Οικειοθελείς παροχές και επιχειρησιακή συνήθεια Βασιλ. Γαμβρούδη, τ. Δ/ντή Υπ.Εργασίας Οικειοθελείς παροχές είναι οι παροχές που καταβάλλει ο εργοδότης στους μισθωτούς χωρίς να έχει καμία νομική υποχρέωση από τη σχέση του με τους μισθωτούς. Η καταβολή γίνεται για να υπογραμμίσει στο πρόσωπό τους την ικανοποίησή του για την εργασία που προσφέρουν ή εξαιτίας οικογενειακών γεγονότων που αφορούν τους μισθωτούς (γάμος, γέννηση παιδιού κλπ). Μία οικειοθελής παροχή δεν μετατρέπεται σε συμβατική και δεν δημιουργείται επιχειρησιακή συνήθεια και συνεπώς δεν αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, όταν εξ 'αρχής ο εργοδότης κατέστησε γνωστό στον εργαζόμενο ότι η παροχή χορηγείται με την επιφύλαξη ελευθεριότητας, ή κάποια ανάλογη ρήτρα. Η επιφύλαξη έχει την έννοια ότι ο εργοδότης χορηγεί μεν την παροχή με τη θέλησή του, αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να την διακόψει οποτεδήποτε μονομερώς και αναιτιολόγητα, όταν και πάλι ο ίδιος το θελήσει. Το πρόβλημα με τις οικειοθελείς παροχές εμφανίζεται από τη στιγμή που αυτές τείνουν να χάσουν τον αυτόβουλο εργοδοτικό χαρακτήρα και να γίνουν μισθός. Και η νομολογία των δικαστηρίων δεν εμφανίζεται σταθερή στην υιοθέτηση των κριτηρίων που χρησιμοποιεί, το πότε δηλαδή η οικειοθελής παροχή μετατρέπεται σε μισθό. Για να μην αποτελούν μισθό θα πρέπει: α) να μην έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα β) να μην έχει διαμορφωθεί έθιμο (γενικότητα παροχής, μεγάλη διάρκεια και σταθερότητα) γ) να απουσιάζει το στοιχείο του ανταλλάγματος δ) να υπάρχει η επιφύλαξη του δικαιώματος ανακλήσεως. Σύμφωνα με τις κατά καιρούς νομολογιακές αποφάσεις δικαστηρίων Για την ύπαρξη επιχειρησιακής συνήθειας απαιτείται η συμπεριφορά του εργοδότη να είναι γενική, ομοιόμορφος και μακροχρόνια (ΑΠ 1888/98) Οι οικειοθελείς παροχές που χορηγούνται από τον εργοδότη επί μακρό χρόνο και ως αντάλλαγμα της εργασίας θεωρούνται ότι παρέχονται βάσει της συμβάσεως εργασίας ως μισθός (Εφετ. Αθην. 371/85 - ΑΠ 519/80 - Εφετ. Αθην. 9928/79 - ΑΠ 1034/79) Η υπό του εργοδότη παροχή οικειοθελής άνευ ανταλλάγματος δεν αποτελεί μισθό (ΑΠ 519/80) Οικειοθελής παροχή εφόσον επαναλαμβάνεται επί μακρόν χρόνον μπορεί να καταλήξει σε σιωπηρή συμφωνία περί τακτικής καταβολής της ως μισθού, έστω και αν ο εργοδότης διατήρησε, πλην όμως δεν άσκησε μέχρι της απολύσεως του μισθωτού το δικαίωμα της ανακλήσεως (Εφετ. Αθην. 4103/78 - ΑΠ 1017/72). Δεν έχουν χαρακτήρα μισθού οικειοθελείς παροχές όταν επιφύλαξε ο εργοδότης στον εαυτό του το δικαίωμα ανάκλησης. Οικειοθελείς παροχές επαναλαμβανόμενες και μάλιστα κατά τακτά χρονικά διαστήματα μπορεί να καταλήξει σε σιωπηρή συμφωνία καταβολής ως μισθού και δεν μπορεί να διακοπεί, εκτός αν ο εργοδότης εξ' αρχής επιφυλάχθηκε γι’αυτό (ΑΠ 90/83 - ΑΠ 354/83 - ΑΠ 1034/80 - ΑΠ 1713/87 - ΑΠ 877/98) Οι χρηματικές και άλλες παροχές που χορηγεί ο εργοδότης ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας αποτελούν μισθό και δεν υπόκεινται σε ανάκληση. Η ανάκληση συνιστά βλαπτική μεταβολή (ΑΠ 636/88 - ΑΠ 1202/2002) Δεν αποτελούν μισθό οι πρόσθετες παροχές που χορηγούνται από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή ως αντάλλαγμα της εργασίας, με τη δυνατότητα δε να παύσει οποτεδήποτε η χορήγησή τους. Όταν επαναλαμβάνεται για πολύ χρόνο και μάλιστα ισόποσα χρονικά διαστήματα, μπορεί να καταστεί μισθός, εκτός αν ο εργοδότης επιφύλαξε δικαίωμα διακοπής (ΑΠ 1013/87 - ΑΠ 225/87) Δεν έχει μισθολογικό χαρακτήρα η παροχή που χορηγείται στον μισθωτό προς εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχειρήσεως ή προς εξυπηρέτηση του μισθωτού κατά την εκτέλεση της εργασίας (ΑΠ 37/88) Επί υπάρξεως στην επιχείρηση κανονισμού με ισχύ νόμου, για να καταστεί η πρόσθετη παροχή μισθός, και να μη δύναται να ανακληθεί μονομερώς πρέπει η χορήγηση να γίνει μετά από απόφαση του αρμοδίου, κατά τον κανονισμό, οργάνου. Άλλως είναι παράνομη και μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε (ΑΠ 1202/2002) Οι παροχές σε χρήμα που χορηγεί ο εργοδότης οικειοθελώς, έστω και με την επιφύλαξη διακοπής αυτών, υπόκεινται σε εισφορές υπέρ ΙΚΑ (ΣτΕ 4606/98) Οι οικειοθελείς παροχές καταβάλλονται εκουσίως και όχι εις εκτέλεση της ατομικής συμβάσεως εργασίας (ΑΠ 1498/80 - ΑΠ 722/83). Οι οικειοθελείς παροχές που δίδονται από τον εργοδότη στο μισθωτό εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση δεν έχουν χαρακτήρα μισθού. Ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Εφόσον όμως οι εν λόγω παροχές χορηγούνται από τον εργοδότη για ικανό διάστημα ως νόμιμο ή συμβατικό αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, τότε καταρτίζεται σιωπηρή σύμβαση περί καταβολής των παροχών αυτών ως τμήματος του καταβλητέου μισθού, οπότε ιδρύεται υποχρέωση του εργοδότη προς χορήγηση των παροχών αυτών, συνιστούν τακτικές αποδοχές και η καταβολή τους δεν μπορεί πλέον να διακοπεί, εκτός εάν αυτός εξ' αρχής επιφύλαξε ρητά για τον εαυτό του το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησής τους στο μέλλον και η επιφύλαξη αυτή δεν έχει ατονήσει εκ των πραγμάτων, ως αντίθετη προς τη διαμορφωθείσα συνείδηση των μερών (ΑΠ 962/18). Η επιχειρησιακή συνήθεια δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού, μέσα στο χώρο της επιχείρησης, δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης είτε ρητά με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση χορηγεί τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει την βάση δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη τον χαρακτήρα της μονομερούς και συνεπώς ανακλητής παροχής. Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλ. οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους, χωρίς να έχει νομική δέσμευση και δη από τη σύμβαση. Οι παροχές αυτές και αν ακόμη καταβάλλονται τακτικά και ομοιόμορφα και επί μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρούν το χαρακτήρα τους ως οικειοθελών, αν αυτή είναι η βούληση των μερών, και ιδίως αν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σ'αυτόν το δικαίωμα ανάκλησής τους (διακοπής) ή με νεώτερη συμφωνία με τον εργαζόμενο παρασχεθεί αυτό το δικαίωμα. Στην περίπτωση αυτή από τη δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ'επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για συνέχιση της καταβολής των παροχών αυτών και κατά συνέπεια κι' από τον εργοδότη, κατ'ενάσκηση του ως άνω διευθυντικού δικαιώματός του διακοπή ή τροποποίηση μιας τέτοιας παροχής δεν θεμελιώνει τα εκ του άρθρου 7 του ν. 2112/20 δικαιώματα του εργαζομένου, ούτε αξίωση για τη συνέχιση της καταβολής μιας τέτοιας παροχής. Επομένως και κατ' αντίθεση, συμβατική δέσμευση για την υποχρέωση καταβολής μιας τέτοιας παροχής (οικειοθελούς αρχικά) από επιχειρησιακή συνήθεια, με βάση σιωπηρή συμφωνία, υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα την αδυναμία του εργοδότη να διακόψει μονομερώς την καταβολή της, μπορεί να δημιουργηθεί, εάν ο εργοδότης δεν έχει επιφυλάξει στον εαυτό του το ως άνω δικαίωμα, αφού στην περίπτωση αυτή η παροχή παύει πλέον να είναι οικειοθελής. (ΑΠ 1402/2017) Δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως της μακροχρονίου, του αδιαλείπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεώς τους ή, έστω πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει, ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε (ΑΠ 973/2019) Είναι ενδεχόμενο μία παροχή, η χορήγηση της οποίας άρχισε ως οικειοθελής, να εξελιχθεί, κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας σε επιχειρησιακή συνήθεια και να καταστεί υποχρεωτική. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η χορήγηση της παροχής επαναλαμβάνεται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τρόπο που από τις δημιουργούμενες συνθήκες να συνάγεται σιωπηρώς η βούληση αφ' ενός του εργοδότη να την διατηρήσει στο διενεκές και αφ' ετέρου του εργαζομένου να την αποδέχεται, προσβλέποντας σ' αυτήν σαν σε μισθολογική παροχή. Οπότε παράγεται σιωπηρή συμφωνία, από την οποία η μεν παροχή αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, ο δε εργοδότης δεν μπορεί να αποστεί μονομερώς από τη χορήγησή της. Η πιο πάνω εξέλιξη όμως αποκλείεται να επέλθει, όταν εξ' αρχής ο εργοδότης κατέστησε γνωστό στον εργαζόμενο ότι η παροχή χορηγείται με την επιφύλαξη ελευθεριότητας. Η επιφύλαξη έχει την έννοια ότι ο εργοδότης χορηγεί μεν την παροχή με την θέλησή του, αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να την διακόψει οποτεδήποτε, μονομερώς και αναιτιολόγητα, όταν και πάλι ο ίδιος το θελήσει. Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος δεν δικαιολογείται να προσβλέπει στη διηνεκή διατήρηση της παροχής. Οπότε, η χορήγησή της ανεξάρτητα προς το αν παρατείνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ούτε επιχειρησιακή συνήθεια ούτε σιωπηρή συμβατική δέσμευση του εργοδότη και αντίστοιχη αξίωση του εργαζομένου δημιουργεί. Ο εργοδότης χωρίς να είναι υποχρεωμένος να προβεί σε κάποια πανηγυρική διαπλαστική δήλωση, μπορεί κατά πάντα χρόνο να παύσει την παροχή. (ΑΠ 1174/2017) Επιχειρησιακή συνήθεια Επειδή πολλά ερωτήματα δημιουργούνται και προκύπτουν θέματα. Σχετικά με το εάν ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει αξιώσεις για παροχές από επιχειρησιακή συνήθεια θα εξετάσουμε τις περιπτώσεις κατά τις οποίες γεννάται αυτή η αξίωση. Επιχειρησιακή συνήθεια έχουμε όταν ο εργοδότης χορηγεί συνεχώς ορισμένες παροχές στους μισθωτούς, οι οποίοι και τις αποδέχονται. Είναι δηλαδή η διαμορφούμενη σε μια επιχείρηση πρακτική, λόγω μακροχρονίου και ομοιομόρφου χειρισμού ζητημάτων, που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότου και εργαζομένου, ώστε η πρακτική αυτή να έχει αποτελέσει όρο της συμβάσεως εργασίας και η υποχρεωτική ισχύς της να πηγάζει από την σιωπηρή δήλωση βουλήσεως των μερών. Διευκρινίζεται ότι θεωρούνται οικειοθελείς παροχές και μπορούν να γεννηθούν αξιώσεις, λόγω χορηγήσεως αυτών, από επιχειρησιακή συνήθεια, οποιεσδήποτε παροχές που δεν περιλαμβάνονται στους όρους της ατομικής ή συλλογικής σύμβασης εργασίας. Για την ύπαρξη επιχειρησιακής συνήθειας απαιτείται η συμπεριφορά του εργοδότη να είναι γενική ομοιόμορφη και μακροχρόνια. Οι παροχές να είναι οικειοθελείς. Η επιχειρησιακή συνήθεια, δια της επί μακρόν χρόνον σταθερής εκδήλωσης ορισμένης συμπεριφοράς - ενέργειας, δηλαδή η ομοιόμορφη και μακροχρόνια πρακτική της επιχείρησης δεν αποτελεί μεν, αυτή καθ' εαυτή, λόγο γενέσεως αξιώσεως, μπορεί όμως κατά το άρθρο 361 ΑΚ που κατοχυρώνει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας που υφίσταται και όταν ο εργοδότης χορηγεί συνεχώς ορισμένες παροχές στους μισθωτούς, οι οποίοι και τις αποδέχονται, έτσι ώστε να παράγεται σιωπηρώς συμβατική δέσμευση αποκλείουσα την μονομερή από τον εργοδότη ανάκληση των παροχών αυτών. Λόγω της ίδιας αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων επιτρέπεται οι συμφωνίες αυτές να τροποποιούνται ή και να καταργούνται από τα μέρη με μεταγενέστερη ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, αρκεί να μη θίγονται με αυτή τα νόμιμα κατώτατα όρια αποδοχών και όρων εργασίας. Εάν ο εργοδότης ρητώς επιφυλαχθεί ότι οι τυχόν χορηγούμενες οικειοθελείς παροχές που δημιούργησαν επιχειρησιακή συνήθεια μπορούν να ανακληθούν οποτεδήποτε, τότε δεν υπάρχει θέμα διεκδίκησης αυτών από τους εργαζομένους σε περίπτωση διακοπής χορήγησης, αφού αυτό το δικαίωμα ασκείται νόμιμα από τον εργοδότη. Λόγω της επιφύλαξης αυτής δεν δεσμεύεται για το μέλλον ο εργοδότης συνέχισης καταβολής της παροχής, αφού έχει καταστήσει σαφή την βούλησή του περικοπής. Η μακροχρόνια όμως καταβολή των παροχών χωρίς την πρόβλεψη της δυνατότητας ανάκλησης δημιουργεί ένα είδος κεκτημένου δικαιώματος υπέρ των εργαζομένων, οπότε η τυχόν περικοπή αυτών μπορεί να θεωρηθεί βλαπτική μεταβολή των της συμβάσεως. Οι μακροχρόνιες παροχές που δημιουργούν καθεστώς επιχειρησιακής συνήθειας έχουν κατά κανόνα ευνοϊκό για τους εργαζόμενους περιεχόμενο, δυσμενές γι'αυτούς, όπου βεβαίως δεν έρχεται σε αντίθεση με κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Η επιχειρησιακή συνήθεια μπορεί να αποτελεί και λόγο τροποποιήσεως της ατομικής σύμβασης, εφ'όσον διαμορφώθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο και το περιεχόμενό της αντίκειται σε όρο αυτής, υπό την προϋπόθεση ότι μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία τροποποιητική είναι επιτρεπτή από το νόμο. Εξεταστέο είναι εάν η μεταβολή αυτή ή η κατάργηση της πρακτικής μπορεί να γίνει με συλλογική σύμβαση εργασίας. Σύμφωνα όμως με την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης δεν επιτρέπει την επί το δυσμενέστερο για τους μισθωτούς μεταβολή. Εάν αποδειχθεί ότι μία παροχή που χορηγείται μακροχρόνια έχει όλα τα χαρακτηριστικά της επιχειρησιακής συνήθειας ο εργοδότης υποχρεούται, για όσο διάστημα χορηγείται αυτή, να μεταχειρίζεται τους εργαζομένους κατά τον ίδιο τρόπο, χωρίς να προβαίνει σε διαφοροποιήσεις. Απαιτείται και αποδοχή των παροχών από πλευράς εργαζομένων. Η αποδοχή των παροχών εκ μέρους των εργαζομένων παρέχει τη βάση της συμβατικής δεσμεύσεως και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής βουλήσεως. Το συμπέρασμα από την πληθώρα των νομολογιακών αποφάσεων είναι ότι από τη μακροχρόνια και ομοιόμορφη χορήγηση της παροχής στο προσωπικό και εφ' όσον σ' αυτή ο εργοδότης προβαίνει ανεπιφύλακτα, προκύπτει μία σιωπηρή συμφωνία βάσει της οποίας ο εργοδότης υποχρεούται στη συνέχιση της παροχής και η οποία πλέον παύει να είναι οικειοθελής. Το αντικείμενο αυτό έχει αποτελέσει θέμα κρίσεως των δικαστηρίων και γι’αυτό άλλωστε υπάρχει σωρεία αποφάσεων. Σημείωση: Για το θέμα αυτό ο συνεργάτης του περιοδικού κ. Απόστολος Μετζητάκος στη μελέτη του με θέμα «Ο χαρακτηρισμός των οικειοθελών παροχών του εργοδότη και οι προϋποθέσεις εντάξεώς τους στις τακτικές αποδοχές», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό έτους 2003 σελ. 1233, διαπραγματεύεται με μεγάλη επιτυχία αυτό και εξέφρασε ενδιαφέρουσες απόψεις.