Ομαδική Ασφάλιση Προσωπικού Μονομερής διακοπή χωρίς επιφύλαξη δικαιώματος Στην περίπτωση ομαδικής ασφαλίσεως του προσωπικού μιας επιχειρήσεως από τον εργοδότη, ο οποίος συνάπτοντας γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός, ολικά ή μερικά το ασφάλιστρο, η ασφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο της μεταξύ αυτού και των μισθωτών εργασιακής συμβάσεως, έχει το χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος έως ότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της συμβάσεως ασφαλίσεως για την είσπραξη ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού. Στην περίπτωση δε ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής στη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, μπορεί ο τρίτος κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας, να στραφεί κατά του δέκτη της υποσχέσεως (εργοδότη), όταν με τη συμπεριφορά του ματαιώνει την καταβολή της παροχής, απ' αυτόν που υποσχέθηκε (ασφαλιστή) και να αξιώσει αποζημίωση. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας. Α.Π. 13/2015 Πρόεδρος: ο κ. Γεωρ. Γιαννούλης Εισηγητής: η κ. Ασπασία Καρέλλου Δικηγόροι: οι κ.κ. Φωτ.-Δημ. Κρεμμύδας - Δημητ. Γεωργόπουλος - Βασ. Αθανασίου Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του ν. 3198 /1955 και 1 της υπ' αριθμ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου" που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχα δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιαλείπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεώς τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε. Έτσι, στην περίπτωση ομαδικής ασφαλίσεως του προσωπικού μιας επιχειρήσεως από τον εργοδότη, ο οποίος συνάπτοντας γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός, ολικά ή μερικά το ασφάλιστρο, η ασφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο της μεταξύ αυτού και των μισθωτών εργασιακής συμβάσεως, έχει το χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος εωσότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της συμβάσεως ασφαλίσεως για την είσπραξη ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού. Στην περίπτωση δε ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής στη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, μπορεί ο τρίτος κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας, να στραφεί κατά του δέκτη της υποσχέσεως (εργοδότη), όταν με τη συμπεριφορά του ματαιώνει την καταβολή της παροχής, απ' αυτόν που υποσχέθηκε (ασφαλιστή) και να αξιώσει αποζημίωση. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας και λήξεως εντεύθεν της ασφαλιστικής συμβάσεως ή εκείνης κατά την οποία το εφάπαξ χρηματικό ποσό που θα εισέπραττε ο τρίτος (εργαζόμενος) από τον ασφαλιστή περιορίζεται εξαιτίας συμπεριφοράς του εργοδότη, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η καταβολή της πρόσθετης αυτής παροχής προς τον μισθωτό από υπαιτιότητα του οφειλέτη - εργοδότη, οπότε ο τρίτος (μισθωτός) δικαιούται να αξιώσει την καταβολή αντίστοιχης αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 382, 335, 338 και 336 ΑΚ. Στην αντίθετη περίπτωση, ο δικαιούχος τρίτος, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, αποκτά άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα να αξιώσει την υποσχεθείσα παροχή ή αποζημίωση σε περίπτωση πλημμελούς εκπληρώσεως απευθείας από τον υποσχεθέντα. Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Ο δε από το αρ. 19 του ίδιου άρθρου λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος εργάζεται από τις 16.11.1972 στη δεύτερη εναγομένη, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων ΑΕ" (ΒΦΛ), στη Νέα Καρβάλη του νομού Καβάλας με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αποτελεί τακτικό προσωπικό της. Κατά το έτος 1977 καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης εναγομένης (ήδη αναιρεσείουσας), ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας και της δεύτερης εναγομένης το 074/1.4.1977 συμβόλαιο ομαδικής ασφάλισης με ασφαλιστή την πρώτη εναγομένη και ασφαλιζόμενους το προσωπικό της δεύτερης εναγομένης και στη συνέχεια ακολούθησαν οι 939/11.3.1981 και 2840/17.5.1984 πρόσθετες πράξεις ασφάλισης, οι οποίες υπογράφηκαν από τους αυτούς ως άνω συμβαλλομένους και οι οποίες αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος του ανωτέρω ασφαλιστηρίου συμβολαίου κλάδου ομαδικών ασφαλίσεων. Αντικείμενο του συμβολαίου αυτού ήταν τόσο η καταβολή εφάπαξ αποζημίωσης (κεφαλαίου πρόνοιας) σε περίπτωση αποχώρησης, θανάτου, διαρκούς μερικής ή ολικής ανικανότητας, όσο και η νοσοκομειακή περίθαλψη. Την 1.1.1980 τέθηκε σε ισχύ, με δημοσίευση στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, ο Οργανισμός Καταστάσεως Προσωπικού της δεύτερης εναγομένης, ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα και στο άρθρο 31 ορίζει "το προσωπικό της Εταιρείας ασφαλίζεται σε ένα κύριο ασφαλιστικό φορέα (ΙΚΑ, ΤΣΑ, ΤΣΜΕΔΕ κ.λπ.) κατά τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας. Η Εταιρεία υποχρεώνεται να έχει ασφαλισμένο το προσωπικό της και σε άλλο ασφαλιστικό φορέα, καθορίζοντας συγχρόνως και τους κινδύνους οι οποίοι καλύπτονται από την ασφάλιση αυτή και της οποίας οι όροι δεν μπορεί να είναι δυσμενέστεροι από την υπάρχουσα σήμερα ασφάλιση". Το έτος 1986 καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης εναγομένης, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας και του τρίτου εναγομένου το .../11.11.1986 συμβόλαιο ομαδικής ασφάλισης, με ασφαλιστή την πρώτη εναγομένη και ασφαλιζόμενους το προσωπικό της δεύτερης εναγομένης και μέλη του τρίτου εναγομένου. Αντικείμενο της ασφάλισης ήταν η παροχή εφάπαξ αποζημίωσης (κεφαλαίου πρόνοιας) και νοσοκομειακού επιδόματος. Για το κεφάλαιο πρόνοιας της εφάπαξ παροχής που αναφέρεται στα παραπάνω συμβόλαια, για μεν το πρώτο το καταβλητέο μηνιαίο ασφάλιστρο ανερχόταν σε ποσοστό 5,5% επί των μηνιαίων αποδοχών, για δε το δεύτερο σε ποσοστό 1,5% επί των μηνιαίων αποδοχών, η δε παροχή προς κάθε ασφαλισμένο δεν ήταν σταθερή αλλά εξαρτάται από το χρόνο εργασίας. Οι παραπάνω ομαδικές ασφαλίσεις συνιστούν μικτές συμβάσεις, αφενός ως προς τους κινδύνους θανάτου, ανικανότητας και νοσοκομειακού επιδόματος συνιστούν γνήσιες ασφαλιστικές συμβάσεις και αφετέρου ως προς το κεφάλαιο πρόνοιας συνιστούν ανάληψη χρηματοοικονομικής δραστηριότητας με συλλογή ασφαλίστρων προς σύσταση κεφαλαίου και όχι ανάληψη ασφαλιστικού κινδύνου. Δέχεται στη συνέχεια το Εφετείο, ότι το έτος 2001 η πρώτη εναγομένη δήλωσε στους αντισυμβαλλομένους, δεύτερη και τρίτο των εναγομένων, ότι μετά τις αποχωρήσεις ικανού αριθμού ασφαλιζομένων, οι οποίοι έλαβαν την κατά τη σύμβαση εφάπαξ παροχή, υφίσταται έλλειμμα στο κεφάλαιο πρόνοιας ανερχόμενο σε 4.500.000.000 δραχμές ως προς το συμβόλαιο με τη δεύτερη εναγομένη και 1.000.000.000 δραχμές ως προς το συμβόλαιο με το τρίτο εναγόμενο, ζήτησε δε να αναπληρωθεί το έλλειμμα από τους αντισυμβαλλομένους. Η διαφορά μεταξύ της πρώτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας και της δεύτερης και του τρίτου των εναγομένων, τέθηκε υπό την κρίση Διαιτητικού Δικαστηρίου, το οποίο με την από 28.6.2001 απόφαση του έκρινε, μεταξύ άλλων ότι το μέρος των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που αναφέρεται στο κεφάλαιο πρόνοιας δεν συνιστά ανάληψη ασφαλιστικού κινδύνου, η πρώτη εναγομένη δεν ευθύνεται για το τυχόν έλλειμμα, ότι είναι έκδηλη η δυσαναλογία μεταξύ ασφαλίστρου και κεφαλαίου και κατέληξε ότι θα πρέπει να υπάρχει συνολικό απόθεμα 1.200.000.000 δραχμών, κατανεμόμενο σε 927.000.000 δραχμές για το συμβόλαιο 074/1977 και σε 218.000.000 δραχμές για το συμβόλαιο .../1986. Μετά την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως τέθηκαν υπό επαναδιαπραγμάτευση τα ασφαλιστήρια συμβόλαια από τους εναγομένους. Ήταν επιβεβλημένη η σύναψη νέων συμβάσεων, ενόψει του γεγονότος ότι η εγκυρότητα των παλαιών συμβολαίων τέθηκε υπό αμφισβήτηση, λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη από το Διαιτητικό Δικαστήριο, αλλά και για το λόγο ότι στα παλαιά ασφαλιστήρια συμβόλαια υπήρχαν αρκετές ασάφειες ως προς τις διατυπώσεις και ελλείψεις ειδικών ασφαλιστικών δικλίδων για τις περιπτώσεις δημιουργίας ελλειμμάτων από οποιαδήποτε αιτία στο κεφάλαιο πρόνοιας. Κατόπιν αυτών, με το από 27.7.2001 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίσθηκε μεταξύ των εναγομένων, αποδέχθηκαν την παραπάνω από 28.6.2001 Διαιτητική Απόφαση, παραιτήθηκαν από κάθε ένδικο βοήθημα ακυρώσεως της αποφάσεως, αποδέχθηκαν τους όρους των νέων ασφαλιστηρίων συμβολαίων που εκδόθηκαν σε αντικατάσταση των παλαιών και η πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει 150.000.000 δραχμές, πλέον του ποσού της ως άνω διαιτητικής αποφάσεως, προς ενίσχυση του κεφαλαίου του αποθεματικού. Έτσι, καταρτίσθηκαν το .../24.7.2001 συμβόλαιο ομαδικής ασφάλισης προς αντικατάσταση του .../1977 συμβολαίου και το .../24.7.2001 συμβόλαιο προς αντικατάσταση του .../1986 συμβολαίου. Τα νέα ασφαλιστικά συμβόλαια ήταν επωφελή για τους εργαζόμενους, αφού καλύφθηκε σημαντικό τμήμα των ελλειμμάτων και δόθηκε η δυνατότητα συνέχισης των ασφαλιστικών συμβάσεων. Οι εργαζόμενοι ενημερώθηκαν για τις αλλαγές και τροποποιήσεις και το 99% εξ αυτών δεν εναντιώθηκαν στα νέα ασφαλιστικά συμβόλαια. Συνεχίζει δε το Εφετείο, ότι με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, οι παραπάνω ενέργειες των εναγομένων δεν συνιστούν αδικοπρακτική συμπεριφορά σε βάρος του ενάγοντος, ούτε βλαπτική μεταβολή από μέρους της δεύτερης εναγομένης, των όρων της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος. Ο ενάγων, όμως, ήταν από τους λίγους, αν όχι ο μοναδικός εργαζόμενος, που σαφώς εναντιώθηκε με την αντικατάσταση των αρχικών συμβάσεων ασφάλισης και έκανε γνωστή τη βούλησή του αυτή στους εναγομένους. Αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής του ενάγοντα ήταν να μη συμπεριληφθεί στα νέα ομαδικά ασφαλιστήρια, ούτε στο .../2001, ούτε στο .../2001. Το τρίτο και η δεύτερη των εναγομένων ενημέρωσαν την πρώτη εναγομένη ότι ο ενάγων αρνείται να συναινέσει στα νέα ασφαλιστήρια συμβόλαια και η τελευταία (πρώτη εναγομένη) δεν συμπεριέλαβε τον ενάγοντα ως ασφαλισμένο στα νέα ασφαλιστικά συμβόλαια. Κατόπιν της παραπάνω συμφωνίας μεταξύ των εναγομένων, ως προς τον ενάγοντα, δεν επήλθε αντικατάσταση των ασφαλιστικών συμβάσεων με τα .../2001 και .../2001 ασφαλιστικά συμβόλαια, αλλ' ούτε συνέχιση των παλαιών ασφαλιστικών συμβολαίων .../1977 και .../1986. Επομένως, συνεχίζει το Εφετείο, ως προς τον ενάγοντα, οι εναγόμενοι αφενός έλυσαν τα αρχικά ασφαλιστικά συμβόλαια και αφετέρου δεν τα αντικατέστησαν με τα νέα. Λόγω της λήξης των συμβάσεων ασφάλισης .../1977 και .../1986, η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, κατά τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 4 του ν. 2496/1997, τη συμφωνηθείσα αξία εξαγοράς, ήτοι τα κατά τη λήξη της συμβάσεως οφειλόμενα κεφάλαια πρόνοιας, ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των 92.042,72 ευρώ. Κατ' ακολουθίαν των παραδοχών αυτών το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, τη δέχθηκε εν μέρει και επιδίκασε στον ενάγοντα το ως άνω χρηματικό ποσό. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκαν. Συγκεκριμένα, α) στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζεται, ιδιαίτερα ως προς το .../1977 συμβόλαιο ομαδικής ασφάλισης, αν η απόφαση περί καταβολής της ένδικης ασφαλιστικής παροχής και η υλοποίηση αυτής με τα ως άνω ομαδικό ασφαλιστήριο αποτέλεσε όρο της ατομικής συμβάσεως εργασίας του αναιρεσίβλητου με την εργοδότριά του και κατ' επέκταση αν η ασφάλιση αυτή έχει το χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας του ως άνω εργαζόμενου. β) Ενώ δέχεται, ότι οι επίδικες συμβάσεις ομαδικής ασφάλισης, ως προς το κεφάλαιο πρόνοιας δεν αποτελούν γνήσιες συμβάσεις ασφάλισης, δηλαδή συμβάσεις με τις οποίες αναλαμβάνεται ασφαλιστικό κίνδυνος, αλλά συμβάσεις διαχείρισης εισφορών για τη δημιουργία κεφαλαίου πρόνοιας, η καταβολή του οποίου στο δικαιούχο προϋποθέτει ύπαρξη ενεργητικού και ότι κατά το χρόνο λήξης των αρχικών ομαδικών ασφαλιστηρίων (2001) υπήρχαν ελλείμματα στο κεφάλαιο πρόνοιας (927.000.000 δραχμές ως προς το πρώτο ασφαλιστήριο και 218.000.000 δραχμές ως προς το δεύτερο), για τα οποία δεν ευθύνεται η αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία, ενόψει και της "έκδηλης δυσαναλογίας μεταξύ ασφαλίστρου και κεφαλαίου...", στη συνέχεια, χωρίς να υπάρχουν συγκεκριμένες παραδοχές ως προς την κάλυψη των ως άνω ελλειμμάτων, το Εφετείο δέχεται, ότι κατά τον ίδιο χρόνο που υπήρχαν τα ελλείμματα το κεφάλαιο πρόνοιας δεν είχε εξαντληθεί. Επίσης, διαλαμβάνονται παραδοχές ότι κατά το έτος 2001, έτος λήξης των αρχικών ασφαλιστηρίων και σύναψης των νέων, μέρος των ελλειμμάτων των ομαδικών ασφαλιστηρίων καλύφθηκε με τα νέα ασφαλιστήρια, στα οποία όμως δεν ήταν δικαιούχος ο ενάγων, γ) δεν διευκρινίζεται ποιες είναι "οι ασάφειες.. και οι ελλείψεις ειδικών ασφαλιστικών δικλείδων για τις περιπτώσεις δημιουργίας ελλειμμάτων από οποιαδήποτε αιτία στο κεφάλαιο πρόνοιας..." στα αρχικά ασφαλιστήρια συμβόλαια, και δ) στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται ενδοιαστικές αιτιολογίες για το αν οι αρχικές συμβάσεις ομαδικής ασφάλισης, με βάση τις οποίες ασκείται η ένδικη αξίωση, αντίκεινται ή μη στις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, καθώς και για το αν υπήρξε ή όχι προφανής δυσαναλογία μεταξύ ασφαλίστρου και κεφαλαίου. Επομένως, τα σχετικά μέρη των πρώτου, δεύτερου και τρίτου λόγων αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. είναι βάσιμα και πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Για τους λόγους αυτούς αναιρεί την 3200/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.