Ομαδική ασφάλιση προσωπικού - Θάνατος μισθωτού και αξιώσεις Σύμβαση ομαδικής ασφάλισης υπέρ του προσωπικού με τη μορφή αποταμιευτικού προγράμματος. Το δικαίωμα συμμετοχής στην ασφάλιση αποτέλεσε, έκτοτε, μισθολογική παροχή, κατοχυρώθηκε με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που επακολούθησαν και κατέστη όρος των ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού. Ο θάνατος μισθωτού μεταβιβάζει από νομική άποψη όλα τα μέχρι τότε γεννημένα δικαιώματα του εργαζόμενου στους κληρονόμους. Η απαίτηση από την παροχή περιέρχεται στους από το νόμο ή διαθήκη κληρονόμους και καταβάλλεται σ' αυτούς σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της συμφωνίας, χωρίς κάποια απόκλιση. Α.Π. 481/2017 Πρόεδρος: Η κ. Ευφημία Λαμπροπούλου Εισηγητής: Ο κ. Χριστ. Κοσμίδης Δικηγόροι: Οι κ.κ. Ι. Λαγουδάκης - Δημ. Τζουμάκας (...) 3. Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως εκ της παραβιάσεως των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, οι οποίοι περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, καίτοι ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπληρώσεως ή ερμηνείας αυτών, είτε παραλείπει να προσφύγει στους εν λόγω ερμηνευτικούς κανόνες προς εφαρμογή των αρχών της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, είτε εφαρμόζει εσφαλμένως τις αρχές αυτές, είτε παραλείπει να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους σε συγκεκριμένη υπόθεση (Α.Π. 93/2012). 4. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι η Χ.Β., που αποβίωσε στην Αθήνα την 10.5.2012, υπήρξε μητέρα των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, Δ. και Σ.Γ., από τους οποίους και κληρονομήθηκε αποκλειστικά και κατ' ισομοιρία, ύστερα από την εκ μέρους του συζύγου εκείνης και πατέρα των εναγόντων αποποίηση της κληρονομίας της. Ότι η ίδια, όσο ζούσε, ήταν υπάλληλος της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας [που υπήρξε μη κερδοσκοπικός δημόσιος οργανισμός με κύριο μέτοχο το Ελληνικό Δημόσιο και μορφή ανώνυμης εταιρίας, έχοντας ως σκοπό την προώθηση της εθνικής πολιτικής για ενίσχυση του εξαγωγικού εμπορίου, αλλά ήδη βρίσκεται σε εκκαθάριση]. Ότι την 17.4.1989 η εναγομένη είχε καταρτίσει με την τότε ασφαλιστική εταιρία "... ΑΕ" μια σύμβαση ομαδικής ασφάλισης υπέρ του προσωπικού της, με τη μορφή αποταμιευτικού προγράμματος. Ότι το δικαίωμα συμμετοχής στην ασφάλιση αυτή αποτέλεσε, έκτοτε, μισθολογική παροχή, κατοχυρώθηκε με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που επακολούθησαν και κατέστη όρος των ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού της εναγομένης. Ότι λόγω κακής εξέλιξης της ενοχής από την εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση, καταρτίσθηκε το από 30.12.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της εναγομένης και ενός αριθμού εργαζομένων ή πρώην εργαζομένων στην υπηρεσία της, με το οποίο ρυθμίσθηκαν οι υφιστάμενες εκκρεμότητες. Ότι μεταξύ των εργαζομένων που υπήχθησαν στο συμφωνητικό ήταν και η δικαιοπάροχος των εναγόντων. Ότι σύμφωνα με τους όρους της από 30.12.2011 συμβάσεως αναγνωρίσθηκε υπέρ της μητέρας των εναγόντων απαίτηση συνολικού ύψους 107.928 ευρώ, η οποία έπρεπε να καταβληθεί σ' εκείνη εκ μέρους της εναγομένης, σε δέκα δόσεις. Ότι από τις δόσεις αυτές τρεις ποσού 3.238 ευρώ η καθεμιά ήσαν καταβλητέες την 30.12.2011, 30.6.2012 και 30.6.2013, έξι ποσού 14.031 ευρώ η καθεμιά ήσαν καταβλητέες την 30.6.2014, 30.6.2015, 30.6.2016, 30.6.2017, 30.6.2018 και 30.6.2019 και μία τελευταία ποσού 14.028 ευρώ ήταν καταβλητέα την 30.6.2020, με τον πρόσθετο όρο ότι οι οκτώ τελευταίες δόσεις θα είναι προσαυξημένες με τον ανακεφαλαιούμενο κατ' έτος πληθωρισμό. Ότι σε περίπτωση που η εναγομένη ήθελε καθυστερήσει την καταβολή των ως άνω δόσεων πέραν των 180 ημερών από την εκάστοτε συμφωνηθείσα δήλη ημέρα, θα υποχρεούται να πληρώσει ως ποινή ποσοστό 1% για κάθε μήνα επί του καθυστερούμενου ποσού. Ότι πέραν των ανωτέρω συμφωνήθηκε με τον 6ο όρο της από 30.12.2011 συμβάσεως ότι σε περίπτωση πρόωρης εθελοντικής αποχώρησης εργαζομένων από την υπηρεσία της εναγομένης πριν από την 30.6.2017, θα γίνεται ειδική διευθέτηση του οφειλόμενου ποσού σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στον όρο αυτό [καταβολή του υπολοίπου σε τρεις δόσεις εκ των οποίων η πρώτη εντός τριμήνου από την αποχώρηση, η δεύτερη κατά την 30η Ιουνίου του επομένου έτους και η τρίτη κατά την 30η Ιουνίου του μεθεπομένου έτους από την αποχώρηση]. Και ότι, τέλος, συμφωνήθηκε με τον 7ο όρο της από 30.12.2011 συμβάσεως ότι "ανά πάσα στιγμή, σε περίπτωση μη οικειοθελούς αποχώρησης εργαζομένου από τον Οργανισμό, βάσει καταλυτικού γεγονότος ανεξάρτητου από τη βούλησή του (ενδεικτικά και όχι περιοριστικά: πρόωρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας, εργασιακή εφεδρεία, απόλυση, τροποποίηση προϋποθέσεων υποχρεωτικής συνταξιοδότησης με νομοθετική μεταβολή κ.λπ.), το υπολειπόμενο προς καταβολή ποσό στον κάθε εργαζόμενο ο εργοδότης οφείλει να το καταβάλει άμεσα" και μάλιστα κατά το 1/2 εντός 90 ημερών από την ημερομηνία αποχώρησης και κατά το υπόλοιπο 1/2 εντός 180 ημερών από την ημερομηνία αποχώρησης, υποχρεούμενος επιπλέον να πληρώσει ως ποινή ποσοστό 1,5% για κάθε μήνα επί του καθυστερούμενου ποσού, αρχίζοντας από την πρώτη μέρα καθυστέρησης. 5. Εν όψει, λοιπόν, του ότι με την ένδικη αγωγή οι κληρονόμοι της εργαζόμενης Χ.Β. ζήτησαν να υπαχθεί η περίπτωση του θανάτου της δικαιοπαρόχου αυτών στην έννοια της μη οικειοθελούς αποχώρησης από την υπηρεσία της εναγομένης και να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει προς αυτούς συμμέτρως και αμέσως το οφειλόμενο ποσό στο σύνολό του, λόγω παρελεύσεως των προθεσμιών που είχαν ορισθεί με τον 7ο όρο της από 30.12.2011 συμβάσεως, το δικαστήριο της ουσίας βρέθηκε στην ανάγκη να αναζητήσει την αληθινή βούληση των συμβληθέντων, διότι στο επίμαχο ιδιωτικό συμφωνητικό ουδέν διαλαμβάνεται για την περίπτωση θανάτου κάποιου εργαζόμενου. Επί του ζητήματος αυτού το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, προσφεύγοντας στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ο κατά την 10.5.2012 επελθών θάνατος της μητέρας των εναγόντων αποτέλεσε "καταλυτικό γεγονός" κατά την έννοια του 7ου όρου της από 30.12.2011 συμβάσεως, το οποίο επέφερε τη "μη οικειοθελή αποχώρηση" αυτής, ως εργαζόμενης, από την υπηρεσία της εναγομένης. Ότι η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τη με αριθμό .../1.2.2012 πρόσθετη πράξη στη με αριθμό ... σύμβαση ομαδικής ασφάλισης, η οποία καταρτίσθηκε στο πλαίσιο της από 30.12.2011 συμβάσεως και στην οποία ορίσθηκε ότι "σε περίπτωση θανάτου [κάποιου] εργαζόμενου δικαιούχου της εφάπαξ αποταμιευτικής παροχής, η απαίτηση από την παροχή περιέρχεται στους από το νόμο ή διαθήκη κληρονόμους και καταβάλλεται σ' αυτούς σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της από 30.12.2011 συμφωνίας". Ότι, επίσης, η ως άνω ερμηνεία επιβεβαιώνεται και από το ... 17.1.2013 έγγραφο της εναγομένης προς την ασφαλιστική εταιρία "... ΑΕ" [που είχε υποκατασταθεί στο ρόλο της "... ΑΕ" και είχε την υποχρέωση να προβαίνει στις πληρωμές προς τους εργαζόμενους, λαμβάνοντας χρήματα από την εναγομένη], με το οποίο γίνεται αναφορά στον τρόπο καταβολής της παροχής της δικαιούχου Χ.Β. προς τους νομίμους κληρονόμους αυτής, σύμφωνα με την από 30.12.2011 συμφωνία και τη με αριθμό .../1.2.2012 πρόσθετη πράξη. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι με το θάνατο της δικαιοπαρόχου των εναγόντων επήλθε μη οικειοθελής αποχώρηση αυτής από την υπηρεσία της εναγομένης, ότι η υπέρ αυτής αναγνωρισθείσα απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και καταβλητέα στις δύο τριμηνιαίες δόσεις που καθορίσθηκαν στον 7ο όρο της από 30.12.2011 συμβάσεως, ότι η δήλη ημέρα των δόσεων αυτών (υπολογιζόμενη με βάση την ημέρα του θανάτου της Χ.Β.) είχε παρέλθει την 11.8.2012 και 11.11.2012, ότι η εναγομένη θα πρέπει να καταβάλει στον καθένα από τους ενάγοντες κληρονόμους το ποσό των 52.345 ευρώ (διότι είχε ήδη καταβάλει την πρώτη δόση στην αρχική δικαιούχο πριν από το θάνατό της) νομιμοτόκως από την 3.4.2013 (ήτοι, την επίδοση της αγωγής) και ότι για κάθε μήνα καθυστέρησης η εναγομένη θα έπρεπε επί πλέον να πληρώσει ως ποινή ποσοστό 1,5% επί του καθυστερούμενου ποσού. 6. Με την κρίση αυτή και κατά την ερμηνεία (συμπλήρωση) του πράγματι αμφιβόλου περιεχομένου της από 30.12.2011 συμβάσεως ως προς τις συνέπειες του θανάτου κάποιου από τους συμβληθέντες εργαζόμενους ή πρώην εργαζόμενους στην υπηρεσία της εναγομένης, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, παραβίασε τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Συγκεκριμένα, αν και ευλόγως προσέφυγε στην εφαρμογή των κανόνων αυτών, προσέδωσε στους όρους του συμφωνητικού ως προς το επίμαχο ζήτημα περιεχόμενο διαφορετικό, από αυτό που συνάγεται από την προσήκουσα αναζήτηση της αληθινής βούλησης των μερών, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (βλ. παραπάνω αρ. 4 και 5), τα μέρη της από 30.12.2011 συμβάσεως ρύθμισαν σε δέκα δόσεις την εκ μέρους του εργοδότη καταβολή προς τους εργαζόμενους της μισθολογικής παροχής που απέρρεε υπέρ των τελευταίων από την ασφαλιστική σύμβαση, η οποία επί σειρά πολλών ετών είχε λειτουργήσει στο πλαίσιο των ατομικών συμβάσεων εργασίας, αλλά τότε, ως διαρκής ενοχή, βρισκόταν σε κατάσταση ανώμαλης εξέλιξης. Για να μη ζημιωθούν οι εργαζόμενοι, ο εργοδότης αναγνώρισε εγγράφως και ανεξάρτητα από την προϋφιστάμενη αιτία (ΑΚ 873) τις αξιώσεις τους. Για να μην επιβαρυνθεί υπέρμετρα ο εργοδότης, οι εργαζόμενοι αποδέχθηκαν την καταβολή σε δέκα δόσεις και σε βάθος περίπου εννέα ετών. Από τον κανόνα της ρύθμισης σε δέκα δόσεις προβλέφθηκαν δύο εξαιρέσεις, για την υπαγωγή στις οποίες, όπως συμβαίνει με κάθε εξαιρετική διάταξη, η ερμηνεία και αναγνώριση των σχετικών προϋποθέσεων πρέπει να γίνεται με στενό τρόπο. Η πρώτη από τις εξαιρέσεις αφορούσε στους εργαζόμενους που θα ήθελαν να αποχωρήσουν εκουσίως από την υπηρεσία του εργοδότη. Γι' αυτούς προβλέφθηκε ότι οι δέκα δόσεις γίνονται τρεις και προσδιορίζονται σε βάθος κυμαινόμενο κατά περίπτωση μεταξύ 18 και 30 μηνών (6ος όρος της από 30.12.2011 συμβάσεως). Η δεύτερη από τις εξαιρέσεις αφορούσε στους εργαζόμενους που θα αναγκάζονταν να αποχωρήσουν χωρίς τη θέλησή τους από την υπηρεσία του εργοδότη. Γι' αυτούς προβλέφθηκε ότι οι δέκα δόσεις γίνονται μόνο δύο και προσδιορίζονται σε βάθος μόνο 6 μηνών (7ος όρος της από 30.12.2011 συμβάσεως). Κατά τη διατύπωση του 7ου όρου έγινε χρήση των φράσεων "μη οικειοθελής αποχώρηση" και "καταλυτικό γεγονός". Κατά την επεξήγηση της έκφρασης "καταλυτικό γεγονός" αναφέρθηκε σε παρένθεση ότι ως τέτοιο γεγονός υπονοείται "ενδεικτικά και όχι περιοριστικά: πρόωρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας, εργασιακή εφεδρεία, απόλυση, τροποποίηση προϋποθέσεων υποχρεωτικής συνταξιοδότησης με νομοθετική μεταβολή κ.λπ.". Όλες οι περιπτώσεις αυτές αναφέρονται σε λύση της σύμβασης εργασίας χωρίς τη θέληση του εργαζόμενου. Οπότε, από την παράλληλη ανάγνωση του κανόνα και των εξαιρέσεων συνάγεται ερμηνευτικά ότι οι συμβληθέντες, μετά τη θέση του κανόνα, προέβλεψαν ρητά δύο εξαιρέσεις με τις οποίες κλιμάκωσαν διαδοχικά τις συνέπειες για όσους αποχωρούν οικειοθελώς (ταχύτερη εκκαθάριση της εκκρεμότητας σε σχέση με όσους παραμένουν, 6ος όρος) και για όσους αποχωρούν μη οικειοθελώς (ακόμη ταχύτερη εκκαθάριση της εκκρεμότητας, 7ος όρος). Τόσο ο κανόνας όσο και οι εξαιρέσεις απέβλεψαν σε δικαιούχους εν ζωή. Η περίπτωση του θανάτου δεν προβλέφθηκε, αν και δεν θα ήταν δύσκολο να προβλεφθεί, αν το ήθελαν τα μέρη, με την προσθήκη μιας λέξεως. Και η μη πρόβλεψη έγινε διότι ο θάνατος είναι μεν "καταλυτικό γεγονός" της ζωής, αλλά επιφέρει τη λήξη μιας σύμβασης εργασίας και όχι τη λύση αυτής, η οποία και μόνο συνδέεται εννοιολογικά με τον όρο "αποχώρηση". Ο φυσικός θάνατος δεν μπορεί να ταυτιστεί με "μη οικειοθελή αποχώρηση", όπως και η αυτοκτονία δεν μπορεί να συνιστά "οικειοθελή αποχώρηση". Ο θάνατος, απλά, μεταβιβάζει από νομική άποψη όλα τα μέχρι τότε γεννημένα δικαιώματα του εργαζόμενου (όπως και τις τυχόν γεννημένες και εκκρεμείς υποχρεώσεις του) στους κληρονόμους (ΑΚ 1710). Γι' αυτό και δεν υπήρχε λόγος να τον προβλέψουν τα μέρη στο επίμαχο ιδιωτικό συμφωνητικό. Η κρίση αυτή επιβεβαιώνεται από την πρόσθετη πράξη της 1.2.2012 (βλ. παραπάνω, αρ. 4), η οποία έγινε πριν από το θάνατο της δικαιοπαρόχου των εναγόντων και με την οποία τονίσθηκε μεταξύ της εναγομένης και της ασφαλιστικής εταιρίας ότι σε περίπτωση θανάτου κάποιου εργαζόμενου "η απαίτηση από την παροχή περιέρχεται στους από το νόμο ή διαθήκη κληρονόμους και καταβάλλεται σ' αυτούς σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της από 30.12.2011 συμφωνίας", ήτοι χωρίς κάποια απόκλιση από τις ρυθμίσεις αυτές ή διεύρυνσή τους. Και τότε, αν τα συμβληθέντα μέρη επιθυμούσαν κάτι διαφορετικό, μπορούσαν να το έχουν ορίσει ρητώς. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η αναιρετικώς ελεγχόμενη εσφαλμένη εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των ΑΚ 173 και 200 στην προκείμενη περίπτωση και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 7. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και όλων εκείνου των προσθέτων αποβαίνει περιττή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 εδ. α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Στην προκείμενη περίπτωση, ύστερα από τα όσα έγιναν δεκτά κατά την έρευνα του αναιρετικού λόγου που ευδοκίμησε, κατά την αληθινή έννοια του 7ου όρου της από 30.12.2011 συμβάσεως μεταξύ της εναγομένης και μέρους του προσωπικού της, ο θάνατος κάποιου από τους εργαζόμενους δεν συνιστά περιστατικό που επιφέρει εφαρμογή του όρου αυτού. Στους ενάγοντες, λόγω του θανάτου της μητέρας τους, μεταβιβάσθηκε η αξίωση που εκείνη είχε κατά την ημέρα του θανάτου της. Ήτοι, το να λάβει τη συμφωνημένη παροχή σε δέκα δόσεις και σε βάθος εννέα ετών, σύμφωνα με τους βασικούς όρους του εν λόγω συμφωνητικού. Το αίτημα της ένδικης αγωγής, υπό τα επικαλούμενα σ' αυτήν περιστατικά, προϋποθέτει εφαρμογή του 7ου όρου. Αφού, λοιπόν, κατά την αληθινή έννοια του όρου αυτού δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της εφαρμογής του, η αγωγή ελέγχεται ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Επομένως, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και να απορριφθεί η αγωγή, στην οποία δεν περιλαμβάνεται βάση καταψήφισης της εναγομένης στην καταβολή των μέχρι τη συζήτηση αυτής ληξιπρόθεσμων και τυχόν εισέτι οφειλόμενων δόσεων σύμφωνα με το βασικό (ήτοι, όχι το κατ' εξαίρεση) περιεχόμενο της από 30.12.2011 συμβάσεως. Όπως και των δόσεων που κατέστησαν έκτοτε απαιτητές ή θα καταστούν στο μέλλον, οι οποίες εφ' όσον δεν έχουν καταβληθεί κατά τη διάρκεια της αντιδικίας ή δεν θα καταβληθούν προσηκόντως, θα δύνανται να αποτελέσουν περιεχόμενο νέας αγωγής. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω των δυσχερειών που υπήρξαν ως προς την αληθινή έννοια των όρων της από 30.12.2011 συμβάσεως για την περίπτωση του θανάτου (ΚΠολΔ 179).