Οικονομοτεχνικοί λόγοι και απολύσεις - Τροποποιητική καταγγελία Επί απολύσεων οφειλομένων σε οικονομοτεχνικούς λόγους, όπως μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχείρησης και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομίας που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες τις οποίες η επιχείρηση αντιμετωπίζει, η απόφαση (επιλογή) του εργοδότη να αντεπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση, δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Η στάθμιση αυτή ανήκει στον εργοδότη, που έχει υπόψη του όλα τα στοιχεία της επιχείρησής του και τις συνθήκες λειτουργίας της αγοράς. Το γεγονός ότι οι οικονομοτεχνικοί λόγοι προέρχονται από τη σφαίρα ευθύνης του εργοδότη και όχι του εργαζομένου, με συνέπεια μέσω της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας μισθωτών ο κίνδυνος των λόγων αυτών να επιρρίπτεται σε τελική ανάλυση σε βάρος των εργαζομένων, οι οποίοι δεν φέρουν καμία απολύτως ευθύνη για τη δημιουργία του συγκεκριμένου λόγου, δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθόσον η έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει ένα δικαίωμα του εργαζομένου στη θέση εργασίας, με την έννοια της απόλυτης προστασίας αυτού από την απόλυση και ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες δραστηριοποιείται η επιχείρηση στην οποία εργάζεται. Ελέγχονται όμως από τα δικαστήρια αφ' ενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας συγκεκριμένου εργαζομένου (ως έσχατου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης) και αφετέρου τα κριτήρια επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, τα οποία πρέπει να βρίσκονται εντός των προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι πραγματικά συντρέχουν οι επικαλούμενοι από τον εργοδότη οικονομικής ή τεχνικής φύσεως λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη μείωση του προσωπικού και ότι δεν είναι προσχηματικοί, ερευνάται αν η καταγγελία μπορεί να αποτραπεί με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέτρων, όπως η μετάθεση του εργαζομένου σε κενή, κατά το χρόνο της καταγγελίας, θέση, η κατάργηση της υπερωριακής απασχόλησης, η μερική απασχόληση ή η δυνατότητα εξακολούθησης της απασχόλησης του εργαζομένου με τροποποίηση των όρων εργασίας (τροποποιητική καταγγελία). Γίνεται δεκτό ότι κατ' εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η καταγγελία ασκείται νόμιμα όταν χρησιμοποιείται ως έσχαστο μέσο (ultima ratio) για την επιδίωξη των σκοπών του εργοδότη, ο οποίος επιβάλλεται να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων και εξίσου αποτελεσματικών μέσων, για την ικανοποίηση των επιδιωκόμενων με την καταγγελία σκοπών, το λιγότερο επαχθές για τον εργαζόμενο και οφείλει να προτείνει στο μισθωτό που πρόκειται να απολυθεί, την απασχόλησή του σε άλλη θέση, έστω και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε, εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρησή του και ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σε αυτή, ή να προτείνει σε αυτόν να απασχοληθεί με μειωμένες αποδοχές, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι αυτές δεν θα υπολείπονται των κατά το νόμο ελαχίστων ορίων. Επομένως ο εργοδότης ασκώντας νομίμως το διευθυντικό του δικαίωμα μπορεί, προκειμένου να αποδεσμευθεί από τους δυσμενείς γι' αυτόν όρους της εργασιακής σύμβασης να συνδέσει την καταγγελία αυτής με τη μη αποδοχή εκ μέρους του μισθωτού των προτάσεών του για μεταβολή των όρων αυτών. Η καταγγελία όμως αυτή που ακολουθεί την άρνηση του μισθωτού να δεχθεί τη μεταβολή, δεν είναι καταχρηστική από μόνο το γεγονός ότι αιτία της ήταν ή άρνηση του μισθωτού να συναινέσει στη μεταβολή, αλλά υπόκειται σε κρίση ως προς τους όρους της με βάση το άρθρο 281 Α.Κ. ΑΠ 497/2023 Πρόεδρος: Η κ. Ζαμπέττα Στράτα Εισηγητής: Η κ. Μαλαματένια Κουράκου Δικηγόροι: Οι κ.κ. Βασ. Πήττας - Αντων. Γεωργαντίδης