Οι συνέπειες μη τηρήσεως των υποχρεώσεων από τον εργαζόμενο Από τη διάταξη του άρθρου 648 Α.Κ. προκύτει ότι η κύρια υποχρέωση του εργαζομένου που απορρέει από τη σύμβαση εργασίας είναι η υποχρέωσή του να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο τη συμφωνημένη εργασία. Την υποχρέωσή του αυτή, με την οποία συναρτάται το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, ο εργαζόμενος μπορεί να την παραβιάσει με τη μη παροχή εργασίας, όπως στην περίπτωση που εμφανίζεται στη θέση εργασίας, αλλά δεν αναλαμβάνει εργασία, ή με την πλημμελή παροχή της. Στην περίπτωση δε που αυτός υπαιτίως δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του να παρέχει τη συμφωνημένη εργασία, περιέρχεται σε υπερημερία, οπότε ο εργοδότης δικαιούται διαζευκτικά ή αθροιστικά να του περικόψει το μισθό, ανάλογα με το διάστημα της υπερημερίας του, να ζητήσει την αντικατάσταση της ζημίας από τη μη εκπλήρωση της παροχής και κυρίως να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, τηρώντας όμως τις νόμιμες διατυπώσεις. ΑΠ 1594/2017 Πρόεδρος: Η κ. Ευφημία Λαμπροπούλου Εισηγητής: Η κ. Μαρία Νικολακέα Δικηγόρος: Οι κ.κ. Νικ. Παπανικολάου - Ανασ. Θεοδωράκης Από τη διάταξη του άρθρου 648 Α.Κ. προκύπτει ότι η κύρια υποχρέωση του εργαζομένου που απορρέει από τη σύμβαση εργασίας είναι η υποχρέωσή του να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο τη συμφωνημένη εργασία. Την υποχρέωση του αυτή, με την οποία συναρτάται το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, ο εργαζόμενος μπορεί να την παραβιάσει με τη μη παροχή εργασίας, όπως στην περίπτωση που εμφανίζεται στη θέση εργασίας αλλά δεν αναλαμβάνει εργασία, ή με την πλημμελή παροχή της. Στην περίπτωση δε που αυτός υπαιτίως δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του να παρέχει τη συμφωνημένη εργασία, περιέρχεται σε υπερημερία, οπότε ο εργοδότης δικαιούται, διαζευκτικά ή αθροιστικά, να του περικόψει το μισθό, ανάλογα με το διάστημα της υπερημερίας του (άρθρα 655 παρ. 1 εδ. α, 382 σε συνδυασμό με 380 ΑΚ), να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας από τη μη εκπλήρωση της παροχής (382 ΑΚ) και κυρίως να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, τηρώντας όμως τις νόμιμες διατυπώσεις. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 669 ΑΚ, 1, 3 Ν. 2112/20 και 5 Ν. 3198/55 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, γνωστοποιητέα σ' αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται. Η καταγγελία μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, συναγόμενη από ορισμένη συμπεριφορά εκείνου που καταγγέλλει τη σύμβαση και δεν χρήζει αποδοχής, πλην όμως αποκτά νομική ενέργεια αφότου εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται λάβει γνώση αυτής ή προσδοκάται από τον ίδιο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ότι θα λάβει γνώση αυτής. Σιωπηρή καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη συνιστά και η άρνησή του να δεχθεί την εργασία την οποία ο εργαζόμενος του προσφέρει προσηκόντως, όταν η άρνηση συνοδεύεται από περιστάσεις από τις οποίες αναμφίβολα προκύπτει η δήλωσή του για λύση της συμβάσεως (ΑΠ 913/08). Από την πλευρά του εργαζομένου σιωπηρή καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου μπορεί γίνει και με πράξεις από τις οποίες κατά τρόπο αναμφίβολο προκύπτει κατ' αντικειμενική κρίση η βούλησή του για τη λύση της συμβάσεως. Τέτοια καταγγελία (σιωπηρή) από ορισμένη συμπεριφορά του μισθωτού, για την αξιολόγηση της οποίας, εφόσον προκύπτει αμφιβολία, το δικαστήριο οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, μπορεί να συνιστά με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες και η αδικαιολόγητη άρνηση του μισθωτού να παρέχει τις υπηρεσίες του (ΑΠ 1219/05). Στην περίπτωση δε που κριθεί ότι, με βάση το αντικειμενικό κριτήριο της καλής πίστεως, η αποχή του εργαζόμενου από την εργασία του συνιστά σιωπηρή από πλευράς του καταγγελία της εργασιακής του συμβάσεως, αυτή λύεται αυτόματα και ο εργοδότης δεν έχει ανάγκη να καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση τηρώντας τις νόμιμες διατυπώσεις (έγγραφο τύπο και καταβολή της οφειλόμενης αποζημιώσεως). Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 349, 350 και 656 ΑΚ προκύπτει ότι αν ο εργοδότης καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας, περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και υποχρεούται μέχρι την άρση της υπερημερίας του να καταβάλλει τις αποδοχές υπερημερίας στον απολυθέντα μισθωτό, ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος (ΑΠ 641/08). Ο ενάγων προσελήφθη προφορικά στις 24-7-2002 από την εναγομένη ανώνυμη εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως ψυχολόγος (με πανεπιστημιακό δίπλωμα και μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών) στην ψυχιατρική κλινική που διατηρεί η εναγομένη και στην οποία μέχρι το έτος 2007 ο πατέρας του Γ. Λ. ήταν οικονομικός διαχειριστής αυτής. Το έτος 2007 ο πατέρας του ενάγοντος Γ. Λ. απεχώρησε από την οικογενειακή επιχείρηση και η θεία του ενάγοντος Α. Λ. απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών. Ήδη όμως οι οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ των μετόχων είχαν διαρραγεί και μεταξύ τους εκκρεμούσαν διάφορες δίκες στα πολιτικά δικαστήρια, όπου προσέφυγαν προς επίλυση των διαφορών τους. Ωστόσο ο ενάγων, λόγω της ουδέτερης στάσης του ίδιου και του πατέρα του στη διένεξη μεταξύ των αδελφών του πατέρα του Α. και Α. Λ., συνέχισε να εργάζεται στην κλινική με τους συμφωνηθέντες όρους, χωρίς να συμμετέχει στις διενέξεις και στη δικαστική επίλυση των διαφορών των συγγενών του. Ειδικότερα από της προσλήψεώς του στις 24-7-2002 (μη συμπεριλαμβανομένου του χρονικού διαστήματος από το Νοέμβριο του 2005 ως το Νοέμβριο του 2006 που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία) εργαζόταν στην εναγομένη από ημέρα Κυριακή ως Πέμπτη και από ώρα 9.00 π.μ. ως 17.00 μ.μ., με μηνιαίο συμφωνημένο μισθό 1.507,95 ευρώ (δηλαδή 1.178,08 ευρώ βασικός μισθός + 20% νοσοκομειακό επίδομα = 235,62 ευρώ + 8% επ' αυτού ως επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών = 94,25 ευρώ, πλέον 343,52 ευρώ ή 274,82 ευρώ ως προσαύξηση για εργασία του τις Κυριακές, αναλόγως με το πόσες Κυριακές είχε ο κάθε μήνας, αφού εργαζόταν κάθε Κυριακή). Παράλληλα βάσει προφορικής συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών αορίστου χρόνου που συνήψε με την εναγομένη απασχολείτο δύο ή τρεις ημέρες την εβδομάδα κατά τις ώρες 17.00 ως 21.00 και δεχόταν εντός της κλινικής και εξέταζε ή είχε συνεδρίες ψυχοθεραπείας με εξωτερικούς ασθενείς της εναγομένης, αμειβόμενος στα πλαίσια ειδικής μεταξύ τους συμφωνίας με επιπλέον κατ' αποκοπή ανά ασθενή εφάπαξ αμοιβή. Ειδικότερα ελάμβανε για την παροχή των υπηρεσιών του ποσοστό 55% επί του ποσού που τιμολογούσε η εναγομένη, εκδίδοντας, κατά την είσπραξή του από μέρους του αναλογούντος ποσοστού, δελτίο παροχής υπηρεσιών προς την εναγομένη. Από την επιπλέον απασχόλησή του κατά τον ανωτέρω τρόπο ελάμβανε από το Φεβρουάριο του 2009 ως το Φεβρουάριο του 2010 κατά μέσο όρο το ποσό των 894,74 ευρώ μηνιαίως. Κατά τις ημέρες που δεν απασχολείτο στην κλινική κατά τις απογευματινές ώρες δεχόταν ασθενείς στο προσωπικό του γραφείο στην οικία του, στα πλαίσια άσκησης ελευθερίου επαγγέλματος, αποκομίζοντας επιπλέον εισόδημα. Η εναγομένη λίγο πριν την πρωτοχρονιά του 2010, στα πλαίσια του διευθυντικού της δικαιώματος, του γνωστοποίησε ότι βάσει νέου προγράμματος εργασίας οι ψυχολόγοι θα απασχολούντο στο εξής εκ περιτροπής μία έως δύο φορές την εβδομάδα ο καθένας τους ανάλογα με το πρόγραμμα υπηρεσιών από ώρα 11.00 π.μ. ως και ώρα 19.00 μ.μ., μεταβάλλοντας έτσι για κάποιες συγκεκριμένες ημερομηνίες, κατά τις οποίες θα υπηρετούσαν βάσει προγράμματος, τους όρους εργασίας του ενάγοντος, αφού από τη μετάθεση κατά δύο ώρες του ωραρίου εργασίας δε θα ήταν πλέον δυνατόν για μία ή δύο φορές την εβδομάδα να δέχεται ασθενείς το απόγευμα κατά τις ώρες 17.00 ως 19.00, τόσο στην κλινική όσο και στο ιδιωτικό του γραφείο, με συνέπεια την απώλεια εισοδημάτων του από την εργασία του αυτή. Η χρονική μετάθεση κατά δύο ώρες του ωραρίου εργασίας αφορούσε όλους τους ψυχολόγους που απασχολούντο στην εναγομένη κλινική και αποσκοπούσε στην καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών των ασθενών και την εύρυθμη λειτουργία της κλινικής. Τούτο αποφασίσθηκε διότι προέκυψε ανάγκη να απασχολείται καθημερινά ψυχολόγος και τις απογευματινές ώρες και κρίθηκε σκόπιμο από τη διεύθυνση της κλινικής να καλυφθεί το ωράριο αυτό από τους ήδη απασχολούμενους ψυχολόγους εκ περιτροπής βάσει προγράμματος υπηρεσιών και χωρίς να προσληφθεί άλλος ψυχολόγος. Ακολούθως, ενώ όλοι οι εργαζόμενοι ψυχολόγοι αποδέχθηκαν το νέο ωράριο, ο ενάγων δεν αποδέχθηκε την μεταβολή αυτή του ωραρίου εργασίας του και συνέχισε να προσέρχεται για εργασία κατά το προηγούμενο ωράριο, αγνοώντας τις υποδείξεις της εναγομένης εταιρίας για την τήρηση του νέου ωραρίου. Τούτο διότι ο ενάγων πραγματοποιούσε περισσότερες συνεδρίες με εξωτερικούς ασθενείς κατά τις απογευματινές ώρες από όλους τους άλλους συναδέλφους του, οι οποίες του εξασφάλιζαν μεγαλύτερο πρόσθετο εισόδημα έναντι των υπολοίπων και αρνήθηκε να συμμορφωθεί στο νέο πρόγραμμα και τον κανονισμό λειτουργίας της κλινικής, συνέχισε δε να εργάζεται κατά το ωράριο 9.00 ως 17.00. Παράλληλα, δεδομένου ότι με τον πατέρα του διατηρούσε στο ... παρόμοια επιχείρηση υπό τον τίτλο «...» με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας μετείχε από τη σύστασή της και στην οποία είχε ήδη εξασφαλίσει πλήρη απασχόληση, αλλά και προσωπικό ιατρείο, αρνήθηκε την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών του. Αντέδρασε δε με εξώδικες δηλώσεις του και συγκεκριμένα, με την από 12.1.2010 επιστολή - δήλωσή του και την από 14.1.2010 δήλωση - απάντηση προς την εναγομένη δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την τροποποίηση του ωραρίου ως καταχρηστική άσκηση διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης. Η εναγομένη προέβη στις 9.2.2010 με εξώδικη διαμαρτυρία - δήλωση - καταγγελία της, σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, επικαλούμενη ότι η συνεχιζόμενη άρνησή του να απασχολείται κατά το ισχύον ωράριο εργασίας συνιστούσε σιωπηρή επιθυμία εκ μέρους του να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, την οποία η ίδια αποδέχτηκε, άλλως η συμπεριφορά του αυτή συνιστά σπουδαίο λόγο για τον οποίο η εναγομένη αποφάσισε να λύσει αζημίως υπέρ της εταιρείας τη σύμβαση εργασίας του. Η άρνηση αυτού να αναλάβει από τον Ιανουάριο του έτους 2010 τα άνω καθήκοντα, κατέστησε τον ίδιο υπερήμερο ως προς την παροχή της εργασίας του και η εναγομένη είχε δικαίωμα... να καταγγείλει την εργασιακή του σύμβαση, όπως και έπραξε στις 9.2.2010. Περιστατικά από τα οποία να συνάγεται ότι ο ενάγων εκδήλωσε οποιαδήποτε συμπεριφορά από την οποία να μπορεί να συναχθεί ξεκάθαρα σιωπηρή παραίτησή του, δηλαδή καταγγελία εκ μέρους του της επίμαχης εργασιακής σύμβασης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, ουδόλως αποδείχθηκαν. Αντίθετα από την προεκτεθείσα συμπεριφορά του ενάγοντος, δηλαδή την προσέλευσή του και παροχή της εργασίας με το προηγούμενο ωράριο, σε συνδυασμό με τις ως άνω εξώδικες διαμαρτυρίες-προσκλήσεις του προς την εναγομένη, σαφώς προέκυψε ότι πραγματική βούληση και πρόθεση αυτού ήταν να εξακολουθήσει να εργάζεται στην εναγομένη, αξιώνοντας όμως με τις άνω ενέργειές του να απασχοληθεί με το προγενέστερο εργασιακό καθεστώς. Άλλωστε και η εναγομένη δήλωνε προς αυτόν, δια της ανωτέρω εξωδίκου δηλώσεως - καταγγελίας, ότι σε περίπτωση που θα εξακολουθούσε να μην παρέχει την εργασία του, αυτό συνιστούσε πλημμελή εκτέλεση των συμβατικών του υποχρεώσεων, η οποία θα τον καθιστούσε υπερήμερο ως προς την παροχή της εργασίας του. Επομένως η άνω μη προσήκουσα από τον ενάγοντα παροχή της εργασίας του σε καμία περίπτωση, ούτε με βάση και το αντικειμενικό κριτήριο της καλής πίστης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταγγελία εκ μέρους του της εργασιακής του σύμβασης, η εν λόγω όμως αντισυμβατική συμπεριφορά του κατέστησε αυτόν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, υπερήμερο ως προς την προσήκουσα προσφορά της εργασίας του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη δεν κατέβάλε στον ενάγοντα τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, την οποία όφειλε να του καταβάλει λόγω της κατά τα ανωτέρω εκ μέρους της καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης, αφού... την υποχρέωση αυτή έχει ο εργοδότης ακόμη κι αν η καταγγελία οφείλεται σε λόγο που αφορά τον εργαζόμενο... όπως στην περίπτωση υπερημερίας του εργαζόμενου ως προς την προσήκουσα προσφορά της εργασίας του... Με τα δεδομένα αυτά το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος από την εναγομένη υπήρξε άκυρη, διότι δεν του κατεβλήθη αποζημίωση απολύσεως. Με βάση τα ανωτέρω θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι η πιο πάνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη, η δε εναγομένη κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή της εργασίας του ενάγοντος από την 9.2.2010. Περαιτέρω... από την κατά τα προεκτεθέντα ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, η εναγομένη καθίσταται εκ μόνου του λόγου αυτού υπερήμερη ως προς την αποδοχή της εργασίας του ενάγοντος και υποχρεούται να καταβάλει σ' αυτόν το μισθό του, χωρίς να απαιτείται πραγματική εκ μέρους του τελευταίου προσφορά των υπηρεσιών του, τις οποίες ήδη η εναγομένη εργοδότρια απέκρουσε με την άκυρη καταγγελία... για το επίδικο χρονικό διάστημα από την απόλυσή του (9.2.2010) μέχρι το Σεπτέμβριο του έτους 2011.