Ο "νόμιμος" κατώτατος μισθός και η διαδικασία διαμορφώσεώς του Αποστόλου Μετζητάκου τ. Δ/ντού Υπ. Εργασίας και τ. Αντιπροέδρου ΟΑΕΔ Περιεχόμενα Η σπουδαιότητα της εθνικής γενικής ΣΣΕ – Ο Ν.4093/2012 και οι συνέπειες από την εφαρμογή του – Διάκριση μεταξύ «μισθολογικών» και «μη μισθολογικών» θεσμικών όρων – Διαδικασία διαμορφώσεως του κατωτάτου μισθού και ημερομίσθιου – Συμπέρασμα – Παρατηρήσεις. Η σπουδαιότητα της εθνικής γενικής ΣΣΕ Σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, τον μήνα Μάιο του τρέχοντος έτους αναμένεται να καθορισθεί ο "νομοθετημένος" κατώτατος μηνιαίος μισθός και ημερομίσθιο για το σύνολο των εργαζομένων της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, τόσο κυρίως στον ιδιωτικό τομέα όσο και στον δημόσιο χώρο. Πρόκειται περί ρυθμίσεως των ελαχίστων ορίων προστασίας των εργαζομένων που συνδέεται άμεσα με την έννοια του "γενικοτέρου κοινωνικού συμφέροντος" και κατ' επέκταση με την αντίστοιχη της "γενικής έννομης τάξεως". Η πρωτοφανής ακρίβεια που επικρατεί στην γενικότερη οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου είτε ως παγκόσμιο φαινόμενο είτε ως μεμονωμένο εθνικό εντός των ορίων της χώρας, καθιστά το πρόβλημα ως το πλέον οξύτερο και αγωνιώδες που απασχολεί τον Έλληνα πολίτη. Ήτοι αφετηρία για "πλειοδοτικές" προτάσεις μεταξύ των εκπροσώπων των διαφόρων φορέων και δη των πολιτικών κομμάτων προς δε και των συνδικαλιστικών οργανώσεων, περί του ύψους του ελάχιστου ορίου αμοιβής, λαμβανομένης πάντοτε υπόψει της συνεχώς συμπιεζομένης οικονομικής αντοχής των μισθωτών, αλλά και των συνταξιούχων, συνοδευομένης άρρηκτα με το τέρας της "ανεργίας". Ανέκαθεν η ρύθμιση των κατωτάτων ορίων μισθού και ημερομισθίου γινόταν με την εθνική γενική ΣΣΕ, η οποία, ως γνωστό είναι η ευρύτερη μεταξύ των λοιπών κατηγοριών ΣΣΕ, διότι περιλαμβάνει θέματα όρους και συνθήκες εργασίας που είναι κοινά για όλους τους μισθωτούς της χώρας, ενώ συγχρόνως αφίνεται ανοικτή οδός ρυθμίσεως μέσω των κλαδικών ή ομοιοεπαγγελματικών, ή κατ' εκτίμηση των ειδικών κατά κλάδο και περιφέρεια κριτηρίων, να συνομολογηθούν ευμενέστεροι ιδιαίτεροι όροι και συνθήκες εργασίας, στα πλαίσια πάντοτε των περιεχομένων στην εθνική γενική ΣΣΕ γενικών όρων. Η σπουδαιότητα του παραπάνω θεσμού που ανατρέχει από το έτος 1935 και έχει εξελιχθεί στην συνέχεια σύμφωνα προς τους διεθνείς κανόνες συνίσταται στην καθ' όλα ελεύθερη διαπραγμάτευση μεταξύ των μερών - εργοδοτών και εργαζομένων - να συνομολογήσουν επί ίσοις όροις τους όρους που συνδέονται και αφορούν το ύψος του βασικού μισθού, των επιδομάτων και λοιπών παροχών εις χρήμα και εις είδος και βεβαίως τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα παρέχονται αυτές. Αυτεπάγγελτη παρέμβαση "τρίτων" και ιδίως κρατικών οργάνων δεν χωρεί κατά το στάδιο των απευθείας διαπραγματεύσεων εκτός εάν και μόνο, ένα ή και αμφότερα τα μέρη ζητήσουν την κρατική συμπαράσταση για την επίλυση της διενέξεως (διαφοράς). Αλλά και στην περίπτωση παρεμβάσεως των αρμοδίων κρατικών οργάνων τόσο με την διαδικασία της διαιτησίας του Ν.3239/55 όσο και των οργάνων του ΟΜΕΔ του Ν.1876/90 συνίσταται και περιορίζεται απλώς και μόνο στην υπόδειξη προς τα μέρη εναλλακτικών λύσεων για την διευθέτηση της διαφοράς και όχι στην επιβολή ενός οικονομικού ή κοινωνικού καθεστώτος που θα επιβαρύνει ανίσως το ένα εξ αυτών. Υπόψει ακόμη ότι, την κατάργηση του παρεμβατικού δικαιώματος επί συλλογικών συμβάσεων και την επαναφορά των εθνικών γενικών ΣΣΕ είχε προβλέψει και το Ν.Δ. 73/1974. Με τον Ν.1876/90, οι εθνικές γενικές ΣΣΕ, θεσπίζουν κατώτατα όρια προστασίας υπέρ και όλων των εργαζομένων της χώρας, ανεξάρτητα αν είναι μέλη των συμβαλλομένων οργανώσεων (άρθρο 8 παρ. 1). Κατά συνέπεια τα κατώτατα όρια αποδοχών και οι λοιποί όροι της εθνικής γενικής ΣΣΕ εντάσσονται στην έννοια και στον χώρο που αφορά το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον και την γενική έννομη τάξη, γεγονός που οριοθετεί τον χώρο λειτουργίας του κρατικού νομοθέτου, τόσο εκείνου που έχει πρωτογενή από το Σύνταγμα εξουσία όσο και εκείνου που ενεργεί κατά νομοθετική εξουσιοδότηση για την θέσπιση ρυθμιστικών της εργασιακής σχέσεως κανόνων, δηλαδή των επαγγελματικών οργανώσεων. Ανάγκη στο σημείο αυτό να υπενθυμισθεί ότι, μετά την ισχύ του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος 1975, περιορίσθηκε η αναγνωρισθείσα από τα προηγούμενα Συντάγματα παντοδυναμία του νομοθέτου να ρυθμίζει θέματα που αναφέρονται στους όρους, τις συνθήκες και την αμοιβή της εργασίας, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μόνο των ΣΣΕ. Αποκλειστική ρύθμιση των παραπάνω ζητημάτων από τον κρατικό νομοθέτη είναι δυνατή μόνο και εφόσον δεν έχουν ρυθμιστεί άμεσα και αποκλειστικά από ΣΣΕ (ΣΕ Ολομελ. 632/78). Το ΣτΕ δέχθηκε επίσης με την 1202/80 απόφασή του, ότι με την συνταγματική διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 δεν επιβάλλεται στον κοινό νομοθέτη η υποχρέωση να προβεί στην ρύθμιση εργασιακών σχέσεων με την θέσπιση διατάξεων αναγκαστικής ισχύος, αλλά επιτρέπεται σ' αυτόν να θεσπίσει και κανόνες ενδοτικού δικαίου. Υπόψει ότι, οι κανόνες ενδοτικού δικαίου μπορεί να τροποποιηθούν, είτε με ΣΣΕ, είτε με διαιτητική απόφαση, οι διατάξεις των οποίων μπορεί να είναι ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους, πλην όμως στα πλαίσια που επιτρέπει ο νόμος, ανάλογα βέβαια αν είναι "αναγκαστικού" ή "ενδοτικού" χαρακτήρος. Δυστυχώς η μνημονιακή περίοδος, οδήγησε και ανάγκασε τον Έλληνα νομοθέτη να επιβάλλει ένα σύμπλεγμα διατάξεων πολλαπλών νομοθετημάτων ή πράξεων νομοθετικού περιεχομένου αναγκαστικού δικαίου, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, αποθεσμοποιήθηκε το σύστημα και η σπουδαιότητα των εθνικών γενικών ΣΣΕ με τις οποίες εκδηλώνεται η πραγμάτωση της πολιτειακής προστασίας, σε ό,τι αφορά την οικονομική αντοχή των εργαζομένων και κυρίως των ασθενέστερων και αδύναμων ομάδων τις οποίες κτυπά πάντοτε η κρίση και η ακρίβεια. Ο Νόμος 4093/2012 και οι συνέπειες από την εφαρμογή του Δεν αποτελεί κάτι καινούριο, να υπενθυμίσουμε στον αναγνώστη ότι, το παραπάνω νομοθέτημα, σε συνδυασμό με τα επακολουθήσαντα αντίστοιχα εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί σταθμό στο βεβαρυμένο ιστορικό της μνημονιακής περιόδου. Ρευστό τοπίο αποτελεί πλέον ο καθορισμός των ελαχίστων ορίων προστασίας των εργαζομένων, αφού οι ισχύουσες διατάξεις περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής και το περιεχόμενο της ύλης των εθνικών γενικών ΣΣΕ, ενώ παραλλήλως βιαίως αφαιρείται από τα κείμενα των εθνικών ρυθμίσεων τα μισθολογικά ζητήματα, ο καθορισμός των οποίων ανήκει τελικά στην εξουσία του κρατικού νομοθέτου, εγκαταλείποντας μόνο στους φυσικούς αρμόδιους φορείς, την ρύθμιση "θεσμικών" θεμάτων (Ν.4172/2013 και Ν.4254/2014). Η τυχόν ρύθμιση μισθολογικών όρων με εθνική γενική ΣΣΕ την οποία υπογράφουν οι, ευρύτερης εκπροσωπήσεως ή πανελλήνιας εκτάσεως συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων - καίτοι έχουν την μορφή και την υπόσταση εθνικής γενικής ρυθμίσεως - εν τούτοις δεσμεύουν μόνο τα μέλη τους. Συνεπώς όταν στα σχετικά κείμενα αναφέρεται "κατώτατος" εθνικός μισθός ή ημερομίσθιο, αυτό αυτοδικαίως παραπέμπει στον νομοθετημένο μισθό ως ελάχιστο όριο προστασίας. Ο ιδιόρρυθμος αυτός τρόπος προσδιορισμού του κατωτάτου ορίου μισθού και ημερομισθίου, ως όρος εθνικής γενικής ρυθμίσεως με αποκλειστικό ρυθμιστή το κράτος και την αποκαθήλωση των φυσικών φορέων έχει ως συνέπεια την θέσπιση και την συνύρπαξη δύο, διαφορετικού περιεχομένου εθνικών ρυθμίσεων. Στην πρώτη εξ' αυτών που περιεβλήθη τον τύπο διατάξεως αναγκαστικού δικαίου, αποδόθηκε εξουσία καθορισμού μόνο μισθολογικών όρων. Στην δεύτερη που συνάπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.1876/90, αποδόθηκε εξουσία καθορισμού και ρυθμίσεως όρων θεσμικού χαρακτήρος. Διάκριση μεταξύ "μισθολογικών" και "μη μισθολογικών" - θεσμικών - όρων εργασίας Ο "νομοθετημένος" μισθός υπό το καθεστώς ισχύος του συστήματος που εισήχθη στο δίκαιό μας με τον Ν.4093/2012 και του επακολουθήσαντος Ν.4172/2018, αρθ. 103 περιορίζεται στον καθορισμό ενός βασικού μηνιαίου μισθού και ημερομισθίου προσαυξανομένων αμφοτέρων δια του επιδόματος "προϋπηρεσίας", η εξέλιξη του οποίου διαμορφώνεται για μεν τους έχοντες υπαλληλική ιδιότητα για κάθε τριετία από μία μέχρι 9 και άνω, για δε τους εργατοτεχνίτες επίσης για κάθε τριετία από μία μέχρι 18 και άνω. Με την υπ' αριθ. 107675/21.12.2021 Υπ. απόφαση που εκδόθηκε στα πλαίσια ισχύος του Ν.4172/13, ο μεν βασικός μισθός των υπαλλήλων είναι ίσος προς 663 ευρώ μηνιαίως, το δε ημερομίσθιο του εργατοτεχνίτου είναι ίσο προς 29,62 ευρώ. Οι συνολικές αποδοχές δια του προαναφερθέντος επιδόματος προϋπηρεσίας, ανέρχονται για μεν τους υπαλλήλους από 729,30 έως 861,90 ευρώ, για δε τους εργατοτεχνίτες από 31,10 έως 38,51 ευρώ. Οι παραπάνω βασικές αποδοχές ισχύουν από 1.1.2022 και καλύπτουν περιπτώσεις "πλήρους" απασχολήσεως. Η ηλικία του μισθωτού δεν επηρεάζει την διαμόρφωση των προαναφερομένων βασικών αποδοχών. Επισημαίνεται ότι, το επίδομα "γάμου" θεωρείται ως μη μισθολογικός όρος, και ως εκ τούτου δεν συμπεριλαμβάνεται στον χώρο του "νομοθετημένου" κατώτατου μισθού. Ωστόσο, η παροχή αυτή του γάμου, δίδεται σε εργαζομένους επιχειρήσεων που είναι μέλη των συμβληθέντων στην από 23.6.2021 εθνική γεν. ΣΣΕ εργοδοτικών οργανώσεων, ήτοι του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ, της ΕΣΕΕ, του ΣΕΤΕ και του ΣΒΕ. Υπόψει ότι η χορήγηση του παραπάνω επιδόματος στους δικαιούχους, προβλέφθηκε και διασφαλίσθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της από 23.6.2021 εθνικής ρυθμίσεως σύμφωνα με την οποία συμφωνήθηκε ότι, "όλοι οι θεσμικοί όροι εργασίας που θεσπίσθηκαν με τις προηγούμενες εθνικές γεν. ΣΣΕ και τις αντίστοιχες διαιτητικές αποφάσεις, όπως ισχύουν κατά την διαδοχή τους αποτελούν ενιαίο σύνολο και εξακολουθούν να ισχύουν" (άρθρο 1). Το ίδιο έγινε και με το άρθρο 2 της παραπάνω ρυθμίσεως σύμφωνα με το οποίο συμφωνήθηκε ότι, "Ευνοϊκότεροι όροι εργασίας που προβλέπονται από νόμους, διατάγματα, Υπ. αποφάσεις, ΣΣΕ, εσωτερικούς κανονισμούς κλπ., υπερισχύουν". Υπό τον διαμορφωθέντα "μη μισθολογικό όρο" κατά την προαναφερθείσα έννοια, οι λοιποί όροι εργασίας που θεσπίζονται στις κάθε είδους, ΣΣΕ και δη στην εθνική γενική ρύθμιση, προσδιορίσθηκαν ως "θεσμικοί" όροι εργασίας. Με τον "θεσμικό" όρο είναι δυνατό να νοηθούν πλείστες όσες παροχές που προσεγγίζουν την σχέση προστασίας των εργαζομένων από ατυχήματα, επαγγελματικές ασθένειες, επαγγελματική εξέλιξη, την ασφάλιση και γενικά μέτρα προνοίας του εργοδότου, προς δε και διατάξεις που αφορούν την τάξη και την ευρυθμία της εκμεταλλεύσεως, τις συνθήκες εργασίας καθώς και συναφή θέματα που μπορούν να θεσπισθούν σε ολόκληρο το φάσμα των σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Στην κατηγορία των "μη μισθολογικών όρων" - θεσμικών, μπορούν να ενταχθούν παροχές σε είδος, αποτιμώμενες ή μη σε χρήμα καθώς και πρόσθετες αμοιβές κατά την διάρκεια ασθενείας, στρατεύσεως, αδείας με αποδοχές, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω παροχές καλύπτουν λειτουργικές ανάγκες των επιχειρήσεων. Βέβαια τα προαναφερθέντα θέματα αποτελούν αντικείμενο ρυθμίσεως τους με τους εσωτερικούς κανονισμούς των επιχειρήσεων και διακρίνονται για τον κοινωνικό χαρακτήρα τους, όπως επί παραδείγματι είναι η ένταξη των εργαζομένων σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες για την κάλυψη δαπανών ιατροφαρμακευτικής ή νοσοκομειακής περιθάλψεως, ή ακόμη και συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Ωστόσο ανάγκη να διευκρινισθεί ότι τα παραπάνω ζητήματα, δεν μπορούν να αποτελέσουν το περιεχόμενο της ύλης μιας εθνικής γενικής ΣΣΕ με καθολικό πεδίο ισχύος για το σύνολο των εργαζομένων της χώρας και βεβαίως για το σύνολο των εργοδοτών, ανεξαρτήτως της ιδιότητος αυτών ως μελών ή όχι των οικείων επαγγελματικών οργανώσεων. Η παραπάνω άποψη μας περί των θεσμικών όρων συγκλίνει με την έννοια του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος που στοχεύει σε μία γενική θεσμική διάπλαση της σχέσεως εργασίας, που αφορά το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον και ενδιαφέρει την γενική έννομη τάξη. Ως εκ τούτου η θέσπιση τέτοιων όρων ανήκει στον κρατικό νομοθέτη με την επισήμανση όμως ότι, οι διατάξεις ενός τέτοιου νομοθετήματος θα πρέπει να μην είναι "αναγκαστικού" αλλά "ενδοτικού" δικαίου ώστε να μπορούν να τροποποιηθούν ή να συμπληρωθούν με ΣΣΕ εθνικού επιπέδου. Αυτή η πρακτική τηρήθηκε μέχρι πρότινος με την ρύθμιση ζητημάτων θεσμικού χαρακτήρος με τις οποίες καθιερώθηκε: α) η μισθολογική ισότης μεταξύ ανδρών και γυναικών (ΣΣΕ 1975), β) η καθιέρωση πενθήμερης εργασίας και η θεσμοθέτηση της υπερεργασίας (ΣΣΕ 1975), γ) η αύξηση των ημερών άδειας αναπαύσεως (ΣΣΕ 1975), δ) η χορήγηση επιδόματος γάμου (ΣΣΕ 1976), ε) η άδεια των ανηλίκων, στ) η σμίκρυνση του εβδομαδιαίου συμβατικού ωραρίου, ζ) η άδεια των μαθητών σπουδαστών για την συμμετοχή τους στις εξετάσεις, η) οι άδειες για ασθένεια εξαρτημένων μελών, προς δε και οι τοιαύτες μονογονεϊκών οικογενειών, μεταγγίσεως αίματος, θανάτου συγγενούς κλπ. Με την τελευταία εθνική ΣΣΕ της 23.6.2021 ρυθμίστηκαν και συμφωνήθηκαν ζητήματα που αφορούν την υιοθέτηση της ευρωπαϊκής συμφωνίας για την ψηφιοποίηση στην εργασία (άρθρ. 4). Τις ψηφιακές δεξιότητες (άρθρ. 5). Την συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση (άρθρ. 6). Την δίκαιη μετάβαση σε οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα (άρθρ. 7). Την καταπολέμηση της βίας και της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία (άρθρ. 8) κλπ. Διαδικασία διαμορφώσεως του κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι, ο "μνημονιακός" νομοθέτης των διατάξεων του Ν.4093/2012, με το πρόσχημα της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών της οικονομίας της χώρας εκείνης της περιόδου, εισήγαγε στο δίκαιό μας νέο ιδιόρρυθμο σύστημα διαμορφώσεως των ελαχίστων ορίων αποδοχών - μισθών και ημερομισθίων - των εργαζομένων της χώρας με αποκλειστικό ρυθμιστή το κράτος και συνεπίκουρο στις υποτιθέμενες διαβουλεύσεις εξειδικευμένους επιστημονικούς και λοιπούς φορείς, για τον προσδιορισμό του κατωτάτου βασικού μισθού και ημερομισθίου. Ήτοι ένα σύστημα περιορισμού της συλλογικής αυτονομίας που αποκαθήλωσε τους φυσικούς φορείς - κοινωνικούς εταίρους των εργασιακών σχέσεων - από τις συνταγματικές αρμοδιότητες τους. Έτσι φαίνεται να διακωμωδείται η συνταγματική επιταγή του άρθρου 22, παρ. 2 με την οποία ορίζεται ότι, "δια νόμου καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας συμπληρούμενοι υπό των ελευθέρων διαπραγματεύσεων συναπτομένων ΣΣΕ και εν αποτυχία τούτων, υπό των διά της διαιτησίας τιθεμένων κανόνων". Δυστυχώς μέχρι σήμερα εξακολουθεί να ισχύει και να ενεργοποιείται ο παραπάνω μηχανισμός του κρατικού παρεμβατισμού στην διαμόρφωση των γενικών όρων εργασίας, με την επιτρεπτότητα και δυνατότητα διαπραγματεύσεως των κοινωνικών εταίρων και συνάψεως εθνικής γεν. ΣΣΕ, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και διατάξεις του ν.1876/90, πλην όμως με την ρητή απαγόρευση, ότι η ύλη των εθνικών αυτών ρυθμίσεων δεν θα αφορά μισθολογικούς όρους, παρά μόνο όρους θεσμικού χαρακτήρος κατά τις διακρίσεις που εξετέθησαν παραπάνω. Μικρή επιδερμική μεταμόρφωση του συστήματος καθορισμού του νομίμου κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου επιχειρήθηκε και έγινε με τις διατάξεις των νομοθετημάτων 4172/13 (άρθρο 103) και 4764/20 (άρθρο 110). Με τις ως άνω διατάξεις, καθορίσθηκε νέα διαδικασία διαμορφώσεως των κατωτάτων ορίων αποδοχών, ύστερα από διαβουλεύσεις των κοινωνικών εταίρων και την σύσταση Επιτροπής Συντονισμού έργο της οποίας είναι ένα πολύπλοκο και φλύαρο σύστημα διαδικασιών, πλην όμως με τελικό αποφασίζοντα το κράτος. Ειδικότερα: α) Με τις διατάξεις του άρθρου 103, παρ. 3 του Ν.4172/13 ορίζεται ότι το ύψος του κατώτατου νομοθετημένου μισθού πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψει την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας των τιμών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχολήσεως, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και των μισθών. Σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται να καθορίζονται με ατομικές ή με ΣΣΕ τακτικές αποδοχές πλήρους απασχολήσεως μικρότερες έναντι του νομοθετικώς καθορισμένου κατώτατου μισθού ή ημερομισθίου (παρ. β. αρθρ. 103). β) Για τον ορισμό του νομοθετημένου κατώτατου μισθού, διεξάγεται διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβερνήσεως με την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη εξειδικευμένων επιστημονικών, ερευνητικών και συναφών φορέων και εμπειρογνωμόνων σε θέματα οικονομίας και δη οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής και εργασιακών σχέσεων (παρ. 4α - αρθρ. 103). γ) Οι αρμόδιοι κοινωνικοί εταίροι που μετέχουν στην διαβούλευση, εκπροσωπούν συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών και συγκεκριμένα την ΓΣΕΕ, τον ΣΕΒ, την ΓΣΕΒΕΕ, τον ΕΣΕΕ, τον ΣΕΤΕ, ήτοι τομείς που αφορούν την βιομηχανία, την βιοτεχνία, τους επαγγελματίες και εμπόρους, τον τουρισμό και λοιπές δραστηριότητες (παρ. 4-β αρθρ. 103). δ) Η προαναφερθείσα διαβούλευση συντονίζεται από "τριμελή Επιτροπή μέλη της οποίας είναι ο πρόεδρος του ΟΜΕΔ - ο οποίος και προεδρεύει - και ανά ένας εκπρόσωπος των Υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας - Κοινωνικών Ασφαλίσεων. ε) Έργο της Συντονιστικής Επιτροπής είναι η αποστολή έγγραφης προσκλήσεως προς εξειδικευμένους επιστημονικούς φορείς και συγκεκριμένα την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, τον ΟΑΕΔ, τα Ινστιτούτα της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ, της ΓΣΕΒΕ, του ΙΟΒΕ, του ΣΕΤΕ, του ΚΕΠΕ, της Εθνικής Ομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΙΝ - ΕΜΥ, ΕΣΕΕ καθώς και την Τράπεζα Ελλάδος, να συντάξουν έκθεση για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατωτάτου μισθού, καταγράφοντας τις εκτιμήσεις τους για την προσαρμογή στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες (Ν. 4172/13 αρθρ. 103, παρ. 5). στ) Η σύνταξη εκθέσεως, περιέχουσα τις θετικές ή αρνητικές απόψεις των εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων σε ό,τι αφορά την διαμόρφωση του κατωτάτου μισθού αποστέλλεται στους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, προκειμένου να εκφρασθεί η γνώμη τους για την αναπροσαρμογή του κατωτάτου μισθού. Τα συγκεντρωθέντα στοιχεία διαβιβάζονται κάθε έτος στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) προκειμένου να συνταχθεί από αυτό σχέδιο πορίσματος διαβουλεύσεως, σε συνεργασία με άλλη επιτροπή πέντε (5) ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων σε θέματα οικονομίας και κοινωνικής πολιτικής, οι οποίοι ορίζονται, δύο από τον Υπουργό Εργασίας, δύο από τον Υπουργό Οικονομικών και ένας από τον Υπουργό Ανάπτυξης. ζ) Το σχέδιο πορίσματος, στο οποίο καταγράφονται οι προτάσεις των διαβουλευμένων κοινωνικών εταίρων, τα σημεία συμφωνίας, η τεκμηρίωση τους ως προς την κατάσταση της αγοράς εργασίας και γενικά της ελληνικής οικονομίας διαβιβάζεται στην Επιτροπή Συντονισμού διαβούλευσης, και υποβάλλεται στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος και προβαίνει στην δημοσίευση του κειμένου καθώς και κάθε άλλου σχετικού εγγράφου στην ιστοσελίδα του Υπουργείου. η) Ο Υπουργός Εργασίας, κάθε έτος εισηγείται στο Υπουργικό Συμβούλιο τον κατώτατο μισθό υπαλλήλων και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών και στην συνέχεια μετά από σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου εκδίδει την σχετική απόφαση περί του ύψους του παραπάνω μισθού. Συμπέρασμα - Παρατηρήσεις Όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, ο καθορισμός του ελαχίστου ορίου προστασίας των εργαζομένων σε ό,τι αφορά τις βασικές αποδοχές εξακολουθεί να έχει τον αποκλειστικό χαρακτήρα της πολιτειακής αναγκαστικής ρυθμίσεως. Αποκλειστικότης της πολιτειακής ρυθμίσεως με την αναγκαστική φύση κανόνων δικαίου σημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια ισχύος του νόμου, δεν επιτρέπεται η παράλληλη ρύθμιση του ίδιου αντικειμένου με συλλογική σύμβαση εργασίας ή απόφαση διαιτησίας. Η εξαντλητική νομοθετική ρύθμιση συγκεκριμένου θέματος ήτοι του καθορισμού του κατωτάτου μισθού, δεν καταλείπει περιθώρια συμπληρώσεως του θέματος αυτού, με ΣΣΕ του αυτού επιπέδου. Γεγονός που οδηγεί στον περιορισμό της συλλογικής αυτονομίας μέχρι σημείου πλήρους αποδυναμώσεώς της. Συνεπώς - κατά την άποψή μας - η αρχή της αποκλειστικότητος, εγγίζουσα την έννοια της αναγκαστικής φύσεως των κανόνων δικαίου, αντιστρατεύεται το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος 1975 και ως εκ τούτου αποτελεί ξένο σώμα στο δίκαιο των ΣΣΕ. Οι διατάξεις των προαναφερθέντων νομοθετημάτων 4172/13 (αρθρ. 103) και 4764/20 (άρθρο 110) που αναφέρονται στην διαδικασία διαμορφώσεως του κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνο μια "εκ πλαγίου" παραπλανητική ενέργεια να εξωραϊσθεί ο μνημονιακός χαρακτήρας του Ν.4093/2012, που προβλέπει ένα μηχανισμό μονομερούς επιβολής των βασικών αποδοχών που καθορίζει η εθνική γενική ΣΣΕ και την σκιώδη παρουσία των αρμοδίων φορέων των εργασιακών σχέσεων στην όλη διαδικασία. Συγκεκριμένα η διαδικασία διαμορφώσεως των ελαχίστων ορίων αποδοχών που εισάγουν τα προεκτεθέντα νομοθετήματα, αποτελεί ένα πολύπλοκο σύστημα, με τη συμμετοχή πολλαπλών φορέων και προσώπων διαφόρων επιστημονικών κατηγοριών των οποίων οι απόψεις - ορθές ή λανθασμένες - συγκρουόμενες συνήθως θα επιφέρουν ένα θολό τοπίο που θα δυσχεράνει την λήψη μιας κατά το δυνατόν ορθής αποφάσεως το βάρος της οποίας ματακυλίεται στις πλάτες της κυβερνήσεως μέσω του αρμόδιου Υπουργού Εργασίας ως εισηγητού της σχετικής αποφάσεως, με αποτέλεσμα την εκρηκτική ρητορική πολιτικών, ή συνδικαλιστικών ή διαφόρων άλλων φορέων, για το ύψος του ελάχιστου μισθού και γενικότερα την οικονομική αντοχή των εργαζομένων. Εύλογα συνεπώς ανακύπτει το ερώτημα, πόσο πολύ ανώδυνο, ορθότερο, εύλογο, νόμιμο και μάλιστα συνταγματικώς κατοχυρωμένο, θα ήταν να αφεθεί η εξουσία στους αρμόδιους κατά τον Ν.1876/90 κοινωνικούς εταίρους, να συμφωνήσουν από κοινού και να ρυθμίσουν με την κλασσική εθνική γενική ΣΣΕ τους γενικούς όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων σ' αυτούς και των μισθολογικών όρων; Υπόψει ότι οι ευρυτέρας εκτάσεως ως άνω οργανώσεις διαθέτουν και έχουν στην δύναμή τους επιστημονικούς φορείς και εξειδικευμένα πρόσωπα αντίστοιχα εκείνων που προβλέπουν τα νομοθετήματα 4172/13 και 4764/20, ώστε να διερευνηθούν και να διαπιστωθούν οι τρέχουσες στην αγορά εργασίας και την οικονομία γενικότερα, καταστάσεις και συνθήκες που δικαιολογούν την δίκαιη αντιμετώπιση των υφισταμένων προβλημάτων. Το ίδιο επίσης ισχύει και στην ενδεχόμενη περίπτωση μη επιτεύξεως συμφωνίας των μερών για τον καθορισμό του κατωτάτου μισθού, ήτοι διαφορά που επιλύεται με την μεσολαβητική διαδικασία του ΟΜΕΔ και την διαιτησία σε δύο βαθμούς (σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των νομοθετημάτων 4303/2014, 4529/2018 και 4635/2019), τα μέλη των οποίων οργάνων διαθέτουν τις ίδιες επιστημονικές και ερευνητικές γνώσεις και δεξιότητες με τις αντίστοιχες που προβλέπει ο Ν.4172/2013. Δηλαδή μια διαδικασία που ενεργοποιείται στα πλαίσια της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 22, παρ. 2 και φυσικά διασώζει το κύρος και την αξιοπιστία του δικαίου των ΣΣΕ και δη την σπουδαιότητα της εθνικής γενικής ΣΣΕ.