Πρόσωπα εποπτείας, διεύθυνσης και εμπιστοσύνης - Έννοια Ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διεύθυνσης ή εμπιστοσύνης επί των οποίων δεν εφαρμόζονται ορισμένες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, θεωρούνται εκείνα στα οποία, επειδή διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης όλης της επιχείρησης ή σημαντικού τομέα της και εποπτείας του προσωπικού, έτσι ώστε όχι μόνον επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, αλλά διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, γιατί ασκούν δικαιώματα του εργοδότη σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πρόσληψη ή η απόλυση προσωπικού, έναντι του οποίου επέχουν θέση εργοδότη, καθώς και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη του σκοπού του εργοδότη, διαθέτουν πρωτοβουλία και ανεξαρτησία υψηλού βαθμού και επωμίζονται ενίοτε και ποινικές ευθύνες για την τήρηση στην επιχείρηση των διατάξεων που έχουν θεσπισθεί για το συμφέρον των εργαζομένων και τα οποία αμείβονται με αποδοχές που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές. Δεν είναι όμως αναγκαίο να συντρέχουν όλες αυτές ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηρισθεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος. Γι' αυτό και τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εξαιρούνται από την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. Η έννοια της διευθυντικής θέσης, ανεξάρτητα από το εάν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, προσδιορίζεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής, από τη φύση και το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς υπαλλήλους. Α.Π. 802/2014 Πρόεδρος: ο κ. Δημ. Μουστάκας Εισηγητής: η κα Ασπασία Καρέλλου Δικηγόροι: οι κ.κ. Αντώνιος Ρουπακιώτης, Λεων. Παπασταμούλης Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. α' της Διεθνούς Σύμβασης της Ουάσινγκτον "περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις, που κυρώθηκε με το ν. 2269/1920, ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διεύθυνσης ή εμπιστοσύνης, επί των οποίων κατά την ως άνω σύμβαση δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της, θεωρούνται εκείνα στα οποία, επειδή διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης όλης της επιχείρησης ή σημαντικού τομέα της και εποπτείας του προσωπικού, έτσι ώστε όχι μόνο επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, αλλά διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, γιατί ασκούν δικαιώματα του εργοδότη σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πρόσληψη ή η απόλυση προσωπικού, έναντι του οποίου επέχουν θέση εργοδότη, καθώς και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη του σκοπού του εργοδότη, διαθέτουν πρωτοβουλία και ανεξαρτησία υψηλού βαθμού, έστω και αν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις διατάξεις νόμων, σχέδια και πλαίσιο γενικών καθοδηγητικών γραμμών και επωμίζονται ενίοτε και ποινικές ευθύνες για την τήρηση στην επιχείρηση των διατάξεων που έχουν θεσπισθεί για το συμφέρον των εργαζομένων και τα οποία συνήθως αμείβονται με αποδοχές που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές. Δεν είναι όμως αναγκαίο να συντρέχουν όλες αυτές ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηρισθεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος. Γι' αυτό και τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας που αφορούν τα χρονικά όρια εργασίας, την εβδομαδιαία ανάπαυση, την λήψη αδειών αναψυχής και την αποζημίωση ή την προσαύξηση για υπερεργασία και υπερωριακή εργασία ή εργασία κατά τις Κυριακές και εξαιρετέες εορτές ή κατά τη νύκτα ή εκτός έδρας, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβαση σε συνδυασμό με τις καταβαλλόμενες υψηλές αποδοχές, που είναι υψηλότερες των λοιπών εργαζομένων. Η έννοια της διευθυντικής θέσης, ανεξάρτητα από το εάν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, προσδιορίζεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής από τη φύση και το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς υπαλλήλους. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο κρίνοντας ύστερα από έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης επί αγωγής του ήδη αναιρεσείοντος με αίτημα, εκτός των άλλων, και την επιδίκαση υπερωριακής αμοιβής, από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων προσελήφθη από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη στις 17.6.1991 για να προσφέρει τις ως συντηρητή μηχανικού υπηρεσίες του στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της τελευταίας στη Λαμία. Ήταν κάτοχος διπλώματος πρακτικού μηχανικού Β' κατηγορίας και είχε μεγάλη τεχνική εμπειρία. Οι αποδοχές του καθορίστηκαν σύμφωνα με τα οριζόμενα για τον οικείο κλάδο από τις Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. και ανέρχονταν σε 185.000 δραχμές. Όμως, από την 1.1.1992 η εναγομένη εκτιμώντας τις ιδιαίτερες και εξαιρετικές τεχνικές γνώσεις και ικανότητές του, αλλά και την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του, ανέθεσε στον ενάγοντα τα καθήκοντα του τεχνικού διευθυντή και συγκεκριμένα τον τοποθέτησε προϊστάμενο παραγωγικής διαδικασίας του πρώτου από τα τρία εργοστάσιά της στη Λαμία. Τα καθήκοντα αυτά άσκησε συνεχώς μέχρι τις 8.12.2003, οπότε η εναγομένη κατάγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας και του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση, ποσού 24.437 ευρώ. Ο ενάγων από την 1.1.1992 κατείχε θέση διευθύνοντος υπαλλήλου και συγκεκριμένα θέση τόσο εποπτείας και διευθύνσεως όσο και εμπιστοσύνης, διακρινόμενος σαφώς από το υπόλοιπο προσωπικό. Η ιδιότητά του αυτή, συνεχίζει το Εφετείο, συνάγεται από τη φύση και το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών, καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση του τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους. Ειδικότερα, από τότε που αναβαθμίσθηκε στη νέα του θέση, έπαυσε να αμείβεται με τον ελάχιστο νόμιμο μισθό των Σ.Σ.Ε. και, με βάση τα συμφωνηθέντα, λάμβανε μισθό σχεδόν διπλάσιο. Έτσι, ενδεικτικώς, ενώ ο ελάχιστος νόμιμος μισθός του ήταν τον Ιανουάριο του 1992, 196.010 δρχ., αυτός λάμβανε 260.000 δρχ. το μήνα. Την 1.4.1992, αντί 196.010 δρχ. λάμβανε 280.000, δρχ., την 1.1.2002 αντί 1.232 ευρώ λάμβανε 2.422 ευρώ και την 1.1.2003 αντί 1.409 ευρώ λάμβανε 2.519 ευρώ. Τα καθήκοντα του ενάγοντος ανάγονταν στη συντήρηση και καλή κατάσταση των μηχανών του πρώτου εργοστασίου της εναγομένης, έχοντας υπό την επίβλεψη και εποπτεία τους άλλους 15 εργατοτεχνίτες πρακτικούς μηχανικούς, αλλά με δίπλωμα μικρότερης κατηγορίας. Είχε την εξουσία να καθοδηγεί και να δίνει σ' αυτούς εντολές και να εκφράζει στον εργοδότη παρατηρήσεις για την υπηρεσιακή πρόοδο και αποδοτικότητά τους. Δεν είχε μεν εξουσία να προσλαμβάνει ή να απολύει μόνος του προσωπικό (στο τμήμα του), αλλά οι εισηγήσεις του επί των ζητημάτων αυτών ήταν καίριες. Προσερχόμενος ή αποχωρώντας από την εργασία του δεν "χτυπούσε κάρτα", όπως το υπόλοιπο προσωπικό, μη ελεγχόμενος από κανένα ανώτερο εργοδοτικό στέλεχος για την τήρηση ωραρίου. Εργαζόταν κατά βάση στο ωράριο των υπαλλήλων του τμήματος που διηύθυνε, αλλά και οποιαδήποτε άλλη ώρα του 24ώρου, αναλόγως με τις μηχανολογικές ανάγκες που προέκυπταν. Είχε την εξουσία να παραγγέλλει από τρίτους προμηθευτές διάφορα αναλώσιμα υλικά και ανταλλακτικά για τις ανάγκες της υπηρεσίας του μέχρι ένα όριο χωρίς την έγκριση άλλου και πάνω από το όριο αυτό με την συνυπογραφή (συναπόφαση) και δεύτερου προσώπου. Συμμετείχε σε διάφορα υπηρεσιακά συμβούλια του εργοδότη, όπου εξέθετε υπεύθυνες γνώμες και υπέβαλε εισηγήσεις για τον τομέα του. Είχε δε και δικό του γραφείο στον εργοστασιακό χώρο με τηλέφωνο (σταθερό και κινητό). Πλέον των ανωτέρω, συνεχίζει το Εφετείο, με την υποβολή σ' αυτόν διαφόρων προσαγομένων αναφορών υφισταμένων του εργαζομένων στο εργοστάσιο της εναγομένης καθώς και προσφορών διαφόρων προμηθευτών της προς αυτόν για την έγκριση ή απόρριψή της, για την προμήθεια μηχανημάτων κ.λπ., αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, ως εκ της ιδιότητάς του, αναλαμβάνοντας προσωπική πρωτοβουλία και προσωπικές αποφάσεις, επηρέαζε αποφασιστικώς την κατεύθυνση και την εξέλιξη της πορείας της επιχειρήσεως της εναγομένης. Επίσης με τις εισηγήσεις του για την κατάσταση του προσωπικού του τομέα του αναφορικούς με την ποιότητα και τον αριθμό του, στις οποίες στηρίζονταν οι προσλήψεις ή οι απολύσεις αυτού, αποδεικνύεται ότι ασκούσε τα δικαιώματα του εργοδότη έναντι σημαντικού μέρους του προσωπικού της επιχειρήσεως. Εξάλλου, λόγω της θέσεώς του ως τεχνικού διευθυντή θα μπορούσε να υπέχει και ποινική ευθύνη σε σχέση με την τήρηση των διατάξεων που έχουν θεσπισθεί προς το συμφέρον των εργαζομένων. Σύμφωνα, λοιπόν με τα προαναφερόμενα, καταλήγει το Εφετείο, ο ενάγων ως διευθύνων υπάλληλος της εναγομένης εξαιρούνταν από την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, περί εβδομαδιαίας αναπαύσεως, περί αποζημιώσεως ή προσαυξήσεως για την υπερωριακή ή κατά τις Κυριακές και εορτές εργασία, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τέτοιων υπαλλήλων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβασή τους. Κατ' ακολουθίαν των παραδοχών αυτών το Εφετείο, αφού δέχθηκε την έφεση της εναγομένης, απέρριψε την αγωγή του ενάγοντος ως προς το αίτημα επιδίκασης υπερωριακής αποζημιώσεως. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της άσκησης από τον αναιρεσείοντα καθηκόντων διευθύνοντος υπαλλήλου, ήτοι εποπτείας, διευθύνσεως και εμπιστοσύνης, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με τις παραδοχές, α) ότι ο αναιρεσείων επηρέαζε αποφασιστικά με την ανάπτυξη προσωπικής πρωτοβουλίας την κατεύθυνση και την εξέλιξη της επιχειρήσεως της αναιρεσίβλητης, β) ότι ελάμβανε σημαντικές αποφάσεις για την επίτευξη των σκοπών της επιχειρήσεως της αναιρεσίβλητης και γ) ασκούσε τα δικαιώματα του εργοδότη έναντι του σημαντικού μέρους του προσωπικού της αναιρεσίβλητης (του τμήματος που διηύθυνε) και οι ενιαίως κρινόμενοι, πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 19 είναι αβάσιμοι. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 11 γ' Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι για την απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα, ενώ μόνο το γεγονός ότι δεν έγινε ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάποιου αποδεικτικού μέσου δεν στοιχειοθετεί τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως, εφόσον από το περιεχόμενο της αποφάσεως συνάγεται ότι έχει ληφθεί τούτο υπόψη από το δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς το ζήτημα, αν ο ενάγων ήταν διευθύνων υπάλληλος της εναγομένης, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, έλαβε υπόψη του "...και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν...". Από τη διατύπωση αυτή καθώς και από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθίσταται βέβαιο ότι το Εφετείο προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και α) το 1704/6/10/2004 έγγραφο του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11 γ' Κ.Πολ.Δ. με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του το ως άνω έγγραφο που προσκόμισε και επικαλέστηκε είναι αβάσιμος. Επειδή, κατά τα άρθρα 68 και 556 Κ.Πολ.Δ. το έννομο συμφέρον που αποτελεί προϋπόθεση για το παραδεκτό της αναιρέσεως και πρέπει να έχει ο αναιρεσείων, θεμελιώνεται στη βλάβη που υφίσταται ο ηττηθείς διάδικος από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως και με την άσκηση της αναιρέσεως επιδιώκεται η ανατροπή της επιβλαβούς αυτής για τον αναιρεσείοντα συνέπειας. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 16 εδ. α' Κ.Πολ.Δ. που ορίζει ότι λόγος αναιρέσεως παρέχεται αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός προϋποθέτει ότι το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση του διαδίκου ερεύνησε για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του δεδικασμένου και για το λόγο τούτο δέχθηκε την ύπαρξη ή μη αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, με την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 16 Κ.Πολ.Δ. αιτιάται το Εφετείο ότι παραβίασε το δεδικασμένο που προκύπτει από την 18/2007 του Εφετείου Λαμίας, σχετικά με την ακυρότητα της απόλυσής του, με τις παραδοχές ότι είναι αβάσιμος ο σχετικός λόγος εφέσεως του ενάγοντος για κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την ακυρότητα της απόλυσής του, καθόσον η πιο πάνω απόφαση του Εφετείου αναιρέθηκε, με την 647/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, όπως αυτή διορθώθηκε με την 1693/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, μόνον ως προς τους μοναδικούς λόγους αναιρέσεως που αφορούσαν στο αν ήταν ή όχι διευθύνων υπάλληλος της εναγομένης και όχι στην άκυρη απόλυση. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος, καθόσον, η παραδοχή του λόγου αυτού δεν οδηγεί σε αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, γιατί στην προσβαλλόμενη απόφαση επαναλαμβάνεται πλεοναστικώς η παραδοχή της 18/2007 αποφάσεως του Εφετείου Λαμίας ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας δεν είναι άκυρη. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την από 17.7.2012 αίτηση για αναίρεση της 140/2012 αποφάσεως του Εφετείου Λαμίας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.