Ο Συνήγορος του Πολίτη και αρμοδιότητες Αρμοδιότητες στον Ιδιωτικό τομέα μετά τον ν. 4443/16 Από τον ιδρυτικό νόμο 2477/97 όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα ο Συνήγορος του Πολίτη ήταν αρμόδιος για θέματα που ανάγονται στις υπηρεσίες του Δημοσίου, ΟΤΑ, Ν.Π.Δ.Δ. Ως εθνικός μηχανισμός διερεύνησης περιστατικών αυθαιρεσίας οργάνων της Δημόσιας Διοίκησης η αρμοδιότητά του περιορίζετο στον Δημόσιο τομέα, στενό και ευρύτερο. Μετά τον ν. 4443/16 ο Συνήγορος του Πολίτη αναδεικνύεται σε κύριο φορέα ισότητας, τόσο στο Δημόσιο όσο και στον Ιδιωτικό τομέα. Επομένως μπορεί να παρεμβαίνει και στον ιδιωτικό τομέα για θέματα διάκρισης, όπως αυτές προβλέπονται στο νόμο. Εκτός από την καινοτομία αυτή ο νέος νόμος, σε σχέση με τον προηγούμενο ν. 3304/05 τον οποίο και καταργεί διευρύνει και τους λόγους διάκρισης και προσθέτει και άλλους κατ' επιταγήν των οδηγιών ΕΕ 2000/43 για τις φυλετικές διακρίσεις και 2000/78 για τις διακρίσεις στην απασχόληση. Αυτές αφορούν το χρώμα, την εθνική και εθνοτική καταγωγή, τις γενεαλογικές καταβολές, την οικογενειακή κατάσταση, κοινωνική κατάσταση, χρόνια πάθηση, ταυτότητα φύλου, χαρακτηριστικά φύλου, διάκριση λόγω σχέσης, διάκριση λόγω νομιζομένων χαρακτηριστικών, πολλαπλή διάκριση, άρνηση εύλογων προσαρμογών κ.λπ. Αναλυτικά για τους πρόσθετους αυτούς λόγους διάκρισης, κατά κατηγορία, αναφέρονται τα εξής: Η φυλή και το χρώμα αποτελούν απαγορευμένα κριτήρια διάκρισης. Η εθνοτική καταγωγή αναφέρεται σε κοινά χαρακτηριστικά όπως η γλώσσα, η πολιτισμική παράδοση, η κοινή καταγωγή, η γεωγραφική προέλευση. Οι γενεαλογικές καταβολές αναφέρονται σε πρόσωπα που κατάγονται από άτομα τα οποία θα μπορούσαν να προσδιορισθούν με βάση τη φυλή ή το χρώμα. Η οικογενειακή κατάσταση αναφέρεται για οποιαδήποτε διακριτική μεταχείριση λόγω οικογενειακής σχέσης (γονείς ή παιδιά πολυτέκνων, γονείς ή τέκνα μονογονεϊκών οικογενειών, διαζευγμένοι με τέκνα κ.λπ.). Η κοινωνική κατάσταση αποτελεί λόγο διάκρισης όταν αναφέρεται σε πρόσωπα ή σε ομάδες προσώπων ως αποτέλεσμα κοινωνικού στιγματισμού (πρώην χρήστες ουσιών, πρώην φυλακισμένοι, καπνιστές, αριστερόχειρες κ.λπ.). Η χρόνια πάθηση σε αντίθεση με την αναπηρία, αναφέρεται σε ασθένειες που προκύπτουν είτε από παθήσεις είτε από ατύχημα και παρουσιάζουν ένα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά: διάρκεια επ' άπειρον και μη υφισταμένη αναγνωρισμένη θεραπεία, υποτροπή, μονιμότητα, μακροχρόνια παρακολούθηση, ιατρικές επισκέψεις και διαγνωστικές εξετάσεις, ενώ ο ασθενής χρειάζεται επανένταξη ή ειδική εκπαίδευση για να την αντιμετωπίσει. Στις περιπτώσεις αυτές η κατάσταση της υγείας του παθόντος δεν παρακωλύει τη συμμετοχή του στον επαγγελματικό βίο και την απασχόληση. Στις περιπτώσεις αυτές μπορούν να ενταχθούν οι οροθετικοί, οι πάσχοντες από άσθμα, χρόνια αλλεργία, ρυθμιζόμενη υπέρταση κ.λπ. Ο όρος ταυτότητα φύλου αναφέρεται σε "διεμφυλικά άτομα" / Transgender των οποίων η ταυτότητα φύλου είναι διαφορετική από το φύλο της γέννησής τους, ενώ με την έννοια χαρακτηριστικά φύλου προσδιορίζονται τα "διαφυλικά άτομα" / Intersex τα οποία εκ γενετής εμφανίζουν σεξουαλικά χαρακτηριστικά, που δεν πληρούν απολύτως την ανατομική τους κατάταξη σε αρσενικό ή θηλυκό φύλο. Η διάκριση λόγω σχέσης νοείται η λιγότερη ευνοϊκή μεταχείριση ενός προσώπου λόγω της στενής του σχέσης με πρόσωπο ή πρόσωπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνολογικής καταγωγής, θρησκευτικών πεποιθήσεων κ.λπ. Η διάκριση λόγω νομιζομένων χαρακτηριστικών νοείται η λιγότερη ευνοϊκή μεταχείριση ενός προσώπου που εικάζεται ότι διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής κ.λπ. Η πολλαπλή διάκριση νοείται οποιαδήποτε διάκριση, αποκλεισμός ή περιορισμός, σε βάρος προσώπου, που βασίζεται σε περισσότερους από έναν από τους ανωτέρω λόγους. Η άρνηση εύλογων προσαρμογών για τα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση νοείται ως διάκριση. Εύλογες προσαρμογές νοούνται οι απαραίτητες και κατάλληλες τροποποιήσεις, ρυθμίσεις και ενδεδειγμένα μέτρα, που απαιτούνται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να διασφαλιστεί για τα άτομα με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις η αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι οποίες δεν επιβάλλουν δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος στον εργοδότη. Όπως τονίστηκε με τον νέο νόμο ο Συνήγορος του Πολίτη εξουσιοδοτήθηκε όπως ενεργεί ως φορέας παρακολούθησης και τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης τόσο στο Δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Η παρακολούθηση της εφαρμογής της απαγόρευσης των διακρίσεων δίνει το δικαίωμα στον Συνήγορο του Πολίτη όπως, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, ζητεί από ιδιώτες και κατ' επέκταση από επιχειρήσεις οποιοδήποτε στοιχείο θεωρείται αναγκαίο για να διερευνηθεί υπόθεση την οποία επιλαμβάνεται. Βέβαια ο Συνήγορος του Πολίτη δεν έχει κυρωτικές αρμοδιότητες. Μπορεί όμως να συντάσσει πόρισμα και να προτείνει ενέργειες για την επίλυση τυχόν προβλημάτων διακρίσεων. Έχει δικαίωμα να ζητεί τη συνδρομή κάθε άλλης ελεγκτικής υπηρεσίας (Επιθεώρηση Εργασίας, Εισαγγελία κ.λπ.) για την εφαρμογή του νόμου και τις κυρωτικές αρμοδιότητες. Οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 11 του νόμου είναι ποινικές και παραμένουν οι ίδιες του ν. 3304/05 (φυλάκιση 6 μηνών μέχρι 3 έτη και χρηματική ποινή 1.000 έως 5.000 ευρώ). Οι πράξεις διώκονται αυτεπαγγέλτως. Εκτός από τις ποινικές κυρώσεις προβλέπονται και αντίστοιχες διοικητικές για κάθε διακριτική μεταχείριση. Οι διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται από την Επιθεώρηση Εργασίας και είναι αυτές του άρθρου 24 του ν. 3996/11 (από 300 έως 50.000 ευρώ) αλλά και προσωρινή διακοπή λειτουργίας τμήματος της επιχείρησης.