Οικόσιτοι Οικιακοί μισθωτοί και Καν. Άδεια Από το συνδυασμό πολλών διατάξεων προκύπτει ότι οικιακοί μισθωτοί είναι εκείνοι που με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας παρέχουν στον εργοδότη τους υπηρεσίες που αφορούν κατά κύριο λόγο στις οικιακές του ανάγκες αλλά και στην προσωπική του περιποίηση, ιδίως όταν ο ίδιος αδυνατεί, λόγω ηλικίας ή ασθενείας, να επιμεληθεί του εαυτού του. Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί. Λόγω δε της ιδιάζουσας φύσεως των υπηρεσιών που παρέχουν οι οικιακοί μισθωτοί και των ειδικών περιστάσεων υπό τις οποίες παρέχουν (εντός του οικιακού περιβάλλοντος υπό συνθήκες σχέσεως εμπιστοσύνης και ειδικής μέριμνας για το μισθωτό) η εργασιακή τους σχέση δεν διέπεται από τις ειδικές διατάξεις για το χρόνο εργασίας των μισθωτών, για εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες, ημέρες αναπαύσεως, υπερεργασία και υπερωριακή εργασία, επιπλέον δε δεν ισχύουν γι' αυτούς τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των εκάστοτε ΕΓΣΣΕ, αλλά ο μισθός τους ρυθμίζεται με συμφωνία και σε περίπτωση που δεν συμφωνήθηκε, οφείλεται ο ειθισμένος μισθός. Ισχύουν όμως και για τους οικιακούς μισθωτούς οι διατάξεις για την παροχή άδειας καθώς και οι διατάξεις για την παροχή επιδομάτων εορτών. ΑΠ 1591/2017 Πρόεδρος: Η κ. Ευφημία Λαμπροπούλου Εισηγητής: Η κ. Σοφία Καρυστηναίου Δικηγόροι: Οι κ.κ. Παν. Αρβανίτης - Ξενοφ. Νικολάου 1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 663 Α.Κ., 3 παρ. 1 εδ. γ' του β.δ. της 16/18.7.1920, 1 παρ. 2 α.ν. 539/1945, άρθρου μόνου περ. γ' β.δ. 376/1971, 2 παρ. 1 περ. δ' β.δ. 748/1966, 43 ν. 1836/1989 και 1 παρ. 1 ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οικιακοί μισθωτοί είναι εκείνοι που με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας παρέχουν στον εργοδότη τους υπηρεσίες που αφορούν κατά κύριο λόγο στις οικιακές του ανάγκες αλλά και στην προσωπική του περιποίηση, ιδίως όταν ο ίδιος αδυνατεί, λόγω ηλικίας ή ασθενείας, να επιμεληθεί του εαυτού του. Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί (Α.Π. 1955/2007, 1397/2006). Λόγω δε της ιδιάζουσας φύσεως των υπηρεσιών που παρέχουν οι οικιακοί μισθωτοί και των ειδικών περιστάσεων υπό τις οποίες τις παρέχουν (εντός του οικιακού περιβάλλοντος υπό συνθήκες σχέσεως εμπιστοσύνης και ειδικής μέριμνας για το μισθωτό), η εργασιακή τους σχέση δεν διέπεται από τις ειδικές διατάξεις για το χρόνο εργασίας των μισθωτών, για εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες, ημέρες αναπαύσεως, υπερεργασία και υπερωριακή εργασία, επιπλέον δε δεν ισχύουν γι' αυτούς τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των εκάστοτε εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλά ο μισθός τους ρυθμίζεται με συμφωνία και, σε περίπτωση που δεν συμφωνήθηκε, οφείλεται ο συνηθισμένος μισθός. Τα ανωτέρω δεν μεταβλήθηκαν μετά τις 8.3.1990, αφότου άρχισε να ισχύει ο ν. 1876/1990 "περί ελευθέρων συλλογικών διαπραγματεύσεων", διότι ναι μεν το άρθρο 1 παρ. 1 του άνω νόμου ορίζει ότι ο νόμος αυτός αφορά όλους όσους εργάζονται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιοδήποτε ημεδαπό ή αλλοδαπό εργοδότη, επιχείρηση, εκμετάλλευση ή υπηρεσία του ιδιωτικού ή δημοσίου τομέα, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι κατ' οίκον εργαζόμενοι, όμως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής κατ' οίκον εργαζόμενοι είναι οι μισθωτοί που παρέχουν την εργασία τους όχι στο χώρο όπου λειτουργεί η επιχείρηση του εργοδότη αλλά στην οικία τους, δεν υπάγονται δε στην κατηγορία αυτή οι οικιακοί μισθωτοί, οι οποίοι έχουν προσληφθεί να παρέχουν την εργασία τους στην οικία του εργοδότη είτε διαμένουν και διατρέφονται σ' αυτήν είτε όχι. Τούτο συνάγεται και από τα πρακτικά των συζητήσεων της συντακτικής επιτροπής του νόμου αυτού, στα οποία, ενώ στην αρχική διατύπωση του άρθρου 1 παρ. 1 αυτού γινόταν ρητή αναφορά στο ότι ο εν λόγω νόμος έχει εφαρμογή και στο οικιακό προσωπικό και στους κατ' οίκον εργαζομένους, στην τελική διατύπωση της εν λόγω διατάξεως η επιτροπή απάλειψε το οικιακό προσωπικό διότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς το αν μπορούν να συνάπτονται συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εφόσον δεν υπάρχει αντίστοιχη εργοδοτική οργάνωση. Ισχύουν όμως και για τους οικιακούς μισθωτούς οι διατάξεις του άρθρου μόνου περ. γ' β.δ. 376/1971 για την παροχή αδείας με αποδοχές και επιδόματος αδείας, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 ν. 1082/1980 και 4 παρ. 9 Κ.Υ.Α. 19040/1981 για την παροχή επιδομάτων εορτών (Α.Π. 1955/2007). Εξ άλλου από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 α.ν. 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1346/1983 και στη συνέχεια από το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 3302/2004, του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου α.ν. 539/1945, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 ν. 4504/1966, του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β' του ίδιου νόμου, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 ν.δ. 3755/1957 και του άρθρου 8 της από 26.1.1977 εθνικής γενικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που μετά την κύρωσή της με το άρθρο 8 ν. 549/1977 έχει ισχύ νόμου, καθώς και από τα άρθρα 5 της από 18.51998 ε.γ.σ.σ.ε. και 6 της από 23.5.2000 ε.γ.σ.σ.ε., προκύπτει ότι ο εργαζόμενος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης συνεχούς απασχολήσεως στην υπόχρεη επιχείρηση (δεκάμηνης υπό την ισχύ της ε.γ.σ.σ.ε. 2002-2003, πράξη κατάθεσης Υπουργού Εργασίας 19/29.4.2002), αποκτά το δικαίωμα της ετήσιας άδειας με πλήρεις αποδοχές 24 εργασίμων ημερών και, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, 20 εργασίμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σ' αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχολήσεως επιπλέον του βασικού χρόνου μέχρι τις 26 εργάσιμες ημέρες και για τους μισθωτούς επιχειρήσεων με σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας μέχρι τις 22 εργάσιμες ημέρες. Από την 1.1.1999, εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 12 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 14 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια 30 εργάσιμων ημερών, αν εργάζονται επί εξαήμερο, ή 25 εργάσιμων ημερών αν εργάζονται επί πενθήμερο. Με το άρθρο 6 της από 23.5.2000 ε.γ.σ.σ.ε. μειώθηκε η προϋπηρεσία των 14 ετών σε 12 έτη. Η ετήσια αυτή κανονική άδεια του μισθωτού πρέπει να χορηγείται οπωσδήποτε ενιαίως μέσα στο έτος στο οποίο αφορά και επιτρέπεται η κατάτμησή της σε δύο χρονικές περιόδους, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται από το νόμο, χωρίς να απαιτείται προς τούτο αίτηση του μισθωτού. Αν δεν χορηγηθεί στον εργαζόμενο η άδεια μέχρι τη λήξη του έτους που αφορά, ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή των αποδοχών άδειας αυξημένων κατά 100%. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αιτήσεως (έγγραφης ή προφορικής), όμως για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει το χαρακτήρα ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε (Α.Π. 1289/2013, 191/2011). 2. Στην προκειμένη περίπτωση με την από 28.12.2009 αγωγή της η ήδη αναιρεσίβλητη εξέθεσε ότι δυνάμει προφορικής συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου προσελήφθη από την ήδη αποβιώσασα Α.Ζ. και απασχολήθηκε από αυτήν από την 1.1.2000 μέχρι το θάνατό της, που έλαβε χώρα στις 16.5.2009, ως οικόσιτη οικιακή βοηθός, με τη συμφωνία να της καταβάλλεται ο ειθισμένος μισθός, ζήτησε δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων, ως μόνος εκ διαθήκης κληρονόμος της εργοδότριάς της, στην καταβολή των οφειλομένων σ' αυτήν διαφορών μεταξύ του συμφωνηθέντος ειθισμένου και του καταβληθέντος μισθού, των δώρων εορτών, των επιδομάτων αδείας αναπαύσεως και αποζημιώσεως λόγω μη χορηγήσεως αδειών αναπαύσεως, τις οποίες παρότι ζητούσε δεν της χορηγούσε η εργοδότριά της. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε στο σύνολό της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, μετά δε από έφεση της ενάγουσας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το εφετείο δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: "Η αποβιώσασα στην Πάτρα στις 16.5.2009 Α. χήρα Δ.Ζ., το γένος Κ.Ν. (Τ.), γεννηθείσα το έτος 1914, κάτοικος στη ζωή Πατρών, η οποία δεν είχε αποκτήσει τέκνα, με την 21250/19.3.2009 δημόσια διαθήκη της, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών Π.Τ. και δημοσιεύθηκε με τα ....7.2009 πρακτικά δημοσίευσης διαθηκών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο της τον εναγόμενο αδελφό της, ο οποίος αποδέχθηκε την κληρονομιά της. "Η ίδια Α. χήρα Δ.Ζ., κατά τη διάρκεια της ζωής της, διαμένουσα στην Πάτρα στην επί της οδού ... οικία της, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε προφορικά με την ενάγουσα τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς του 2000, προσέλαβε αυτή για να της προσφέρει τις υπηρεσίες της ως οικόσιτη οικιακή βοηθός, την οποία απασχόλησε από 2.1.2000 μέχρι το χρόνο του θανάτου της στις 16.5.2009. "Η ενάγουσα... γεννηθείσα στο ... Αλβανίας την 1.10.1949, αλβανικής υπηκοότητας ομογενής, διέμενε στην Ελλάδα από το έτος 1996, από δε τις 3.8.2006 κατείχε το ... δελτίο αστυνομικής ταυτότητας που εκδόθηκε από την Υ.Α. Πατρών. Η εν λόγω σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ της Α. χήρας Δ.Ζ. και της ενάγουσας, διεπόμενη κατά το χρόνο της κατάρτισής της και λειτουργίας της από το καθεστώς των άρθρων 17 και 23 του ν. 1975/1991 και την κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 17 παρ. 4 εκδοθείσα 4000/3/10-ε'/1998 (Φ.Ε.Κ. 395 Β') κοινή απόφαση των εξουσιοδοτούμενων υπουργών "Προϋποθέσεις, διάρκεια και διαδικασία παροχής δικαιώματος παραμονής και εργασίας στους ελληνικής καταγωγής υπηκόους Αλβανίας (Βορειοηπειρώτες)" και στη συνέχεια με την 4000/3/10-λε της 30.5/6.6.2001 κοινή απόφαση των εξουσιοδοτούμενων υπουργών και με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 την Κ.Υ.Α. 4000/3/10-δ'/2005 (Φ.Ε.Κ. τ. Β' 646/2005) των εξουσιοδοτούμενων υπουργών, με την πρώτη από τις οποίες ορίζονται ότι στα πρόσωπα αυτά χορηγείται ειδικό δελτίο ταυτότητας που ισχύει για τρία χρόνια με δυνατότητα ανανέωσης και το οποίο κατά τη διάρκεια της ισχύος του παρέχει στον κάτοχό του δικαίωμα νόμιμης παραμονής και εργασίας στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3,174 και 180 Α.Κ. ... ήταν έγκυρη, εφ' όσον η ενάγουσα κατείχε νομίμως εκδοθέν ειδικό δελτίο ταυτότητας ομογενούς... "Περί τα τέλη του έτους 1999 η Α. χήρα Δ.Ζ., ο σύζυγος της οποίας είχε αττοβιώσει από το έτος 1987, διάγουσα τότε το 85ο έτος της ηλικίας της, με την υπόδειξη του εναγομένου αδελφού της που κατοικούσε στην Αθήνα, όπου είχε μετοικήσει και η ανεψιά της Μ. συζ. Ε.Γ., η οποία όσο κατοικούσε στην Πάτρα μέχρι το έτος 1998 παρείχε στη θεία της την υποστήριξή της, αναζήτησε, διά μέσου αγγελίας που δημοσιεύθηκε σε τοπική εφημερίδα των Πατρών με επιμέλεια τού οικογενειακού φίλου τους Γ.Τ., οικόσιτη οικιακή βοηθό. Η Α. χήρα Δ.Ζ., αναλόγως της ηλικίας της, διετηρείτο σε αρκετά καλή κατάσταση υγείας, αντιμετώπιζε μόνο πρόβλημα πίεσης και μειωμένης όρασης λόγω αλλοίωσης βυθού αμφοτέρων των οφθαλμών, για το οποίο είχε χειρουργηθεί, μπορούσε να εκτελεί ελαφρές οικιακές εργασίες και να μεταβαίνει εκτός της οικίας της, αλλά ως υπερήλικη ένιωθε ανασφαλής ιδιαίτερα τα βράδια και είχε πλέον ανάγκη από τη συμπαράσταση οικιακής βοηθού που να διανυκτερεύει μαζί της. "Η ενάγουσα, ηλικίας τότε 51 ετών, η οποία διέθετε εμπειρία από προηγούμε νη σχετική απασχόλησή της και είχε την ευχέρεια να απασχοληθεί ως οικόσιτη οικιακή βοηθός, αφού τα τέκνα της που κατοικούσαν στην Πάτρα ήταν ενήλικα, ανταποκρίθηκε στην αγγελία αυτή και συναντήθηκε με τον Γ.Τ. και τη σύζυγό του, οι οποίοι παραμονές της Πρωτοχρονιάς την έφεραν σε επαφή με την Α. χήρα Δ.Ζ. Η συμφωνία για την παροχή της εργασίας της ενάγουσας ως οικόσιτης οικιακής βοηθού και τον οφειλόμενο γι' αυτή μισθό καταρτίσθηκε στην οικία της Α. χήρας Δ.Ζ. μεταξύ αυτής και της ενάγουσας, όπου παρευρισκόταν και η ανεψιά της υπερήλικης Μ. συζ. Ε.Γ., περιλάμβανε δε τους όρους να παρέχει τις υπηρεσίες της διανυκτερεύοντας και διατρεφόμενη ... στην οικία της εργοδότριας, έναντι του ορισθέντος στο ποσό των 150.000 ευρώ [προδήλως εννοείται δραχμών] μηνιαίως μισθού, στο οποίο δεν περιλαμβανόταν η στέγη, τροφή και περίθαλψή της, χωρίς ασφάλιση στο Ι.Κ.Α. "Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 4104/1960 στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ι.Κ.Α. υπάγονται οι οικιακοί έμμισθοι βοηθοί (οικόσιτοι υπηρέτες) και τα λοιπά στην οικία του εργοδότη απασχολούμενα πρόσωπα, αλλά η ασφάλισή τους αρχίζει από τότε που το Ι.Κ.Α. λαμβάνει γνώση της απασχόλησής τους, αποκλείεται δε η υπαγωγή της απασχόλησης αυτής στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. εκ των υστέρων... "Ειδικότερα η ενάγουσα διανυκτέρευε στην οικία της εργοδότριάς της και ως εκ τούτου χαρακτηρίζεται ως οικόσιτη οικιακή βοηθός, φρόντιζε για το πρόσωπο της ηλικιωμένης και την οικία της, καθάριζε την οικία, βοηθούσε την ηλικιωμένη στην παρασκευή τροφής, αφού τα πρώτα χρόνια αυτή ήταν σε θέση να μαγειρεύει, τη συνόδευε στις μετακινήσεις της εκτός της οικίας της, κυρίως στην εκκλησία, στους γιατρούς και σε επισκέψεις στον αδελφό της στην Αθήνα, τη βοηθούσε κατά την καθημερινή περιποίησή της και την εκτέλεση των εργασιών που απαιτούνταν για την εξυπηρέτηση των προσωπικών της αναγκών και κρατούσε σε αυτήν συντροφιά, δεδομένου ότι διέμενε μόνη της... "Η ενάγουσα ως οικόσιτη οικιακή βοηθός εδικαιούτο της νόμιμης ετήσιας άδειας αναψυχής μετ' αποδοχών, επιδόματος αδείας και επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων. Συγκεκριμένα ως προς την άδεια αναψυχής αποδεικνύεται [ότι] η ενάγουσα κατά τα έτη 2000, 2001, 2002 και 2003 έλαβε κανονικά άδεια, αφού επί δίμηνο κάθε έτος η εργοδότριά της παραθέριζε χωρίς να την συνοδεύει αυτή στο χωριό ..., έλαβε δε κανονικά το μισθό της, ενώ κατά τα ... επόμενα έτη 2004, 2005 και 2006 συνόδευσε την Α. χήρα Δ.Ζ., η οποία διήνυε το έτος 2004 το 90ό έτος της ηλικίας, στο χωριό ... τα έτη 2004 και 2005 και στο Λουτράκι το έτος 2006, προσφέροντας πράγματι σ' αυτήν τις υπηρεσίες της στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης, αφού εξακολουθούσε να έχει τη φροντίδα του προσώπου της και να της κρατάει συντροφιά, ανεξαρτήτως του ότι δεν βαρυνόταν επιπλέον με τη φροντίδα της οικίας και την παρασκευή φαγητού διότι διέμεναν σε ξενοδοχειακές μονάδες, αβασίμως δε ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα μετέβη στους τόπους που παραθέριζε η Α. χήρα Δ.Ζ. για λόγους δικής της αναψυχής, χωρίς να προσφέρει υπηρεσία σ' αυτήν. "Κατά τα επόμενα έτη 2007 και 2008 που παρέμειναν στην Πάτρα δεν έλαβε άδεια αναψυχής, κατά δε το έτος 2009 που εργάστηκε μέχρι το θάνατο της εργοδότριας στις 16.5.2009, είχε δικαίωμα, κατά το ισχύον από 1.1.2004 σύστημα (ν. 3302/2004), να λάβει από την αρχή του έτους ολόκληρη την άδεια, εφόσον για το τρίτο ημερολογιακό έτος και για τα επόμενα έτη, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο και μάλιστα από την 1η Ιανουαρίου του κάθε έτους, οφείλεται στο μισθωτό ολόκληρη η άδεια η οποία αντιστοιχεί στο κάθε ημερολογιακό έτος... "Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, κατά τη διάρκεια της εργασιακής της σχέσης, σε πλήρη γνώση της εργοδότριας και των άμεσων συγγενών της, έπρεπε να ταξιδεύει κάποιες φορές στην Αλβανία, στην ιδιαίτερη πατρίδα της το ..., για να τακτοποιεί τα νομιμοποιητικά της έγγραφα τουλάχιστον μέχρι το έτος 2006 που εκδόθηκε η αστυνομική της ταυτότητα και για διάφορες άλλες υποθέσεις της, απουσιάζοντας σχεδόν μία εβδομάδα περίπου ετησίως, ενώ μερικές ημέρες απούσιαζε για σημαντικές οικογενειακές εκδηλώσεις, όπως αρραβώνες, γάμους των τέκνων της και βαπτίσεις των εγγονών της και λοιπές κοινωνικές υποχρεώσεις προς τους συγγενείς της, οπότε την ηλικιωμένη συντρόφευε για κάποιες ημέρες η ανεψιά της, όσο βέβαια της επέτρεπαν οι οικογενειακές της υποχρεώσεις να μεταβεί και παραμείνει στην Πάτρα, καθώς και άλλη εργαζόμενη συμπατριώτισσα της ενάγουσας, την αμοιβή της οποίας κατέβαλλε η Α. χήρα Δ.Ζ. Μεγαλύτερος όμως χρόνος αδειών της ενάγουσας, ήτοι επί πέντε (5) εβδομάδες τμηματικά και συνολικά 35 ημέρες ετησίως, κατόπιν αιτήσεως της ... δεν προέκυψε. "Οι μεμονωμένες ημέρες άδειας, κάποιες δε φορές μία εβδομάδα για ταξίδι στην Αλβανία, που λάμβανε η ενάγουσα από το έτος 2004 και εφεξής, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως άδεια, διότι δεν συνιστούν κανονική άδεια, όπως απαιτεί το άρθρο 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, σύμφωνα με το οποίο μόνο κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η εντός του ιδίου ημερολογιακού έτους κατάτμηση του χρόνου αδείας σε δύο περιόδους και τούτο είναι επιτρεπτό μετά από αίτηση του μισθωτού που στηρίζεται σε δικαιολογημένη αιτία, με έγκριση της οικείας περιφερειακής υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας που χορηγείται κατόπιν σχετικής αιτήσεως των ενδιαφερομένων, ενώ δεν μπορούν να μεταφερθούν οι περισσότερες ημέρες άδειας που έλαβε κατά τα προηγούμενα έτη 2000 έως και 2003 προς συμψηφισμό των οφειλομένων για τα έτη 2004 και εφεξής ημερών άδειας με τις ημέρες αδείας των παρελθόντων ετών. Συνεπώς σι αρνητικοί ισχυρισμοί του εναγομένου ότι στις παραπάνω περιπτώσεις η ενάγουσα είχε λάβει τμηματικά την κανονική της άδεια κατά τη διάρκεια του έτους και επί τουλάχιστον 35 ημέρες κατ' έτος μετά από αίτησή της για να μεταβαίνει στην Αλβανία και για οικογενειακούς λόγους, κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι. "Κατ' ακολουθίαν η ενάγουσα, η οποία δεν έλαβε την κανονική της άδεια κατά τα έτη 2004 έως και 2009, από 26 ημέρες ετησίως, αντιστοίχως με εργαζόμενους εξαήμερης εργασίας, δικαιούται ως αποζημίωση αδείας ποσό ίσο με τον καταβαλλόμενο μισθό της, ανερχόμενο στα εξής ποσά: Για το έτος 2004 το ποσό των 440 ευρώ. Για το έτος 2005 το ποσό των 600 ευρώ. Για το έτος 2006 το ποσό των 600 ευρώ. Για το έτος 2007 το ποσό των 700 ευρώ. Για το έτος 2008 το ποσό των 700 ευρώ. Για το έτος 2009 το ποσό των 700 ευρώ και συνολικά για την παραπάνω αιτία το ποσό των 3.740 ευρώ (440 + 600 + 600 + 700 + 700 + 700 ευρώ)... "Επίσης η ενάγουσα δικαιούται επιδόματος αδείας ποσού ίσου με το μισό μισθό της, ανερχόμενου στα εξής ποσά (α) για κάθε ένα των ετών 2000, 2001, 2002, 2003 και 2004 το ποσό των 220 ευρώ, (β) για κάθε ένα των ετών 2005 και 2006 το ποσό των 300 ευρώ, (γ) για κάθε ένα των ετών 2007, 2008 και 2009 το ποσό των 350 ευρώ και συνολικά από την παραπάνω αιτία το ποσό των 2.750 ευρώ. "Περαιτέρω η ενάγουσα δικαιούται επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων νέου έτους, ανερχομένων στα εξής ποσά: Για το έτος 2004 (α) για επίδομα Πάσχα το ποσό των 229,27 ευρώ, (β) για επίδομα Χριστουγέννων και νέου έτους 2001 το ποσό των 459 ευρώ. Για το έτος 2005 (α) για επίδομα Πάσχα το ποσό των 312 ευρώ (300 ευρώ χ 0,041666), (β) για επίδομα Χριστουγέννων και νέου έτους το ποσό των 625 ευρώ (600 ευρώ χ 0,041666 = 25 ευρώ). Για το έτος 2006 (α) για επίδομα Πάσχα το ποσό των 312 ευρώ, (β) για επίδομα Χριστουγέννων και νέου έτους το ποσό των 625 ευρώ. Για το έτος 2007 (α) για επίδομα Πάσχα το ποσό των 365 ευρώ (350 ευρώ χ 0,041666 = 15 ευρώ), (β) για επίδομα Χριστουγέννων και νέου έτους το ποσό των 729 ευρώ (700 ευρώ χ 0,041666 = 29 ευρώ). Για το έτος 2008 (α) για επίδομα Πάσχα το ποσό των 365 ευρώ, (β) για επίδομα Χρι στουγέννων και νέου έτους το ποσό των 729 ευρώ. Για το έτος 2009 (α) για επίδομα Πάσχα το ποσό των 365 ευρώ και συνολικά από τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 7.868,35 ευρώ. Συνολικά για τις παραπάνω αιτίες δικαιούται το ποσό των 14.358,35 ευρώ (3.740 + 2.750 + 7.868,35 ευρώ)". Με βάση τις παραδοχές αυτές και άλλες που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, το εφετείο έκανε δεκτή την έφεση της ενάγουσας κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (με την οποία όπως προαναφέρθηκε είχε απορριφθεί η αγωγή της ως ουσιαστικά αβάσιμη), εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, τη δέχθηκε μερικώς και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 14.358,35 ευρώ. Έτσι που έκρινε το εφετείο, δεν υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α και 19 Κ.Πολ.Δ., και συγκεκριμένα: α) δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 α.ν. 539/1945 και του β.δ. 371/1971, αφού κατά τα προεκτεθέντα η υποχρέωση για παροχή αδείας και επιδόματος αδείας ισχύει και για τους οικιακούς οικόσιτους μισθωτούς, και β) διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της μη χορηγήσεως στην ενάγουσα αδειών αναψυχής. Συνεπώς οι πέμπτος κατά το δεύτερο μέρος του και πρώτος πρόσθετος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα και αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις ανωτέρω αναιρετικές πλημμέλειες, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Εξ άλλου με τον πέμπτο κατά το τρίτο μέρος του πρόσθετο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β και 19 Κ.Πολ.Δ., και συγκεκριμένα ότι αυτή έχει "εσφαλμένη αιτιολογία... περί του αριθμού των ημερών αδείας-απουσίας της ενάγουσας" και ότι, ενώ η αναφερόμενη μάρτυράς του (πράγματι ενόρκως βεβαιούσα) κατέθεσε εξ ιδίας αντιλήψεως ότι η ενάγουσα ελάμβανε άδεια 35 ημερών ετησίως και ότι κατά την απουσία της στη φροντίδα της εργοδότριάς της την αναπλήρωνε η ίδια (η μάρτυρας) και άλλη ομοεθνής της ενάγουσας επ' αμοιβή, το εφετείο δεν αντελήφθη ότι η μάρτυρας αναφέρει ρητώς ότι το πρόσωπο που αναπλήρωνε την ενάγουσα ήταν η ίδια και δέχεται ότι αυτή καταθέτει "γενικόλογα και αόριστα". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν, υπό την κατ' επίφαση επίκληση των ανωτέρω αναιρετικών πλημμελειών, ο αναιρεσείων προβάλλει αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). [....................................] 9. Ενόψει όλων αυτών (και του ότι ο αναιρεσείων νομίμως παραιτήθηκε, με δήλωση στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και στις προτάσεις του, από τους πρώτο και έκτο λόγους αναιρέσεως) πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι της στο σύνολό τους και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176,183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).