Πιστοποιητικά Υγείας - Ποιοι μισθωτοί πρέπει να είναι εφοδιασμένοι Με βιβλιάρια υγείας πρέπει να εφοδιάζονται όχι όλοι όσοι ασκούν εργασία χειριστή τροφίμων ή ποτών ή απασχολούνται σε επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος, αλλά εκείνοι από αυτούς που ασχολούνται με την παρασκευή, συσκευασία και προετοιμασία των τροφίμων ή ποτών για τη διάθεσή τους στην κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των ποτών ή με τον χρήστη των υπηρεσιών, αφού τότε μόνον υπάρχει κίνδυνος να μεταδοθούν στον τελευταίο νοσήματα από τα οποία πάσχουν ή τα μικρόβια, οι ιοί και τα παράσιτα των οποίων είναι φορείς. ΑΠ 1466/2019 Πρόεδρος: Η κ. Ειρήνη Καλού Εισηγητής: Η κ. Σοφία Τζουμερκιώτη Δικηγόροι: Η κ. Δάφνη Αδάμπα - Η κ. Σοφία Παπαδοπούλου 1. Με την από 5.12.2017 και με αριθμό κατάθεσης ... .12.2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 353/30.12.2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, επί της ασκηθείσας από τους εναγομένους από 30.1.2014 (με αριθμό κατάθεσης ... .2.2014) έφεσης (εκ των οποίων οι δύο πρώτοι άσκησαν την ένδικη αναίρεση) κατά της 242/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, εκδοθείσας, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί της από 28.2.2013 (με αριθμό κατάθεσης ... .3.2013) αγωγής. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή της έφεσης, εξαφανίσθηκε η εκεί εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας, συνεπεία της προσβολής της προσωπικότητάς της ως εκ των συνθηκών που οδήγησαν στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της και, αφού δικάσθηκε εκ νέου η αγωγή ως προς αυτό, έγινε δεκτή για μικρότερο ποσό, ενώ επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση ως προς τις λοιπές διατάξεις της, μεταξύ των οποίων και κατά το μέρος που αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της από 19.12.2012 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου της ενάγουσας ως καταχρηστικής εκ μέρους της πρώτης εναγομένης (ήδη πρώτης αναιρεσείουσας), υποχρεώθηκε η τελευταία να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της, δευτέρου των εναγομένων (ήδη δευτέρου αναιρεσείοντος), για κάθε ημέρα άρνησης αποδοχής των υπηρεσιών της και υποχρεώθηκε η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 5.852,20 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας του εκεί αναφερόμενου χρονικού διαστήματος (μετά από συμψηφισμό της ληφθείσας αποζημίωσης απόλυσης με αντίστοιχο ποσό των αποδοχών υπερημερίας). Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144). Συνεπώς, είναι παραδεκτή (ΚΠολΔ 577 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (ΚΠολΔ 577 παρ.3). 2. Με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ.1 εδ. α' και 10 εδ. β' της Α1β/8577/1983 κανονιστικής απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β' 526/ 8.9.1983) "περί Υγειονομικού Ελέγχου και αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας των εγκαταστάσεων επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος, καθώς και των γενικών και ειδικών όρων ιδρύσεως και λειτουργίας των εργαστηρίων και καταστημάτων τροφίμων ή και/ ποτών", η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του α.ν. 2520/1940, όπως το άρθρο 14 αντικαταστάθηκε με την 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β' 665/ 11.11.1992) και ίσχυε κατά το χρόνο πρόσληψης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης (9.7.2009), ορίσθηκε ότι "Όσοι ασκούν ή επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών, είτε ως ειδικοί επαγγελματίες, είτε ως υπάλληλοι ή εργάτες ή βοηθοί αυτών, ή απασχολούνται με οποιαδήποτε σχέση σε ξενοδοχεία, δημόσια λουτρά, καθαριστήρια, κομμωτήρια, κουρεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία και άλλες επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινό, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του πέρασε από ιατρική εξέταση και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή του" (παρ.1 εδ. α') και ότι "Οι νομείς καταστημάτων, εργαστηρίων και εργοστασίων υγειονομικού ενδιαφέροντος ή οι νόμιμοι εκπρόσωποι τούτων οφείλουν να μην προσλαμβάνουν ή απασχολούν στην επιχείρησή τους άτομα, τα οποία δεν κατέχουν βιβλιάριο υγείας ή δεν έχουν θεωρήσει αυτό σύμφωνα με την παρ. 6 του παρόντος άρθρου" (παρ. 10 εδ. β'). Η ως άνω 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 1 της Υ1γ/ΓΠ/35797/ 4.4.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β' 1199/ 11.4.2012) "Πιστοποιητικό υγείας εργαζομένων σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος", που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ίδιου α.ν. 2520/1940, με το οποίο (άρθρο 1) ορίσθηκε στα εδάφια α' και β' αυτού ότι "Όσοι απασχολούνται ή επιθυμούν να απασχοληθούν σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος ή και έχουν άμεση ή έμμεση επαφή με τα τρόφιμα, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με πιστοποιητικό υγείας. Στο πιστοποιητικό θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή του", ενώ με το άρθρο 2 αυτής ορίσθηκε ότι "Τα ατομικά βιβλιάρια υγείας, τα οποία έχουν ήδη εκδοθεί, ισχύουν έως την ημερομηνία λήξης τους". Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι οι ιδιωτικές κλινικές, για την ίδρυση και λειτουργία των οποίων ισχύουν ειδικές ρυθμίσεις (β.δ. 451/1962 και π.δ. 247/1991), δεν μπορούν να θεωρηθούν ως υγειονομικού ενδιαφέροντος επιχειρήσεις ή καταστήματα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων και, συνεπώς, οι εργαζόμενοι σε αυτές ιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό, πλην των εργαζομένων στα μαγειρεία, εστιατόρια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους υγιεινής, δεν υποχρεούνται να εφοδιασθούν με βιβλιάρια υγείας (ΑΠ 1277/2001, ΑΠ 1278/2001). Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι με βιβλιάρια υγείας (ήδη πιστοποιητικά υγείας) πρέπει να εφοδιάζονται όχι όλοι όσοι ασκούν εργασία χειριστή τροφίμων ή ποτών ή απασχολούνται σε επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος, αλλά εκείνοι από αυτούς που ασχολούνται με την παρασκευή, συσκευασία και προετοιμασία των τροφίμων ή ποτών για τη διάθεσή τους στην κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των ποτών ή με το χρήστη των υπηρεσιών, αφού τότε μόνο υπάρχει κίνδυνος να μεταδοθούν στον τελευταίο τα νοσήματα, από τα οποία πάσχουν, ή τα μικρόβια, οι ιοί και τα παράσιτα των οποίων είναι φορείς (ΑΠ 167/2018, ΑΠ 1113/2013). Επομένως, στο ρυθμιστικό πεδίο των ως άνω διατάξεων δεν περιλαμβάνονται μισθωτοί, οι οποίοι, λόγω της φύσης της εργασίας τους, δεν έρχονται σε άμεση επαφή με τρόφιμα ή και ποτά κατά την από αυτούς παροχή των υπηρεσιών σε τρίτους, όπως είναι (και) το νοσηλευτικό προσωπικό που απασχολείται σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών υγείας, όπως είναι οι ιδιωτικές κλινικές, εφόσον δεν απασχολείται σε χώρους παρασκευής γευμάτων (μαγειρεία) ή μαζικής εστίασης ή βοηθητικούς χώρους υγιεινής των επιχειρήσεων αυτών. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή δεν μπορεί να συναχθεί από την επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες διάταξη του άρθρου 16 της Υιγ/ΓΠ/96967/ 8.10.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας (ΦΕΚ Β' 2718/8.10.2012), που ίσχυε κατά το χρόνο της καταγγελίας (19.12.2012) [μετέπειτα καταργηθείσα με το άρθρο 18 παρ.1 της Υιγ/ΓΠ/47829/ 21.6.2017 απόφασης του Υπουργού Υγείας - ΦΕΚ Β' 2161/23.6.2017], που αφορά ειδικά, κατά τα άρθρα 2 και 3 αυτής, μόνο τις εκεί αναγραφόμενες επιχειρήσεις τροφίμων, αφού η εν λόγω διάταξη του άρθρου 16 αναφέρεται σε ποιες επιχειρήσεις λαμβάνει χώρα υγειονομικός έλεγχος εφαρμογής των όρων και προϋποθέσεων της απόφασης αυτής, στις οποίες πράγματι διαλαμβάνονται, μεταξύ άλλων (όπως συγκοινωνιακών μέσων, κάθε είδους εργοστασίων, εργαστηρίων, καταστημάτων των οποίων οι συνθήκες λειτουργίας είναι δυνατόν να επιδράσουν δυσμενώς στη δημόσια υγεία, τεχνικών εγκαταστάσεων ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ) και οι ιδιωτικές κλινικές και δεν αναφέρεται στους μισθωτούς των επιχειρήσεων αυτών, που πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας (ήδη πιστοποιητικό υγείας). Επισημαίνεται ότι αντίστοιχη με εκείνη του ως άνω άρθρου 16 ήταν και η ρύθμιση του άρθρου 2 της Α1β/8577/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας σχετικά με τους υγειονομικούς ελέγχους, μεταξύ άλλων, των μαγειρείων, εστιατορίων και βοηθητικών χώρων υγιεινής των εργοστασίων γενικά, ιδιωτικών κλινικών, οίκων ευγηρίας και άλλων παρομοίων επιχειρήσεων. Ακόμη, με το άρθρο 8 της ως άνω επικαλούμενης Υιγ/ΓΠ/96967/ 8.10.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας, ορίσθηκε ρητά ότι πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με πιστοποιητικό υγείας, σύμφωνα με την ως άνω Υγειονομική διάταξη Υιγ/ΓΠ/35797 (ΦΕΚ Β' 1199/ 11.4.2012), όπως κάθε φορά ισχύει, "Όσοι ασκούν ή επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών ή να εργαστούν σε επιχειρήσεις τροφίμων και ποτών". Περαιτέρω, από τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 14 παρ.1 εδ. α' και 10 εδ. β' της Α1β/8577/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, όπως αυτό αντικαταστάθηκε, κατά τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 ΑΚ, συνάγεται ότι η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας (ήδη πιστοποιητικού υγείας) ή η μη θεώρησή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας των μισθωτών, που απασχολούνται με την παρασκευή, προετοιμασία και συσκευασία των τροφίμων και ποτών για τη διάθεσή τους στη κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των ποτών ή με το χρήστη των υπηρεσιών. Η εν λόγω ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, λόγω έλλειψης του βιβλιαρίου υγείας, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη, καθόσον η ύπαρξη του βιβλιαρίου υγείας αποβλέπει στην προστασία της δημόσιας υγείας και έχει ως συνέπεια ότι ο εργαζόμενος τελεί σε απλή σχέση εργασίας με τον εργοδότη του (ΑΠ 904/2004, ΑΠ 205/1999). Για το ορισμένο, όμως, της αγωγής, που ερείδεται σε άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του μισθωτού, με την οποία διώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας αυτής και η επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας στο μισθωτό, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στο δικόγραφό της ότι ο εργαζόμενος ήταν εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας (ήδη πιστοποιητικό υγείας), διότι η αναφορά "σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας" στο δικόγραφο της αγωγής έχει την έννοια της έγκυρης σύμβασης, ενώ η έλλειψη του βιβλιαρίου υγείας αποτελεί ένσταση του εναγομένου εργοδότη περί ακυρότητας της σύμβασης αυτής, η παραδοχή της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης και όχι ως αόριστης (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 439/2010). 3.Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σε αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν. Τέλος, λόγος αναίρεσης με τον οποίο βασίμως πλήττεται κάποια από τις επάλληλες αιτιολογίες, που στηρίζουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, εφόσον οι λοιπές αιτιολογίες αυτής επαρκούν για τη στήριξη του διατακτικού της (ΟλΑΠ 25/2003). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι, με το να απορρίψει τον προταθέντα πρωτοδίκως και με λόγο έφεσης ισχυρισμό τους περί ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου της ενάγουσας, απασχολούμενης ως νοσοκόμας σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος και δη στην ιδιωτική κλινική της πρώτης εναγομένης, για το λόγο ότι αυτή δεν διέθετε βιβλιάριο υγείας, και με το να δεχθεί στη συνέχεια, παρά την επικαλούμενη ακυρότητα της ως άνω σύμβασης, την αγωγή επιδικάζοντας στην ενάγουσα αποδοχές υπερημερίας, λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και υποχρεώνοντας την πρώτη εναγομένη να δέχεται τις υπηρεσίες της, με το σκεπτικό ότι για την παροχή της εργασίας της ενάγουσας δεν απαιτείτο ο εφοδιασμός αυτής με βιβλιάριο υγείας, δεχόμενη ότι η υποχρέωση αυτή, δήθεν, αφορά μόνο τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος του επισιτιστικού τομέα και ως εκ τούτου δεν τυγχάνει εφαρμογής σε ιδιωτικές κλινικές και κατά συνέπεια δεν ενέπιπτε στο ρυθμιστικό πεδίο του α.ν. 2520/1940 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών ΥΑ Αιβ/8577/1983, 8405/1992, Υιγ/ΓΠ/35797/2012 και Υιγ/ΓΠ/96967/2012, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου ως άνω διατάξεις, αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου και την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε αυτούς. Τα ανωτέρω υποστηριζόμενα δεν είναι βάσιμα, καθόσον η επιχείρηση ιδιωτικής κλινικής της πρώτης εναγομένης δεν αποτελεί επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος, κατά την προαναφερόμενη έννοια, ούτε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι η ενάγουσα παρείχε τις υπηρεσίες της στα μαγειρεία, εστιατόρια ή βοηθητικούς χώρους υγιεινής της πιο πάνω ιδιωτικής κλινικής, ώστε να απαιτείται κατά νόμο ο εφοδιασμός της με βιβλιάριο (ήδη πιστοποιητικό) υγείας. Αντίθετα, δέχθηκε ότι η ενάγουσα από την πρόσληψή της, την 9.7.2009, στην επιχείρηση ιδιωτικής κλινικής παροχής υπηρεσιών υγείας της πρώτης εναγομένης, παρείχε τις υπηρεσίες της ως νοσοκόμα. Επομένως, εφόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι, στο πλαίσιο παροχής της εργασίας της στην ιδιωτική κλινική της πρώτης εναγομένης, η ενάγουσα ερχόταν σε άμεση επαφή με την παρασκευή ή διανομή τροφίμων, ορθώς κατ' αποτέλεσμα έκρινε [αν και με εν μέρει ελλιπή στη μείζονα σκέψη αυτού αιτιολογία, καθότι δεν αποκλείεται να απαιτείται κατά νόμο ο εφοδιασμός των εργαζομένων σε επιχειρήσεις παροχών υπηρεσιών υγείας, όπως οι ιδιωτικές κλινικές, με βιβλιάριο υγείας, γεγονός που εξαρτάται από τη φύση της εργασίας τους]. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Ο δεύτερος λόγος της αίτησης, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ.1 και αρ.8 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι, παρά το νόμο, έκρινε αφενός ότι ο εφοδιασμός της ενάγουσας με βιβλιάριο υγείας για την ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας δεν ερευνάται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας, αλλά μόνο κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού του εργοδότη, αφετέρου δε ότι ορθώς δεν ερευνήθηκε τούτο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διότι οι εναγόμενοι δεν είχαν προτείνει πρωτοδίκως παραδεκτώς σχετικό ισχυρισμό, αν και είχε προβληθεί, είναι αλυσιτελής. Και τούτο διότι οι λοιπές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, βάσει των οποίων κρίθηκε ορθώς ότι για την παροχή της προαναφερθείσας εργασίας εκ μέρους της ενάγουσας δεν ήταν κατά νόμο αναγκαίος ο εφοδιασμός αυτής με βιβλιάριο υγείας (ήδη πιστοποιητικό υγείας), στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της. 5. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).