Πρόσωπα διευθύνσεως - εποπτείας και εμπιστοσύνης Βασ. Γαμβρούδη, τ. Δ/ντή Υπ. Εργασίας Η έννοια αυτή δεν ορίζεται νομοθετικά. Από την νομολογία των δικαστηρίων έχει αποκρυσταλλωθεί ο ορισμός της κατηγορίας αυτής. Τα δικαστήρια βασίζονται κυρίως στην έννοια του εδαφίου α του άρθρου 2 της διεθνούς συμβάσεως της Ουασιγκτώνος "περί περιορισμού των ωρών εργασίας εν ταίς βιομηχανικαίς επιχειρήσεις" που κυρώθηκε με τον ν. 2269/2020. Σύμφωνα με τις αποφάσεις των δικαστηρίων ως πρόσωπα διευθύνσεως - εποπτείας και εμπιστοσύνης θεωρούνται τα πρόσωπα στα οποία, ως εκ των εξαιρετικών προσόντων τους ή της ιδιάζουσας εμπιστοσύνης του εργοδότη προς αυτά ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης όλης της επιχειρήσεως ή σημαντικού τομέα αυτής και εποπτείας του προσωπικού, κατά τρόπο όχι μόνο να επηρεάζουν αποφασιστικώς τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχειρήσεως, αλλά και να διακρίνονται εμφανώς των άλλων υπαλλήλων λόγω της ασκήσεως των δικαιωμάτων του εργοδότη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η πρόσληψη και απόλυση του προσωπικού, έναντι του οποίου επέχουν θέση εργοδότη, διαθέτουν πρωτοβουλία και επωμίζονται ενίοτε και ποινικές ευθύνες για την τήρηση των διατάξεων που έχουν θεσπισθεί προς το συμφέρον των εργαζομένων. Αμείβονται συνήθως με μισθό ο οποίος υπερβαίνει κατά πολύ τα νόμιμα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές. Για τους πιο πάνω λόγους τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, εβδομαδιαίας αναπαύσεως, αποζημιώσεως ή προσαυξήσεως για την υπερωριακή ή κατά τις Κυριακές και εορτές εργασία, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβασή τους. Η εξαίρεση αυτή αντισταθμίζεται με τις καταβαλλόμενες σ' αυτούς αυξημένες αποδοχές. Η έννοια της διευθυντικής θέσεως, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, προσδιορίζεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστεως, της κοινής πείρας και της λογικής, από τη φύση και το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαίως, και από την ιδιάζουσα σχέση εκείνου ο οποίος τις παρέχει τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους. Τα πιο πάνω περιλαμβάνονται στην αριθ. 669/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου που εκδόθηκε κρίνοντας ανάλογη περίπτωση, προεδρεύοντος του κ. Π. Μαντζιάνα (Αντιπροέδρου ΑΠ) και με εισηγητή τον αεροπαγίτη κ. Θ. Παπαγιανάκη. Η έννοια των διευθυνόντων υπαλλήλων αποτελεί νομική έννοια που ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο και προσδιορίζεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστεως και της κοινής πείρας και λογικής, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το είδος των προσφερομένων υπηρεσιών. Σχέση εξάρτησης - Ιδιότητα Τα πρόσωπα τα οποία κατέχουν θέσεις εποπτείας - διευθύνσεως και εμπιστοσύνης (διευθύνοντες υπάλληλοι) συνδέονται με τον εργοδότη τους με σχέση εξαρτημένης εργασίας που βέβαια έχει την ιδιορρυθμία να είναι και σχέση συνεργασίας, εμπιστοσύνης και εκπροσωπήσεως, έστω και αν εξαιρούνται της εφαρμογής ορισμένων προστατευτικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση που κατέχουν και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει. Αυτό δέχεται και το Υπ. Εργασίας με το αριθ. 1089/30.1.97 έγγραφό του, αλλά και τα δικαστήρια (ΑΠ 658/68 - 236/75 - 674/91 - 1123/93 κλπ). Αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι για τους ως άνω υπαλλήλους δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί 8ώρου, αναπαύσεως, υπερωρίας, αδείας, κλπ. (Έγγραφο Υπ. Εργασίας 1555/22.5.96 - ΑΠ 919/86 - ΑΠ 1601/88 - ΑΠ 1123/93 - ΑΠ 191/90 - Εφετ. Θεσσαλονίκης 720/2003) Ακόμη κατά τη νομολογία των δικαστηρίων οι διατάξεις του ν. 2112/20 "περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας και την αποζημίωση των υπαλλήλων" τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και επί των προσώπων τα οποία κατέχουν θέση εποπτείας - διευθύνσεως και εμπιστοσύνης (διευθύνοντες υπάλληλοι) - ΑΠ 658/68 - ΑΠ 236/75 - Εφ.Αιγ. 33/71. Οι υπάλληλοι της κατηγορίας αυτής δεν δικαιούνται καμίας πρόσθετης αμοιβής ή αποζημίωσης είτε πρόκειται για ώρες εργασίας που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ιδιότυπος υπερωρία, ως υπερωρία, νόμιμη ή παράνομη, μη έχοντας για την τελευταία αξίωση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη τους, κατά το άρθρο 904 ΑΚ, αφού η τελευταία δεν οφείλεται σε παράνομη αιτία (ΑΠ 621/95 - ΑΠ 3/85 - Εφετ. Θεσσαλονίκης 720/2003). Η ιδιότητα των προσώπων αυτών ως κατεχόντων θέσεις εποπτείας - διευθύνσεως και εμπιστοσύνης δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους λαμβάνουν οδηγίες από τον εργοδότη τους (ΑΠ 568/98). Για το χαρακτηρισμό κάποιου μισθωτού ως "διευθύνοντος υπαλλήλου" δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω περιστάσεις, αφού η έννοια αυτή, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του διευθύνοντος, αποδίδεται σύμφωνα με τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της συναλλακτικής εμπειρίας, εξαρτώμενη από τη φύση των παρεχομένων υπηρεσιών και την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει απέναντι τόσο στον εργοδότη όσο και τους λοιπούς εργαζομένους. Εφόσον λοιπόν κάποιος μισθωτός μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως "διευθύνων υπάλληλος", τότε αν και εξακολουθεί να παρέχει εξαρτημένη εργασία εξαιρείται από την προστασία των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, για τα χρονικά όρια εργασίας, για την εβδομαδιαία ανάπαυση και για τις αποζημιώσεις ή προσαυξήσεις σε περίπτωση υπερωριακής απασχόλησης ή εργασίας κατά τη νύκτα ή τις Κυριακές - εορτές, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς τη εξέχουσα θέση των διευθυνόντων υπαλλήλων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν με τη σύμβασή τους. Εξαιρείται ακόμη ο διευθύνων υπάλληλος, σύμφωνα με αποφάσεις των δικαστηρίων (ΑΠ 478/14) και από την προστασία των διατάξεων που προβλέπουν την αυτούσια χορήγηση της ετήσιας άδειας αναπαύσεως. Για το θέμα αυτό υποστηρίζεται βάσιμα η άποψη ότι τα πρόσωπα εμπιστοσύνης δεν πρέπει να εξαιρεθούν από την εφαρμογή αυτή, γιατί, όπως κάθε εργαζόμενος, έτσι και αυτοί υπόκεινται σε ανάλωση των πνευματικών και σωματικών δυνάμεών τους, οπότε η άδεια αναψυχής είναι απαραίτητη. Δεν χαρακτηρίζεται ως διευθύνων υπάλληλος ανώτερος υπάλληλος ο οποίος απλώς είναι προϊστάμενος συναδέλφων του και έχει μόνον περιορισμένα διευθυντικά δικαιώματα, χωρίς δυνατότητα αναπτύξεως σημαντικής πρωτοβουλίας και δεν έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, έχοντας κυρίως ενημερωτικές αρμοδιότητες. Κριτήρια Τα κριτήρια χαρακτηρισμού του διευθύνοντος υπαλλήλου κινούνται προς δύο κατευθύνσεις: Τόσο προς την επιχείρηση όσο και προς τους υπολοίπους υπαλλήλους. Είναι διφυής η ιδιαιτερότητα της σχέσης. Δεν αρκεί μόνο το ένα από τα δύο στοιχεία της διακρίσεως για να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό. Η έννοια της διευθυντικής θέσεως, όπως τονίστηκε, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, προσδιορίζεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστεως και της κοινής πείρας και της λογικής, από τη φύση και το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών που κρίνονται ενιαίως καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση εκείνου που τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους. Αντίθετα δεν χαρακτηρίζεται ως διευθύνων υπάλληλος ανώτερος υπάλληλος ο οποίος απλώς είναι προϊστάμενος συναδέλφων του και έχει μόνο περιορισμένα διευθυντικά καθήκοντα, χωρίς δυνατότητα αναπτύξεως σημαντικής πρωτοβουλίας και δεν έχει ακόμη την δυνατότητα να επηρεάζει αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, έχοντας κυρίως ενημερωτικές αρμοδιότητες. Πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα ότι θα πρέπει να διακρίνονται οι υπάλληλοι με διευθυντικά καθήκοντα από τους διευθύνοντες υπαλλήλους (Εφετ. Πειραιώς 580/85 - ΑΠ 206/87 - ΑΠ 674/91) Χαρακτηριστικά Ανακεφαλαιώνοντας και με βάση όλα τα πιο πάνω θα μπορούσαν να προσδιορισθούν αναλυτικά τα κύρια χαρακτηριστικά της κατηγορίας αυτής των υπαλλήλων ως εξής και συγκεντρωτικά: 1. Καθήκοντα γενικοτέρας διεύθυνσης 2. Αυξημένες αποδοχές 3. Άσκηση εργοδοτικών εξουσιών 4. Ανάληψη ευθυνών (ποινικών, προσλήψεων, υπογραφών κλπ.) 5. Μη τήρηση ωραρίου 6. Ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης 7. Εξουσίες εκπροσωπήσεως.