Πενθήμερος εργασία και απασχόληση κατά την 6η ημέρα Ο μισθωτός που απασχολείται νόμιμα ή παράνομα κατά την ημέρα της Κυριακής και υπό την προϋπόθεση ότι η απασχόλησή του αυτή υπερέβη τις πέντε (5) ώρες δικαιούται εκτός από την προσαύξηση του 75% και αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση (ΡΕΠΟ) σε άλλη ημέρα της εβδομάδας που ακολουθεί. Σε περίπτωση εφαρμογής του συστήματος της 5θήμερης εργασίας για την εργασία την 6η ημέρα, που συνήθως είναι Σάββατο, ο μισθωτός δεν δικαιούται αναπληρωματικής ημέρας αναπαύσεως (ΡΕΠΟ) διότι η έκτη ημέρα της εβδομάδος δεν έχει το χαρακτήρα υποχρεωτικής αργίας. ΑΠ 517/2019 Πρόεδρος: Η κ. Σοφία Καρυστηναίου Εισηγητής: Η κ. Σοφία Τζουμερκιώτη Δικηγόροι: Οι κ.κ. Π. Τσαντίλας - Ν. Ζωητός 1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 10 του ΒΔ 748/66, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 4 παρ. 3 του Ν. 4504/66 και 904 ΑΚ, συνάγεται ότι ο μισθωτός, που απασχολήθηκε νόμιμα ή παράνομα κατά την ημέρα της Κυριακής ή άλλης κατά νόμο εξαιρέσιμης αργίας και με την προϋπόθεση ότι η απασχόλησή του αυτή υπερέβη τις πέντε (5) ώρες, δικαιούται αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης (ρεπό) σε άλλη ημέρα της εβδομάδας και εντεύθεν έχει δικαίωμα, εκτός της προσαύξησης του 75% επί του νομίμου ημερομισθίου του, σύμφωνα με τις 8900/46 και 25825/51 αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, να αξιώσει και αποζημίωση για την προσφορά της εργασίας του κατά την ημέρα της Κυριακής, χωρίς να του δοθεί άλλη ημέρα ανάπαυσης, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, δηλαδή να αξιώσει την απόδοση της ωφέλειας που αδικαιολόγητα αποκόμισε ο εργοδότης από την εργασία του κατά την ημέρα της αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσής του, αποφεύγοντας έτσι ισόποση αμοιβή, που θα κατέβαλε σε άλλον μισθωτό, τον οποίο θα προσλάμβανε για να εργασθεί αντί εκείνου κατά την ημέρα αυτή (ΑΠ 930/13). Για την εργασία του, όμως, αυτή την έκτη ημέρα της εβδομάδας (συνήθως τα Σάββατα) στις περιπτώσεις εφαρμογής του συστήματος της πενθήμερης εργασίας, ο μισθωτός δεν δικαιούται αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης (ρεπό), διότι η έκτη ημέρα της εβδομάδας δεν έχει το χαρακτήρα υποχρεωτικής αργίας, όπως η εβδόμη ημέρα της εβδομάδας και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να εφαρμοσθούν, ούτε και αναλόγως, τα όσα ισχύουν για απασχόληση κατά τη διάρκεια των Κυριακών (ΑΠ 1004/17, ΑΠ 925/08).(...) 5. Περαιτέρω, ως χρόνος εργασίας νοείται ο χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου ο εργαζόμενος μπορεί αλλά και οφείλει να παράσχει την εργασία του. Το ΠΔ 88/99, το οποίο εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 93/104/ΕΚ, ορίζει ως χρόνο εργασίας "κάθε περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις, για κάθε κατηγορία εργαζομένων" (άρθρο 2). Στο άρθρο 14 παρ. 1 του π.δ. της 27-6/4-7-1932 (ΦΕΚ Α' 212/4-7-1932) "περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως των περί οκταώρου εργασίας διατάξεων", ορίζεται ότι ως ώρες εργασίας θεωρούνται οι πραγματικές, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται οι διακοπές ή τα διαλείμματα εργασίας. Έτσι ο χρόνος του διαλείμματος κατά τη διάρκεια της εργασίας δεν αποτελεί, κατά κανόνα, χρόνο εργασίας, δηλαδή της εκπλήρωσης από αυτόν της συμβατικής του υποχρέωσης έναντι του εργοδότη του, κατά την έννοια του άρθρου 652 ΑΚ, αλλά χρόνο διατιθέμενο από τον εργαζόμενο, εκτός αν υπάρχει ειδική αντίθετη διάταξη ή σχετική συμφωνία. Δεν μπορεί, επομένως, χωρίς συμφωνία, να τεθεί ζήτημα υπερεργασίας ή υπερωριακής απασχόλησης, στην περίπτωση αυτή (ΑΠ 1087/08). Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 ΑΚ, 5 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι, εάν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης αυτού, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ' εύλογη κρίση (ΑΠ 868/18, ΑΠ 22/14). (...) 7. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΚΠολΔ 561 παρ.2), το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, εκτιμώντας όλα τα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, σε σχέση με τα αγωγικά αιτήματα για υπερεργασιακή απασχόληση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ως προς τα οποία ερευνάται η υπόθεση, τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων (ήδη αναιρεσείων), ο οποίος διέθετε βιβλιάριο υγείας, προσελήφθη την 15-5-2000 από την εναγομένη, η οποία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την εκμετάλλευση των ξενοδοχείων "...", με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να απασχοληθεί στο ξενοδοχείο της με την επωνυμία "...", που βρίσκεται στο ..., με την ειδικότητα του σερβιτόρου. Ότι συμφωνήθηκε πενθήμερη εργασία, με ωράριο οκτώ (8) ωρών ημερησίως, αντί των νομίμων αποδοχών που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) για τους ξενοδοχοϋπαλλήλους. Ότι από το έτος 2007 έως την 4-11-2011, οπότε η εναγομένη του κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του και τον απέλυσε, ο ενάγων απασχολήθηκε με την ειδικότητα του "υπομαίτρ" (κάπταιν Α' κατηγορίας), αντί μηνιαίων αποδοχών, οι οποίες τελευταία διαμορφώθηκαν στο ποσό των 1.155,91 ευρώ. Ότι κατά την ένδικη χρονική περίοδο, ο ενάγων εργάσθηκε σε πενθήμερη βάση επί οκτώ ώρες ημερησίως και ναι μεν εργαζόταν από ώρα 18:00 ως 2:30 πρωινή, πλην όμως η παράταση της εργασίας του κατά μισή ώρα οφειλόταν στο διάλειμμα μισής ώρας, που πραγματοποιούσε κατά την ως άνω διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησής του. Ότι ως χρόνος εργασίας του θεωρείται αποκλειστικά και μόνο ο χρόνος, κατά τον οποίο απασχολείτο πραγματικά στη διεξαγωγή της εργασίας, που του είχε ανατεθεί, δηλαδή περιλαμβάνονται μόνο οι ώρες της πραγματικής απασχόλησης και δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτές τα διαλείμματα. Ότι η ισόχρονη προς τις διακοπές αυτές παράταση της εργασίας μέχρι να συμπληρωθεί το κανονικό ωράριο, δεν γεννά αξίωση υπέρ των μισθωτών για λήψη αμοιβής. Ότι, επιπλέον, δεν προέκυψε αντίθετη συμφωνία με την εναγομένη, ούτε σχετική πρόβλεψη στην οικεία ΣΣΕ, ώστε το διάλειμμα να αποτελεί χρόνο εργασίας. Ότι, ενόψει αυτών, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, υπερεργασία και το σχετικό κονδύλιο είναι απορριπτέο ως αβάσιμο. Περαιτέρω, δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι η εναγομένη, την 30-6-2011, γνωστοποίησε στον ενάγοντα έγγραφο- έκθεση, το περιεχόμενο του οποίου ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι είναι προσβλητικό της τιμής και της επαγγελματικής του υπόληψης και έχει, κατά λέξη, ως εξής: "Σύμφωνα με τον τελευταίο ποιοτικό έλεγχο που πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο από τον οργανισμό Leading Hotels of the World, διαπιστώθηκε ότι δεν τηρήσατε τις διαδικασίες που έχουν καθορισθεί και οι υπηρεσίες που παρείχατε, με τα εφόδια που έχετε, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των ποιοτικών υπηρεσιών που απαιτούνται. Όπως γνωρίζετε, η μη τήρηση των ανωτέρω αποτελεί σημαντική παραβίαση των όρων της σύμβασης εργασίας, που έχετε υπογράψει με την επιχείρηση κατά την πρόσληψή σας. Σας επισημαίνουμε ότι το ανωτέρω παράπτωμα κρίνεται ως πολύ σοβαρό και μπορεί να επιφέρει μέχρι και τη λύση της μεταξύ μας σύμβασης εργασίας". Ότι αποδείχθηκε ότι ευρισκόμενο στο ... ξενοδοχείο της εναγομένης είναι κατηγορίας πολυτελείας και μέλος του οργανισμού Leading Hotels of the World. Ότι στο πλαίσιο συμμετοχής της στην ως άνω αλυσίδα, διενεργούνται ποιοτικοί έλεγχοι απροειδοποίητα ανά τακτά χρονικά διαστήματα από αρμόδια όργανα- επιθεωρητές της πιο πάνω αλυσίδας, που βαθμολογούν τις παρεχόμενες υπηρεσίες της εναγομένης, που πρέπει να τηρεί ορισμένα στάνταρτ και να συγκεντρώνει ένα ορισμένο ποσοστό βαθμολόγησης, προκειμένου να παραμείνει μέλος αυτής. Ότι την 12-6-2011, επιθεωρητές της ως άνω αλυσίδας προέβησαν απροειδοποίητα σε ποιοτικό έλεγχο των υπηρεσιών του υποκαταστήματος της εναγομένης στο ..., τα αποτελέσματα του οποίου, με αναλυτικούς πίνακες βαθμολόγησης και κάλυψης ή μη των απαιτούμενων κριτηρίων, κοινοποίησαν στην εναγομένη. Ότι, σύμφωνα με τον ανωτέρω έλεγχο, το τμήμα που απασχολείτο ο ενάγων, αλλά και ο ίδιος (ενάγων), βαθμολογήθηκε με 67%, ενώ το ελάχιστο αποδεκτό ποσοστό βαθμολογίας για τη συμμετοχή ενός ξενοδοχείου στην ως άνω αλυσίδα είναι συνολικά 80%. Ότι η εναγομένη κοινοποίησε το εν λόγω έγγραφο όχι μόνο στον ενάγοντα, αλλά και στα υπόλοιπα άτομα του προσωπικού της, με το οποίο τους ενημέρωνε σχετικά και τους εφιστούσε την προσοχή. Ότι η εναγομένη, στο πλαίσιο άσκησης του διευθυντικού της δικαιώματος προς εποπτεία για την τήρηση των όρων υπό τους οποίους τελεί η προσφορά υπηρεσιών των εργαζομένων της, κοινοποίησε στον ενάγοντα το πιο πάνω έγγραφο, από το περιεχόμενο του οποίου δεν προκύπτει ότι η εναγομένη υπερέβαλε στις εκφράσεις της ως προς το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο μέτρο ή ότι κινήθηκε κακόβουλα και κακόπιστα, με σκοπό να βλάψει την τιμή και την επαγγελματική υπόληψη του ενάγοντος, ούτε προέκυψε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, στο πλαίσιο άσκησης του διευθυντικού της δικαιώματος, τυγχάνει καταχρηστική. Ότι επιπλέον ο ενάγων δεν επικαλείται, ούτε αποδείχθηκαν, άλλα περιστατικά σχετικά με τη συμπεριφορά της εναγομένης απέναντί του, που να προσβάλουν την προσωπικότητά του και, συνεπώς, το σχετικό κονδύλιο περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο. Κατόπιν αυτών, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά παραδοχή της έφεσης, εξαφάνισε την εκεί εκκαλουμένη απόφαση και απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. 8. Έτσι που έκρινε το δικάσαν ως εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο απέρριψε τα αιτήματα της αγωγής περί επιδίκασης αμοιβής για υπερεργασία και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεν παραβίασε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 ΑΚ, 14 του π.δ. 27-6/4-7-1932 και 4 του π.δ. 88/99, αφού διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, για ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων.(...)