Ομαδική ασφάλιση προσωπικού και μισθολογική παροχή Στη σύμβαση εργασίας ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή την οποία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές που δίδονται εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Στην περίπτωση ομαδικής ασφάλισης του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη, ο οποίος συνάπτοντας γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός ολικά ή μερικά το ασφάλιστρο, η ασφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο της μεταξύ αυτού και των μισθωτών του εργασιακής σύμβασης, έχει χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος, έως ότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της σύμβασης ασφάλισης για την είσπραξη ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού. Στην περίπτωση δε ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής στη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, μπορεί ο τρίτος κατά τους όρους της σύμβασης εργασίας να στραφεί κατά του δέκτη της υπόσχεσης (εργοδότη), όταν με τη συμπεριφορά του ο τελευταίος ματαιώνει την καταβολή της παροχής από τον υποσχεθέντα, δηλαδή τον ασφαλιστή, και να αξιώσει αποζημίωση. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας και λήξης εντεύθεν της ασφαλιστικής σύμβασης ή εκείνη κατά την οποία το εφάπαξ χρηματικό ποσό που θα εισέπραττε ο τρίτος (εργαζόμενος) από τον ασφαλιστή περιορίζεται εξαιτίας συμπεριφοράς του εργοδότη, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η καταβολή της πρόσθετης αυτής παροχής προς το μισθωτό από υπαιτιότητα του οφειλέτη-εργοδότη, οπότε ο τρίτος (μισθωτός) δικαιούται να αξιώσει την καταβολή αντίστοιχης αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 382, 335, 336 και 338 ΑΚ. Α.Π. 147/2017 Πρόεδρος: Η κ. Ευφημία Λαμπροπούλου Εισηγητής: Ο κ. Νικ. Τσάκος Δικηγόροι: Ο κ. Γεωρ. Θεοδόσης - Η κ. Γιάννα Παναγοπούλου Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649, 653 και 361 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου" που κυρώθηκε με το νόμο 3248/1955 συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρόνιου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορήγησής τους ή έστω πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους, επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε. Έτσι, στην περίπτωση ομαδικής ασφάλισης του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη, ο οποίος συνάπτοντας γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός ολικά ή μερικά το ασφάλιστρο, η ασφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο της μεταξύ αυτού και των μισθωτών του εργασιακής σύμβασης, έχει χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος, έως ότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της σύμβασης ασφάλισης για την είσπραξη ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού. Στην περίπτωση δε ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής στη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, μπορεί ο τρίτος κατά τους όρους της σύμβασης εργασίας να στραφεί κατά του δέκτη της υπόσχεσης (εργοδότη), όταν με τη συμπεριφορά του ο τελευταίος ματαιώνει την καταβολή της παροχής από τον υποσχεθέντα, δηλαδή τον ασφαλιστή, και να αξιώσει αποζημίωση. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας και λήξης εντεύθεν της ασφαλιστικής σύμβασης ή εκείνη κατά την οποία το εφάπαξ χρηματικό ποσό που θα εισέπραττε ο τρίτος (εργαζόμενος) από τον ασφαλιστή περιορίζεται εξαιτίας συμπεριφοράς του εργοδότη, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η καταβολή της πρόσθετης αυτής παροχής προς το μισθωτό από υπαιτιότητα του οφειλέτη-εργοδότη, οπότε ο τρίτος (μισθωτός) δικαιούται να αξιώσει την καταβολή αντίστοιχης αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 382, 335, 336 και 338 του ΑΚ (Α.Π. 364/2013, 1681/2010). Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: "Η εναγομένη [ήδη αναιρεσείουσα] εταιρεία... δραστηριοποιείται... στην παραγωγή προϊόντων χάλυβα, ενώ απασχολεί μεγάλο αριθμό εργαζομένων. Ήδη, λόγω των συσσωρευμένων ζημιών και των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε κατά τα τελευταία έτη, λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση από την 1.11.2014. Οι ενάγοντες [ήδη αναιρεσίβλητοι] προσλήφθηκαν με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την εναγομένη. Συγκεκριμένα ο πρώτος... προσλήφθηκε την 5.5.1983... εργάσθηκε δε μέχρι την 6.5.2014, οπότε λύθηκε η εργασιακή του σχέση με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, ο δεύτερος... προσλήφθηκε την 4.2.1983... και εργάσθηκε έκτοτε... μέχρι την 23.6.2014, οπότε λύθηκε η εργασιακή του σχέση με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, ο τρίτος... προσλήφθηκε την 24.6.1983... παρείχε δε τις υπηρεσίες του μέχρι την 2.9.2014, οπότε λύθηκε η εργασιακή του σχέση με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, η τέταρτη... προσλήφθηκε την 11.5.1982... απασχολήθηκε δε μέχρι την 28.8.2014, οπότε λύθηκε η εργασιακή της σχέση με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, ενώ, μετά την αποχώρησή τους από την εργασία για τον προαναφερθέντα λόγο, όλοι εισέπραξαν από την εργοδότρια εναγομένη τη νόμιμη αποζημίωση. Η σχέση εργασίας των εναγόντων διεπόταν από τις έγγραφες ατομικές συμβάσεις εργασίας τους και τις εκάστοτε ισχύουσες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Από την 1.1.1975 η εναγομένη χορηγούσε οικειοθελώς, σταθερά και αδιάλειπτα στους εργαζόμενους της επιχείρησής της, αποκλειστικά και μόνο από λόγους πρόνοιας προς αυτούς, ως πρόσθετη χρηματική παροχή πέραν του μισθού τους, συγκεκριμένο ποσό για την κάλυψη προγράμματος ομαδικής ασφάλισης του προσωπικού της, το οποίο είχε συνάψει αρχικά με την ανώνυμη ελληνική εταιρεία γενικών ασφαλειών "Η Εθνική" και ακολούθως με διάφορες άλλες ασφαλιστικές εταιρείες, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, για τη χορήγηση, με τους όρους που το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε, ασφαλιστικών παροχών προς όλους τους εργαζόμενους στην επιχείρησή της, αναλαμβάνοντας η ίδια να καλύπτει εξ ολοκλήρου τα ασφάλιστρα στις εν λόγω ασφαλιστικές εταιρείες. Η εναγομένη κατάρτιζε δηλαδή συμβάσεις ομαδικής ασφάλισης του προσωπικού της, αναλαμβάνοντας την κάλυψη των ασφαλίστρων, τα οποία κατέβαλλε για λογαριασμό των εργαζομένων-τρίτων στη σύμβαση ασφάλισης, η δε ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούταν να καταβάλει ένα χρηματικό εφάπαξ καταβαλλόμενο ποσό (ασφαλιστική παροχή) με τη συμπλήρωση ορισμένων ετών προϋπηρεσίας και συγκεκριμένου ορίου ηλικίας ή και νωρίτερα (πρόωρη λήψη μειωμένης αποζημίωσης). Την εν λόγω παροχή ελάμβαναν και οι ενάγοντες από την αρχή της πρόσληψής τους, όπως και το σύνολο των εργαζομένων στην εναγόμενη εταιρεία, αφού η ημερομηνία υπαγωγής των εργαζομένων στο πρόγραμμα ομαδικής ασφάλισης συνέπιπτε με την ημερομηνία πρόσληψής τους. Μέχρι και το τέλος του έτους 1991 η παροχή αυτή καταβαλλόταν οικειοθελώς από την εργοδότρια, δηλαδή χορηγείτο με αποκλειστική πρωτοβουλία της εναγομένης, χωρίς να υπάρχει δέσμευση ούτε από το νόμο ούτε από τις ατομικές συμβάσεις εργασίας ούτε από συλλογικές κανονιστικές ρυθμίσεις και αποτελούσε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, στην εργοδότρια εταιρεία μέχρι την αποχώρησή τους από την εργασία (επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης). Στη συνέχεια, από το έτος 1992, η εναγόμενη εταιρεία υποχρεούταν πλέον να παρέχει προγράμματα ομαδικής ασφάλισης στους εργαζόμενους δυνάμει ρητών όρων που περιλαμβάνονταν στις εκάστοτε συναφθείσες και ισχύουσες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας και συγκεκριμένα στις από 14.4.1992, 30.5.1994, 27.3.1995, 8.4.1996 και 17.4.1997 ε.σ.σ.ε. Έκτοτε η παροχή αυτή έπαυσε να αποτελεί οικειοθελή παροχή και κατέστη υποχρεωτική, δεσμευτική για την εργοδότρια εταιρεία, πηγάζουσα από κανονιστική διάταξη των πιο πάνω επιχειρησιακών σ.σ.ε. Το προαναφερθέν πρόγραμμα ομαδικής ασφάλισης με την ασφαλιστική εταιρεία "Η Εθνική" διακόπηκε την 31.12.1998, ύστερα από καταγγελία της τελευταίας διότι εμφάνισε σοβαρό έλλειμμα αποθεματικού λόγω των σημαντικών ελλειμμάτων που συσσώρευσε κατά τα προηγούμενα έτη και συνεπώς δεν ήταν βιώσιμο... Ακολούθως η εναγομένη προέβη στην κατάρτιση νέου ομαδικού ασφαλιστικού προγράμματος διαχείρισης κεφαλαίου με την ασφαλιστική εταιρεία "... Ασφαλιστική Α.Ε.", την οποία επέλεξαν τα μέρη, ήτοι αφ' ενός μεν η εργοδότρια εταιρεία, αφετέρου δε το σωματείο των εργαζομένων με την επωνυμία "Σωματείο Προσωπικού Α.Ε.Ε. ... Θεσσαλονίκης Ο ...", μέλη του οποίου είναι το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρηση της εναγομένης, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, και καταρτίσθηκε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ..., το οποίο ίσχυσε μέχρι την 31.7.2007, οπότε καταγγέλθηκε από την ασφαλιστική εταιρεία... με έναρξη ισχύος των αποτελεσμάτων της καταγγελίας την 31.10.2007, καθόσον διαπιστώθηκε από αναλογιστικές μελέτες ότι, λόγω του συνεχώς αυξανόμενου ελλείμματος του αποθεματικού του προγράμματος διαχείρισης κεφαλαίου, το πρόγραμμα αυτό δεν θα είχε τη δυνατότητα σε προβλεπτό χρόνο να καταβάλει τις προσδοκώμενες αποζημιώσεις στους αποχωρούντες εργαζόμενους που καλύπτονταν από το πρόγραμμα... Στη συνέχεια ακολούθησαν συζητήσεις μεταξύ των μερών για την κατάρτιση μέσω μιας νέας επιχειρησιακής σ.σ.ε. ενός νέου βιώσιμου ασφαλιστικού προγράμματος διαχείρισης κεφαλαίου. Έτσι, με το από 27.3.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπογράφηκε μεταξύ της εναγόμενης εταιρείας και της ως άνω συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Σωματείο Προσωπικού Α.Ε.Ε. ... Θεσσαλονίκης Ο ...", η εργοδότρια εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί στην υπογραφή νέου ομαδικού ασφαλιστικού προγράμματος διαχείρισης κεφαλαίου με την ασφαλιστική εταιρεία "...", που κατά πάσα βεβαιότητα θα επιλεγόταν, στην οποία η ίδια θα κατέβαλλε εξ ολοκλήρου τα ασφάλιστρα και το οποίο θα κάλυπτε όλους τους εργαζόμενους που απασχολούνταν στην επιχείρηση της εναγομένης έως το χρόνο κατάρτισης του συμφωνητικού (27.3.2008) με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ονομαστική κατάσταση των οποίων (421 ατόμων) επισυνάφθηκε στο συμφωνητικό, εξαιρουμένων δηλαδή των απασχολουμένων με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και των νεοπροσλαμβανόμενων εργαζομένων. Στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό περιλήφθηκαν μάλιστα και οι ειδικότεροι όροι οι οποίοι θα έπρεπε να αποτελέσουν περιεχόμενο του νέου ομαδικού ασφαλιστηρίου, το οποίο θα υπέγραφε η εναγομένη με την ως άνω ασφαλιστική εταιρεία και δη το ύψος και ο τρόπος καταβολής των εισφορών, τακτικών ετήσιων και έκτακτων που θα κατέβαλλε η εργοδότρια, το ύψος των παροχών-αποζημιώσεων προς τους ασφαλισμένους, καθώς και οι προϋποθέσεις, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής τους. Ειδικότερα συμφωνήθηκε, εκτός των άλλων, αναφορικά με τις προϋποθέσεις που έπρεπε σωρευτικά να συντρέχουν για τη λήψη της αποζημίωσης, ότι κατά τη συμπλήρωση του 58ου έτους της ηλικίας του, εφόσον εξακολουθεί να εργάζεται στην εργοδότρια εταιρεία (κανονική λήψη αποζημίωσης) ή και νωρίτερα εάν αποχωρήσει νωρίτερα από την εργασία του για οποιονδήποτε λόγο (πρόωρη λήψη αποζημίωσης λόγω πρόωρης αποχώρησης), εκτός όμως από την περίπτωση θανάτου που δεν θεωρείται πρόωρη αποχώρηση και δεν θεμελιώνεται δικαίωμα παροχής, ο κάθε εργαζόμενος θα λαμβάνει από την ασφαλιστική εταιρεία "..." ως αποζημίωση ένα συγκεκριμένο ποσοστό της κανονικής πλήρους αποζημίωσης (όπως αυτή θα προκύπτει για κάθε εργαζόμενο κατά τον αναφερόμενο τρόπο υπολογισμού). Το ποσοστό αυτό θα κυμαίνεται ανάλογα με το πότε λαμβάνει ο εργαζόμενος την αποζημίωση σε σχέση με την ημερομηνία συμπλήρωσης του 58ου έτους της ηλικίας του σύμφωνα με τους πίνακες που προσαρτήθηκαν στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό. Σε κάθε περίπτωση συμφωνήθηκε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την κανονική ή για την πρόωρη λήψη της αποζημίωσης είναι να έχει συμπληρώσει ο εργαζόμενος που ανήκει στην ασφαλιζόμενη ομάδα τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη συνεχούς εργασίας στην εργοδότρια εταιρεία από την ημέρα πρόσληψής του στην υπηρεσία της εργοδότριας, άλλως δεν θα θεμελιώνεται υπέρ αυτού δικαίωμα λήψης αποζημίωσης και δεν θα δικαιούται να εισπράξει ο εργαζόμενος οποιαδήποτε αποζημίωση. Περαιτέρω μετά την υπογραφή του ως άνω από 27.3.2008 ιδιωτικού συμφωνητικού ακολούθησε η σύναψη μεταξύ της εναγομένης και του προαναφερθέντος σωματείου της από 5.5.2008 επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας, στην οποία επαναλήφθηκαν όσα είχαν ήδη συμφωνηθεί με το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό αναφορικά με την υποχρέωση σύναψης ομαδικού ασφαλιστηρίου και τους ειδικότερους όρους σύναψης αυτού. Βάσει του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού και της προαναφερθείσας επιχειρησιακής σ.σ.ε. και σε εκτέλεση αυτών, η εναγομένη προέβη την 9.5.2008 στην υπογραφή του... ... ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου διαχείρισης κεφαλαίου δεκαετούς διάρκειας, ανανεούμενης αυτόματα κάθε έτος, με ημερομηνία έναρξης την 1.1.2008, με την ασφαλιστική εταιρεία "...", στο οποίο περιλαμβανόταν οι ειδικότεροι όροι που θα ρύθμιζαν την ισχύ του, οι οποίοι ήταν οι ίδιοι όροι που συμφωνήθηκαν με το ως άνω από 27.3.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό και τη σχετική από 5.5.2008 επιχειρησιακή σ.σ.ε. και μεταφέρθηκαν αυτολεξεί στο πιο πάνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο προέβλεπε στον όρο 7 ότι η εναγόμενη εταιρεία μπορούσε για οποιονδήποτε λόγο, μετά από διατύπωση γνώμης προς αυτήν από το σωματείο των εργαζομένων, να καταγγείλει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο μετά από γραπτή προειδοποίηση έξι (6) μηνών πριν από τη λήξη κάθε ασφαλιστικής περιόδου, η οποία θα επιδοθεί νόμιμα στην ασφαλιστική εταιρεία. Το ανωτέρω από 27.3.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό δεν αποτελεί... προσύμφωνο κατ' άρθρο 166 του ΑΚ για την υπογραφή επιχειρησιακής σ.σ.ε. με αντικείμενο την ομαδική ασφάλιση μέρους του προσωπικού της και ενός σχετικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, διότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο υπογράφηκε από την εναγομένη και την ασφαλιστική εταιρεία που επιλέχθηκε από εκείνη και το σωματείο εργαζομένων σε εκτέλεση της υποχρέωσης που αναλήφθηκε με το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό, ήτοι της χορήγησης στους εργαζόμενους που ονομαστικά αναφέρονται σε αυτό, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, ομαδικού ασφαλιστικού προγράμματος, με τους ειδικότερους όρους που προβλέφθηκαν σε αυτό. Η νόμιμη αιτία δηλαδή υπογραφής του ασφαλιστηρίου συμβολαίου υπήρξε η εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης που ανέλαβε η εναγομένη με βάση την καθιέρωση δεσμευτικού όρου χορήγησης της εν λόγω παροχής στους εργαζόμενους από το πιο πάνω ιδιωτικό συμφωνητικό, που κατέστη έκτοτε περιεχόμενο και δεσμευτικός όρος των ατομικών συμβάσεων εργασίας που διέπει τις σχέσεις εργοδότριας και εργαζομένων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επίδικη ασφαλιστική παροχή προς τους ενάγοντες, η οποία ουσιαστικά κατέστη όρος των ατομικών συμβάσεων εργασίας τους μετά τη σύναψη του προαναφερθέντος από 27.3.2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, δόθηκε ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης από αυτούς εργασίας και απέκτησε το χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο καθένας από αυτούς μέχρι την πλήρωση των προβλεπόμενων στη σύμβαση ασφάλισης προϋποθέσεων για την είσπραξη της υπολογιζόμενης παροχής. Στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό η εναγομένη δεν επιφύλαξε για τον εαυτό της δικαίωμα μονομερούς ανάκλησης της εν λόγω παροχής ούτε προέβη σε συμφωνία με τους εργαζομένους για την ανάκληση της παροχής αυτής. Τέτοια επιφύλαξη δεν συνιστά η πρόβλεψη στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο της δυνατότητας καταγγελίας του εν λόγω συμβολαίου εκ μέρους της εναγομένης κατά τα προρρηθέντα, καθώς η καταγγελία αυτή δεν αναιρεί την υποχρέωση που ανέλαβε η εναγομένη με το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό να παρέχει στους εργαζομένους της επιχείρησής της την ανωτέρω μισθολογική παροχή... Ακολούθως με την από 27.2.2013 εξώδικη δήλωσή της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στην παραπάνω ασφαλιστική εταιρεία, η εναγομένη κατήγγειλε το επίμαχο ομαδικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με έναρξη της ισχύος της καταγγελίας από την 31.12.2013, ήτοι από τη λήξη της τρέχουσας ασφαλιστικής περιόδου, παρά τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν από τους νόμιμους εκπροσώπους του σωματείου των εργαζομένων... Μετά την καταγγελία του ως άνω ομαδικού ασφαλιστηρίου, η εναγομένη εργοδότρια εταιρεία δεν προέβη σε σύναψη νέας συμφωνίας με άλλη ασφαλιστική εταιρεία, παραβιάζοντας έτσι ρητό όρο των ατομικών συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το από 27.3.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο υποχρεούταν να έχει ασφαλισμένο το προσωπικό της και σε έναν άλλο, πλην του κυρίου, ασφαλιστικό φορέα και δη με τους ειδικότερους όρους που ορίζονταν σε αυτό. Εξ άλλου το γεγονός της αυτοδίκαιης λήξης της από 5.5.2008 επιχειρησιακής σ.σ.ε. δεν αναιρεί την ανωτέρω υποχρέωση της εναγομένης, η οποία πηγάζει από τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων κατά τα προαναφερθέντα. Η καταγγελία του ασφαλιστηρίου συμβολαίου από την εναγομένη, η οποία δεν είχε το δικαίωμα να προβεί στην πράξη αυτή λόγω δέσμευσής της για την παροχή προγράμματος ομαδικής ασφάλισης από τις ατομικές συμβάσεις των εργαζομένων, δημιουργεί ευθύνη της προς αποζημίωση των εναγόντων εξαιτίας της υπαίτιας ματαίωσης του υπό αίρεση δικαιώματος των τελευταίων, της αναμενόμενης δηλαδή είσπραξης ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού σύμφωνα με τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου". Με βάση αυτές τις παραδοχές (και άλλες που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω) το εφετείο, το οποίο προηγουμένως είχε απορρίψει την έφεση των εναγόντων ως απαράδεκτη, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση της εναγομένης κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε γίνει μερικώς δεκτή η αγωγή και είχε υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες τα αναφερόμενα για καθένα ποσά για την ανωτέρω αιτία. Έτσι που έκρινε το εφετείο δεν υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των κανονιστικών όρων της από 5.5.2008 επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας, ήτοι εκείνες των άρθρων 7 παρ. 1 του ν. 1876/1990 και 2 παρ. 2 ΠΥΣ 6/28.2.2012, αφού δεν δέχθηκε ότι η υποχρέωση της εναγομένης για ομαδική ασφάλιση απέρρεε από την ανωτέρω (από 5.5.2008) επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται αυτή, αλλά από το από 27.3.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο αποτέλεσε όρο της ατομικής σύμβασης εργασίας των εναγομένων. Περαιτέρω το εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως, αφού διέλαβε σ' αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της υποχρέωσης της εναγομένης σε αποζημίωση των εναγόντων εξαιτίας της υπαίτιας ματαίωσης του προαναφερθέντος υπό αίρεση δικαιώματος αυτών, δηλαδή της αναμενόμενης είσπραξης ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού σύμφωνα με τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Ειδικότερα δεν είναι αντιφατικές οι αιτιολογίες της προσβαλλομένης για το λόγο ότι το εφετείο δέχθηκε αφενός ότι ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας προκειμένου να θεσπισθεί νέο ομαδικό ασφαλιστικό πρόγραμμα και αφετέρου ότι η ανάληψη της νομικής υποχρέωσης για την κατάρτιση ομαδικής ασφάλισης δεν στηρίζεται στην εν τέλει καταρτισθείσα από 5.5.2008 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας αλλά στο προηγηθέν αυτής από 27.3.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό. Εξ άλλου δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης να αναφέρονται σ' αυτές οι λόγοι που επέβαλαν την υπογραφή του προαναφερθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού. Περαιτέρω δεν ήταν αναγκαίο να διευκρινίζεται και να αιτιολογείται ο λόγος αναφοράς της προσβαλλόμενης στο ομαδικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο ούτε να αιτιολογείται γιατί αυτό συμπεριελήφθη στην επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας. Συνεπώς οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση με τους ανωτέρω λόγους είναι απαράδεκτες διότι αφορούν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ). [...] Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση, καθώς και το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο υπέβαλε η αναιρεσείουσα με τις έγγραφες προτάσεις της, ως άνευ αντικειμένου μετά την απόρριψη της αίτησής της. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).