Πότε το δικαίωμα της επισχέσεως εργασίας ασκείται καταχρηστικά Από τα άρθρα 361, 648, 649, 350, 349, 325, 329, 353, 655, 653, 652, 656, 281, 200, 288 ΑΚ, 25 παρ. 3 Συντάγματος - όπως ίσχυσαν και ισχύουν το έτος 2013 - προκύπτουν (και) τα εξής: Επί συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργαζόμενος - υπάλληλος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη για τις αποδοχές από την παροχή της εργασίας του, δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμα επισχέσεως, απέχοντας από την εργασία του, έως ότου ο εργοδότης πληρώσει τις δεδουλευμένες αποδοχές του. Η επίσχεση της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου έχει, ως συνέπεια ότι αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, υπερήμερος καθίσταται ο εργοδότης και όχι ο εργαζόμενος. Όσο διαρκεί η υπερημερία αυτή του εργοδότη, υποχρεούται να καταβάλει τις αποδοχές - μισθούς υπερημερίας στον εργαζόμενο, δηλ. το νόμιμο ή συμφωνημένο μισθό του καθώς και ό,τι άλλο ο εργαζόμενος θα εισέπραττε, ως η προσφορά της εργασίας του να συνεχιζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επισχέσεως χρησιμεύει, ως έμμεσος εξαναγκασμός του εργοδότη προς εκπλήρωση της οφειλομένης αντιπαροχής του, δηλ. να πληρώσει τις δεδουλευμένες αποδοχές του εργαζομένου ενώ ο τελευταίος απαλλάσσεται, οριστικώς, από την υποχρέωση παροχής της εργασίας του, δηλ. δεν υποχρεούται, μετά την άρση της επισχέσεως της εργασίας του, να εργασθεί σε άλλο χρόνο. Η καταχρηστική άσκηση από τον εργαζόμενο του δικαιώματος επισχέσεως εργασίας είναι παράνομη και δεν καθιστά τον εργοδότη υπερήμερο. Καταχρηστικώς ασκείται το δικαίωμα επισχέσεως εργασίας (και) όταν δεν υπάρχει χρονικώς αξιόλογη καθυστέρηση εκπληρώσεως της υποχρεώσεως του εργοδότη (πληρωμή των αποδοχών του εργαζομένου) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, όπως στην κακή οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεώς του από λανθασμένες επιχειρηματικές επιλογές ή σε ολιγωρία του για τη λήψη των ενδεικνυόμενων μέτρων προς αντιστροφή της πτωτικής οικονομικής πορείας της επιχειρήσεώς του και οφείλεται σε απρόβλεπτες ή εξαιρετικώς δυσμενείς περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν η ληξιπρόθεσμη οφειλή είναι ασήμαντη ή όταν η επίσχεση δεν αποτελεί πρόσφορο μέσο για την ικανοποίηση των αξιώσεων του εργαζομένου ή όταν προκαλεί δυσανάλογη ζημία στην επιχείρηση σε σχέση προς το σκοπούμενο αποτέλεσμα. Εξ άλλου η υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας του μισθωτού παύει α) με την αποδοχή της εργασίας αυτού, β) με τη δήλωση του εργοδότη ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου, γ) με την καθοιονδήποτε τρόπο λύση της σύμβασης εργασίας, όπου περιλαμβάνεται και η λύση αυτής με καταγγελία, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της τήρησης των κατά νόμο διατυπώσεων και δ) με την περιέλευση του εργαζομένου για πραγματικούς ή νομικούς λόγους σε περίπτωση αδυναμίας παροχής της εργασίας του, εκτός εάν η αδυναμία αυτή οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο εργοδότης υπέχει ευθύνη (ΑΠ 789/2020, ΑΠ 145/2019, ΑΠ 1096/2018, ΑΠ 114/2017, ΑΠ 1502/2010). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 και 173, 200 και 288 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του, που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το νόμο 3514/1928 στράτευσή του, αλλά σε άλλη αιτία, όπως σε επίσχεση της εργασίας του, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι' αυτόν επιπτώσεις (ΑΠ 114/2017), ως και το χρονικό σημείο λύσης αυτής (ΑΠ 836/2019). Όμως στην περίπτωση που ο μισθωτός απέχει από την εργασία του ύστερα από δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης, ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα από μόνη τη δήλωση αυτή να θεωρήσει ότι η σύμβαση έχει λυθεί από το μισθωτό με οικειοθελή αποχώρηση του τελευταίου από την εργασία του, πολύ δε περισσότερο αν ο τελευταίος με ρητή δήλωσή του έχει γνωστοποιήσει στον εργοδότη ότι προτίθεται να παράσχει τις υπηρεσίες του κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης μετά την καταβολή των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών για τις οποίες προέβη σε επίσχεση. Μάλιστα αν ο εργοδότης αποκρούσει την προσφορά των υπηρεσιών του εργαζομένου χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία της σύμβασης (έγγραφη καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης) καθίσταται πλέον υπερήμερος, έστω και αν, λόγω της τυχόν προηγουμένης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους του μισθωτού, αυτός δεν είχε αρχικά περιέλθει σε υπερημερία (ΑΠ 947/2019, ΑΠ 324/2017). Α.Π. 1846/2022 Πρόεδρος: Η κ. Πηνελόπη Ζωντανού Εισηγητής: Η κ. Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου Δικηγόροι: Ο κ. Παντ. Δαβερώντας - Η κ. Καλουπάκη