Ο "νομοθετημένος" κατώτατος μισθός (Συνέπειες και προσδοκίες από την αναμενομένη ευμενέστερη ρύθμισή του) Αποστόλου Μετζητάκου πρώην Δ/ντού Υπ. Εργασίας και πρώην Αντιπροέδρου ΟΑΕΔ Περιεχόμενα Πρόλογος - Ο τρόπος καθορισμού των κατωτάτων ορίων αποδοχών - Οι φυσικοί αρμόδιοι φορείς συνάψεως της εθνικής ρυθμίσεως - Η ρύθμιση των ελαχίστων ορίων μισθολογικής προστασίας, με διατάξεις νόμου "αναγκαστικής" ισχύος - Ανάθεση καθορισμού των κατωτάτων αποδοχών σε κρατικά όργανα και σε λοιπούς εξωθεσμικούς οργανισμούς - Η ανάθεση σε "τρίτους" της ειδικής σχετικής εξουσίας είναι ανεπίτρεπτη - Ο κατώτατος μισθός ως "γενικός όρος εργασίας" - Η έννοια του γενικοτέρου κοινωνικού συμφέροντος - Κριτήριο για την οριοθέτηση του χώρου λειτουργίας του κρατικού νομοθέτου - Νομοθετική εξουσιοδότηση για την ρύθμιση κανόνων που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις - Η συνταγματική αρχή κατά την οποία, οι γενικοί όροι εργασίας συμπληρούνται με τις ΣΣΕ - Η νομολογιακή κρίση - Ο καθορισμός του κατωτάτου μισθού με διάταξη αναγκαστικής ισχύος αποκλείει την συλλογική ρύθμιση - Οι εθνικές γενικές ΣΣΕ ρυθμίζουν μόνο ζητήματα θεσμικού χαρακτήρος μη μισθολογικού περιεχομένου - Ποιοι θεωρούνται "θεσμικοί όροι" - Παράταση ισχύος των εθνικών ΣΣΕ που ρυθμίζουν "θεσμικά" ζητήματα - Το περιεχόμενο της νέας εθνικής γενικής ΣΣΕ - Καθορισμός αποδοχών ανωτέρων του νομοθετημένου κατωτάτου μισθού, δεσμεύει μόνο τους συμβληθέντες εργοδότες για τους μισθωτούς που απασχολούν - Προβλήματα που προκύπτουν από τον διαχωρισμό των εθνικών ρυθμίσεων εκ των οποίων η μία καθορίζει επιτακτικά τα "μισθολογικά" ζητήματα και η άλλη περιορίζεται στα "θεσμικά" - Ενδεχομένη σύναψη μιας τρίτης εθνικής ρυθμίσεως δυνητικού χαρακτήρος - Συμπέρασμα. Πρόλογος Εντός του πρώτου εξαμήνου του τρέχοντος έτους αναμένεται να συζητηθεί στο νομοθετικό σώμα και να ψηφισθεί ο "νομοθετημένος κατώτατος μισθός" (μηνιαίος και ημερήσιος) για όλους τους εργαζομένους με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Στο μεταξύ οι "πλειοδοτικές" προτάσεις των κομμάτων, περί του ύψους του κατωτάτου - ελαχίστου ορίου αμοιβής των εργαζομένων λαμβανομένης υπόψει της συμπιεζομένης οικονομικής αντοχής των μισθωτών, σε συνδυασμό με την κατάσταση της οικονομίας της χώρας, την απασχόληση, την ανεργία, και εν γένει την αγορά εργασίας, ποικίλλουν. Η "εκρηκτική ρητορική" των εκπροσώπων των διαφόρων κομμάτων και παρατάξεων προς δε και των "κοινωνικών εταίρων" των αρμοδίων φορέων των εργασιακών σχέσεων, καθιστούν δυσχερέστερη την οριστική επίλυση του ζητήματος που αφορά τον καθορισμό των ελαχίστων ορίων προστασίας των εργαζομένων, και συνδέεται άμεσα με το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον και κατ' επέκταση την γενική έννομη τάξη. Ο τρόπος καθορισμού των κατωτάτων ορίων αποδοχών Είναι πασίγνωστο ότι, ο καθορισμός του κατωτάτου ορίου αποδοχών και οι σχετικές προϋποθέσεις χορηγήσεως του περιβεβλημένες τον τύπο και τον χαρακτήρα των "γενικών όρων εργασίας" ρυθμιζόταν ανέκαθεν με την διαδικασία των εθνικών γενικών ΣΣΕ οι οποίες καταρτιζόταν και υπογράφοντο μεταξύ των, ευρυτέρας πανελληνίου χαρακτήρος και εκτάσεως εργοδοτικών και εργατικών τριτοβαθμίων οργανώσεων. Το παραπάνω σύστημα αφαιρέθηκε βιαίως από τους φυσικούς ως άνω φορείς του με τον Ν. 4093/2012 και έκτοτε ρυθμίζεται με την έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, ήτοι με την κρατική παρέμβαση. Ειδικότερα ο νομοθέτης της "μνημονιακής" περιόδου επέλεξε την ρύθμιση και την διαδικασία καθορισμού των ελαχίστων ορίων προστασίας μισθών και ημερομισθίων με την θέσπιση κανόνων "αναγκαστικού" χαρακτήρος περιορίζοντας το πεδίο εφαρμογής και το περιεχόμενο της ύλης των εθνικών ρυθμίσεων σε θέματα που αφορούν μόνο τα "μη μισθολογικά" ζητήματα. Αντικείμενο ερεύνης για την διαμόρφωση του "νομοθετημένου μισθού" αποτελεί προηγουμένως η αξιολόγηση της οικονομίας της χώρας, η απασχόληση, η ανεργία, η ανταγωνιστικότητα και οι συναφείς καταστάσεις που επηρεάζουν και αφορούν το γενικότερο κοινωνικό και οικονομικό συμφέρον της χώρας. Αξίζει να επισημανθεί ότι, με το επιβληθέν νέο σύστημα η διαδικασία ερεύνης των παραπάνω ζητημάτων ανατέθηκε σε "εξωθεσμικούς" οργανισμούς, και ειδικότερα σε επιστημονικούς συλλόγους και λοιπούς ερευνητικούς φορείς προς δε και σε κρατικά όργανα πλην όμως μη διαθέτοντες την απαιτουμένη γνώση, εμπειρία και ικανότητα των διαβουλεύσεων και των σχετικών ιδιατεροτήτων που διαθέτουν οι αρμόδιες επαγγελματικές οργανώσεις - φορείς των εργασιακών σχέσεων. Κατά την άποψή μας η ανάθεση τέτοιας ικανότητος σε "τρίτους" θα πρέπει να θεωρείται ανεπίτρεπτη κατά την έννοια του άρθρου 371 ΑΚ καθόσον κάτι τέτοιο θα εσήμαινε την μεταβίβαση της εξουσίας των προβλεπομένων από το Σύνταγμα οργάνων σε τρίτους, ήτοι μιας εξουσίας ειδικώς αναγνωριζομένης και αποδιδομένης από τον συνταγματικό νομοθέτη σε συγκεκριμένους φορείς. Εκτός αν πρόκειται περί μιας "υπεξουσιοδοτήσεως" της οποίας ο χαρακτηρισμός ως τοιαύτης δεν δικαιολογείται στην συγκεκριμένη περίπτωση καθορισμού των γενικών όρων εργασίας. Ο κατώτατος μισθός ως γενικός όρος εργασίας Κατ' αρχήν είναι ερευνητέο, αν ο καθορισμός του κατωτάτου ορίου μισθού εντάσσεται στην έννοια και στον χώρο των λεγομένων "γενικών όρων εργασίας" και συνεπώς με τον παραπάνω χαρακτηρισμό του ως ζητήματος που αφορά το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον και φυσικά την γενική έννομη τάξη αποτελεί κριτήριο για την οριοθέτηση του χώρου λειτουργίας του "κρατικού νομοθέτου" τόσο εκείνου που έχει πρωτογενή από το Σύνταγμα εξουσία όσο και αυτού που ενεργεί κατά νομοθετική εξουσιοδότηση για την θέσπιση ρυθμιστικών της εργασιακής σχέσεως κανόνων, δηλαδή των επαγγελματικών οργανώσεων. Υπενθυμίζεται ότι, μετά την ισχύ του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος 1975, περιορίσθηκε η αναγνωρισθείσα από τα προηγούμενα συντάγματα, παντοδυναμία του νομοθέτου να ρυθμίζει θέματα που αναφέρονται στους όρους, τις συνθήκες και την αμοιβή της εργασίας, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή αποφάσεων διαιτησίας μόνο και εφόσον δεν έχουν ρυθμισθεί άμεσα και αποκλειστικά από τον νόμο (Σ.Ε. ολομελ. 632/78). Από τα αμέσως ανωτέρω, προκύπτει ότι, η βούληση του συνταγματικού νομοθέτου, εστιάσθηκε στην αρχή ότι, με τις ΣΣΕ συμπληρούνται απλώς οι γενικοί όροι εργασίας που θεσπίσθηκαν με νόμο και κυρίως δεν τροποποιούνται, έστω και αν η τροποποίηση αυτή είναι ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους. Στην συνέχεια όμως η νομολογιακή κρίση (Σ.Ε. 1202/80) δέχθηκε ότι, με το άρθρο 22, παρ. 2 του Συντάγματος, δεν επιβάλλεται στον κοινό νομοθέτη η υποχρέωση να προβεί στην ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων με την θέσπιση διατάξεων "αναγκαστικής" ισχύος αλλά επιτρέπεται σ' αυτόν να θεσπίσει και κανόνες "ενδοτικού" δικαίου. Υπόψει πάντοτε ότι, οι κανόνες αυτοί (ενδοτικού δικαίου) μπορεί να τροποποιηθούν είτε με ΣΣΕ, είτε με διαιτητική απόφαση. Γεγονός που σημαίνει ότι, η συμπλήρωση του νόμου με ΣΣΕ, εκδηλώνει την πραγμάτωση της "πολιτειακής προστασίας" με ευνοϊκότερες ρυθμίσεις πλην όμως μόνο στα πλαίσια που επιτρέπει ο νόμος, ανάλογα με το αν είναι "αναγκαστικού" ή "ενδοτικού" χαρακτήρος. Ανάγκη στο σημείο αυτό να υπενθυμισθούν τα νομοθετήματα 133/75 και 435/76 με τις διατάξεις των οποίων επικυρώθηκαν οι συναφθείσες την περίοδο εκείνη εθνικές γενικές ΣΣΕ με τις οποίες καθιερώθηκε αφ' ενός η εργασία των 45 ωρών εβδομαδιαίως και η πενθήμερη απασχόληση και αφ' ετέρου η γενίκευση του επιδόματος "γάμου". Αξίζει ακόμα να επισημανθεί ότι και στα δύο παραπάνω νομοθετήματα, επαναλαμβάνονταν στερεότυπα ότι, οι διατάξεις αυτών μπορούν όχι μόνο να συμπληρωθούν αλλά και να τροποποιηθούν με ΣΣΕ. Ο καθορισμός του κατωτάτου μισθού με διάταξη αναγκαστικής ισχύος "Ρευστό τοπίο" για την ακριβή έννοια και τον προσδιορισμό των γενικών όρων εργασίας παραμένει μέχρι σήμερα, η επικρατήσασα αβεβαιότης αφού τόσο η νομολογία όσο και η θεωρία, δεν κατόρθωσε να συγκεράσει τους σχετικούς συσχετισμούς των διατυπωμένων και συγκρουομένων απόψεων, με συνέπεια να δίδεται η εξουσία στα εκάστοτε αρμόδια κυβερνητικά όργανα να διαμορφώνουν συστήματα σύμφωνα με τα οποία αποκαθηλώνεται και αφαιρείται από την θεσμική διάπλαση της εννοίας των ελαχίστων όρων προστασίας των εργαζομένων, ο κατώτατος μισθός, του οποίου η ρύθμιση αποτελεί πλέον περιεχόμενο νόμου και μάλιστα με διατάξεις "αναγκαστικού" χαρακτήρος και όχι "ενδοτικού". Γεγονός που σημαίνει ότι, ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός με την αποδοθείσα σ' αυτόν "αναγκαστική ισχύ" αποκλείει την συλλογική ρύθμιση και περιορίζει την συλλογική αυτονομία των φυσικών κατά τον νόμο αρμοδίων φορέων των εργασιακών σχέσεων. Στους τελευταίους αυτούς φορείς, αφήνεται το "προνόμιο" ρυθμίσεως μόνο των θεσμικών όρων, ήτοι εκείνων που δεν έχουν μισθολογικό χαρακτήρα. Όμως ανάγκη να τονισθεί με έμφαση ότι η έννοια και η πραγματική καθημερινότητα μιας "αξιοπρεπούς διαβιώσεως" των πολιτών - εργαζομένων, δεν επιτυγχάνεται μόνο με "θεσμικού χαρακτήρος διατάξεις". Άλλωστε και οι διατάξεις που αφορούν θεσμικά ζητήματα δεν έχουν συγκεκριμένη έννοια προσδιορισμού, αφού τέτοιοι όροι θεσμικού περιεχομένου δεν αποκλείεται να συνδέονται αμέσως ή εμμέσως και με παροχές μισθολογικού χαρακτήρος. Τέτοιες περιπτώσεις συντρέχουν στον καθορισμό των "παροχών σε είδος" αποτιμώμενες σε χρήμα ή "οι πρόσθετες αμοιβές" που δίδονται κατά την διάρκεια ασθενείας, στρατεύσεως, ή αδείας με αποδοχές, ή με την ένταξη των εργαζομένων σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες για την κάλυψη δαπανών ιατροφαρμακευτικής ή νοσοκομειακής περιθάλψεως ή ακόμη και συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Βέβαια τέτοια ζητήματα όπως τα προαναφερθέντα δεν συνηθίζονται να αποτελούν το περιεχόμενο της ύλης της εθνικής γενικής ΣΣΕ με καθολικό πεδίο ισχύος που καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων της χώρας προς δε και το σύνολο των εργοδοτών, ανεξαρτήτως της ιδιότητος αυτών ως μελών ή όχι, των οικείων εργοδοτικών οργανώσεων. Τα θέματα αυτά ρυθμίζονται συνήθως με τους εσωτερικούς κανονισμούς εργασίας των επιχειρήσεων, ή με επιχειρησιακές ΣΣΕ ή με άλλες ιδιότυπες συμφωνίες. Όροι θεσμικού χαρακτήρος Κλασικές περιπτώσεις θεσμικού χαρακτήρος, μη αποτιμώμενες σε χρήμα οι οποίες αποτέλεσαν κατά καιρούς όρους των εθνικών γενικών ΣΣΕ υπήρξαν: α) η καθιέρωση μισθολογικής ισότητος ανδρών και γυναικών (ΣΣΕ 1975) β) Η δυνατότης καθιερώσεως της πενθήμερης εργασίας και η θεσμοθέτηση της υπερεργασίας (ΣΣΕ 1975 οι διατάξεις της οποίας συμπληρώθηκαν με τις επακολουθήσασες του αυτού επιπέδου ρυθμίσεις των ετών 1979, 1984, 1985 και 1986) γ) Η αύξηση των ημερών αδείας αναπαύσεως των μισθωτών προς δε και η θεσμοθέτηση της εκπαιδευτικής αδείας των συνδικαλιστικών στελεχών (ΣΣΕ 1975) δ) Η χορήγηση του επιδόματος "γάμου" έχουσα και μισθολογικό χαρακτήρα (ΣΣΕ 1976 όπως τροποποιήθηκε με τις αντίστοιχες των επομένων ετών 1978, 1979, 1984, 1985, 1986, 1988 και 1989) ε) Η άδεια των ανηλίκων, η λύση της σχέσεως με διαλείπουσα εργασία, η κατάτμηση της άδειας, (ΣΣΕ 1977 που κυρώθηκε με τον Ν. 549/77) στ) Τα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων (ΣΣΕ 1988 που κυρώθηκε με τον Ν. 1766/88) η) Ο επανακαθορισμός της αδείας μητρότητος και η αποζημίωση των εργατοτεχνιτών (ΣΣΕ 1989 που κυρώθηκε με τον Ν. 1849/89 και τον Ν. 2224/94) θ) Με τις επακολουθήσασες εθνικές ρυθμίσεις των ετών 1996, 1998 και 2000 επαναρυθμίσθηκαν ζητήματα που αφορούν την αύξηση αδείας των μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών για τη συμμετοχή τους σε εξετάσεις, προς δε και η άδεια γεννήσεως τέκνου. Οι σχετικές ΣΣΕ κυρώθηκαν με τα νομοθετήματα 2556/97 και 2874/2000. ι) Τέλος με τις εθνικές γενικές ΣΣΕ των ετών 2000, 2002, 2004, 2006, 2008 και 2010 ρυθμίστηκαν ζητήματα που αφορούν τις άδειες για ασθένεια των εξαρτωμένων μελών προς δε και τις τοιαύτες μονογονεϊκών οικογενειών, μεταγγίσεως αίματος, θανάτου συγγενούς, σχολικής επιδόσεως των παιδιών, ανηλίκων, μεταπτυχιακών σπουδών και αδείας λόγω AIDS κλπ. Παράταση ισχύος των εθνικών ρυθμίσεων Οι προαναφερθέντες "θεσμικοί" όροι διατηρήθηκαν με την εθνική γενική ΣΣΕ της 28.3.2018, με την διάταξη του άρθρου 8 με την οποία οριζόταν ότι, "όλοι οι θεσμικοί όροι (των προηγουμένων αντιστοίχων ρυθμίσεων) αποτελούν ενιαίο σύνολο και εξακολουθούν να ισχύουν. Υπενθυμίζεται ότι, η διάρκεια ισχύος της παραπάνω ΣΣΕ, έληγε στα τέλη (Δεκέμβριος) του έτους 2018, πλην όμως σύμφωνα με το άρθρο 40 του Ν. 4320/2015 που επιβάλλει την διάρκεια ισχύος της εθνικής ρυθμίσεως επί 6 μήνες μετά την λήξη της, η προεκτεθείσα ΣΣΕ της 28.3.2018 παρατάθηκε μέχρι την 30.6.2019 και στην συνέχεια (σύμφωνα με τον Ν. 4635/2019 - άρθρο 63), η διάρκεια ισχύος της παρατάθηκε μέχρι τα τέλη του έτους 2019. Οι όροι της εθνικής ΣΣΕ κατά το 2020 Η νέα υπογραφείσα εθνική γενική ΣΣΕ, συμφωνήθηκε να ισχύει από την 1.1.2020 μέχρι την 31.12.2020 (άρθρο 6). Την ρύθμιση αυτή συνήψαν, οι ευρυτέρου πεδίου πανελλαδικές τριτοβάθμιες οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων (άρθρο 53 του Ν. 4635/2019 με το οποίο διαμορφώθηκε το άρθρο 3 του Ν. 1876/90). Με την διάταξη του άρθρου 4 της νέας εθνικής ΣΣΕ ορίζεται ότι, οι θεσμικοί όροι εργασίας που θεσπίσθηκαν με τις προηγούμενες εθνικές ρυθμίσεις (ΣΣΕ και διαιτητικές αποφάσεις στις οποίες προηγουμένως αναφερθήκαμε), όπως ίσχυαν κατά την διαδοχή τους εξακολουθούν να ισχύουν για όσο χρόνο ισχύει η παρούσα ΣΣΕ. Η επομένη διάταξη του άρθρου 5 αναφέρεται στην υπεροχή και την επικράτηση των τυχόν ευνοϊκοτέρων όρων που προβλέπονται από διατάξεις διαφορετικού επιπέδου, ήτοι νόμων, διαταγμάτων, υπ. αποφάσεων, ΣΣΕ, διαιτητικών αποφάσεων, κανονισμών εργασίας, επιχειρησιακής συνήθειας ή πρακτικής ή ακόμη και από ατομικές συμβάσεις εργασίας. Οίκοθεν νοείται, ότι η συμφωνηθείσα ως άνω υπεροχή των ευνοϊκοτέρων όρων μπορεί να περιλαμβάνει και παροχές μισθολογικού χαρακτήρος, πλην όμως εξαιρουμένων όλων αυτών από την ύλη και το περιεχόμενο των εθνικών γενικών ΣΣΕ. Το άρθρο 3 της νέας εθνικής ρυθμίσεως παρέχει την δυνατότητα στα συμβληθέντα μέρη να εκκινήσουν την διαδικασία των διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό στις παραπάνω ΣΣΕ και μισθολογικών όρων (παροχών) υπό την βασική προϋπόθεση ότι θα αρθεί οποιαδήποτε περιοριστική διάταξη που έχει επιβληθεί με νομοθετική παρέμβαση στο περιεχόμενο των μισθολογικών όρων των εθνικών γενικών ΣΣΕ. Δηλαδή στην συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να αρθεί (καταργηθεί) η σχετική διάταξη της υποπαραγράφου ΙΑ.11 του Ν. 4093/2012, σύμφωνα με την οποία έχει θεσπιθεί νέο σύστημα διαμορφώσεως του νομίμου κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου για τους εργαζομένους με σχέση ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας. Ειδικότερα μάλιστα το εν λόγω διατηρηθέν μνημονιακό νομοθέτημα προβλέπει ότι, "κάθε αναφορά της ισχύουσας νομοθεσίας που γίνεται γενικά στον ελάχιστο μισθό ή στο ελάχιστο ημερομίσθιο της εθνικής γενικής ΣΣΕ, νοείται ο νόμιμος νομοθετημένος κατώτατος μηνιαίος μισθός και το κατώτατο ημερομίσθιο. Συμπέρασμα Υπέρβαση του ως άνω κατωτάτου μισθού, ή κάθε είδους προσαυξήσεις είναι δυνατόν να συνομολογηθούν σε ΣΣΕ κάθε επιπέδου, πλην όμως τέτοιες ρυθμίσεις θα ισχύουν μόνο για εργαζομένους που απασχολούνται σε εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων. (Ν. 4093/2012, υποπαρ. ΙΑ. 11 παραγρ. 29). Από τα όσα εξετέθησαν σαφώς προκύπτουν τα εξής: Πρώτον ότι από το ελάχιστο όριο προστασίας της εθνικής γενικής ΣΣΕ, με την οποία είχε γίνει συνείδηση ότι αυτή εκφράζει και καθορίζει τους γενικούς όρους εργασίας, στα πλαίσια της εννοίας μιας "αξιοπρεπούς διαβιώσεως" όπως μάλιστα τις εσκιαγράφησε και οριοθέτησε ο Άρειος Πάγος με τις διαδοχικές αποφάσεις του υπ' αριθ. 7, 8, 9, 10 και 11 έτους 1992, αφαιρέθηκαν βιαίως τα μισθολογικά ζητήματα. Δεύτερον ότι, το σύστημα του Ν. 4093/2012, εισήγαγε ως αποκλειστικό ρυθμιστή διαμορφώσεως των ελαχίστων - κατωτάτων ορίων αποδοχών, το κράτος και συνεπίκουρο στις υποτιθέμενες διαβουλεύσεις - διαπραγματεύσεις διαφόρους φορείς εξωθεσμικούς μη προβλεπομένους από το Σύνταγμα και από τις κατά τον νόμο (1876/90 και 4635/2019) οριζόμενες επαγγελματικές οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων, τις οποίες και αποκαθήλωσε. Τρίτον ότι με το επιβληθέν καθεστώς του κρινομένου συστήματος παραβιάσθηκε και η συνταγματική διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 με την οποία ορίζεται ότι, "διά νόμου καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας συμπληρούμενοι υπό των ελευθέρων διαπραγματεύσεων συναπτόμενων συλλογικών συμβάσεων εργασίας και εν αποτυχία τούτων, υπό των διά της διαιτησίας τιθεμένων κανόνων. Υπενθυμίζεται ότι, το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ' αριθ. 80/77 απόφασή του, ερμηνεύοντας το άρθρο 22 του Συντάγματος είχε αποφανθεί ότι, διά των ΣΣΕ ή των διαιτητικών αποφάσεων συμπληρούνται οι γενικοί όροι εργασίας διά της θεσπίσεως, έτι ευμενεστέρων όρων εργασίας. Γεγονός που δεν επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να προβεί στην ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων με την θέσπιση διατάξεων αναγκαστικής ισχύος, αλλά αντιθέτως επιτρέπεται σ' αυτόν να θεσπίσει και κανόνες "ενδοτικού" δικαίου, οι οποίοι μπορούν να τροποποιηθούν με ΣΣΕ ή απόφαση διαιτησίας. Τέταρτον ότι η σχετική διάταξη του Ν. 4093/2012 επιβάλλει ένα σύστημα που διακρίνεται πανηγυρικά για τον "αναγκαστικό" χαρακτήρα του περιεχομένου της, η όποια διάταξη δεν μπορεί να ανατραπεί ή να συμπληρωθεί με ευμενέστερους όρους μιας εθνικής γενικής ΣΣΕ. Η αναγκαστική αυτή ισχύς του νόμου, αποκλείει την συλλογική ρύθμιση. Πέμπτον ότι, ο ιδιόρρυθμος τρόπος προσδιορισμού του κατωτάτου ορίου μισθού και ημερομισθίου, ως όρου εθνικής γενικής ρυθμίσεως με αποκλειστικό ρυθμιστή το κράτος και την αποκαθήλωση των φυσικών φορέων, έχει ως συνέπεια την θέσπιση και την συνύπαρξη δύο διαφορετικού περιεχομένου εθνικών γενικών ΣΣΕ. Στην πρώτη εξ αυτών η οποία περιεβλήθη τον τύπο διατάξεως νόμου αναγκαστικού χαρακτήρος, αποδόθηκε εξουσία να καθορίζονται μόνο "μισθολογικά θέματα" ανεπίτρεπτα ρυθμίσεως ή συμπληρώσεως των όρων αυτής με ΣΣΕ ή διαιτητική απόφαση του ίδιου επιπέδου. Η δεύτερη, παραλλήλως ισχύουσα κλασική εθνική ρύθμιση του Ν. 1876/90 περιορίσθηκε μόνο στην σύναψη όρων θεσμικού χαρακτήρος, αποκλειομένης σε κάθε περίπτωση, να καθορίζονται μέσω αυτής μισθολογικοί όροι γενικά. Η ενδεχομένη σύναψη μιας τρίτης εθνικής ρυθμίσεως δυνητικού χαρακτήρος Τέλος δεν αποκλείεται, πάνω στην κρίση του μεγαλείου μας και την αλλοπρόσαλλη πολιτική επί των μισθών και των ημερομισθίων προς δε και την τοιαύτη της απασχολήσεως που εφαρμόζεται κάθε φορά, ανάλογα με την ιδεοληψία της εκάστοτε κυβερνώσας παρατάξεως να προκύψει μια τρίτη κατηγορία εθνικής ρυθμίσεως, (ΣΣΕ), φορείς και συμβαλλόμενοι της οποίας θα είναι οι, πανελλαδικής εκτάσεως και αρμοδιότητος συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων. Στην σκέψη αυτή μας οδηγεί το γεγονός ότι, στο πρόσφατο παρελθόν η ΓΣΕΒΕΕ και οι άλλες ευρυτέρου επιπέδου οργανώσεις, είχαν αναγνωρίσει, ως εφαρμοστέο κατώτατο όριο μισθού το οριζόμενο από την τότε ισχύουσα εθνική γενική ΣΣΕ της 15/7/2010 ήτοι το ποσό των 751 ευρώ. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψει ότι σήμερα και ο ΣΕΒ διαπιστώνει το χαμηλό επίπεδο των αμοιβών των εργαζομένων που μειώνουν την αγοραστική ικανότητα των πολιτών και ως εκ τούτου δεν συμβάλλουν στην τόνωση της εθνικής οικονομίας, τότε μια πιθανή νέα ρύθμιση θα πρέπει να περιλαμβάνει και μισθολογικούς όρους ευνοϊκότερους έναντι εκείνων που καθορίζει ο νομοθετημένος κρατικός μισθός (μηνιαίος και ημερομίσθιο). Και ναι μεν οι διατάξεις του Ν. 4093/2012 είναι διατάξεις "αναγκαστικής" ισχύος, όπως προαναφέρθηκε, που δεν επιτρέπουν την μεταβολή του κατωτάτου νομοθετημένου μισθού με την αντικατάσταση του με εθνική γενική ΣΣΕ, πλην όμως είναι δυνατή η διεύρυνση και η επέκταση της πιθανολογούμενης ως άνω "τρίτης" περιπτώσεως εθνικής ρυθμίσεως και στους μη συνδικαλισμένους εργοδότες με την κήρυξη αυτής ως γενικώς υποχρεωτικής κατά την διαδικασία και τις προϋποθέσεις που εισήγαγε ο πρόσφατος νόμος 4635/2019, άρθρο 56. Υπόψει ότι, η αναστολή των σχετικών διατάξεων του άρθρου 11 του Ν. 1876/90 περί επεκτάσεως της ΣΣΕ στους τρίτους που είχε επιβληθεί με τα νομοθετήματα 3899/2010 και 4024/2012, ήτοι κατά την περίοδο ισχύος του Ν. 4093/2012, δεν υφίσταται σήμερα. Συνεπώς ενόψει του προαναφερθέντος πιθανού σεναρίου που δεν αποκλείεται να προκαλέσει και να οδηγήσει στην δημιουργία ενός σταθερού και αξιοπίστου συστήματος καθορισμού των ελαχίστων ορίων προστασίας των κατωτάτων μισθών των εργαζομένων, προτιμητέα, κατά την γνώμη μας, λύση θα ήταν εκείνη σύμφωνα με την οποία οι αναμενόμενες διατάξεις του νέου νόμου με τις οποίες θα επανακαθορισθεί το ύψος του κατωτάτου μισθού να είναι "ενδοτικού" δικαίου και όχι αναγκαστικού. Δηλαδή, να επιτρέπεται στους αρμόδιους φορείς (τριτοβάθμιες οργανώσεις) η δυνατότης τροποποιήσεως του νομοθετημένου μισθού με την σύναψη εθνικής γενικής ΣΣΕ που θα περιλαμβάνει και μισθολογικούς όρους. Πρόκειται ειδικότερα περί ενός δυνητικού συστήματος καθορισμού της ελάχιστης αμοιβής, όπως κάτι σχετικό παρόμοιο υπήρξε και με την πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία.