Οικειοθελείς παροχές Πότε αποκτούν μισθολογικό χαρακτήρα Οι οικειοθελείς παροχές που δίδονται από τον εργοδότη στο μισθωτό εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση δεν έχουν χαρακτήρα μισθού. Ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Εφ' όσον όμως οι εν λόγω παροχές χορηγούνται από τον εργοδότη για ικανό διάστημα ως νόμιμο ή συμβατικό αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, τότε καταρτίζεται σιωπηρή σύμβαση περί καταβολής των παροχών αυτών ως τμήματος του καταβλητέου μισθού, οπότε ιδρύεται υποχρέωση του εργοδότη προς χορήγηση των παροχών αυτών, συνιστούν τακτικές αποδοχές και η καταβολή τους δεν μπορεί πλέον να διακοπεί, εκτός αν αυτός εξ αρχής επιφύλαξε ρητά για τον εαυτό του το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησής τους στο μέλλον και η επιφύλαξη αυτή δεν έχει ατονήσει εκ των πραγμάτων, ως αντίθετη προς τη διαμορφωθείσα συνείδηση των μερών. ΑΠ 962/2018 Πρόεδρος: Ο κ. Χριστοφ. Κοσμίδης Εισηγητής: Η κ. Αρετή Παπαδιά Δικηγόροι: Οι κ.κ. Θωμάς Στάικος - Χρησ. Παπαδόπουλος 1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 361 Α.Κ., 3 παρ. 2 του ν. 2190/1920, 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή την οποία κατά νομική δέσμευση που απορρέει από το νόμο ή τη σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Ο εργοδότης, κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, μπορεί να προβαίνει και σε οικειοθελείς παροχές προς το μισθωτό. Οι εν λόγω οικειοθελείς παροχές που δίδονται από τον εργοδότη στο μισθωτό εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία, δεν έχουν χαρακτήρα μισθού. Έτσι, δεν ιδρύεται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα για τις εν λόγω παροχές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Εφόσον όμως οι εν λόγω παροχές χορηγούνται από τον εργοδότη για ικανό διάστημα ως νόμιμο ή συμβατικό αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας τότε καταρτίζεται σιωπηρή σύμβαση περί καταβολής των παροχών αυτών ως τμήματος του καταβλητέου μισθού, οπότε ιδρύεται υποχρέωση του εργοδότη προς χορήγηση των παροχών αυτών, συνιστούν τακτικές αποδοχές και η καταβολή τους δεν μπορεί πλέον να διακοπεί, εκτός αν αυτός εξ αρχής επιφύλαξε ρητά για τον εαυτό του το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησής τους στο μέλλον και η επιφύλαξη αυτή δεν έχει ατονήσει εκ των πραγμάτων, ως αντίθετη προς τη διαμορφωθείσα συνείδηση των μερών, ούτε διατυπώθηκε για την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του εργαζομένου (Α.Π. 52/2017,1237/2017, 266/2014, 638/2013). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. α' του ν. 3198/1955, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 2112/1920 ή του β.δ. της 16/18.7.1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 67ο έτος της ηλικίας τους (γενικό όριο ηλικίας για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος από 1.1.2013 με βάση το ν. 4093/2012 άρθρο 1, ΙΑ.4 περ. 2), αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω β.δ. αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του νόμου αυτού βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Τέλος ο από τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ο οποίος είναι ταυτόσημος με το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 7/2014, 2/2013). 2. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το ως εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, σε σχέση με τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ότι, την 6.3.1978, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος προσλήφθηκε από την εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Γενική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», η οποία συγχωνεύθηκε δι' εξαγοράς (άρθρο 79 κ.ν. 2190/1920) με την ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος του λογιστικού κλάδου και εργάσθηκε σ' αυτή έως την 15.10.2008, οπότε αποχώρησε λόγω υποβολής παραίτησης, χωρίς να έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης λόγω γήρατος. Ότι, κατά την αποχώρησή του, κατείχε τον οργανικό βαθμό του υποδιευθυντή Α', ενώ τα τελευταία πριν από την παραίτησή του έτη είχε υπηρετήσει από το έτος 2000 ως Υποδιευθυντής της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού, από το έτος 2002 ως Διευθυντής του Ινστιτούτου Εκπαίδευσης και από το έτος 2004 ως Υποδιευθυντής του Τομέα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού και Εκπαίδευσης της εναγομένης. Ότι η εργοδότρια του κατέβαλε κατά την αποχώρησή του, την 16.10.2008, αποζημίωση κατ' άρθρο 8 του ν. 3198/1955, μικτού ποσού 63.656,76 ευρώ, υπολογιζόμενη με βάση μικτό μηνιαίο μισθό 4.390,12 ευρώ και ποσοστό 50% της προβλεπόμενης στο ν. 2112/1920 αποζημίωσης καταγγελίας, καθότι αποχώρησε οικειοθελώς από την υπηρεσία. Ότι ο μισθός του ενάγοντος, κατά τον τελευταίο πριν από την αποχώρησή του μήνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης ανερχόταν στο ποσό των 4.390,12 ευρώ μικτά, αναλυόμενος ως ακολούθως: βασικός μισθός 1.337,00 ευρώ + επίδομα γάμου 133,70 ευρώ + επίδομα τέκνων 167,13 ευρώ + επίδομα παιδικής μέριμνας 47,10 ευρώ + επίδομα πολυετίας 748,72 ευρώ + επίδομα επιστημονικό 467,95 ευρώ + επίδομα εξειδικευμένης ευθύνης 293,47ευρώ + επίδομα βαθμού 104,50 ευρώ + έξοδα παράστασης βαθμού 251,10 ευρώ + ποσοτικό επίδομα 2005-2006 32,00 ευρώ + επίδομα ξένης γλώσσας 106,96 ευρώ + επίδομα 1% 24,32 ευρώ + επίδομα ευθύνης 676,17 ευρώ. Ότι, πέραν του ανωτέρω μισθού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα επιπλέον σταθερά, αδιάλειπτα και επί διάστημα οκτώ ετών τουλάχιστον πριν από την αποχώρησή του και από τότε που έλαβε το βαθμό του υποδιευθυντή, με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό: α) ποσό 234,78 ευρώ μηνιαίως ως έξοδα παράστασης και β) ποσό 58,69 ευρώ μηνιαίως ως έξοδα κίνησης, ανεξαρτήτως της πραγματοποίησης τέτοιων εξόδων και χωρίς να είναι ο ενάγων υποχρεωμένος να αποδίδει λογαριασμό γι' αυτά. Ότι οι παραπάνω παροχές, που δόθηκαν αρχικά οικειοθελώς από την εναγομένη, χωρίς επιφύλαξη δικαιώματος διακοπής της χορήγησής τους, αποτέλεσαν αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του ενάγοντος και κατέστησαν με τη μακρόχρονη και συνεχή καταβολή τους, σιωπηρά, όρος της σύμβασης εργασίας του τελευταίου. Ότι, ως εκ τούτου, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές του με βάση τις οποίες έπρεπε να υπολογίσει η εναγομένη την αποζημίωση που του κατέβαλε κατά την αποχώρησή του. Ότι, ειδικότερα, το επίδομα εξόδων παράστασης χορηγήθηκε στους Διευθυντές και Υποδιευθυντές Τομέων και στους Υποδιευθυντές Διοίκησης και Περιφερειακών Διευθύνσεων με την ...12.1995 εγκύκλιο του προέδρου μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης. Ότι το επίδομα εξόδων κίνησης χορηγήθηκε στους Υποδιευθυντές Διευθύνσεων Διοίκησης από το έτος 1999 με ε.σ.σ.ε. Ότι τα ανωτέρω επιδόματα καταβάλλονταν στους δικαιούχους αυτών και στον ενάγοντα ανελλιπώς κάθε μήνα και η εναγόμενη Τράπεζα δεν επιφυλάχθηκε για τον τρόπο ή το χρόνο καταβολής τους, ούτε ως προς το δικαίωμά της για ανάκλησή τους. Ότι η εναγομένη δεν απαίτησε από τον ενάγοντα την προσκόμιση οποιουδήποτε παραστατικού προκειμένου να προβεί στην καταβολή τους, ούτε καθιέρωσε ως αναγκαία προϋπόθεση της χορήγησής τους την πραγματοποίηση των δαπανών που αφορούν τα συγκεκριμένα επιδόματα (κοινωνικές επαφές του ενάγοντος με την Ελληνική Ένωση Τραπεζών για θέματα αρμοδιότητάς του ή μετακινήσεις για την εκπόνηση σεμιναρίων στους υπαλλήλους της Τράπεζας). Ότι, από τα ανωτέρω και από το γεγονός ότι το ύψος των ως άνω παροχών ήταν σταθερό ανά μήνα και όχι κυμαινόμενο ανάλογα με τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες, προκύπτει ότι αληθινή βούληση των μερών ήταν να αποτελούν οι εν λόγω παροχές επαύξηση του συμφωνημένου μισθού του ενάγοντος. Ότι τα συγκεκριμένα επιδόματα καταβάλλονταν στους δικαιούχους ακόμα και σε περίπτωση απουσίας τους για μακρό χρονικό διάστημα, όπως έγινε και κατά την απουσία του ενάγοντος από την εργασία του, από τα τέλη του μηνός Ιουνίου 2006 έως τα τέλη Σεπτεμβρίου 2006, λόγω ασθενείας. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε ότι ο ενάγων δικαιούται για τη συμπλήρωση της αποζημίωσής του ποσό 4.255,29 ευρώ και αφού 1) απέρριψε τον σχετικό με το ανωτέρω ζήτημα λόγο έφεσης της εναγόμενης και εκεί εκκαλούσας τραπεζικής εταιρείας, 2) δέχθηκε λόγο έφεσης του ενάγοντος και εκεί, επίσης, εκκαλούντος με τον οποίο αυτός έπληττε την τότε εκκαλουμένη απόφαση για λήψη υπόψη ισχυρισμού που δεν είχε προταθεί και, ειδικότερα, ένστασης εξόφλησης, δικάζοντας εκ νέου επί της αγωγής μετά την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, δέχθηκε την αγωγή κατά το ανωτέρω ποσό. Με την κρίση του αυτή το ως εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν, αφού ορθώς έκρινε ότι τακτικές αποδοχές κατά την έννοια του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 συνιστούν και οι παροχές εξόδων παράστασης και κίνησης, οι οποίες δίδονταν στον ενάγοντα ως μέρος του μισθού του, στην αρχή με τη μορφή οικειοθελούς παροχής και στη συνέχεια με σιωπηρώς καταρτισθείσα σύμβαση ως αντάλλαγμα της εργασίας του, χωρίς κάποια επιφύλαξη εκ μέρους της εναγόμενης για διακοπή χορήγησής τους και ακολούθως υπολόγισε την οφειλόμενη στον πρώτο αποζημίωση επί του συνόλου των τακτικών αποδοχών αυτού, δηλαδή και επί των ανωτέρω παροχών. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., είναι αβάσιμος. 3. Με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 αντικαταστάθηκαν διατάξεις του τρίτου βιβλίου (ένδικα μέσα και ανακοπές - άρθρα 495 έως 590) του Κ.Πολ.Δ. και παρατέθηκαν νέες διατάξεις, στις οποίες περιλαμβάνεται και η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ., σύμφωνα με την οποία κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται επί εφέσεων κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων επιτρέπεται αναίρεση και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξ άλλου, με το άρθρο 1 άρθρο ένατο του ν. 4335/2015 και με τον παράτιτλο μεταβατικές διατάξεις ορίσθηκε στην παράγραφο 2 αυτού ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές και στην παράγραφο 4 αυτού ότι κατά τα λοιπά, εφ' όσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επί μέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 24 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., η οποία απηχεί θεμελιώδη αρχή από άποψη διαχρονικού δικονομικού δικαίου, ορίζεται στην παράγραφο 1 εδ. α' αυτής ότι το παραδεκτό των ενδίκων μέσων και το επιτρεπτό των προβαλλομένων λόγων κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το νόμο [σ.σ.: προδήλως: χρόνο] που δημοσιεύεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η νέα διάταξη του άρθρου 560 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ. έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκούνται μετά την 1.1.2016 και στρέφονται κατ' αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με το δεύτερο λόγο της αίτησης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 560 αρ. 6 Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια, δηλαδή ότι δεν έχει νόμιμη βάση λόγω αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών. Παρατηρείται, όμως, ότι η ένδικη αίτηση κατά της 472/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήμα εφέσεων) ασκήθηκε την 17.7.2015, ήτοι σε χρόνο που σύμφωνα με τα προαναφερόμενα δεν ίσχυε ο προβλεπόμενος στο άρθρο 560 αρ. 6 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικός λόγος. Επομένως ο δεύτερος λόγος της αίτησης είναι απαράδεκτος.