Γνωστοποίηση ρυθμίσεων του άρθρου 5 του ν. 4578/2018(1) (Νέα βάση υπολογισμού εισφοράς ΕΤΕΑΕΠ για έμμισθους δικηγόρους, μισθωτούς μηχανικούς κ.α.) Εγκ. Υπ. Εργασίας Φ. 80020/902/Δ16.20/15.3.2019 Σας γνωρίζουμε ότι με το άρθρο 5 του ν. 4578/2018 (Α' 200) «Μείωση ασφαλιστικών εισφορών και άλλες διατάξεις» αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, η περίπτωση β' της παρ. 2 του άρθρου 35 του ν. 4387/2016 (Α' 85). Με τις ρυθμίσεις του ανωτέρω νόμου, διαφοροποιείται από 1-1-2017 η βάση υπολογισμού της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπέρ του Κλάδου Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ για όλους τους "παλαιούς" και "νέους ασφαλισμένους" αυτοτελώς απασχολούμενους. Επίσης διαφοροποιείται από 1.1.2019 η βάση υπολογισμού της ασφαλιστικής εισφοράς υπέρ του Κλάδου Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ για όλους τους πριν και µετά την 1.1.1993 ασφαλισµένους, έµµισθους δικηγόρους, µισθωτούς µηχανικούς και υγειονομικούς, των οικείων τοµέων του κλάδου πρόνοιας του πρ. ΕΤΑΑ. Ειδικότερα: Α. Έμμισθοι δικηγόροι, μισθωτοί μηχανικοί και υγειονομικοί του κλάδου πρόνοιας του πρ. ΕΤΑΑ (παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι) Για όλους τους πριν και µετά την 1.1.1993 ασφαλισµένους, έµµισθους δικηγόρους, µισθωτούς µηχανικούς και υγειονομικούς, των οικείων τοµέων του κλάδου πρόνοιας του πρ. ΕΤΑΑ, το ποσό της µηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς, ορίζεται από 1.1.2019, σε ποσοστό 4%, υπολογιζόµενο επί του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό µισθό µισθωτού, όπως εκάστοτε ισχύει. Ειδικά για τους έµµισθους δικηγόρους το ποσοστό 4% επιµερίζεται σε 2% για τον ασφαλισµένο και σε 2% για τον εντολέα. Οι ασφαλισµένοι µε αίτησή τους στο ΕΤΕΑΕΠ, µπορούν να επιλέξουν το ποσοστό 4% να υπολογίζεται επί ανώτερης βάσης υπολογισµού και να καθορίσουν το χρονικό διάστηµα εφαρµογής της. Β. Για τους Αυτοτελώς Απασχολούμενους 1. Το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς ορίζεται από 1-1-2017 σε ποσοστό 4%. Το ποσοστό αυτό ισχύει για παλαιούς και για νέους ασφαλισμένους. Ως βάση υπολογισμού θεωρείται ο κατώτατος βασικός µισθός µισθωτού, όπως εκάστοτε ισχύει. 2. Σύμφωνα με το άρθρο 39Α του ν. 4387/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 του νόμου 4578/2018, από 1.1.2017, ειδικά για τους Αυτοτελώς Απασχολούμενους παλαιούς και νέους ασφαλισμένους που υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, στην ασφάλιση του πρ. ΕΤΑΑ, το ανωτέρω ποσοστό 4% κατά την πρώτη πενταετία από την υπαγωγή τους στην ασφάλιση υπολογίζεται επί του 70% του εκάστοτε προβλεπόµενου κατώτατου βασικού µισθού άγαµου µισθωτού. 3. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 6 του ν. 4578/2018, δεν έχει πλέον εφαρμογή η μεταβατική ρύθμιση του άρθρου 98 του ν. 4387/2016. Γ. Περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης Σε περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξετάζεται για κάθε δραστηριότητα ξεχωριστά αν η κράτηση γίνεται στο εισόδημα (αποδοχές) ή στον κατώτατο βασικό μισθό με βάση τις κείμενες διατάξεις. Με βάση το ανωτέρω, μπορεί να προκύψουν οι παρακάτω περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης: 1) Στις περιπτώσεις μισθωτής απασχόλησης που η κράτηση γίνεται επί του εισοδήματος για όλες τις υπαγόμενες δραστηριότητές του, παρακρατείται το ποσό της εισφοράς, ως είχε, επί του εισοδήματος (αποδοχών) της κάθε μισθωτής απασχόλησης. Για παράδειγμα, σε περίπτωση ξενοδοχοϋπαλλήλου, νέου ασφαλισμένου, ο οποίος απασχολείται και ως υπάλληλος σε εμπορική επιχείρηση, η παρακράτηση γίνεται επί των αποδοχών από κάθε δραστηριότητα (μισθωτή απασχόληση). Εάν το ποσό εισφοράς για τον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ που υπολογίζεται επί του εισοδήματος υπερκαλύπτει το ποσό της μηνιαίας εισφοράς που υπολογίζεται επί του κατώτατου βασικού μισθού μισθωτού, δεν παρακρατείται επιπλέον εισφορά πέρα από αυτή που υπολογίζεται επί του εισοδήματος. 2) Στις περιπτώσεις που για κάποιες δραστηριότητες γίνεται κράτηση επί του εισοδήματος (των αποδοχών) και παράλληλα υπάρχουν δραστηριότητες για τις οποίες γίνεται κράτηση επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού μισθωτού γίνεται η κράτηση μόνο επί των εισοδημάτων (των αποδοχών) των δραστηριοτήτων της πρώτης κατηγορίας από τη μισθωτή απασχόληση. Αυτό διότι τα εισοδήματα αυτά καλύπτουν το προβλεπόμενο ποσό εισφοράς που προβλέπεται για τις δραστηριότητες της δεύτερης κατηγορίας. Για παράδειγμα, μηχανικός ο οποίος εργάζεται ως μισθωτός στο Δημόσιο με μισθό π.χ. 1.000 ευρώ μηνιαίως (ως διοικητικός υπάλληλος) και παράλληλα διατηρεί τεχνικό γραφείο, βάσει των ισχυουσών διατάξεων, θα καταβάλλει εισφορά μόνο επί του εισοδήματος (των αποδοχών) από τη μισθωτή απασχόλησή του στο Δημόσιο, ήτοι και εν προκειμένω θα καταβάλλει ποσό 40 ευρώ (ήτοι 1.000 ευρώ x 4%). Ειδικότερες είναι οι περιπτώσεις στις οποίες τα εισοδήματα από τις δραστηριότητες για τις οποίες γίνεται κράτηση επί του εισοδήματος είναι συνολικά κατώτερα από τον προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό (περιπτώσεις μερικής απασχόλησης). Σε αυτές τις περιπτώσεις, γίνεται κράτηση επί των εισοδημάτων από τις δραστηριότητες αυτές και το υπολειπόμενο ποσό έως τη συμπλήρωση της εισφοράς που προκύπτει επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού καλύπτεται από τις υπόλοιπες δραστηριότητες. 3) Στις περιπτώσεις που η κράτηση γίνεται επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού για όλες τις υπαγόμενες δραστηριότητες, το ποσό αυτό παρακρατείται μία φορά. Για παράδειγμα σε περίπτωση έμμισθου δικηγόρου, ο οποίος διατηρεί και δικό του γραφείο, θα καταβληθεί η προβλεπόμενη εισφορά από τη μισθωτή απασχόληση επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού, με επιμερισμό μεταξύ εντολέα και δικηγόρου, Επίσης σε περίπτωση μηχανικού, ο οποίος διατηρεί δικό του γραφείο και είναι και εργολήπτης δημοσίων έργων θα καταβάλλει μία εισφορά επί του προβλεπόμενου κατωτάτου βασικού μισθού. Δ. Για τους ασφαλισμένους που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (παρ. 9 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016) θα καταβάλλονται από 1-1-2019 οι παρακάτω εισφορές: για τους µηχανικούς και υγειονομικούς, ποσοστό 4%, υπολογιζόµενο επί του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό µισθό µισθωτού, όπως εκάστοτε ισχύει. Ε. Οι ασφαλισµένοι, µε αίτησή τους, που υποβάλλεται στο ΕΤΕΑΕΠ οποτεδήποτε, µπορούν να επιλέξουν το ποσοστό 4% να υπολογίζεται επί ανώτερης βάσης υπολογισµού από εκείνη που προκύπτει βάσει του εκάστοτε ισχύοντος κατώτατου βασικού µισθού µισθωτού και να καθορίσουν το χρονικό διάστηµα εφαρµογής της. ΣΤ. Οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών, που αφορούν την χρονική περίοδο από 1/1/2017 έως 31/12/2018, οι οποίες δεν έχουν αναζητηθεί από το ΕΤΕΑΕΠ λόγω τεχνικών δυσχερειών, υπολογίζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 35 του ν. 4387/2016, όπως έχει αντικατασταθεί με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 4578/2018 χωρίς τόκους, πρόσθετα τέλη και προσαυξήσεις, κεφαλαιοποιούνται και εξοφλούνται σε 36 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2019. (1) ΕΑΕΔ 2018 σ. 1058.