ/τος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ). Κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται και τα ενοχικής φύσης δικαιώματα και ειδικότερα οι απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε είναι αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο(20). Τα ενοχικής φύσης περιουσιακά δικαιώματα που καλύπτονται από το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ απορρέουν από έννομες σχέσεις τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημοσίου δικαίου. Ένα αγαθό που έχει αποκτηθεί ή μια αξίωση που είναι απαιτητή, έχουν περιουσιακή αξία που προστατεύεται κατά το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ(21). Ειδικότερα, το δικαίωμα στη σύνταξη εξομοιώνεται με περιουσιακό, κατά την έννοια του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ. Η φυοη του δικαιώματος ως περιουσιακού θεμελιώνεται, κατ' αρχήν, στην «ανταπόδοση» (ή καλύτερα αναλογικότητα), που υπάρχει όταν η σύνταξη χρηματοδοτείται από εισφορές του ασφαλισμένου (ΕΔΔΑ, Υποθ. Αζίνας κατά Κύπρου, Απόφαση της 20.6.02, ΕΔΚΑ 2002, σελ. 896, Υποθ. Αποστολάκης κατά Ελλάδος, Απόφ. 22.11.2009, Προσφυγή No 39574/07, ΕΔΚΑ 2009, 694). Όταν συντρέξουν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις, γεννάται περιουσιακό δικαίωμα σε ορισμένο ύψους σύνταξης (ΕΔΔΑ Kjartan Asmundsson c/Islande, προσφυγή 60669/00, Αποφ. 12.10.2004, ΕΔΚΑ 2005, σελ. 103). Εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις για τη γέννηση αξίωσης για σύνταξη ορισμένου ποσού (άρθρο 29 Κανονισμού παροχών ΤΑΠΤΠ) έχουν συντρέξει. Ο συνταξιούχος του ΤΑΠΤΠ έχει δικαίωμα σε σύνταξη από το ΕΤΑΤ που ωστόσο μετά τις επιγενόμενες περικοπές υπολείπεται σημαντικά του ποσού που καθορίζεται από τον Κανονισμό και είναι «εγγυημένο» από την Τράπεζα. Η Τράπεζα θα πρέπει, στο πλαίσιο της υποχρέωσής της, να καλύψει τη διαφορά από το χρονικό σημείο της περικοπής και μέχρι την αποκατάστασή της στο προβλεπόμενο από τον Κανονισμό ύψος. Από την πλευρά του, το ΣτΕ εφαρμόζει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ στις κοινωνικοασφαλιστικές παροχές. Δέχεται ότι στην προστασία αυτή εντάσσεται το δικαίωμα παντός ενδιαφερομένου για λήψη ασφαλιστικών παροχών, εφόσον όμως συντρέχουν οι τασσόμενες εκάστοτε σχετικές προϋποθέσεις (ΣτΕ 2118/05, ΔιΔικ 2007, σελ. 1000, ΣτΕ 3013/06, ΕΔΚΑ 2007, σελ. 928, ΣτΕ 3267/02, ΕΔΚΑ 2003, σελ. 49). Δηλαδή, το ΣτΕ εφαρμόζει στις ασφαλιστικές παροχές την προστασία με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για γεγενημένες αξιώσεις (ΣτΕ 3267/02, ΕΔΚΑ 2002, σελ. 53), δηλαδή για αξιώσεις που βρίσκονται στο στάδιο της ασφαλιστικής παροχής. Από τη στιγμή που γεννηθεί δικαίωμα σε ορισμένο ποσό σύνταξης, με βάση τους κανόνες υπολογισμού που ίσχυαν κατά τη θεμελίωσή του, μπορεί να γίνει δεκτή, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, μόνο μια εύλογη και σύμμετρη μείωση (individual and excessive burden), εφόσον συντρέχουν (δικαιολογητικοί) λόγοι δημόσιας ωφέλειας, όπως η τελευταία εξειδικεύεται από το ίδιο το Δικαστήριο. Επομένως, το δημόσιο συμφέρον χαράσσει μια συνοριακή γραμμή ανάμεσα στο θεμιτό και μη της προσβολής των (γεγενημένων) συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Ο έλεγχος του Δικαστηρίου επικεντρώνεται κυρίως στην αιτιολόγηση της δημόσιας ωφέλειας (utilite publique). Για να είναι εφικτός ο έλεγχος, οι λόγοι δημόσιας ωφέλειας πρέπει να προβάλλονται επαρκώς και να αιτιολογούνται ειδικώς. Εν προκειμένω όμως αυτό δεν συνέβη. Ο ν. 3620/07 δεν αναφέρει στην Αιτιολογική του Έκθεση, κάποιον ιδιαίτερο λόγο σχετικά με την Τράπεζα ALPHA BANK. Η γενική αναφορά στη διασφάλιση της λειτουργικότητας και βιωσιμότητας των Ταμείων των Τραπεζοϋπαλλήλων που εμπεριέχεται στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 3371/05 δεν κρίνεται επαρκής. Πρόκειται για μια αόριστη αναφορά στο ασφαλιστικό πρόβλημα, χωρίς να διευκρινίζεται γιατί ακριβώς η αποδέσμευση της Τράπεζας ALPHA BANK από τις συμβατικές της υποχρεώσεις συνιστά λόγο δημόσιας ωφέλειας. Οι αξιώσεις των συνταξιούχων ΤΑΠΤΠ ως γεγενημένες εμπίπτουν στο άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Η απαλλαγή της Τράπεζας από τη δέσμευσή της για κάλυψη της διαφοράς δεν δικαιολογείται από λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Η αποδέσμευση της Τράπεζας εξυπηρετεί κύρια το ιδιωτικό της συμφέρον (βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της), ενώ η αντιμετώπιση του προβλήματος της κεφαλαιακής επάρκειας της εταιρείας, λόγω εφαρμογής του ΔΛΠ 19, έγινε αποκλειστικά σε βάρος των εργαζομένων. Η επίκληση των δυσμενών λογιστικών συνεπειών για το παθητικό της Τράπεζας που θα έχει η εφαρμογή του ΔΛΠ 19, δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοτελή λόγο δημοσίου συμφέροντος, ικανού να δικαιολογήσει την αποδέσμευση της Τράπεζας από τις υποχρεώσεις της που προκύπτουν από τη Σύμβαση του 1981, καθώς και την προσβολή των περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων. Ειδικότερα, το Δικαστήριο κρίνει in concreto αν οι συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης συνιστούν λόγο δημόσιας ωφέλειας. Το γενικότερο συμφέρον, σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, εξειδικεύεται μεθοδολογικά με τη βοήθεια της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της ισότητας(22). Πρώτον, η επέμβαση του νομοθέτη δικαιολογείται από το γενικό συμφέρον, όταν δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή της αναλογικότητας συνδέεται, κατά το ΕΔΔΑ, με μια δίκαιη ισορροπία (fair balance). Δεν πρέπει να ανατρέπεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και αυτών της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Η απαλλαγή της Τράπεζας μέσω της υπαγωγής του προσωπικού της στο ΕΤΑΤ -ή μέσω της καταγγελίας της Σύμβασης του 1981- δεν σέβεται την αρχή της αναλογικότητας ούτε την αρχή της ισότητας. Πιο συγκεκριμένα, η προσβολή του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ θα επέλθει στο βαθμό που επιβλήθηκε νομοθετικά στους συνταξιούχους του ΤΑΠΤ (ΕΤΑΤ) ένα υπερβολικό και δυσανάλογο βάρος -οι μειώσεις των συντάξεων είναι ουσιώδεις μετά τις επιγενόμενες περικοπές-, ενώ για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκαλεί η εισαγωγή του ΔΛΠ 19 στην Τράπεζα, υπήρχαν ηπιότερες λύσεις, όπως η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Ακόμη, η δίκαιη εξισορρόπηση εμβάλλει την αρχή της ισότητας (Asmundsson κατά Ισλανδίας, προσφυγή No 60669/00, ΕΔΚΑ ΜΖ'(2005), σελ. 105). Ειδικότερα, μπορεί το περιθώριο εκτίμησης της δημόσιας ωφέλειας από το αρμόδιο κράτος να είναι ευρύ, ωστόσο, δεν επιτρέπεται να βάλλεται η αρχή της ίσης κατανομής των θυσιών. Έτσι, το υπέρμετρο και ασύμμετρο της θυσίας των συνταξιούχων του ΤΑΠΤΠ προκύπτει από τη μη ανάλογη των δυνάμεών τους επιβάρυνση των λοιπών ασφαλισμένων. Τα ενταχθέντα στο ΕΤΑΤ Ταμεία - ανάμεσα τους και το ΤΑΠΤΠ- είχαν διαφορετικό βαθμό βιωσιμότητας. Επομένως, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν συλλήβδην όλα με τον ίδιο τρόπο, ούτε να υποστούν τον ίδιο βαθμό προσβολής. Η λύση του προβλήματος της ασφάλισης των τραπεζοϋπαλλήλων με την απαλλαγή της Τράπεζας ALPHA BANK οδηγεί σε μια δυσμενή μεταχείριση των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΤΑΠΤΠ. Το βάρος της ενοποίησης του συστήματος και της διασφάλισης της συνολικής βιωσιμότητάς του δεν μπορεί να μετατεθεί στο σχηματισθέν κεφάλαιο από εισφορές των ασφαλισμένων μιας ή ορισμένων αποκλειστικά επαγγελματικών κατηγοριών. Η ένταξη Ταμείων με διαφορετικό επίπεδο βιωσιμότητας καθιστά χείρονα ή επισφαλή τη θέση των ασφαλισμένων του υγιέστερου Ταμείου και μάλιστα όχι μόνο αμέσως, αλλά και για το μέλλον, λόγω των έμμεσων συνεπειών της. Η Τράπεζα μπορεί να κατέβαλε ορισμένα ποσά, όπως προσδιορίζονται στο ν. 3620/07, στο ΕΤΑΤ, προκειμένου να αποδεσμευτεί μερικώς από τις συντάξεις που καταβάλλει το ΕΤΕΑΜ και το ΕΤΑΤ, δεν κατέβαλε όμως κανένα ποσό για να αποδεσμευθεί από την υποχρέωσή της για κάλυψη της διαφοράς. Από την άλλη πλευρά, το οικείο Ταμείο μεταβίβασε την περιουσία του -που σχηματίστηκε με εισφορές των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων- στην Τράπεζα. Η δυσανάλογη και άνιση κατανομή θυσιών διατάραξε τη δίκαιη ισορροπία και οδήγησε στην προσβολή του περιουσιακού δικαιώματος. IV. Η υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΤΑΠΤΠ στο ΕΤΑΤ και οι μετέπειτα νομοθετικές περικοπές των επικουρικών συντάξεων δεν ήραν αλλά, αντίθετα, ενεργοποίησαν τη συμβατική υποχρέωση της Τράπεζας για κάλυψη της διαφοράς Με την υπαγωγή ασφαλισμένων και συνταξιούχων Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως (ΤΑΠΤΠ) στο ΕΤΑΤ, η χορηγούμενη στα μέλη του σύνταξη μειώθηκε σε σχέση με την προβλεπόμενη από το άρθρο 29 του Καταστατικού και Κανονισμού Συντάξεων και Παροχών του Ταμείου. Ειδικότερα, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη σύνταξη που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 29 του Κανονισμού και το ΕΤΑΤ. Πέραν από τη μείωση των συντάξεων που επήλθε με την ένταξη των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΤΑΠΤΠ στο ΕΤΑΤ, όσοι βρίσκονταν σε προσυνταξιοδοτικό καθεστώς ή ελάμβαναν μόνο επικουρική σύνταξη υπέστησαν επιπλέον μειώσεις στο ποσό της σύνταξής τους με μια σειρά των νόμων που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο των Μνημονίων. Οι περικοπές των συντάξεων αποτελούν τη συνεισφορά του δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στη δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας και αφορούν αποκλειστικά τις δημόσιες συντάξεις. Οι μειώσεις των συντάξεων θεωρήθηκαν αναγκαίες, για να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι των Μνημονίων(23). Η εξοικονόμηση πόρων, λόγω μειώσεων των συντάξεων, θεωρείται έσοδο των δημόσιων ασφαλιστικών φορέων από τη συμμετοχή των συνταξιούχων στη χρηματοδότησή τους. Τα Μνημόνια, ανάγοντας τη δημοσιονομική πολιτική σε ακρογωνιαίο λίθο του προγράμματος σταθερότητας, επιφύλαξαν στη δημόσια (κύρια και επικουρική) κοινωνική ασφάλιση έναν ρόλο στήριξης της προσπάθειας (δημοσιονομικής) προσαρμογής. Η διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών και η βελτίωση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών μεθοδεύτηκε κυρίως μέσω της μείωσης των δαπανών για πληρωμές συντάξεων(24). Ωστόσο, οι μειώσεις των συντάξεων δεν αφορούν υποχρεώσεις ιδιωτών, όπως είναι η συμβατική υποχρέωση της Τράπεζας για κάλυψη της διαφοράς. Άλλωστε, ο σκοπός της συμφωνίας ήταν ακριβώς η κάλυψη ενός τέτοιου κινδύνου, δηλαδή της ενδεχόμενης μείωσης των συντάξεων λόγω της δημόσιας συνταξιοδοτικής (δημοσιονομικής) πολιτικής. V. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας της Σύμβασης δεν μπορούν να θίξουν γεγενημένες ήδη αξιώσεις Ακόμη και αν δεχθούμε ότι η καταγγελία της από 28.7.1981 σύμβασης ήταν έγκυρη, η καταγγελία αυτή ενεργεί για το μέλλον και δεν μπορεί να θίξει τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις των εργαζομένων για λήψη των προβλεπόμενων στην ανωτέρω σύμβαση παροχών(25). Αυτό ισχύει τόσο για την εφάπαξ παροχή όσο και για τις μηνιαίες συντάξεις(26). Όπως προκύπτει από το κείμενο της σύμβασης, οι παροχές που εγγυήθηκε η Τράπεζα να καταβάλλει στο προσωπικό της μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, «αποτελούν και μετεργασιακή προστασία των εργαζομένων σ' αυτή». Η μετεργασιακή αυτή προστασία συνδέθηκε με τη συμπλήρωση στο πρόσωπο του κάθε εργαζομένου των προβλεπόμενων στη σύμβαση προϋποθέσεων. Οι παροχές που αποτελούν το περιεχόμενο της μετεργασιακής προστασίας που δεσμεύθηκε η Τράπεζα να καταβάλλει έχουν το χαρακτήρα ανταλλάγματος για το σύνολο των υπηρεσιών που προσέφερε ο εργαζόμενος στον εργοδότη μέχρι τη στιγμή της συνταξιοδότησής του. Άλλωστε, στον όρο IV της Σύμβασης ρητά αναφέρεται ότι η εγγυητική ευθύνη της Τράπεζας για την καταβολή των διαφορών αναλαμβάνεται με σκοπό «παράλληλα να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή απόδοση του προσωπικού στην υπηρεσία της». Πρόκειται συνεπώς για μια ιδιαίτερη μορφή αμοιβής. Σε αντίθεση με τον περιοδικά καταβαλλόμενο μισθό με τον οποίο ο εργοδότης αμείβει την εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, οι παροχές που εγγυήθηκε η Τράπεζα να καταβάλλει σι ο προσωπικό της μετά τη λύση της ούμβαοης αιιοτελούν αντιπαροχή όχι για την παρασχεθείσα εργασία ορισμένου χρονικού διαστήματος, όπως οι τρέχουσες καταβαλλόμενες αποδοχές, αλλά αντιπαροχή για το σύνολο των παρασχεθεισών στο πλαίσιο της εργασιακής του οχέσης υπηρεσιών(27) και για την πίστη του εργαζομενού προς την επιχείρηση με την αφιέρωση σ' αυτήν όλης ή ενός μεγάλου μέρους της επαγγελματικής του ζωής. Αναφορικά με την έννομη θέση των εργαζομένων και τη δυνατότητα επέμβασης σ' αυτήν, είτε με κανονιστικές ρυθμίσεις είτε με μονομερείς ενέργειες του εργοδότη που έχουν ως συνέπεια τη μείωση ή κατάργηση των προβλεπόμενων συνταξιοδοτικού χαρακτήρα παροχών, επιβάλλεται να διακρίνουμε την περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς να έχουν πληρωθεί ακόμη στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις για τη λήψη των παροχών από την περίπτωση που έχουν ήδη συμπληρωθεί στο πρόσωπό του όλες οι προϋποθέσεις από τη συνδρομή των οποίων εξαρτάται η χορήγηση των παροχών και συνεπώς έχει πλέον γεγενημένη αξίωση να τις λάβει. Στην πρώτη περίπτωση η έννομη θέση του εργαζομένου χαρακτηρίζεται ως προσδοκία δικαιώματος και μολονότι η προσδοκία αυτή συνιστά μια άξια προστασίας περιουσιακή αξία, η οποία αυξάνεται ανάλογα με την αύξηση του χρόνου υπηρεσίας, εντούτοις η μη «δεδουλευμένη» προσδοκία, αυτή δηλαδή που δεν στηρίζεται στις ήδη παρασχεθείσες υπηρεσίες αλλά σε αυτές που θα παρασχεθούν στο μέλλον, μπορεί, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, να θιγεί. Όταν όμως η προσδοκία βρίσκεται σ' ένα προχωρημένο στάδιο ωρίμανσης και πολύ περισσότερο όταν στο πρόσωπο του εργαζομένου έχουν συντρέξει όλες οι προϋποθέσεις για να λάβει την παροχή και η προσδοκία δικαιώματος έχει ενδυναμωθεί σε πλήρες δικαίωμα, τότε το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να θιγεί χωρίς τη βούληση του φορέα του δικαιώματος. Τυχόν προσβολή του δεν προσκρούει μόνο στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αλλά και στις αρχές της αναλογικότητας και της προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων. Η θέση αυτή ισχύει πολύ περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον για την απόκτηση του δικαιώματος στη χορήγηση των προβλεπόμενων στην από 28.7.1981 σύμβαση παροχών έχει συμβάλει ο εργαζόμενος όχι μόνο μέσω των υπηρεσιών που παρείχε καθ' όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης η συνταξιοδότησή του αλλά και μέσω των εισφορών που κατέβαλλε καθ' όλο το διάστημα που παρείχε τις υπηρεσίες του. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η κατάργηση ή η μείωση των παροχών από τον Κανονισμό Συντάξεων και Παροχών του Ταμείου, τις οποίες εγγυήθηκε η Τράπεζα να καταβάλλει, για τους ήδη συνταξιούχους, γίνεται σ' ένα χρονικό σημείο, στο οποίο δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να καλύψουν την απώλεια των μέσων διαβίωσής τους από τη μείωση ή κατάργηση με άλλο τρόπο, όπως π.χ. με τη σύναψη ιδιωτικής ασφάλισης. Από τα παραπάνω, καθίσταται σαφές, ότι, σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα του κύρους της καταγγελίας, θα πρέπει να διαχωριστεί από το ζήτημα των συνεπειών της καταγγελίας για τους θιγόμενους απ' αυτή εργαζομένους (πρώην και νυν). Πρόκειται για δύο διαφορετικά ζητήματα τα οποία απαιτούν και διαφορετική προσέγγιση. Οι συνέπειες είναι δυνατόν να διαφοροποιούνται ανάλογα με την έννομη θέση στην οποία βρίσκεται ο θιγόμενος από την καταγγελία. Τη διαφοροποίηση αυτή επιβάλλουν οι αρχές που αναφέραμε αμέσως παραπάνω. Επομένως, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό, ότι η Τράπεζα αποδεσμεύθηκε από τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με την από 28.7.1981, η αποδέσμευση αυτή, δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις της έναντι των εργαζομένων που έχουν ήδη αποχωρήσει και συνταξιοδοτηθεί. VI. Η σύναψη τροποποιητικής Σύμβασης (18.11.2013) δεν κατήργησε τους όρους της Σύμβασης του 1981 ως προς τις μηνιαίες συντάξεις Την καταγγελία της από 28.7.1981 Σύμβασης ακολούθησε η σύναψη νέας Συμφωνίας μεταξύ της Τράπεζας ALPHA BANK, του Συλλόγου προσωπικού ALPHA BANK και του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως (ΤΑΠΤΠ) για την αναμόρφωση κάθε περιεχομένης στο Καταστατικό και τον Κανονισμό Συντάξεων και Παροχών του Ταμείου ρύθμισης που αφορά, άμεσα ή και έμμεσα, στην καταβαλλόμενη εφάπαξ παροχή που χορηγεί το Ταμείο. Αν θεωρήσουμε ορθώς, όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω, ότι η καταγγελία είναι άκυρη, η σύναψη της νέας συμφωνίας τροποποίησε μερικώς ορισμένους όρους της προηγούμενης σύμβασης του 1981 που αφορούσαν την εφάπαξ παροχή, με βάση της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρ.361 ΑΚ). Άφησε δε ανέπαφα τα λοιπά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Άλλωστε, τα μέρη ρητά αναφέρουν στη νέα συμφωνία ότι «συμφωνούν και αποδέχονται όπως προβούν στη σύναψη της παρούσης με την οποία αναδιαμορφώνεται κάθε περιεχόμενη στο Καταστατικό και στον Κανονισμό Συντάξεων και Παροχών του Ταμείου ρύθμιση που αφορά, άμεσα ή και έμμεσα, στην καταβαλλόμενη εφ' άπαξ παροχή». Δεν προκύπτει, λοιπόν, ρητά από το κείμενο της νέας συμφωνίας ούτε συνάγεται σιωπηρά από το περιεχόμενό της ότι τα μέρη ήθελαν να καταργήσουν την παλαιότερη στο τμήμα των επικουρικών συντάξεων. Άλλωστε, το περιεχόμενο της νέας συμφωνίας που αφορά το εφάπαξ βοήθημα, μπορεί να συνυπάρξει με την παλαιότερη δέσμευση της Τράπεζας για κάλυψη της διαφοράς ως προς τις μηνιαίες συντάξεις του Κανονισμού του ΤΑΠΤΠ. Η τροποιητική συμφωνία της Σύμβασης του 1981 δεν έκανε καμία αναφορά στις ρυθμίσεις της Σύμβασης του 1981 για τις μηνιαίες συντάξεις του ΤΑΠΤΠ. Δεν θα μπορούσε, εξάλλου, μια σύμβαση που αναφέρεται στην τροποποίηση του εφάπαξ βοηθήματος να θεωρηθεί ως σιωπηρή κατάργηση μιας διαφορετικής παροχής, όπως είναι οι μηνιαίες συντάξεις. Η αναφορά στο Προοίμιο της τροποποιητικής Σύμβασης ότι τα μέρη δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση και αποδέχονται τις ρυθμίσεις των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 10 ν. 3620/07, δεν επηρεάζει τη δέσμευση της Τράπεζας για κάλυψη της διαφοράς. Η υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του Ταμείου στο ΕΤΑΤ δεν σημαίνει ότι καταργείται και η συμβατική υποχρέωση της Τράπεζας για κάλυψη της διαφοράς που θα προέκυπτε ανάμεσα στις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό συντάξεις και τις πράγματι καταβαλλόμενες από το ΕΤΑΤ. Εν πάση περιπτώσει, η νέα συμφωνία της 18.11.2013 δεν θα μπορούσε να θίξει τις γεγεννημένες αξιώσεις των συνταξιούχων για κάλυψη από την Τράπεζα της διαφοράς. Μια τέτοια συμφωνία, θα ήταν προφανώς ασύμβατη με την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων από τα άρθρα 17 Συντ/τος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Σημείωση: Βλέπε μελέτη κ. Μετζητάκου Απ. "Όμιλοι επιχειρήσεων κοινοτικού επιπέδου" (ΕΑΕΔ 2019 σ. 193). 1 Μαρτίου 2019 1. Βλ. και σχετική Γνωμοδότηση Α. Στεργίου και Δ. Ζερδελή (αδημ.). 2. Και νυν ΕΤΕΑ. 3. Βλ. Α. Αναγνώστου - Δεδούλη - Ε. Δεδούλη, Το διεθνές λογιστικό πρότυπο 19 και οι επιπτώσεις του στα επικουρικά ταμεία των τραπεζών, ΕΔΚΑ 2004, σελ. 327. 4. Πρβλ. BAG 11.2.2001, 3AZR 512/10' Richardi, RdA 1983, 204 ‘ Lieb, SAE 1983, 132. 5. Βλ. Α. Καραμπατζός, Απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών στην αμφοτεροβαρή σύμβαση, 2006. 6. Βλ. Α. Γεωργιάδη, Ενοχικό δίκαιο. Γενικό μέρος, σελ. 348. 7. Βλ. Γεωργιάδη- Σταθόπουλο, άρθρο 412. Προκύπτει από το όλο το πνεύμα της Σύμβασης ότι τα δικαιώματα των τρίτων είναι ανέκκλητα. 8. Έτσι ερμηνεύτηκε το άρθρο 3 παρ. 1 ν. 997/99, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18 παρ. 3 ν. 1902/90, υπό το πρίσμα του άρθρου 22 παρ. 5 Συντ/τος (ΤριμΔιοικΠρωτΘεσ 91/95, ΕΔΚΑ 1995, σελ. 368 επ.). 9. Βλ. Α. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, σελ. 358 και 359. 10. Πρβλ. Α.Π. 999/01, ΕΕΔ 2003, σελ. 618, Α.Π. 1628/98, ΔΕΕ 1999, σελ. 325. Βλ. Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, Γ’ εκδ., σελ. 477 επ. 11. Βλ. Κ. Κρεμαλή, Καταγγελία συλλογικής συμφωνίας με εγγύηση ασφαλιστικών παροχών για σπουδαίο λόγο ή άλλη επιχειρηματολογία, Γνμδ. 2007, σελ. 546. 12. Βλ. Ο. Αγγελοπούλου, Αντίθεση της νομοθεσίας για την κοινωνική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων στις διεθνείς συμβάσεις εργασίας, ΕφημΔΔ 2007, σελ. 706 επ. 13. Βλ. Α. Αναγνώστου - Δεδούλη, Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ): Λύση ή Απειλή ή, η Ευκαιρία που χάθηκε;, ΕΔΚΑ 2006, σελ. 1 επ. 14. Βλ. Απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ε (2007) 3247, Αξιολόγηση της μεταρρύθμισης του συστήματος επικουρικών συντάξεων του ελληνικού τραπεζικού τομέα υπό το φως των κανόνων της Συνθήκης Ε.Κ. για κρατικές ενισχύσεις, ΕΔΚΑ 2008, σελ. 111. 15. Βλ. Απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ε (2007) 3247, Αξιολόγηση της μεταρρύθμισης του συστήματος επικουρικών συντάξεων του ελληνικού τραπεζικού τομέα υπό το φως των κανόνων της Συνθήκης ΕΚ για τις κρατικές ενισχύσεις, ΕΔΚΑ 2008, σελ. 107 επ. 16. Για τον τρόπο υπολογισμού του ποσού, βλ. Π. Τήνιου, Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι Συντάξεις των Τραπεζικών και η Οριοθέτηση της Κοινωνικής Πολιτικής: Εισαγωγικές παρατηρήσεις, ΕΔΚΑ 2008, σελ. 103. 17. Βλ. Α. Καζάκος - Α. Μανιτάκης - Δ. Τραυλός-Τζανετάτος, Η επικουρική ασφάλιση τραπεζοϋπαλλήλων. Ζητήματα αντισυνταγματικότητας (ν. 3371/05), 2006, σελ. 129. 18. Βλ. Α. Καζάκου - Α. Μανιτάκη - Δ. Τραυλού-Τζανετάτου, ό.π., σελ. 59, Α. Ματθαίου, Περί της νομιμότητας της υπαγωγής του προσωπικού της Τράπεζας Αττικής ΑΕ στο ΕΤΑΤ, Γνωμοδότηση, ΕΔΚΑ 2006, σελ. 23. 19. Βλ. Α. Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 3η εκδ., 2017. 20. Βλ. Α.Π. 40/98 Ολομ., ΣτΕ Ολομ. 1286/12, ΣτΕ 668/12 Ολομ. 21. Βλ. και Ozturk κατά Τουρκίας (2 Οκτ. 2003), Μ. Σκανδάλη, Οι κοινωνικοασφαλιστικές παροχές κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, ΔτΑ No 41, σελ. 77 επ. 22. Βλ. Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 3η εκδ., 2017, σελ. 308 επ. 23. Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/12». 24. Βλ. Α. Στεργίου, Οι περικοπές των συντάξεων υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, ΕΔΚΑ 2013, σελ. 23 επ. 25. Η καταγγελία αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία που περιέχει δήλωση βουλήσεως, απευθυντέα. Επιφέρει την κατάργηση την έννομης σχέσης για το μέλλον (ex nunc) (A. Γεωργιάδη, Ενοχικό δίκαιο, σελ. 526). Δεν εξαφανίζει όμως την υφιστάμενη ενοχική σχέση, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται ως πηγή πρόσκαιρων ενοχών επί τόσο χρόνο, μέχρις ότου γίνει πλήρης εκπλήρωση των μη εκπληρωθεισών κατά το παρελθόν παροχών ως και των παροχών των γεννωμένων το πρώτον κατά τη λήξη της διαρκούς σύμβασης (βλ. I. Κουκιάδη, Τινά περί χων διαρκών ενοχικών συμβάσεων, Αρμ. 1974, 760). 26. Βλ. Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, II, 2η εκδ., 2013, σελ. 541. Η αξίωση των συνταξιούχων για κάλυψη της διαφοράς, με βάση τη Σύμβαση του 1981, εξαρτιόταν από αναβλητική αίρεση, τη μείωση του προβλεπόμενου από άρθρο 29 του Κανονισμού ποσού της σύνταξης. Με τη θέσπιση των ως άνω νομοθετικών περικοπών πληρώθηκε έως το χρόνο της καταγγελίας η αναβλητική αίρεση και επομένως γεννήθηκε η αξίωση των συνταξιούχων. 27. Βλ. Steinmeyer, Betriebliche Altersversorgung und Arbeitsverhaltnis, σελ. 87 Lieb, ZfA 1996, 323.