Προσδιορισμός των χρονικών ορίων εργασίας και μισθολογικές αξιώσεις του Παναγιώτη Μάμμου Επίτιμου Δ/ντή Υπ. Εργασίας και Κοιν. Ασφάλισης τ. Διαιτητή Ο.ΜΕ.Δ. 1. Νόμιμα ωράρια - Βασικές ρυθμίσεις 2. Νομολογιακές κρίσεις για την εφαρμογή του Α.Ν. 547/37 3. Χρόνος Υπερωριών και αμοιβή τους 4. Οργάνωση και κόστος εργασίας 1. Νόμιμα ωράρια εργασίας Ο χρόνος εργασίας αποτελεί μία από τις βασικότερες παραμέτρους στο κόστος εργασίας (άμεσο και έμμεσο) παραγωγής, παραγωγικότητας, ανταγωνιστικότητας, διοίκησης προσωπικού και διάθεσης προϊόντων και υπηρεσιών. Η ζήτηση και προσφορά εργασίας δοκιμάζεται από τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, τη δραστηριότητα κλάδων και επαγγελμάτων της ιδιωτικής και εθνικής οικονομίας και τις αντοχές του καταναλωτικού κοινού μετά από την οικονομική και κοινωνική κρίση μικροοικονομικά και μακροοικονομικά που βιώνει η χώρα μας πέραν των 6 ετών. Είναι ενθαρρυντικό ότι επιχειρήσεις εξαγωγικής εντάσεως και πολυεθνικές που δρουν στη χώρα μας και απευθύνονται σε ευρύτερες αγορές για τον προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών διατηρούν το αυτό ή περίπου το αυτό κόστος εργασίας και ενδεχομένως αυξημένο έναντι της περιόδου προ του 2010, συνάμα δε, και το επίπεδο απασχόλησης σε ικανοποιητικό βαθμό. Πρωτίστως για να κατανοηθεί πόση και ποια επίδραση έχουν τα θεσμοθετημένα χρονικά όρια εργασίας μέσω των οποίων επιβάλλεται τάξη στο χρόνο εργασίας και στην αμοιβή εργασίας είναι περιληπτικά αναγκαία μια αναδρομή γι' αυτά που τέθηκαν σε εφαρμογή τη 10ετία 1930-40. Και σήμερα το νόμιμο ωράριο εργασίας παραμένει το ίδιο για εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία όπως καθορίσθηκε την προαναφερόμενη περίοδο στις 48 ώρες. Η πρώτη ουσιαστική μεταβολή ίσως από την επιρροή του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου έγινε με την ΕΓΣΣΕ του 1975 η οποία κυρώθηκε με το ν. 133/75 για την οικειοθελή εργοδοτική εφαρμογή πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας με μείωση του νομίμου ωραρίου στις 45 ώρες, του ημερησίου σε 9 ώρες ενώ οι 3 υπόλοιπες ώρες εβδομαδιαίως χαρακτηρίσθηκαν ώρες ιδιόρρυθμης υπερωρίας. Την επόμενη 10ετία σταδιακά ο χρόνος εργασίας (συμβατικός) με την ΕΓΣΣΕ έτους 1984 περιορίστηκε στις 40 ώρες εβδομαδιαίως και ο πέραν αυτού χρόνος και μέχρι των 45 ωρών (με πενθήμερο) και των 48 ωρών (με εξαήμερο) απετέλεσε με το τελευταίο αναμορφωτικό νόμο (ν. Παναγιωτόπουλου) 3385/2005 (ΦΕΚ 210/Α/19.8.2005) τη νέα τάξη των νομίμων εβδομαδιαίων ωραρίων με υπερεργασία, 5 ωρών για εβδομάδα εργασίας, πέντε ημερών και 8 ωρών για εβδομάδα εργασίας 6 ημερών. Μια ακόμα ρύθμιση που δεν έθιξε ή δεν επαναρύθμισε ο νομοθέτης με το ν. 3385/2005 είναι αυτή του Α.Ν. 547/37 (ρύθμιση σε ισχύ περίπου 80 έτη) για 7 ώρες εργασία ημερησίως και 42 ώρες εβδομαδιαίως (με εξαήμερη εργασία) η οποία μάλλον παραμένει επίκαιρη αφού το νόμιμο ωράριο είναι μικρότερο των προβλεπομένων με το ν. 3385. Η ρύθμιση αυτή αφορά τους υπαλλήλους Τραπεζών και Α.Ε. Σημειωτέον ότι το συμβατικό ωράριο των Τραπεζοϋπαλλήλων μετά τη συλλογική σύμβαση του 2002 ανέρχεται σε 37 ώρες με πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία (προηγούμενη σ.σ.ε. έτους 1984 και κύρωσή της με το ν. 1483/84) και συνεπώς για επιπλέον εργασία μέχρι τις 42 ώρες εβδομαδιαίως, προβλέπεται πρόσθετη αμοιβή πέραν του μισθού για υπερεργασία 5 ωρών εκ των οποίων οι 3 ώρες (μέχρι του θεσμοθετημένου με την ΕΓΣΣΕ συμβατικού ωραρίου) αμείβονται με απλά ωρομίσθια και οι δύο ακόμα με προσαύξηση των ωρομισθίων κατά 20% (ν. 3863/2010). Το όριο μέχρι τις 40 ώρες εβδομαδιαίως σε πενθήμερη ή εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία αποτελεί υπερεργασία του άρθρου 659 ΑΚ και η αμοιβή της καθορίζεται με απλά ωρομίσθια είτε καταρτίζονται ατομικές συμβάσεις μερικής απασχόλησης, είτε το συμβατικό ωράριο με την οικεία σ.σ.ε. είναι μικρότερο των 40 ωρών εβδομαδιαίως. Επίσης δεν προσαυξάνονται τα ωρομίσθια με 20% αν το ημερήσιο ωράριο εργασίας δεν υπερβαίνει τις 9 ή 8 ώρες με πενθήμερη ή εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία και ο συνολικός χρόνος δεν υπερβαίνει τις 40 ώρες εβδομαδιαίως. 2. Νομολογιακές κρίσεις για την εφαρμογή του Α.Ν. 547/37 στις Τράπεζες και Α.Ε. Για τις Τράπεζες όπως αναφέρθηκε παραπάνω ο Α.Ν. 547/37 ισχύει για όλο το προσωπικό (σχετ. είναι και το υπ' αρ. 2575/95 κ.ά. Εγγρ. Υπ. Εργασίας). Δεν αποκλείεται στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη να αξιοποιηθεί η υπερεργασία των 5 ωρών εβδομαδιαίως (37 έως 42) με εργασία 1 (μίας) ώρας επιπλέον ημερησίως (42:5)=8 ώρες και 24 λεπτά ή με εργασία 8 ώρες τις 3 ημέρες και 9 ώρες ημερησίως για τις 2 υπόλοιπες ημέρες εβδομαδιαίως. Η υπερεργασία που προβλέπεται από το νόμο αποτελεί υποχρέωση προσφοράς εργασίας από τον εργαζόμενο κατά 1 ώρα στο πενθήμερο και 1.20 ώρες στο εξαήμερο με βάση και το ν. 3385/2005 και η οποιαδήποτε άρνησή της από τον εργαζόμενο μπορεί να συντελέσει ακόμα και στην καταγγελία συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη. Αρκετές νομολογιακές κρίσεις έχουν προκύψει για την εφαρμογή του νόμιμου ωραρίου των 42 ωρών στις βιομηχανικές, βιοτεχνικές και εμπορικές Α.Ε. Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιο από το προσωπικό των πιο πάνω επιχειρήσεων έχει εβδομαδιαίο νόμιμο ωράριο 42 ωρών και ποιο έχει 45 ωρών ή 48 ωρών. Το θεσμοθετημένο συμβατικό ωράριο είναι για όλους τους εργαζόμενους 40 ώρες εβδομαδιαίως και ενδιαφέρει ποια είναι η υπερεργασία και από ποίου σημείου εκκινεί η υπερωρία και πόσες ώρες υπερωρίας προβλέπεται για κάθε κατηγορία. Μπορούν να θεωρηθούν ως συγκρούσεις δύο ρυθμίσεων μιας παλιάς του Α.Ν. 547/37 και του ν. 3385/2005 για την εφαρμογή διαφορετικών νομίμων ωραρίων. Με αποφάσεις των καθ' ύλην αρμοδίων δικαστηρίων οι ειδικότητες των Α.Ε. που υπάγονται στο νόμιμο ωράριο των 42 ωρών είναι οι ταμίες, υπάλληλοι γραφείων, ιδιαιτέρες γραμματείς, κοστολόγοι, στατιστικολόγοι, τεχνικοί υπάλληλοι γραφείων κ.ά. (Α.Π. 685/64, 900/75, 858/80 κ.ά.). Με νόμιμο ωράριο των 45 ή 48 ωρών εβδομαδιαίως εργάζονται όσοι ανήκουν στην παραγωγή, αποθήκευση, διακίνηση, πωλήσεις προϊόντων ήτοι εργατοτεχνίτες, αποθηκάριοι και βοηθοί, σημειωτές, διακινητές ανταλλακτικών, μηχανικοί, μηχανολόγοι, ηλεκτρολόγοι, θερμαστές, προϊστάμενοι και διευθυντές παραγωγής κ.ά. αλλά και οι λογιστές, υπάλληλοι μισθοδοσίας, οι πωλητές κ.ά. (Α.Π. 982/82, 1595/85, 708/80, 1002/75, 1393/82 κ.ά.) οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι οργανικά με τις παραπάνω ειδικότητες. Πάντως, είναι σαφές ότι είναι ελάχιστες οι ειδικότητες των εργαζομένων στις Α.Ε. που υπάγονται στο νόμιμο ωράριο των 42 ωρών εβδομαδιαίως και οι οποίες συνεχίζουν να εμπίπτουν στο άρθρο 7 του Α.Ν. 547/37. Αρκετοί θεωρητικοί της επιστήμης του δικαίου αλλά και δικαστές έχουν διατυπώσει την κρίση ότι η διάκριση μεταξύ δύο ή τριών ωραρίων αντιβαίνει στους συνταγματικούς κανόνες και ειδικά του άρθρου 22 παρ. 1 για ίση αμοιβή που αφορά ίσης αξίας εργασία. Είναι όμως βέβαιο ότι με τις εξελίξεις των συμβατικών ωραρίων σε πολλούς εργαζόμενους εξομοιώνεται η αμοιβή εργασίας έστω και αν η διάκριση παραμένει με τα ισχύοντα νόμιμα ωράρια. 2.1. Συμβάσεις μικτής εργασιακής φύσεως και υπερεργασία Ανακύπτει ζήτημα υπερεργασιακής αμοιβής ακόμα και εντός του συμβατικού ωραρίου εργασίας όταν καταρτίζονται συμβάσεις με όρο σύμφωνα με τον οποίο παρέχει ο εργαζόμενος τακτικώς εκτός των κυρίων καθηκόντων του και άλλο είδος εργασίας (π.χ. οδηγός αυτοκινήτου με πρόσθετη εργασία φορτοεκφορτωτή). Αν δεν προβλέπεται πρόσθετη αμοιβή (Α.Π. 1262/83 κ.ά.) ο εργαζόμενος δικαιούται να ζητήσει επιπλέον αμοιβή σύμφωνα με το νόμιμο μισθό ή αν δεν υπάρχει νόμιμος μισθός με τον ειθισμένο μισθό που αφορά την πρόσθετη εργασία. Η πρόσθετη εργασία συνυπολογίζεται στις αποδοχές αδείας, στο επίδομα αδείας, στα δώρα εορτών, στην αποζημίωση απολύσεως και στην υπερεργασιακή και υπερωριακή αμοιβή που προβλέπεται με τους ανωτέρω νόμους και με τον πρόσφατα εκδοθέντα ν. 4093/12. Σε αντίθετη περίπτωση αν δεν έχει συμφωνηθεί λεπτομερώς το είδος της εργασίας και ο εργαζόμενος προσφέρει παρεμφερείς ή συναφείς εργασίες προς το κύριο είδος της εργασίας του (π.χ. οδηγός αυτοκινήτου που ασχολείται με τη συντήρηση και καθαριότητα του αυτοκινήτου, Α.Π. 1084/83, 62/82, 1563/80 κ.ά.) χωρίς να προβλέπεται ιδιαίτερη αμοιβή, δεν τίθεται θέμα εκ των υστέρων διεκδίκησης άλλης αμοιβής. 3. Χρόνος υπερωριών και αμοιβή Σύμφωνα με προγενέστερους νόμους (Π.Δ. 1932, 1936, Α.Ν. 547/37, Ν.Δ. 515/70, Ν.Δ. 1037/71, ν. 435/76) και τελευταία με το ν. 4093/2012 ο χρόνος υπερωριακής εργασίας δεν υπερβαίνει τις 2 ώρες ημερησίως και 120 ώρες ετησίως σε όλες τις επιχειρήσεις εκτός των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων που μπορεί να φθάσει τις 3 ώρες ημερησίως και για τις αιτίες που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν.Δ. 515/70 δηλαδή με πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία καταστήματα, γραφεία, επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών κ.λπ. μπορούν αν υπάρχουν οι νόμιμες αιτίες για υπερωριακή εργασία να απασχολήσουν τους εργαζόμενους μέχρι 11 ώρες (9 + 2) το 24ωρο και με εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία μέχρι 10 ώρες (8 + 2) ενώ οι βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις μπορούν να απασχολήσουν πέραν των νομίμων ωραρίων των 9 και 8 ωρών (συμπεριλαμβανομένης και της υπερεργασίας) λόγω πενθήμερης ή εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας τους εργαζόμενους έως 3 ώρες το 24ωρο δηλαδή έως 12 ή 11 ώρες συνολικά ημερησίως. Επειδή εγείρεται μείζον θέμα για τις υπερωρίες σε βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις (ΑΕ) τόσο για το υπαλληλικό όσο και για το εργατοτεχνικό προσωπικό, χρήσιμο είναι να παρατηρήσουμε τα εξής. Με νομολογιακές κρίσεις όπως αναφέρεται στην παρ. 2 ορισμένες ειδικότητες στις Α.Ε. βιομηχανικές και βιοτεχνικές Α.Ε. (υπάλληλοι γραφείων) υπάγονται σε νόμιμο ωράριο 42 ωρών και μπορούν να παρέχουν υπερωριακή εργασία μέχρι 2 ώρες ημερησίως και 120 ώρες το χρόνο. Με το ν. 4093/12 δεν προκύπτει τροποποίηση του Α.Ν. 547/37 για την κατηγορία των υπαλλήλων γραφείων κατά συνέπεια οι ΑΕ μπορούν να απασχολήσουν το υπαλληλικό προσωπικό το οποίο πρέπει να σημειώσουμε ότι, δεν εμπλέκεται στην παραγωγή, πωλήσεις, αποθήκευση και διακίνηση προϊόντων έως 2 ώρες ημερησίως και μέχρι 120 ώρες ετησίως, ενώ όλες οι άλλες ειδικότητες έχουν νόμιμο ωράριο 45 ή 48 ωρών εβδομαδιαίως και υπερωρία αν υπάρξει ανάγκη με τις προβλέψεις του Ν.Δ. 515/70 μέχρι 3 ώρες την ημέρα και 30 ώρες ανά εξάμηνο σύμφωνα με τις αποφάσεις του Υπ. Εργασίας. Οι υπερωρίες καταχωρίζονται σε βιβλίο υπερωριών ή σε μηχανογραφημένες καρτέλες μετά τη λήξη τους, υπογράφουν οι εργαζόμενοι σε αθεώρητο από το ΣΕΠΕ βιβλίο και αναγγέλλονται στην "ΕΡΓΑΝΗ" εντός του 1ου 15νθημέρου του επόμενου της πραγματοποιήσεως τους μήνα. Η αμοιβή που προβλέπεται σύμφωνα με το ν. 3863/10 ισούται με το ωρομίσθιο προσαυξημένο με 40% (για νόμιμη υπερωρία) και 80% για παράνομη υπερωρία (δηλαδή αν δεν υπάρχει νόμιμη αιτία, δεν καταγράφεται στο βιβλίο υπερωριών και δεν αναγγέλλεται στην "ΕΡΓΑΝΗ"). Οι υπερωρίες πρέπει επίσης να εγκρίνονται από τη διοίκηση της επιχείρησης ή τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό της όταν υπάρχει ανάγκη, για να λάβουν αμοιβή οι εργαζόμενοι άλλως αν πραγματοποιούνται με εντολή μη εξουσιοδοτημένων προσώπων (προϊσταμένων ή Διευθυντών) ή αυθαιρέτως από τους ίδιους εργαζομένους δεν πληρώνονται (Α.Π. 363/86 κ.ά.). Οι υπερωρίες γίνονται για έκτακτες υπηρεσιακές ανάγκες σύμφωνα με το άρθρο 659 του ΑΚ και δεν προβλέπεται υποχρέωση για τους εργοδότες να εξασφαλίζουν υπερωριακή εργασία στον ίδιο εργαζόμενο όταν υπάρχει ανάγκη στο μέλλον, παρότι αυτός πραγματοποιεί ακόμα και επί σειρά ετών υπερωρίες (Α.Π. 955/82). Οι παράνομες υπερωρίες διώκονται ποινικά σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 2639/98 και διοικητικά σύμφωνα με το ν. 3996/2011 με ύψος προστίμου σύμφωνα με τον αριθμό των εργαζομένων της επιχείρησης, τους θιγόμενους εργαζομένους, την καθ’ υποτροπή παράβαση της επιχειρήσεως, και το επίπεδο παραβατικότητος. Προσέτι δε, σε καμμία περίπτωση δεν συμψηφίζονται ώρες υπερωριακής εργασίας κάποιας ημέρας με λιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας (Α.Π. 882/98, 1190/91 κ.ά.). 4. Οργάνωση και κόστος εργασίας Για τη νόμιμη δόμηση των προγραμμάτων εργασίας πέρα από τις προβλέψεις της εσωτερικής (εθνικής) έννομης τάξης (χρονικά όρια ημέρας, εβδομάδας, μήνα, έτους, διαλείμματα, αναπαύσεις, διακοπές εργασίας, ειδικά ωράρια, νυχτερινή εργασία, εργασία Κυριακών, αργιών), βασικό εκσυγχρονιστικό θεσμικό εργαλείο απετέλεσε το Π.Δ. 88/99 (ΦΕΚ 94/Α/88) με μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη μας της οδηγίας 93/104 Ε.Ε.) με τις ακόλουθες γενικές προβλέψεις. α) Απαραιτήτως και απαρεγκλίτως οι επιχειρήσεις πάσης φύσεως που απασχολούν εργαζομένους με ωράριο άνω των 6 ωρών ημερησίως πρέπει να χορηγούν διάλειμμα τουλάχιστον 15' τη χρονική στιγμή που η ψυχοσωματική κόπωση των εργαζομένων κατά τη διάρκεια του ωραρίου (όχι κατά την έναρξη ή τη λήξη της εργασίας) χρειάζεται διακοπή με συμφωνία εργοδότη και επιτροπής υγιεινής και ασφάλειας ή αν δεν υπάρχει επιτροπή μονομερώς από τον εργοδότη υποχρεωτικά. Ο χρόνος του διαλείμματος δεν αποτελεί χρόνο εργασίας συνεπώς μπορεί να προεκταθεί ο χρόνος εργασίας κατά το ανάλογο διάστημα του διαλείμματος εκτός αν ο εργοδότης χορηγεί οικειοθελώς ή με διμερή συμφωνία το διάλειμμα χωρίς να το εργάζεται ο μισθωτός. Εξαιρούνται ειδικότητες και καταστάσεις αυξημένου κινδύνου (έγκυες γυναίκες, ανάπηροι, ανήλικοι σπουδαστές χειριστές ηλεκτρονικών υπολογιστών) όταν σύμφωνα με την οικεία σ.σ.ε. ή το Π.Δ. 176/97 κ.α. υπάρχει μεταφορά θέσεων ή ημίωρο διάλειμμα ημερησίως ή έκθεση επικινδυνότητας του τεχνικού ή του γιατρού εργασίας ο χρόνος διαλείμματος αποτελεί κατά πλάσμα πραγματικό χρόνο εργασίας. β) Εισάγεται η διάταξη που αφορά τον εργαζόμενο κατά τη νύχτα η οποία προστατεύει τους εργαζομένους οι οποίοι εργάζονται επί 7 τουλάχιστον ώρες ανά 24ωρο εκ των οποίων οι 3 ώρες περιλαμβάνονται στο διάστημα από τις 24:00 έως τις 05:00 π.μ. ή συνολικά κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ο χρόνος εργασίας μέσα στο διάστημα αυτό πρέπει να είναι 726 ώρες νυχτερινής εργασίας που σημαίνει αναλυτικά 22 ημέρες εργασίας το μήνα x 3 ώρες νυχτερινής εργασίας = 66 ώρες μηνιαίως x 11 εργάσιμους μήνες κατ' έτος = 726 ώρες. Κατ' ακολουθία σύμφωνα με την πρόβλεψη αυτή αν ένας εργαζόμενος (π.χ. σερβιτόρος) εργάζεται από τις 8 μ.μ. (20:00) έως τις 03:00 μ.μ. (7ωρο) συνεχώς, χαρακτηρίζεται ως εργαζόμενος κατά τη νύχτα. Αυτή είναι η ελάχιστη προστασία του νόμου και αν υπάρχει πρόβλημα υγείας που διαπιστώνεται μετά από τακτικές εξετάσεις στους εργαζομένους αυτούς και έκθεση επαγγελματικού κινδύνου από τον τεχνικό ασφαλείας και γιατρό εργασίας πρέπει να μεταφέρονται σε εργασίες ημέρας (άρθρο 9 του Π.Δ.). Αν κάποιος εργαζόμενος εργάζεται με νυχτερινή βάρδια συνεχώς οι ώρες εργασίας κατά τη νύχτα σαφώς υπερακοντίζουν το ελάχιστο διάστημα των 7 ωρών την ημέρα και των 3 ωρών ή και 726 ωρών του ανωτέρω διαστήματος. Δεν πρέπει να συγχέεται η εργασία νύχτας με την ανωτέρω διάταξη. Το διάστημα που ο κάθε εργαζόμενος εργάζεται με νυχτερινή βάρδια συνήθως από 10 μ.μ. έως 6 π.μ. αμείβεται με προσαύξηση κατά 25% στα ωρομίσθια αλλά και στην περίπτωση αυτή αν συγκεντρώνει πέραν του άλλου ημερησίου χρόνου εργασίας τις 726 ώρες ετησίως εντός του διαστήματος από 24.00 έως 05.00 π.μ. χαρακτηρίζεται και αυτός ως εργαζόμενος κατά τη νύχτα. Ιδιαίτερα αν ο εργαζόμενος παρέχει νυχτερινή εργασία συνεχώς απαγορεύεται να εργάζεται ανά 24ωρο πέραν των 8 ωρών. Αν υπάρχουν εναλλαγές στο πρόγραμμα εργασίας (νύχτα, πρωί, απόγευμα) εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις περί χρονικών ορίων εργασίας (συμβατικό ωράριο, υπερεργασία, υπερωρία) με τις παραπάτω προβλέψεις των παρ. 1, 2 και 3. γ) Ο μέσος όρος του χρόνου εργασίας ανά τετράμηνο δεν πρέπει επ' ουδενί να υπερβαίνει τις 48 ώρες εβδομαδιαίως ή συνολικά τις 800 ώρες (16,666 εβδομάδες x 48 ώρες εβδομαδιαίως = 800 ώρες το τετράμηνο) στοιχείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη τόσο από τις επιχειρήσεις όσο και από τις ελεγκτικές αρχές (ΣΕΠΕ, ΙΚΑ, Οικονομική Αστυνομία). δ) Πρέπει να υπάρχει 12ωρη ανάπαυση η οποία έγινε 11ωρη με το ν. 4093/12 μεταξύ λήξης και επανέναρξης της εργασίας με βάση το καταρτιζόμενο πρόγραμμα εργασίας. ε) Τήρηση 1 (μιας) ή 2 (δύο) αναπαύσεων 24ωρης διάρκειας εβδομαδιαίως όταν εφαρμόζεται εξαήμερη ή πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία τηρείται υποχρεωτικά (άρθρο 5 του Π.Δ.) και αν υπάρξει μεγάλη ανάγκη μπορεί με όρο επιχειρησιακής σ.σ.ε. ή με συμφωνία εργοδότη και επιτροπής υγιεινής και ασφάλειας να μετατεθούν οι αναπαύσεις συσσωρευτικά σε κάποιο άλλο χρόνο. Σημειωτέον σύμφωνα με το Π.Δ. 88/99 πέραν της 24ωρης ανάπαυσης πρέπει να προστίθεται και οι 11 ώρες τακτικών αναπαύσεων μεταξύ 2 (δύο) βαρδιών. Επί προσφυγής στις 11.4.2014 στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για παράβαση της οδηγίας 2003/88/ΕΚ η οποία αντικατέστησε ορισμένα στοιχεία του προαναφερομένου Π.Δ. για την οργάνωση του χρόνου εργασίας, εκρίθη ότι παραβιάσθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο 2 κανόνες της οδηγίας αυτής που αφορούσαν την τήρηση των χρονικών ορίων εργασίας 48 ωρών κατά μέσο όρο εβδομαδιαίως, ή κατά μέσο όρο στο 4μηνο όπως υπολογίσθηκε ανωτέρω ήτοι των 800 ωρών ανά τετράμηνο (16,666 x 48 = 800) ή ετησίως αφαιρουμένων των ωρών της κανονικής αδείας και των αργιών μέσα στο έτος, καθώς επίσης τη διασφάλιση ισοδύναμης περιόδου αντισταθμιστικής ανάπαυσης όταν δεν χορηγείται κατά εβδομάδα μία τουλάχιστον ανάπαυση για λόγους υπηρεσιακούς (σωστή προσφορά υπηρεσιών), υγιεινής, ασφάλειας και κινδύνου για τους ειδικευμένους και ειδικευόμενους γιατρούς στο Δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα. 4. Ειδικότερα κοστολογικά στοιχεία Αν δεχθούμε την παραπάνω αρχή του Ευρωπαϊκού δικαίου πρέπει να υπολογίσουμε στο πρόγραμμα απασχόλησης των επιχειρήσεων πόσες ώρες μπορεί να εργασθεί ο εργαζόμενος ετησίως κατ' ανώτατο όριο. α. Εργάσιμος χρόνος ετησίως 46 εβδομάδες (52 ημερολογιακές εβδομάδες - 5 εβδομάδες αδείας - 1 εβδομάδα αργιών) β. Μέσος όρος εβδομαδιαίως 48 ώρες x 46 εβδομάδες = 2208 ώρες και ούτε ώρα παραπάνω γ. Όταν η επιχείρηση κάνει χρήση όλης της υπερεργασίας καθ' όλο το έτος ο χρόνος εργασίας είναι: γ1. Στο πενθήμερο, συμβατικός χρόνος 46 x 40 = 1840 ώρες γ2. Στο πενθήμερο υπερεργασία 46 x 5 = 230 ώρες Σύνολο ωρών 2070 Αν χρειασθεί υπερωρία 120 ωρών ή 60 (30 + 30) ωρών ανά εξάμηνο. Δεν θα υπάρξει πρόβλημα παραβίασης της εσωτερικής έννομης τάξης αλλά και της ΕΚ δεδομένου ότι, το σύνολο με βάση το μέσο όρο δεν παραβιάζεται 2070 + 120 = 2190 ώρες (υπάλληλοι) και 2070 + 60 = 2130 ώρες (προσωπικό παραγωγής βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων) γ3. Στο εξαήμερο συμβατικός χρόνος 46 x 40 = 1840 ώρες γ4. Στο εξαήμερο υπερεργασία 46 x 8 = 368 ώρες Σύνολο ωρών 2208 Άρα αν οποιαδήποτε επιχείρηση με εξαήμερο εξαντλήσει όλες τις εβδομάδες του έτους την υπερεργασία δεν υπάρχει καμία δυνατότητα χρήσης υπερωρίας. Αν όμως υπάρξει διακύμανση μεταξύ χρήσης υπερεργασίας και υπερωρίας και εφόσον ο συνολικός ετήσιος χρόνος δεν υπερβαίνει τις 2208 ώρες ουδεμία παράβαση υφίσταται (φυσικά με τις γνωστές προβλέψεις του νόμου για νόμιμη υπερωριακή εργασία) γ5. Για υπόμνηση οι συντελεστές προσδιορισμού των ωρομισθίων τα οποία αποτελούν τη βάση υπολογισμού όλων των παρεπόμενων οικονομικών δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι: Μισθός x 0,006 = Ωρομίσθιο εργαζομένων που αμείβονται με μηνιαίο μισθό. Ημερομίσθιο x 0,15 = Ωρομίσθιο εργαζομένων που αμείβονται με ημερομίσθιο. Το ωρομίσθιο αποτελεί το μοναδιαίο κόστος εργασίας και οι κοστολόγοι των επιχειρήσεων πρέπει και προϋπολογιστικά (standard cost) και απολογιστικά να το προσδιορίσουν, για το ύψος των μισθολογικών δαπανών, την αύξηση ή μείωση της παραγωγικότητας και εν τέλει τις παροχές που πρέπει και μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε επιχείρηση. Σημειώνουμε ότι οι ανωτέρω συντελεστές αφορούν συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο 40 ωρών. Αν το ωράριο είναι μικρότερο με βάση σ.σ.ε. ή ατομική σύμβαση οι παραπάνω συντελεστές διαφοροποιούνται π.χ. το ωρομίσθιο των Τραπεζοϋπαλλήλων προκύπτει με συντελεστή 6 / (37 x 25) = 0,0064 κ.λπ. Οι εβδομάδες του μήνα είναι 4,166 = 25 / 6 για τους υπαλλήλους, και 4,33 = 26/6 για τους εργατοτεχνίτες και ο χρόνος ασφάλισης των πλήρως απασχολουμένων είναι 25 ημέρες (τουλάχιστον) των 6,66 ωρών εργασίας ημερησίως για τους υπαλλήλους (ή 300 ετησίως) και για τους εργατοτεχνίτες όσα ημερομίσθια των 6,66 ωρών ημερησίως πραγματοποιούν κάθε μήνα με μέσο όρο τα 26 Η.Α. και τα 312 ή 313 Η.Α. ετησίως. Μείζον θέμα ηγέρθη για τις ημέρες ασφάλισης των μερικών απασχολουμένων και μάλιστα με πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία. Επισημαίνουμε ότι τόσο ο συνήγορος του πολίτη και το Σ.τ.Ε. όσο και επιστήμονες, εμπειρικοί και πρώην υπηρεσιακοί παράγοντες, Γ. Ψηλός, Σπ. Νιάρχος κ.α. και ο γράφων το παρόν άρθρο έχουμε διατυπώσει με εργασίες και μελέτες τον προβληματισμό γιατί το ΙΚΑ και άγνωστο για ποιους λόγους δεν έχει εφαρμόσει πλήρως το άρθρο 39 του ν. 1892/90 για την ασφαλιστική κάλυψη των μερικώς απασχολουμένων με 25 ημέρες μηνιαίως όταν οι εργαζόμενοι αυτοί εργάζονται με πενθήμερο εβδομαδιαίως. Κάνω έκκληση στη Διοίκηση του ΙΚΑ μετά τη θεσμοθετημένη εφαρμογή από τις αρχές του 1980 του πενθημέρου να μη στερήσει σε εργαζόμενους τη σύνταξη περιορίζοντας το συντάξιμο χρόνο προς αποφυγή δικαστικών προσφυγών και διενέξεων. Συμπεράσματα Ο χρόνος εργασίας είναι χρήμα για επιχειρήσεις και εργαζομένους. Σημειωτέον ότι τόσο η υπερεργασία όσο και η υπερωρία διευκολύνουν τις επιχειρήσεις και ενισχύουν το εισόδημα των εργαζομένων και μάλιστα με φθηνό κόστος (προσαύξηση 20% και 40%). Ειδικά η χρήση υπερεργασίας 230 και 268 ωρών ετησίως με εργασία 5 ή 6 ημερών εβδομαδιαίως αν μεταφραστεί σε εργατικό δυναμικό σημαίνει ότι, για κάθε 8 εργαζόμενους που απασχολούνται υπερεργασιακά στις επιχειρήσεις είναι σαν να απασχολείται ένας ακόμα εργαζόμενος 230 ώρες ανά εργαζόμενο x 8 εργαζόμενους = 1840 ώρες όσεις είναι και οι ώρες του συμβατικού χρόνου εργασίας κάθε εργαζόμενου. Η επιβάρυνση κατά 20% εξισορροπείται με την ικανοποίηση αμφοτέρων των μερών εργοδότη και εργαζόμενου.