Ν.4937/2022 Ψηφιοποίηση των διαδικασιών επιδόσεων εγγράφων και αποδέσμευση της Ελληνικής Αστυνομίας από τη διενέργεια επιδόσεων εγγράφων της ποινικής και πολιτικής δίκης και λοιπές επείγουσες διατάξεις. ΦΕΚ106/Α/2.6.2022 ΜΕΡΟΣ Α' Ψηφιοποίηση των διαδικασιών επίδοσης εγγράφων και αποδέσμευση της Ελληνικής Αστυνομίας από τη διενέργεια επιδόσεων εγγράφων της ποινικής και πολιτικής δίκης Άρθρο 1 Διαδικασία έκδοσης απόφασης, βουλεύματος και διάταξης - Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 138 ΚΠΔ Η παρ. 3 του άρθρου 138 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν.4620/2019, Α'96, ΚΠΔ) τροποποιείται με την προσθήκη του ηλεκτρονικού τρόπου ειδοποίησης των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους επί της εισαγγελικής προτάσεως σε παρεμπίπτοντα ζητήματα, προστίθενται στην ίδια παράγραφο δεύτερο και τρίτο εδάφιο και το άρθρο 138 διαμορφώνεται ως εξής: "Άρθρο 138 Διαδικασία έκδοσης απόφασης, βουλεύματος και διάταξης 1. Πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο παίρνουν τον λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ο εισαγγελέας, καθώς και οι παρόντες διάδικοι. Τα βουλεύματα του δικαστικού συμβουλίου και οι διατάξεις του ανακριτή εκδίδονται ύστερα από έγγραφη πρόταση του εισαγγελέα, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά, όταν η εμφάνισή του στο συμβούλιο προβλέπεται από τον νόμο. Ο νόμος ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να ακουστούν οι διάδικοι πριν εκδοθεί το βούλευμα ή η διάταξη του ανακριτή. 2. Η παράβαση της προηγούμενης παραγράφου συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης, του βουλεύματος και της διάταξης. 3. Αντίγραφο της πρότασης επί παρεμπιπτόντων ζητημάτων μπορούν να λάβουν οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους μετά από αίτησή τους, αφού ειδοποιηθούν, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε από τον ενδιαφερόμενο διάδικο, και αν δεν έχει δηλωθεί, έστω και τηλεφωνικά, μόνο όταν αυτή αφορά τα δικονομικά μέτρα του άρθρου 282 ή διαφωνία κατ' άρθρο 307 ή αίτημα διαδίκου, οπότε η δικογραφία διαβιβάζεται στον ανακριτή ή στο συμβούλιο, μετά παρέλευση είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Η ειδοποίηση αποδεικνύεται από μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εκτύπωση του οποίου επισυνάπτεται στη δικογραφία. To αντίγραφο του μηνύματος αποστέλλεται στην ως άνω διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. " Άρθρο 2 Επίδοση - Αντικατάσταση άρθρου 155 ΚΠΔ Το άρθρο 155 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: "Άρθρο 155 Επίδοση 1. H επίδοση στον ενδιαφερόμενο διάδικο ή μάρτυρα, διενεργείται με ηλεκτρονικά μέσα. Το προς επίδοση έγγραφο εκδίδεται μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr- ΕΨΠ) και φέρει τα χαρακτηριστικά της παρ. 3 του άρθρου 27 του ν.4727/2020 (Α' 184), καθώς και τα στοιχεία του αρμόδιου για την έκδοσή του οργάνου. Η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα συντελείται με ηλεκτρονική αποστολή του εγγράφου από επιμελητή ποινικών - πολιτικών δικαστηρίων και εισαγγελιών ή δικαστικό υπάλληλο στην ψηφιακή θυρίδα του πολίτη στην Ενιαία Ψηφιακή Πύλη της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr- ΕΨΠ) ή σε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είναι καταχωρημένη σε φορείς του δημόσιου τομέα, ή στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εφόσον έχει δηλωθεί κατά την εξέτασή του σύμφωνα με τα άρθρα 217 και 273. Αν ο ενδιαφερόμενος διάδικος έχει διορίσει συνήγορο ή αντίκλητο, η επίδοση γίνεται παράλληλα και στον διορισμένο συνήγορο ή αντίκλητο. Η ανωτέρω επίδοση στον ενδιαφερόμενο διάδικο ή μάρτυρα γνωστοποιείται ταυτόχρονα με μήνυμα που αποστέλλεται σε αριθμό σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας που έχει καταχωρηθεί στην ανωτέρω ψηφιακή θυρίδα ή σε αριθμό σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας που έχει δηλωθεί κατά την εξέτασή του διαδίκου ή μάρτυρα σύμφωνα με τα άρθρα 217 και 273. Το μήνυμα αποστέλλεται εκ νέου αυτόματα μετά την πάροδο σαράντα οκτώ (48) ωρών από την πρώτη αποστολή. 2. Αν η επίδοση δεν είναι εφικτή σύμφωνα με την παρ. 1 ή συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι κατά την κρίση του αρμόδιου εισαγγελέα που μνημονεύονται στην παραγγελία προς επίδοση, διενεργείται φυσική επίδοση με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερομένου διαδίκου ή μάρτυρα, από επιμελητή ποινικών - πολιτικών δικαστηρίων και εισαγγελιών ή δικαστικό επιμελητή. Με τη διαδικασία της φυσικής επίδοσης καλούνται ο κατηγορούμενος και ο υποστηρίζων την κατηγορία που έχουν υπερβεί το εβδομηκοστό (70ό) έτος της ηλικίας τους κατά τον χρόνο της επίδοσης, εκτός από την περίπτωση εκείνη, κατά την οποία ο κατηγορούμενος έχει ζητήσει να καλείται αποκλειστικά στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που έχει δηλώσει κατά την εξέτασή του, σύμφωνα με το άρθρο 273. Όταν υφίσταται αντικειμενική αδυναμία επίδοσης με τους ανωτέρω τρόπους ή συντρέχουν όλως εξαιρετικοί λόγοι κατά την κρίση του αρμοδίου εισαγγελέα, η επίδοση δύναται να διενεργείται από όργανο της δημόσιας δύναμης. Αν αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή στον τόπο όπου εργάζεται τούτος, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους που, έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στον θυρωρό της κατοικίας που μένει ή στον διευθυντή ή σε κάποιον από όσους εργάζονται στον ίδιο τόπο. Από όλους τους παραπάνω εξαιρούνται όσοι κατά την ανέλεγκτη αντίληψη αυτού που κάνει την επίδοση είναι νεότεροι των δεκαοκτώ (18) ετών ή ψυχικά ασθενείς ή τελούντες προφανώς υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή ανάλογης ουσίας. Εξαιρούνται επίσης οι παθόντες από το έγκλημα, όταν η επίδοση πρόκειται να γίνει στον κατηγορούμενο, και αντιστρόφως. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στα εδάφια τέταρτο και πέμπτο είναι υποχρεωμένα να παραδώσουν στον ενδιαφερόμενο το έγγραφο που τους επιδόθηκε χωρίς καμιά χρονοτριβή. Η επίδοση βουλευμάτων, αποφάσεων και ποινικών διαταγών μπορεί να γίνει και με παράδοση του σχετικού εγγράφου στον ενδιαφερόμενο σε ψηφιακή μορφή, η γνησιότητα του περιεχομένου του οποίου θα πιστοποιείται με προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η παράδοση του πιο πάνω εγγράφου συνοδεύεται με την παράδοση στα χέρια του ενδιαφερομένου έκθεσης, στην οποία θα αναφέρονται το είδος του επιδιδομένου εγγράφου και ο λόγος για τον οποίο αυτό επιδίδεται. 3. Αν ένα από τα πρόσωπα της παρ. 2 αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο, αυτός που κάνει την επίδοση το επικολλά, αφού πρώτα το εσωκλείει σε φάκελο τον οποίο σφραγίζει, στην πόρτα της κατοικίας ή του διαμερίσματος ή, προκειμένου για ξενοδοχείο ή οικοτροφείο, στην πόρτα του δωματίου, όπου διαμένει ο ενδιαφερόμενος ή στην πόρτα του τόπου εργασίας του. Αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά τον ως άνω φάκελο στην πόρτα της κατοικίας. Σε περίπτωση επίδοσης βουλεύματος, ποινικής διαταγής ή απόφασης σε ψηφιακή μορφή, αυτός που κάνει την επίδοση επικολλά σφραγισμένο φάκελο, που περιέχει την προβλεπόμενη στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 έκθεση, μαζί με το έγγραφο σε ψηφιακή μορφή. Αν η θυροκόλληση έγινε επειδή τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 2 αρνήθηκαν να πάρουν το επιδιδόμενο έγγραφο ή απουσίαζαν ή δεν υπήρχαν, επιδίδεται αντίγραφο του εγγράφου αυτού στον διορισμένο αντίκλητο του ενδιαφερομένου διαδίκου, ανεξάρτητα αν ο διορισμός του ήταν ή όχι υποχρεωτικός από τον νόμο. Σε αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα αρχίζουν από την τελευταία χρονικά επίδοση. Η πραγματική αναζήτηση της κατοικίας ή της διαμονής του κατηγορουμένου, εφόσον δεν έχει δηλωθεί κατά τα άρθρα 156 και 273, γίνεται με κάθε πρόσφορο μέτρο, τουλάχιστον με βάση τη διεύθυνση που έχει δηλώσει στην τελευταία φορολογική του δήλωση και τα σχετικά στοιχεία που είναι καταχωρισμένα στα πληροφοριακά συστήματα του Υπουργείου Οικονομικών. 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης εξειδικεύονται οι όροι, η διαδικασία και ο τρόπος επίδοσης εγγράφων με ηλεκτρονικά μέσα, η δημιουργία ηλεκτρονικής υπηρεσίας, ο τρόπος εισόδου και αυθεντικοποίησης των χρηστών της ηλεκτρονικής υπηρεσίας, οι τεχνικές προδιαγραφές για τη διασφάλιση της λήψης του μηνύματος, ο τρόπος αποστολής των μηνυμάτων, οι φορείς του δημόσιου τομέα από τούς οποίους αντλούνται οι δηλωθείσες ηλεκτρονικές διευθύνσεις και καθορίζεται κάθε άλλη αναγκαία, τεχνική ή άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.". Άρθρο 3 Επίδοση σε κατηγορούμενο με ηλεκτρονικά μέσα ή φυσικό τρόπο - Τροποποίηση παρ. 1, 2 και 4 άρθρου 156 ΚΠΔ Στο άρθρο 156 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) τροποποιείται ο τίτλος, προκειμένου να συμπληρωθεί η περίπτωση επίδοσης σε κατηγορούμενο με ηλεκτρονικά μέσα, β) τροποποιείται η παρ. 1 με την πρόβλεψη της διαδικασίας της ηλεκτρονικής επίδοσης, γ) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 με την προσθήκη της αναφοράς στη μεταβολή της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή του αριθμού σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας και δ) στην παρ. 4, δα) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο προς τον σκοπό εναρμόνισης με την παρ. 1, και δβ) προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο για τις επιδόσεις με ηλεκτρονικό τρόπο στον διορισμένο συνήγορο στην περίπτωση κατοικίας ή διαμονής του διαδίκου στην αλλοδαπή και το άρθρο 156 ΚΠΔ διαμορφώνεται ως εξής: "Άρθρο 156 Επίδοση σε κατηγορούμενο με ηλεκτρονικά μέσα ή φυσικό τρόπο 1. Ωσότου η απόφαση γίνει αμετάκλητη, κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο, επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορούμενο αν η επίδοση γίνει α) στην ψηφιακή θυρίδα του πολίτη στην Ενιαία Ψηφιακή Πύλη της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr- ΕΨΠ) ή σε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είναι καταχωρημένη σε φορείς του δημόσιου τομέα, ή στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εφόσον έχει δηλωθεί κατά την εξέτασή του σύμφωνα με το άρθρο 273 και η γνωστοποίηση με μήνυμα αποστέλλεται ταυτόχρονα με την επίδοση σε δηλωθέντα αριθμό σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 155, β) με φυσικό τρόπο στη διεύθυνση της κατοικίας ή της διαμονής του που δηλώθηκε τελευταία από τον ίδιο ή τον συνήγορό του κατά την εξέτασή του στην προκαταρκτική εξέταση ή την προανάκριση ή την ανάκριση ή με προφορική δήλωση στη διαδικασία στο ακροατήριο ή που αναγράφεται στην έκθεση ή στο δικόγραφο άσκησης του ενδίκου ή οιονεί ενδίκου μέσου ή της προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης ή στη δήλωση αναίρεσης της παρ. 2 του άρθρου 473, εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει μεταβολή της διεύθυνσης κατοικίας ή διαμονής του ή της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή του αριθμού σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας του πριν από την επίδοση, κατά την επόμενη παράγραφο. Η δήλωση αναίρεσης του κατηγορουμένου ή αντίγραφο αυτής επισυνάπτεται στην οικεία δικογραφία με μέριμνα του γραμματέα της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. 2. Η μεταβολή της διεύθυνσης κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου ή της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή του αριθμού σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας μπορεί να γίνει είτε με νεότερη δήλωση του ιδίου ή του συνηγόρου του, με κάποιον από τους αναφερόμενους στην παρ. 1 τρόπους είτε με χωριστή δήλωση, που αναγράφει την τελευταία διεύθυνση, η οποία πρέπει να γίνεται εγγράφως στον εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη ή, αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί, μετά δε την έκδοση της απόφασης στον εισαγγελέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Επάνω στη δήλωση μεταβολής της διεύθυνσης κατοικίας ή διαμονής, συντάσσεται έκθεση για την παράδοσή της, η οποία καταχωρίζεται σε ειδικό αλφαβητικό ευρετήριο που τηρείται στο γραφείο του εισαγγελέα. Αντίγραφο της δήλωσης μαζί με τη σχετική έκθεση για την παράδοσή της εντάσσεται χωρίς χρονοτριβή στην οικεία δικογραφία. 3. Αν η διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής που δηλώθηκε τελευταία από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του είναι ανύπαρκτη ή ελλιπής, οι επιδόσεις γίνονται στην τελευταία υπαρκτή και πλήρη διεύθυνση που δηλώθηκε από αυτόν. Αν ο κατηγορούμενος δεν δήλωσε κατά τις προηγούμενες παραγράφους τη διεύθυνση της κατοικίας του ή της διαμονής του ή αν καμία από τις σχετικές δηλώσεις του δεν αφορά σε υπαρκτή και πλήρη διεύθυνση και παράλληλα συντρέχει άρνηση του κατηγορουμένου να δηλώσει τη διεύθυνσή του κατά την εξέτασή του στην προκαταρκτική εξέταση ή την ανάκριση ή στη διαδικασία στο ακροατήριο, οι επιδόσεις γίνονται στον γραμματέα της εισαγγελίας πλημμελειοδικών όπου ασκήθηκε η ποινική δίωξη ή στον εισαγγελέα του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η υπόθεση. Αν έχει διοριστεί αντίκλητος, οι επιδόσεις γίνονται μόνο σε αυτόν. 4. Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει αρχικά ή μεταγενέστερα διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής στην αλλοδαπή, οι επιδόσεις που αναφέρονται στην περ. β' της παρ. 1, γίνονται μόνο στον συνήγορο που διορίστηκε κατά το άρθρο 89 παρ. 2, και αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι, σε έναν από αυτούς. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει διορίσει συνήγορο, οφείλει στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους της έδρας του οικείου πλημμελειοδικείου, στον οποίο και μόνον γίνονται όλες οι παραπάνω επιδόσεις. Η επίδοση στον συνήγορο ή αντίκλητο μπορεί να γίνει και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τις παρ. 1 και 4 του άρθρου 155. Αν ο κατηγορούμενος παραλείψει το διορισμό αντικλήτου ή η επίδοση στον αντίκλητο είναι αδύνατη ή έπαυσε η ιδιότητά του ως αντικλήτου, οι επιδόσεις αυτές γίνονται στον γραμματέα της εισαγγελίας του πλημμελειοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου ενεργείται ή έχει ενεργηθεί η ανάκριση ή η αυτεπάγγελτη προανάκριση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του. Ο αντίκλητος δικηγόρος διατηρεί την ιδιότητά του αυτή, εκτός αν δηλώσει στον προαναφερόμενο γραμματέα ότι έληξε η σχέση εντολής με τον κατηγορούμενο.". Άρθρο 4 Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής - Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 157 ΚΠΔ Τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 157 ΚΠΔ τροποποιούνται με τη διεύρυνση του τρόπου έρευνας στα ψηφιακά δεδομένα και στα καταχωρημένα στοιχεία στα πληροφοριακά συστήματα του Ελληνικού Δημοσίου όταν ο καθ' ου η επίδοση απουσιάζει από τον τόπο κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη και το άρθρο 157 διαμορφώνεται ως εξής: "Άρθρο 157 Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής 1. Αν το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει επίδοση απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του φέρεται άγνωστη ή εξαρχής είναι άγνωστος ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του, αυτός που κάνει την επίδοση ερευνά στον τηλεφωνικό κατάλογο, σε επαγγελματικούς καταλόγους, στα ψηφιακά ή φυσικά δεδομένα της ίδιας δικαστικής ή φορολογικής αρχής, η οποία υποχρεούται να τα γνωστοποιήσει, στο οικογενειακό και επαγγελματικό περιβάλλον του αποδέκτη της επίδοσης, για να διαπιστώσει τη διαμονή του. Αν από την έρευνα αυτή η διαμονή παραμένει άγνωστη και τα καταχωρημένα στοιχεία στα πληροφοριακά συστήματα του Ελληνικού Δημοσίου δεν επαρκούν για να γίνει επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα, η επίδοση του εγγράφου γίνεται στο σύζυγό του ή, αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς τα τέκνα ή τους αδελφούς. Τα τρίτα αυτά πρόσωπα δεν πρέπει κατά την ανέλεγκτη αντίληψη εκείνου που ενεργεί την επίδοση να έχουν ηλικία κατώτερη των δεκαοκτώ (18) ετών, ούτε να είναι ψυχικά ασθενή ή να τελούν προφανώς υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή ανάλογης ουσίας, ούτε να είναι παθόντες από το έγκλημα, αν η επίδοση πρόκειται να γίνει στον κατηγορούμενο και αντιστρόφως. 2. Αν δεν βρεθεί κανείς από τους παραπάνω συγγενείς στον τόπο της κατοικίας του αποδέκτη της επίδοσης, αυτή γίνεται στον γραμματέα της εισαγγελίας του πλημμελειοδικείου στην περιφέρεια του οποίου διενεργείται ή έχει διενεργηθεί η ανάκριση ή προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του.". Άρθρο 5 Επίδοση σε στρατιωτικούς και λοιπούς - Τροποποίηση άρθρου 158 ΚΠΔ Στο άρθρο 158 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές α) η υφιστάμενη παράγραφος αριθμείται ως παρ. 1, β) στο τρίτο εδάφιο της παρ. 1 η λέξη "ατμοπλοϊκής" αντικαθίσταται από τη λέξη "ναυτιλιακής", γ) προστίθεται νέα παρ. 2 περί μη εφαρμογής των διατάξεων της επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα στους στρατιωτικούς και στους υπηρετούντες στο εμπορικό ναυτικό ή στην πολιτική αεροπορία και το άρθρο 158 διαμορφώνεται ως εξής: "Άρθρο 158 Επίδοση σε στρατιωτικούς και λοιπούς 1. Αν αυτός στον οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση υπηρετεί στις ένοπλες δυνάμεις ή στα σώματα ασφαλείας γενικά, η επίδοση γίνεται στον ίδιο προσωπικά και αν τούτο είναι ανέφικτο, διαμέσου του αμέσως προϊσταμένου του. Η επίδοση σε όσους ανήκουν στο εμπορικό ναυτικό ή στην πολιτική αεροπορία γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 155. Συγχρόνως όμως ανακοινώνεται στον διευθυντή της ναυτιλιακής ή της αεροπορικής εταιρίας του αποδέκτη της επίδοσης. 2. Οι διατάξεις περί επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα δεν τυγχάνουν εφαρμογής στις περιπτώσεις του παρόντος.". Άρθρο 6 Επίδοση σε όσους κρατούνται - Τροποποίηση άρθρου 159 ΚΠΔ Στο άρθρο 159 ΚΠΔ προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο περί μη εφαρμογής των διατάξεων της επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα στους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης και το άρθρο 159 διαμορφώνεται ως εξής: "Άρθρο 159 Επίδοση σε όσους κρατούνται Αν ο ενδιαφερόμενος κρατείται στη φυλακή ή σε άλλον καθορισμένο για την κράτηση τόπο, η επίδοση γίνεται στον τόπο αυτόν με κάποιον από τους υπαλλήλους του καταστήματος κράτησης. Σε αυτήν την περίπτωση ως σύνοικοι του ενδιαφερομένου κατά την έννοια αυτού του άρθρου θεωρούνται ο διευθυντής της φυλακής ή του καταστήματος ή ο αναπληρωτής τους. Οι διατάξεις περί επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα δεν τυγχάνουν εφαρμογής.". Άρθρο 7 Ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου που επιδίδεται - Τροποποίηση άρθρου 161 ΚΠΔ Στο άρθρο 161 ΚΠΔ προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο στο οποίο προβλέπεται η ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου που επιδίδεται στην κεφαλίδα του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην περίπτωση επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα και το άρθρο 161 διαμορφώνεται ως εξής: "Άρθρο 161 Ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου που επιδίδεται Όποιος επιδίδει έγγραφο οφείλει να ανακοινώνει το περιεχόμενο του εγγράφου στον ενδιαφερόμενο και να αναγράφει το γεγονός στο επιδοτήριο. Η παράλειψη της υποχρέωσης αυτής συνεπάγεται την πειθαρχική τιμωρία του υπαιτίου. Σε περίπτωση επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα, με την ανωτέρω ανακοίνωση ισοδυναμεί η αναγραφή του γεγονότος στην κεφαλίδα του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.". Άρθρο 8 Το αποδεικτικό της επίδοσης - Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 162 ΚΠΔ Στο άρθρο 162 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 και στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 διορθώνονται οι παραπομπές στο άρθρο 155, β) προστίθεται νέα παρ. 4 με την οποία ορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει το αποδεικτικό επίδοσης σε περίπτωση ψηφιακής επίδοσης και το άρθρο 162 ΚΠΔ διαμορφώνεται ως εξής: "Άρθρο 162 Το αποδεικτικό της επίδοσης 1. Για την επίδοση που ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 155 - 160, εκείνος που την ενεργεί οφείλει να συντάξει αποδεικτικό στον τόπο όπου αυτή γίνεται. Στο αποδεικτικό σημειώνεται, με ποινή ακυρότητας της επίδοσης, ο τόπος, το έτος, ο μήνας, η ημέρα και, αν πρόκειται για κλητήριο θέσπισμα ή κλήση του κατηγορουμένου, ο αριθμός αυτού, ο καλών εισαγγελέας, ως και το ονοματεπώνυμο του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο. Το αποδεικτικό υπογράφεται από το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και από εκείνον που ενεργεί την επίδοση. Αν το πρόσωπο αυτό δηλώσει ότι δεν ξέρει ή δεν μπορεί να υπογράψει, ή αν αρνηθεί, ή αν το έγγραφο που επιδίδεται επικολληθεί κατά την παρ. 3 του άρθρου 155, τα γεγονότα αυτά, καθώς και το ονοματεπώνυμο εκείνου που αρνήθηκε να το παραλάβει κατά την παρ. 3 του άρθρου 155, αναγράφονται στο αποδεικτικό. Στην περίπτωση αυτή προσλαμβάνεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση ένας μάρτυρας, του οποίου το ονοματεπώνυμο, η κατοικία και το επάγγελμα αναγράφονται στο αποδεικτικό. Ο μάρτυρας αυτός υπογράφει το αποδεικτικό, αν ξέρει γράμματα. 2. Αυτός που επιδίδει οφείλει επίσης σε κάθε περίπτωση να σημειώσει στο έγγραφο τη χρονολογία και τον τόπο της επίδοσης, καθώς και το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε, και να υπογράψει τη σχετική σημείωση, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη. Σε περίπτωση επίδοσης βουλεύματος ή απόφασης με παράδοση σε ψηφιακή μορφή, η σημείωση του προηγούμενου εδαφίου διενεργείται επί της εκθέσεως του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 155. 3. Η επίδοση μπορεί να αποδεικνύεται και με απόδειξη παραλαβής η οποία συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του εγγράφου που επιδίδεται και υπογράφεται από αυτόν προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή από σύνοικό του. Η απόδειξη συντάσσεται από τα όργανα της επίδοσης ή από τους υπαλλήλους της γραμματείας για τις επιδόσεις που γίνονται μέσα στα δικαστικά καταστήματα και περιέχει απαραιτήτως το ονοματεπώνυμο εκείνου που επιδίδει και εκείνου που παραλαμβάνει το έγγραφο, καθώς και τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης. Ο τόπος και η χρονολογία της επίδοσης σημειώνεται και στο έγγραφο που παραδίδεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη. 4. Σε περίπτωση επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα, με αποδεικτικό επίδοσης ισοδυναμεί εκτύπωση του εγγράφου που έχει αποσταλεί σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 155, η οποία περιλαμβάνει με ποινή ακυρότητας της επίδοσης α) τα στοιχεία του καλούντος εισαγγελέα, εκείνου που επιδίδει και του παραλήπτη, β) το είδος και τα χαρακτηριστικά του εγγράφου που επιδόθηκε, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 27 του ν.4727/2020 (Α'184) και γ) την ημεροχρονολογία και ακριβή ώρα των ψηφιακών αποστολών του εγγράφου και των αντίστοιχων τηλεφωνικών μηνυμάτων ειδοποίησης.". Άρθρο 9 Εξακρίβωση της ταυτότητας του μάρτυρα - Γνωστοποίηση διαδικασίας επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα - Τροποποίηση άρθρου 217 ΚΠΔ Στο άρθρο 217 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) τροποποιείται ο τίτλος, προκειμένου να προστεθεί η γνωστοποίηση της διαδικασίας επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα, β) στο πρώτο εδάφιο προστίθενται νέα στοιχεία με τα οποία εξακριβώνεται η ταυτότητα του μάρτυρα, γ) προστίθεται τρίτο εδάφιο ως προς τη γνωστοποίηση της διαδικασίας επίδοσης των εγγράφων της δίκης με ηλεκτρονικά μέσα και το άρθρο 217 διαμορφώνεται ως εξής: "Άρθρο 217 Εξακρίβωση της ταυτότητας του μάρτυρα - Γνωστοποίηση διαδικασίας επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα Ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, την ηλικία του, τον τόπο της γέννησης και κατοικίας του, τα στοιχεία της ταυτότητάς του από το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας ή από το διαβατήριό του, τον αριθμό φορολογικού μητρώου, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και τον αριθμό σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας του. Επίσης, καλείται να δηλώσει αν τυχόν είναι συγγενής με τον κατηγορούμενο ή με όποιον αδικήθηκε και, αν υπάρχει ανάγκη, του υποβάλλονται ερωτήσεις για κάθε περιστατικό που θα μπορούσε να διαφωτίσει εκείνον που διεξάγει την εξέταση για τις σχέσεις του μάρτυρα με τα παραπάνω πρόσωπα και για τον βαθμό αξιοπιστίας της μαρτυρίας του. Παράλληλα ενημερώνεται ότι μπορεί να λαμβάνει εγκαίρως γνώση των εγγράφων της δίκης, τα οποία του επιδίδονται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τις παρ. 1 και 4 του άρθρου 155.". .......................................... ΜΕΡΟΣ Ε' Έναρξη ισχύος Άρθρο 48 Έναρξη ισχύος 1. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. Η ισχύς των άρθρων 34 έως 37 που αφορούν στα έξοδα διημέρευσης και διανυκτέρευσης του αστυνομικού προσωπικού που εκτελεί υπηρεσία μεταγωγής και μόνο για τις τροποποιήσεις που επέρχονται με τις διατάξεις του παρόντος στον ν.4336/2015 (Α' 94), αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ανεξαρτήτως του χρόνου έκδοσης του προεδρικού διατάγματος που ορίζεται στο άρθρο 15 της υποπαρ. Δ.9 του ν.4336/2015, και των λοιπών διαλαμβανομένων σε αυτό. Αθήνα, 1 Ιουνίου 2022