Μη Κυβερνητική Οργάνωση και ομαδικές απολύσεις Δεν συντρέχει εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του ν.1387/83 σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων πραγματοποιούμενων από μη κυβερνητική οργάνωση σωματειακής μορφής. Μ. Εφετ. Θεσ/κης 542/2023 Δικαστής: Ο κ. Γεωρ. Μιχαλόπουλος Δικηγόροι: Οι κ.κ. Αντώνιος Σπάθης - Γεωρ. Τσαούσης - Ευστάθιος Κοσμάς. Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ' αριθμ. 14933/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, έχει ασκηθεί από την ηττηθείσα διάδικο σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη εφόσον η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 15.12.2022 [...], ενώ το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 16.12.2022 [...], δηλαδή ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 Κ.Πολ,Δ. τριακονθήμερης προθεσμίας και, επομένως, η έφεση θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσίαν εκδικαζόμενη κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία. Στη διάταξη το άρθρου 1 παρ. 1 της Οδηγίας 98/59/Ε.Κ. του Συμβουλίου της 20.7.1998 ("Για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών-μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις") ορίζεται η έννοια των ομαδικών απολύσεων και προβλέπονται τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία οι απολύσεις χαρακτηρίζονται ως ομαδικές για τις οποίες εφαρμόζονται οι υπόλοιπες ρυθμίσεις της εν λόγω Οδηγίας. Στην ελληνική έννομη τάξη το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ν. 1387/1983 ("Έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις"), στη διάταξη του άρθρου 1 του οποίου (όπως τα όρια των εδ. α' και β' της παρ. 2 καθορίστηκαν με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 1 του ν. 3863/2010) ορίζεται ότι: "1. Ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επόμενης παραγράφου. 2. Τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές καθορίζονται από τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα και είναι τα εξής: α) Μέχρι έξι (6) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους. β) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του προσωπικού και μέχρι τριάντα (30) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους. Το ποσοστό αυτό καθορίζεται για κάθε ημερολογιακό εξάμηνο και ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς εργασίας με απόφαση του Υπουργού Εργασίας η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως". Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 2 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται το πεδίο εφαρμογής των σχετικών ρυθμίσεων και, ειδικότερα προβλέπεται ότι: "1. Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στο προσωπικό που απασχολείται με σχέση εργασίας σε όλες τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του ιδιωτικού τομέα καθώς και του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου που ασκούνται σύμφωνα με τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας. Ως σχέση εργασίας νοείται εκείνη που δημιουργείται από την πραγματική απασχόληση του εργαζόμενου ανεξάρτητα από το κύρος της σύμβασης εργασίας. 2. Οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται: α) στους εργαζόμενους με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σύμβαση εργασίας που συνδέεται με την εκτέλεση ορισμένου έργου ή συγκεκριμένων εργασιών αυτού εκτός αν οι απολύσεις γίνουν πριν από τη λήξη της σύμβασης εργασίας ή την αποπεράτωση του έργου ή συγκεκριμένων εργασιών αυτού, β) στο προσωπικό του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο. Τ.Α.) και των Noμικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου που απασχολείται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, γ) στους εργαζόμενους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατόπιν πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, δ) στα πληρώματα των πλοίων". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι κατά τη ρύθμιση του ζητήματος των ομαδικών απολύσεων η ελληνική νομοθεσία αναφέρεται ταυτόχρονα σε δύο πεδία εφαρμογής των σχετικών διατάξεων και, ειδικότερα, στην "επιχείρηση" και στην "εκμετάλλευση", σε αντίθεση με το κείμενο της ανωτέρω Οδηγίας, το οποίο στις διατυπώσεις του στις λοιπές γλώσσες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρησιμοποιεί μόνο τον όρο "εγκατάσταση" ενώ στην αντίστοιχη ελληνική μετάφραση αποδόθηκε εσφαλμένα ο όρος αυτός ως "επιχείρηση" (βλ. I. Ληξουριώτη, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, έκδ. 7η, σ. 910, υποσ. 508). Ωστόσο, ανεξάρτητα από τα παραπάνω, στην ημεδαπή έννομη τάξη δεν προσδιορίζεται από το νόμο η έννοια της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης αλλά γίνεται δεκτό ότι ως επιχείρηση νοείται η περί το πρόσωπο του φορέα της οργάνωση κεφαλαίου και εργασίας με σκοπό την επιδίωξη κέρδους ενώ ως εκμετάλλευση νοείται κάθε οργανωμένη οικονομική μονάδα που αποβλέπει στην επίτευξη τεχνικού, επιστημονικού ή παραγωγικού σκοπού. Οι έννοιες της επιχείρησης και της εκμετάλλευσης μπορούν να συμπίπτουν όταν η επιχείρηση είναι οργανωμένη κατά τρόπο συγκεντρωτικό σε μία παραγωγική μονάδα ενώ όταν αυτή δεν είναι οργανωμένη κατά συγκεντρωτικό τρόπο παραγωγής οι έννοιες μπορεί να διαχωρίζονται και η επιχείρηση μπορεί να αποτελείται από περισσότερες εκμεταλλεύσεις ανά μία έκαστη και με λειτουργική (διοικητική), οικονομική και νομική αυτοτέλεια, όπως συμβαίνει με τις θυγατρικές επιχειρήσεις (βλ. ΟλΑΠ. 36/2005, Α.Π. 10/2018, Α.Π. 170/2009, Α.Π. 175/2000, Εφ.Λάρ. 210/2015 δημ. Τ.Ν.Π. "Νόμος"). Για να θεωρηθεί μία παραγωγική μονάδα ως αυτοτελής εκμετάλλευση θα πρέπει αυτή να έχει οργανωτική αυτοτέλεια, η οποία προϋποθέτει ξεχωριστή, αυτόνομη διεύθυνση, δυνατότητα λήψης ορισμένων αποφάσεων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ορισμένες, πιο κρίσιμες, αποφάσεις μπορούν να ανήκουν στη γενική διεύθυνση. Ως ισχυρή ένδειξη αυθυπαρξίας εκλαμβάνεται το γεγονός ότι η μονάδα διαθέτει αυτοτελές και αυτοδύναμο στάδιο παραγωγής καθώς επίσης και δική της οργάνωση κοστολόγησης των προϊόντων και εξαγωγής ίδιου αποτελέσματος έστω και αν σε τελικό στάδιο επέρχεται συνένωση των αποτελεσμάτων από τη δράση και των λοιπών μονάδων με τη συγκέντρωση κατά περιόδους σε ενιαίο λογιστικό λογαριασμό των κερδών και ζημιών για την εξαγωγή κοινού αποτελέσματος (βλ. Εφ.Θεσσ. 1084/2001 δημ. Τ.Ν.Π. "Νόμος", Σ. Βλαστού, Επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. Β’, σ. 917). Επιπλέον, ο σκοπός της εκμετάλλευσης, που είναι πάντα παραγωγικός διακρίνεται από την αιτία που αποτέλεσε το κίνητρο για τη δημιουργία της και για το λόγο αυτό θα πρέπει πάντοτε να διακρίνονται ο σκοπός που επιδιώκεται με την εκμετάλλευση από το σκοπό και τις ειδικότερες επιδιώξεις των προσώπων, οι οποίες κατά κανόνα κατευθύνονται προς το κέρδος, καθώς επίσης και από την αιτία που αποτέλεσε κίνητρο για τη ίδρυσή της και, περαιτέρω, ο σκοπός της εκμετάλλευσης θα πρέπει να έχει συνέχεια, στοιχείο που δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι η εκμετάλλευση μπορεί να έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια (βλ. Σ. Βλαστού, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 3η, τόμ. I, σ. 382). Υπό την παραπάνω έννοια η εκμετάλλευση αποτελεί το μέσο για την επίτευξη του τελικού στόχου της επιχείρησης, βρίσκεται στην υπηρεσία της τελευταίας και συμμορφώνεται προς τις εντολές της, δέχεται το σκοπό της επιχείρησης από την οποία και εξουσιάζεται αλλά, αφού περιβληθεί αυτόν το σκοπό και οργανωθεί, αποκτά δική της ζωή, την οποία ρυθμίζει η ίδια για την επιδίωξη του δικού της πλέον σκοπού και κατ' αυτό τον τρόπο ο επιδιωκόμενος σκοπός αναδεικνύεται σε διαφοροποιητικό στοιχείο των δύο εννοιών, αφού η επιχείρηση επιδιώκει έναν οικονομικό-κερδοσκοπικό σκοπό ενώ η εκμετάλλευση επιδιώκει εργασιακό-τεχνικό σκοπό, ο οποίος εξυπηρετεί τον ευρύτερο στόχο της επιχείρησης και συντείνει στην πραγμάτωσή του (βλ. Εφ.Θεσσ. 2032/2021, Εφ.Πατρ. 103/2005, Εφ.Θεσσ. 1084/2001 δημ. Τ.Ν.Π. "Νόμος", Σ. Βλαστού, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 3η, τόμ. I, σ. 383). Ωστόσο, πολλές φορές συναντάται σε διάφορα νομοθετήματα, όπως και στην προαναφερόμενη διάταξη του ν. 1387/1983, η διαζευκτική χρήση και των δύο όρων (επιχείρηση, εκμετάλλευση), η οποία έχει σκοπό να περιληφθούν στις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις τόσο οι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις όσο και κάθε άλλη οργάνωση μέσα στην οποία, με την εφαρμογή της εργασίας, επιδιώκονται άμεσοι σκοποί που δεν σχετίζονται με απώτερο κερδοσκοπικό σκοπό (βλ. Σ. Βλαστού, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 3η, τόμ. I, σ. 383). Στην κρινόμενη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την από 24.3.2022 και με αριθμό κατάθεσης 5905/4941/24.3.2022 αγωγή με την οποία ισχυρίστηκαν ότι προσλήφθηκαν από την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, στις 19.3.2018, στις 10.6.2019 και στις 18.3.2019 αντίστοιχα, δυνάμει των λεπτομερώς αναφερόμενων στην αγωγή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως οικονομική υπάλληλος η πρώτη, ως υπεύθυνη προμήθειας η δεύτερη και ως υπάλληλος γραφείου με καθήκοντα υπεύθυνου διοικητικής υποστήριξης ο τρίτος από αυτούς, στις εγκαταστάσεις που διατηρούσε η εναγόμενη στην πόλη των Ιωαννίνων. Ότι παρείχαν τις υπηρεσίες τους στην εναγόμενη, η οποία τυγχάνει μη κυβερνητική οργάνωση, στο πλαίσιο των ανωτέρω συμβάσεων εργασίας, οι οποίες παρατάθηκαν διαδοχικά για έκαστο των εναγόντων κατά τις επιμέρους ημερομηνίες που μνημονεύονται στην αγωγή και από 1.1.2021 για την πρώτη των εναγόντων, καθώς επίσης και από 1.7.2021 για τους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων, οι ανωτέρω συμβάσεις ανανεώθηκαν για αόριστο χρόνο, ενώ ο μηνιαίος μισθός ανήλθε στο ποσό των 1.682,00 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα, στο ποσό των 1.584,70 ευρώ για την δεύτερη ενάγουσα και στο ποσό των 1.807,00 ευρώ για τον τρίτο ενάγοντα. Ότι στις 31.12.2021 η εναγόμενη προέβη σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων κατόπιν ομαδικών απολύσεων που πραγματοποίησε στο ως άνω υποκατάστημά της, κατά τις οποίες απέλυσε 70 περίπου εργαζόμενους, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 60% του προσωπικού που απασχολούσε. Ότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων ήταν άκυρη επειδή δεν προηγήθηκε των ως άνω ομαδικών απολύσεων πληροφόρηση των εργαζόμενων και διαβούλευση μαζί τους και ως εκ τούτου έγινε κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του ν. 1387/1983. Ότι εξαιτίας της ανωτέρω ακυρότητας της καταγγελίας η εναγόμενη οφείλει σε έκαστο των εναγόντων μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2022 έως 31.5.2022, καθώς επίσης και δώρο Πάσχα για το έτος 2022, αναλογία δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2022 και αποδοχές άδειας και επίδομα άδειας για το ίδιο έτος, καθώς επίσης και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν λόγω της ανωτέρω άκυρης απόλυσης από την εργασία τους. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, όπως αναλυτικά εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, οι ενάγοντες ζήτησαν: 1) Να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας των πιο πάνω συμβάσεων εργασίας τους, 2) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους στις παραπάνω θέσεις εργασίας και 3) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει: α) στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 11.488,65 ευρώ, το οποίο επιμερίζεται σε 8.410,00 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος, σε 841,00 ευρώ για δώρο Πάσχα του έτους 2022, σε 228,45 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2022, σε 672,80 ευρώ για αποδοχές άδειας του έτους 2022, σε 336,40 ευρώ για επίδομα άδειας του έτους 2022 και σε 1.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, β) στην δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 10.881,60 ευρώ, το οποίο επιμερίζεται σε 7.923,35 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας του παραπάνω χρονικού διαστήματος, σε 792,35 ευρώ για δώρο Πάσχα του έτους 2022, σε 215,20 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2022, σε 633,80 ευρώ για αποδοχές άδειας του έτους 2022, σε 316,90 ευρώ για επίδομα άδειας του έτους 2022 και σε 1.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, γ) στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 12.268,10 ευρώ, το οποίο επιμερίζεται σε 9.035,00 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας του ως άνω χρονικού διαστήματος, σε 903,50 ευρώ για δώρο Πάσχα του έτους 2022, σε 245,40 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2022, σε 722,80 ευρώ για αποδοχές άδειας του έτους 2022, σε 361,40 ευρώ για επίδομα άδειας του έτους 2022 και σε 1.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με το νόμιμο τόκο, για όλα τα παραπάνω ποσά, από την επόμενη ημέρα από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφλησή τους. Η ως άνω αγωγή συζητήθηκε κατ' αντιμωλία των διαδίκων και επ' αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ' αριθμό 14933/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία: α) απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το αίτημα της αγωγής για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, β) αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων στην οποία προέβη η εναγόμενη στις 31.12.2021 και υποχρεώθηκε η τελευταία να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες των εναγόντων, και γ) έγινε εν μέρει δεκτή και ως κατ' ουσίαν βάσιμη η αγωγή κατά τα υπόλοιπα κονδύλιά της και, μετά την αφαίρεση των ποσών που καταβλήθηκαν σε έκαστο των εναγόντων ως αποζημίωση απόλυσης κατόπιν παραδοχής σχετικής ένστασης συμψηφισμού που προέβαλε η εναγόμενη, υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 6.563,98 ευρώ, στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 6.183,97 ευρώ και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 7.051,77 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφλησή τους. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση και τους λόγους αυτούς για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ζητά να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και, στη συνέχεια, να απορριφθεί η ως άνω αγωγή στο σύνολό της. [...] [Α]ποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη τυγχάνει διεθνής μη κυβερνητική οργάνωση που λειτουργεί με τη νομική μορφή του σωματείου, έχει έδρα την πόλη της Κολωνίας της Γερμανίας και χαρακτηρίζεται, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του καταστατικού της, ως ανθρωπιστική οργάνωση και φιλανθρωπική ένωση με σκοπούς την παροχή βοήθειας σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και ατυχημάτων, το φιλανθρωπικό έργο, την παροχή υπηρεσιών υγείας και την αρωγή των νέων και των οικογενειών, καθώς επίσης και την εκπαίδευση, κατάρτιση και μετεκπαίδευσή τους στους εν λόγω τομείς και την εξοικείωση των μελών της με κάθε μορφή εθελοντικής εργασίας, και επιδιώκει, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του καταστατικού της, "... αποκλειστικά και άμεσα κοινωφελείς και φιλανθρωπικούς/μη κερδοσκοπικούς σκοπούς...", δραστηριοποιούμενη "... ανιδιοτελώς και δεν προτάσσει την επιδίωξη ίδιου οικονομικού οφέλους". Η εναγόμενη διατηρεί υποκατάστημα και στην Ελλάδα με έδρα την πόλη της Θεσσαλονίκης από τις 9.5.2016, οπότε και καταχωρίστηκε, υπό τη μορφή της ένωσης προσώπων, στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο με αριθμό ... (βλ. την υπ' αριθμό .../13.1.2020 ανακοίνωση του Τμήματος Μητρώου/Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ.). Στο πλαίσιο της παραπάνω λειτουργίας της η εναγόμενη άρχισε από το έτος 2016 να δραστηριοποιείται στην Ελλάδα με σκοπό την υποστήριξη του ελληνικού κράτους στην αντιμετώπιση των έκτακτων αναγκών που προέκυψαν από την αυξημένη ροή προσφύγων στη χώρα από το έτος 2016 και μετέπειτα. Την 1.1.2018 η εναγόμενη ανέλαβε το έργο με τον τίτλο "Υποστήριξη προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα μέσω ενός ολοκληρωμένου συστήματος ανταπόκρισης", το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής Προστασίας και Επιχειρήσεων Ανθρωπιστικής Βοήθειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο εκτέλεσης του ανωτέρω .έργου η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει διοικητική και τεχνική υποστήριξη, κατασκευαστικό έργο και υπηρεσίες μη τυπικής εκπαίδευσης στις δομές φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών των Διαβατών, της Φιλιππιάδας, της Κόνιτσας, των Δολιανών και του Κατσικά και για το σκοπό αστό προσέλαβε 74 εργαζόμενους διάφορων ειδικοτήτων (διοικητικό προσωπικό, οδηγοί, υπάλληλοι διαχείρισης υποστήριξης, κατασκευής και συντήρησης εγκαταστάσεων) που προσέφεραν την εργασία τους στην έδρα του υποκαταστήματος της εναγόμενης στη Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης και στις προαναφερόμενες δομές φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών (βλ. προσκομιζόμενο πίνακα κατανομής ανθρώπινου δυναμικού έτους 2018). Ακολούθως η χρηματοδότηση της αντιμετώπισης του προσφυγικού ζητήματος στην Ελλάδα ανατέθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη Γενική Διεύθυνση Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ("DG HOME"), η οποία, βάσει του κανονισμού λειτουργίας της, δεν χρηματοδοτεί απευθείας μη κυβερνητικές οργανώσεις αλλά μόνο κράτη ή διεθνείς οργανισμούς και για το λόγο αυτό προέβη στην σύναψη τής υπό στοιχεία HOME/2017/AMIF/DA/EMAS/IOM/ SMS/2019 συμφωνίας με τον "Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης", βάσει της οποίος ο τελευταίος ανέλαβε τη διαχείριση των σχετικών κονδυλίων και τη δι' αυτών χρηματοδότηση των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Με βάση τα παραπάνω, την 1.1.2019, κατόπιν σχετικής συμφωνίας με τον "Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης", η εναγόμενη έλαβε χρηματοδότηση για την υποστήριξη του προγράμματος με τον τίτλο "Βελτίωση του Ελληνικού Συστήματος Υποδοχής μέσω της Υποστήριξης και της Διαχείρισης Χώρων και των Στοχοθετημένων Παρεμβάσεων σε Τοποθεσίες Μακροχρόνιας Διαμονής" και σε εκτέλεση αυτού παρείχε διοικητική και τεχνική υποστήριξη και υπηρεσίες μη τυπικής εκπαίδευσης στις δομές φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών των Διαβατών Θεσσαλονίκης, της Φιλιππιάδας, των Δολιανών και του Κατσικά Ιωαννίνων. Ακολούθως, την 1.1.2020, η εναγόμενη συμφώνησε με τον "Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης" και έλαβε χρηματοδότηση για την εκτέλεση νέου έργου με τον τίτλο "Υποστήριξη των Ελληνικών Αρχών στη Διαχείριση Εθνικού Συστήματος Υποδοχής για αιτούντες άσυλο και ευάλωτους μετανάστες (SMS)" και για την εκτέλεσή του ανέλαβε τη διαχείριση των δομών φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών των Διαβατών Θεσσαλονίκης, του Κατσικά Ιωαννίνων, της Φιλιππιάδας, των Δολιανών και της Αγίας Ελένης. Το τελευταίο από τα προαναφερόμενα προγράμματα επρόκειτο να λήξει στις 31.12.2020, πλην όμως ο χρόνος λήξης του παρατάθηκε αρχικά για τις 30.6.2021 και, στη συνέχεια, για τις 31.8.2021, για τις 30.9.2021, για τις 31.10.2021, για τις 30.11.2021 και, τέλος, για τις 31.12.2021, οπότε και έληξε οριστικά και έκτοτε η εναγόμενη απέλυσε το σύνολο σχεδόν του προσωπικού που απασχολούσε στο υποκατάστημα Ελλάδας και το οποίο ανερχόταν σε 123 άτομα (αριθμός ο οποίος παρουσίαζε σημαντικές διακυμάνσεις κατά τα έτη 2020 και 2021 ανάλογα με το μέγεθος των εκτελούμενων προγραμμάτων και των σχετικών χρηματοδοτήσεων που λάμβανε η εναγόμενη), εκτός από 5 εργαζόμενους που δεν απολύθηκαν λόγω υπαγωγής τους στις προστατευτικές νομοθετικές διατάξεις για την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα ή την πατρότητα (βλ. προσκομιζόμενη συγκεντρωτική κατάσταση υπαλλήλων της εναγομένης στις 31.12.2021). Για τις ανάγκες υλοποίησης των ως άνω προγραμμάτων η εναγόμενη προσέλαβε στις 19.3.2018 την πρώτη ενάγουσα με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου (με διάρκεια από 19.3.2018 έως 31.12.2018), προκειμένου η τελευταία να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος οικονομικών (finance officer σύμφωνα με τον σχετικό όρο της σύμβασης), εργαζόμενη με πλήρη απασχόληση στις εγκαταστάσεις της εναγομένης στα Ιωάννινα και αμειβόμενη με μηνιαίο μισθό, ποσού 1.485,00 ευρώ. Στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης ανατέθηκαν στην πρώτη ενάγουσα τα καθήκοντα της ενημέρωσης του συστήματος εγγραφών της εναγομένης με πληρωμές και αποδείξεις σύμφωνα με τις σχετικές διαδικασίες που εφάρμοζε η εναγόμενη, της παροχής βοήθειας στην κατάρτιση των οικονομικών εκθέσεων και καταστάσεων, στην παροχή βοήθειας στον αποτελεσματικό έλεγχο του προϋπολογισμού για τα υλοποιούμενα προγράμματα σύμφωνα με τους κανόνες και τις απαιτήσεις των δωρητών, στον έλεγχο και καταχώριση υπολοίπων λογαριασμών και τραπεζικών δηλώσεων, στην πραγματοποίηση υπολογισμών για την παραγωγή αναλύσεων και σύνταξη εκθέσεων, στη συλλογή και εισαγωγή δεδομένων για διάφορα οικονομικά φύλλα, στην προετοιμασία εντολών πληρωμής τραπεζικών μεταφορών και πληρωμών σε μετρητά και στην παροχή βοήθειας στην κοινοποίηση και παράδοση εγγράφων και τιμολογίων στον λογιστή. Μετά τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειας της παραπάνω σύμβασης η εναγόμενη κατάρτισε με την πρώτη ενάγουσα νέα έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με χρονική διάρκεια από 1.1.2019 έως 31.3.2019, στο πλαίσιο της οποίας η πρώτη ενάγουσα προσέφερε τις ίδιες ως άνω υπηρεσίες της στον ίδιο ως άνω τόπο παροχής της εργασίας της αμειβόμενη με μηνιαίο μισθό ύψους 1.581,00 ευρώ, ενώ μετά την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου της εν λόγω σύμβασης καταρτίστηκε έτερη έγγραφη σύμβαση εργασίας, βάσει της οποίας η πρώτη ενάγουσα εξακολούθησε να προσφέρει τις ανωτέρω υπηρεσίες της για το χρονικό διάστημα από 1.4.2019 έως 31.12.2019 αμειβόμενη με μηνιαίο μισθό ύψους 1.581,00 ευρώ. Μετά τη λήξη της διάρκειας και της τελευταίας από τις παραπάνω συμβάσεις καταρτίστηκε έτερη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, στο πλαίσιο της οποίας η πρώτη ενάγουσα εξακολούθησε να προσφέρει τις ίδιες υπηρεσίες και στον ίδιο τόπο παροχής εργασίας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 31.12.2020, αμειβόμενη με μηνιαίο μισθό, ύψους 1.574,35 ευρώ, ενώ μετά τη λήξη του χρόνου και της σύμβασης αυτής καταρτίστηκε η από 1.1.2021 έγγραφη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου βάσει της οποίας συμφωνήθηκε η παροχή από την πρώτη ενάγουσα των ίδιων ως άνω υπηρεσιών, με ίδιους όρους εργασίας, για αόριστο χρόνο και με συμφωνηθείσα αμοιβή της το ποσό των 1.682,00 ευρώ κατά μήνα. Ακολούθως στις 10.6.2019 η εναγόμενη κατάρτισε με την δεύτερη ενάγουσα έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου (με διάρκεια από 10.6.2019 έως 31.8.2019), σύμφωνα με την οποία η δεύτερη ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος προμηθειών (procurement officer κατά τον σχετικό όρο της σύμβασης), εργαζόμενη με πλήρη απασχόληση στις εγκαταστάσεις της εναγομένης στα Ιωάννινα και με συμφωνηθέντα μηνιαίο μισθό ποσού 1.475,00 ευρώ. Στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης ανατέθηκαν στην δεύτερη ενάγουσα καθήκοντα σχετικά με τις προμήθειες της εναγομένης (εκτέλεση πρότυπων και τυπικών διαδικασιών προμήθειας υπό την επίβλεψη του Logistics and Procurement Manager, παραλαβή των σχετικών PR από το Τμήμα Προγράμματος, επικοινωνία με προμηθευτές και συγκέντρωση τιμών, δημιουργία επιτροπών και παροχή υποστήριξης στις συνεδριάσεις τους, συλλογή υπογραφών και εξουσιοδοτήσεων για διενέργεια προμηθειών, συμπλήρωση των σχετικών εγγράφων τεκμηρίωσης και προώθησή τους στο Οικονομικό Τμήμα, αρχειοθέτηση σχετικών εγγράφων, συμπλήρωση συμβάσεων και εντολών αγοράς κ.λπ.). Μετά τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειας της παραπάνω σύμβασης η εναγόμενη κατάρτισε με την δεύτερη ενάγουσα νέα έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με χρονική διάρκεια από 2.9.2019 έως 31.12.2019, στο πλαίσιο της οποίας η δεύτερη ενάγουσα προσέφερε τις ίδιες ως άνω υπηρεσίες της στον ίδιο ως άνω τόπο παροχής της εργασίας της αμειβόμενη με μηνιαίο μισθό ύψους 1.475,00 ευρώ, ενώ μετά την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου της εν λόγω σύμβασης καταρτίστηκε έτερη έγγραφη σύμβαση εργασίας, βάσει της οποίας η δεύτερη ενάγουσα εξακολούθησε να προσφέρει τις ανωτέρω υπηρεσίες της για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 31.12.2020 αμειβόμενη με μηνιαίο μισθό ύψους 1.486,60 ευρώ. Μετά τη λήξη της διάρκειας και της τελευταίας από τις παραπάνω συμβάσεις καταρτίστηκε έτερη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου στο πλαίσιο της οποίας η δεύτερη ενάγουσα εξακολούθησε να προσφέρει τις ίδιες υπηρεσίες και στον ίδιο τόπο παροχής εργασίας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 30.6.2021, αμειβόμενη με μηνιαίο μισθό ύψους 1.584,70 ευρώ, ενώ μετά τη λήξη του χρόνου και της σύμβασης αυτής καταρτίστηκε η από 1.7.2021 έγγραφη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου βάσει της οποίας συμφωνήθηκε η παροχή από την δεύτερη ενάγουσα των ίδιων ως άνω υπηρεσιών, με ίδιους όρους εργασίας, για αόριστο χρόνο και με συμφωνηθείσα αμοιβή της το ποσό των 1.584,70 ευρώ κατά μήνα. Ακολούθως, αποδεικνύεται ότι ο τρίτος των εναγόντων προσλήφθηκε στις 18.3.2019 βάσει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου (με διάρκεια από 18.3.2019 έως 31.5.2019) κατά την οποία προσέφερε τις υπηρεσίες του στην εναγόμενη ως υπάλληλος πεδίου (sms officer σύμφωνα με τη διατύπωση του σχετικού όρου της σύμβασης), εργαζόμενος με καθεστώς πλήρους απασχόλησης στις εγκαταστάσεις της εναγομένης στα Ιωάννινα, αμειβόμενος με μηνιαίο μισθό ύψους 1.485,00 ευρώ και με καθήκοντα διαχείρισης και υποστήριξης των εγκαταστάσεων της εναγομένης (υπεύθυνος για την υποστήριξη των αρμόδιων ελληνικών αρχών στη δομή φιλοξενίας αναφορικά με την καθημερινή διαχείριση της υλοποίησης των δραστηριοτήτων της εναγομένης στο συγκεκριμένο χώρο, διανομής φαγητού και μη επισιτιστικών ειδών και της ασφάλειας συνεργασίας με ομάδες από την ελληνική κυβέρνηση ή άλλες μη κυβερνητικές οργανώσεις προκειμένου να εξασφαλιστεί η ενοποίηση μεταξύ της διαχείρισης του χώρου υποστήριξης και άλλων τομέων, διαχείριση και υποστήριξη των εγκαταστάσεων για την καθημερινή λειτουργία του χώρου κ.λπ.). Μετά την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου διάρκειας της ανωτέρω σύμβασης καταρτίστηκε νέα έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με χρονική διάρκεια από 3.6.2019 έως 31.12.2019, στο πλαίσιο της οποίας ο τρίτος των εναγόντων εξακολούθησε να παρέχει την ίδια ως άνω εργασία του, στον ίδιο τόπο παροχής της και με την ίδια αμοιβή (1.485,00 ευρώ κατά μήνα), ενώ μετά τη λήξη της χρονικής διάρκειας και αυτής της σύμβασης καταρτίστηκε έτερη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την οποία ο τρίτος των εναγόντων εξακολούθησε να παρέχει τις ίδιες ως άνω υπηρεσίες, στον ίδιο τόπο παροχής εργασίας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 31.12.2020, αμειβόμενος με μηνιαίο μισθό ύψους 1.490,40 ευρώ και, στη συνέχεια, καταρτίστηκε άλλη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δυνάμει της οποίας ο τρίτος των εναγόντων εξακολούθησε την παροχή της ανωτέρω εργασίας με τους ίδιους όρους για το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 30.6.2021 με αμοιβή του το ποσό των 1.807,00 ευρώ κατά μήνα. Τέλος μετά τη λήξη του χρόνου διάρκειας της τελευταίας από τις ανωτέρω συμβάσεις καταρτίστηκε η από 1.7.2021 σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου βάσει της οποίας συμφωνήθηκε η παροχή από τον τρίτο των εναγόντων των ίδιων ως άνω υπηρεσιών, με ίδιους όρους εργασίας, για αόριστο χρόνο και με συμφωνηθείσα αμοιβή του το ποσό των 1.807,00 ευρώ κατά μήνα. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι μεταξύ των εργαζόμενων της εναγομένης οι οποίοι, όπως ήδη εκτέθηκε, απολύθηκαν στις 31.12.2021 περιλαμβάνονταν και οι ενάγοντες, στους οποίους η εναγόμενη κατέβαλε ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 3.924,67 στην πρώτη ενάγουσα, το ποσό των 3.697,63 ευρώ στην δεύτερη ενάγουσα και το ποσό των 4.216,33 ευρώ στον τρίτο των εναγόντων, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής που προσκομίζει η εναγόμενη και δεν αμφισβητούνται από τους ενάγοντες. Ειδικότερα, οι απολύσεις των εναγόντων, όπως και του υπόλοιπου προσωπικού της εναγομένης, πραγματοποιήθηκαν με το από 16.12.2021 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε η εναγόμενη στους εργαζόμενους με θέμα "Ενημέρωση τερματισμού της σύμβασης εργασίας" και στο οποίο ανέφερε ότι: "Όπως έχετε ήδη ενημερωθεί, το project SMS 2020-2021 Υποστήριξη των Ελληνικών αρχών στην Διαχείριση του Εθνικού Συστήματος Υποδοχής για τους αιτούντες άσυλο και τους ευάλωτους μετανάστες", το οποίο επρόκειτο να τερματιστεί στις 30.6.2021, πλην όμως παρατάθηκε μέχρι τέλους του έτους, τερματίζεται οριστικά στις 31.12.2021. Στα πλαίσια αυτά, λόγω της έλλειψης πόρων για την επαρκή χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της το επόμενο διάστημα η ... προχωρεί αναγκαστικά σε μείωση του προσωπικού της. Με λύπη μας σας πληροφορούμε κατ' αρχάς ότι η σύμβασή σας πρόκειται να καταγγελθεί στις 31.12.2021 σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Επίσης σας ενημερώνουμε ότι είμαστε σε φάση διαπραγμάτευσης του νέου προγράμματος του έτους 2022, το οποίο όμως σίγουρα δεν θα περιλαμβάνει τη δομή των Διαβατών Θεσσαλονίκης και ελπίζουμε ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε σε νέες προσλήψεις ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιταγές του νέου προγράμματος. Σε κάθε περίπτωση, η ... σας ευχαριστεί για την συμβολή σας στην διατήρηση των ανθρωπιστικών επιχειρήσεων του οργανισμού μας στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο ποιότητας. Σας ευχαριστούμε και σας ευχόμαστε τα καλύτερα στην συνέχεια της καριέρας σας". Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι απολύσεις των εναγόντων εντάσσονται στις ως άνω ομαδικές απολύσεις προσωπικού της εναγομένης και οι οποίες πραγματοποιήθηκαν χωρίς την τήρηση των αριθμητικών ορίων που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1387/1983 αλλά και χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων και της διαδικασίας που ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 3,4 και 5 του ίδιου ως άνω νόμου, οι οποίες προβλέπουν υποχρέωση του εργοδότη, πριν τη διενέργεια των ομαδικών απολύσεων, να έχει διαβουλεύσεις εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από τη σχετική πρόσκληση του εργοδότη με τους εκπροσώπους των εργαζόμενων προκειμένου να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους και να παρέχει στους εργαζόμενους όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και να ανακοινώνει εγγράφως τους λόγους του σχεδίου απολύσεων, τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων και των υπό απόλυση εργαζόμενων, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα πραγματοποιηθούν οι απολύσεις και τα κριτήρια για την εκλογή των εργαζόμενων που θα απολυθούν. Η εναγόμενη ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και ισχυρίζεται και ενώπιον αυτού του δικαστηρίου με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης ότι εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν. 1387/1983, αφενός μεν επειδή δεν συνιστά επιχείρηση ή εκμετάλλευση κατά την έννοια του ως άνω νόμου, εφόσον αποτελεί μη κυβερνητική οργάνωση που λειτουργεί με τη νομική μορφή του σωματείου και ασκεί μη κερδοσκοπική δραστηριότητα και έχει προσωρινό χαρακτήρα αφού εξαρτάται από τη χρηματοδότηση τρίτων, αφετέρου δε επειδή το υποκατάστημα που διατηρεί στην Ελλάδα έχει επίσης προσωρινό χαρακτήρα, εφόσον η λειτουργία του εξαρτάται από τα προγράμματα που αναλαμβάνει να υλοποιήσει κάθε φορά κατόπιν των σχετικών συμφωνιών που συνάπτει με τους αρμόδιους φορείς. Ωστόσο, ο ως άνω ισχυρισμός τυγχάνει κατ' ουσίαν αβάσιμος και απορριπτέος τόσο επειδή η νομική μορφή υπό την οποία λειτουργεί η εναγόμενη και ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας της δεν κωλύουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1387/1983 όσο και επειδή το υποκατάστημα της εναγόμενης στην Ελλάδα συνιστά τουλάχιστον εκμετάλλευση κατά την έννοια των διατάξεων του παραπάνω νόμου σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Πιο συγκεκριμένα, η λειτουργία της εναγομένης ξεκίνησε κατά το έτος 1888 και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (2022) διατηρούσε 300 παραρτήματα σε όλη τη Γερμανία, αριθμούσε 1,2 εκατομμύρια μέλη περίπου και απασχολούσε περισσότερους από 20.000 εργαζόμενους σε διάφορες εγκαταστάσεις της, ενώ το υποκατάστημά της στην Ελλάδα, όπως η ίδια ομολογεί, άρχισε να λειτουργεί από το έτος 2016 με δραστηριότητες σε διάφορα σημεία της ελληνικής επικράτειας (Θεσσαλονίκη, Διαβατά, Ιωάννινα, Κόνιτσα, Φιλιππιάδα κ,λπ.) και εξακολουθούσε τη λειτουργία του τουλάχιστον έως και το χρόνο άσκησης της αγωγής (βλ. προσκομιζόμενη εκτύπωση από την ιστοσελίδα της εναγομένης στην οποία, μεταξύ άλλων, αναιρέρεται ότι: "Από τον Ιανουάριο του 2022 το ελληνικό κράτος έχει αναλάβει τις υπηρεσίες συντήρησης ασφάλειας και καθαρισμού ενώ η... σε συνεργασία με τον... καταβάλλει προσπάθειες για την κάλυψη των σημερινών κενών στην παροχή υπηρεσιών και θα συνεχίσει μέχρι να ολοκληρωθεί η πλήρης παράδοση όλων των υπηρεσιών", καθώς επίσης και ότι: "Από τον Οκτώβριο του 2021, η... έγινε εταίρος υλοποίησης του έργου Μη Τυπικής Εκπαίδευσης (NFE) "Όλα τα παιδιά στην εκπαίδευση" (All Children in Education - ACE) που χρηματοδοτείται από τη UNICEF Ελλάδας και με τη συνεργασία του Δανικού Συμβουλίου Προσφύγων (DRC)"), με συνέπεια να καταρρίπτονται οι ισχυρισμοί περί προσωρινότητας του ως άνω υποκαταστήματος. Επιπλέον, το παραπάνω υποκατάστημα της εναγομένης έχει διοικητική αυτοτέλεια, καθόσον διαθέτει τμήματα διεύθυνσης λογιστηρίου, προμηθειών, έχει δικό του προσωπικό αλλά και οικονομική αυτοτέλεια αφού διαχειρίζεται τις χρηματοδοτήσεις που λαμβάνει από τους αρμόδιους φορείς για την υλοποίηση των σχετικών προγραμμάτων και μπορεί να εξακολουθεί τη λειτουργία του ακόμη και χωρίς να λαμβάνει χρηματοδότηση από κάποιο από τα προγράμματα στα οποία συμμετέχει, όπως συνέβη στις αρχές του έτους 2022 οπότε εξακολούθησε να λειτουργεί και να πληρώνει το προσωπικό που απασχολούσε παρά το ότι δεν είχε λάβει ακόμη χρηματοδότηση από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (βλ. ένορκη κατάθεση μάρτυρα ανταπόδειξης). Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Ακολούθως η εναγόμενη ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και ισχυρίζεται και ενώπιον του δικαστηρίου τούτου με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης έφεσης ότι οι διατάξεις του ν. 1387/1983 δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του νόμου αυτού επειδή οι ένδικες συμβάσεις θα πρέπει να θεωρηθούν ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καθόσον καταρτίστηκαν για την εκτέλεση ορισμένου έργου και, ειδικότερα, για την υλοποίηση των ως άνω προγραμμάτων για τα οποία χρηματοδοτήθηκαν οι δράσεις της εναγομένης και τα οποία είχαν περιορισμένη χρονική διάρκεια, γεγονός που ήταν γνωστό στους ενάγοντες κατά το χρόνο σύναψης των συμβάσεών τους. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει κατ' ουσίαν αβάσιμος και απορριπτέος επειδή καταρρίπτεται από το προαναφερόμενο γεγονός ότι οι ενάγοντες προσλήφθηκαν αρχικώς με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μετά τη λήξη των οποίων η εναγόμενη επέλεξε να συνάψει μαζί τους συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου (από 1.1.2021 για την πρώτη ενάγουσα και από 1.7.2021 για τους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων), τις οποίες μάλιστα ρητά χαρακτήρισε ως ατομικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όπως αναγράφεται και στον τίτλο τους, χωρίς να μεταβληθεί το αντικείμενο και οι όροι της έως τότε παρεχόμενης εργασίας των εναγόντων, στοιχείο που καταδεικνύει τη βούληση της εναγομένης για εξακολούθηση απασχόλησης των εναγόντων για αόριστο χρόνο και αποσύνδεση της παροχής της εργασίας τους από το χρόνο ολοκλήρωσης των ανωτέρω προγραμμάτων φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών που είχε αναλάβει να υλοποιήσει και τα οποία είχαν συγκεκριμένη χρονική διάρκεια. Επισημαίνεται ότι στην από 1.1.2021 ατομική σύμβαση εργασίας της πρώτης ενάγουσας, η οποία χαρακτηρίζεται ως αορίστου χρόνου, αναγράφεται ότι: "Η Εργοδότρια αποτελεί διεθνή μη κυβερνητική οργάνωση, που εδρεύει στη Γερμανία και συνέστησε υποκατάστημα στην Ελλάδα με στόχο την παροχή ανθρωπιστικής συνδρομής σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, ανεξάρτητα από φυλετικές ή άλλες διακρίσεις. Για την άσκηση της ως άνω δραστηριότητάς της χρηματοδοτείται από την Υπηρεσία Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων μέσω του Διεθνή Οργανισμού Μετανάστευσης - έπειτα από συμφωνία ανάμεσα στην Υπηρεσία Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων και του Διεθνή Οργανισμού Μετανάστευσης με όνομα προγράμματος "SMS 2021 - Assisting the Greek authorities in the management of the Reception System". Στα πλαίσια της εν λόγω χρηματοδοτούμενης δράσης της προσλαμβάνει τον Εργαζόμενο από 1.1.2021 έως 30.6.2021 για την εκτέλεση των εργασιών, που περιγράφονται αναλυτικά στη συνημμένη στο παρόν "Περιγραφή Καθηκόντων", που επισυνάπτεται στην παρούσα σύμβαση, αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα της (Παράρτημα 1)". Πανομοιότυποι όροι εμπεριέχονται και στις από 1.7.2021 ατομικές συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου των δεύτερης και τρίτου των εναγόντων, με τη διαφορά ότι σε αυτούς αναγράφεται ότι η πρόσληψή τους γίνεται από "1.7.2021 έως 31.8.2021". Ωστόσο, το παραπάνω γεγονός, σε συνδυασμό και με την προαναφερόμενη επιλογή της εναγομένης να προβεί τελικά σε κατάρτιση συμβάσεων αορίστου χρόνου, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει τις εν λόγω συμβάσεις ως ορισμένου χρόνου, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει η εναγόμενη, αφενός μεν επειδή αντικείμενο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μπορεί να είναι και η εκτέλεση συγκεκριμένου έργου (βλ. Α.Π. 32/2022 δημ. Τ.Ν.Π. "Νόμος"), αφετέρου δε επειδή ακόμη και μετά την παρέλευση των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων (30.6.2021 για την πρώτη ενάγουσα και 31.8.2021 για τους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων) η εναγόμενη εξακολούθησε να απασχολεί τους ενάγοντες με τους ίδιους όρους εργασίας και προέβη στην απόλυσή τους κατά τον Δεκέμβριο του έτους 2021. Τέλος, στοιχείο που καταρρίπτει τον παραπάνω ισχυρισμό αποτελεί και το ότι ακόμη και μετά την απόλυση των εναγόντων, η εναγόμενη εξακολούθησε τη λειτουργία της στην Ελλάδα τουλάχιστον έως και το χρόνο άσκησης της αγωγής, δεδομένου ότι τον Μάρτιο του έτους 2022 ολοκληρώθηκε η υλοποίηση του προγράμματος "Supporting the Greek Authorities in Managing the National Reception System for Asylum Seekers and Vulnerable Migrants (SMS)", δημοσίευε στην ιστοσελίδα της αγγελίες για πρόσληψη προσωπικού ήδη από τις αρχές του έτους 2022 και, τέλος, όπως η ίδια ομολογεί με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, από 1.1.2022 ξεκίνησε την υλοποίηση του έργου "Harmonizing Protection in Greece (HARP)" με στόχους την παροχή διοικητικής υποστήριξης στους διοικητές της Υπηρεσίας Α' Υποδοχής του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και Ασύλου, την παροχή νομικής συνδρομής σε δικαιούχους νομικής προστασίας και την προετοιμασία προσφύγων για κοινωνική ένταξη και ένταξή τους στην αγορά εργασίας, γεγονότα που υποδηλώνουν ότι είχε ανάγκη από εργαζόμενους μόνιμης απασχόλησης. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης θα πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι και, επομένως, η προαναφερόμενη καταγγελία των ένδικων συμβάσεων εργασίας τυγχάνει άκυρη κατά τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 Α.Κ. και, εφόσον η εναγόμενη αρνήθηκε να αποδεχθεί την εργασία των εναγόντων, περιήλθε σε κατάσταση υπερημερίας εργοδότη, με συνέπεια να οφείλει στους τελευταίους ακόμη και χωρίς πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών τους την καταβολή μισθών υπερημερίας, δηλαδή το νόμιμο ή συμφωνημένο μισθό, καθώς επίσης και ό,τι άλλο θα εισέπρατταν οι ενάγοντες εάν συνεχιζόταν κανονικά η παροχή της εργασίας τους, και μάλιστα ακόμη και για το μεταγενέστερο από την άσκηση της αγωγής χρόνο κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 69 παρ. 1α Κ.Πολ.Δ. και μέχρι την άρση της υπερημερίας της εναγομένης με νόμιμο τρόπο και ως εκ τούτου η τελευταία οφείλει στους ενάγοντες και τα δώρα εορτών, τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας για το χρονικό διάστημα της υπερημερίας της (βλ. Α.Π. 227/2021, Α.Π. 105/2020, Α.Π. 429/2016, Α.Π. 1387/2015, Εφ.Λαμ. 25/2022, Εφ.Αθ. 750/2022 δημ. Τ.Ν.Π. "Νόμος", Δ. Ζερδελή, Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, έκδ. 1995, σ. 447). Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι δεν έχει υποχρέωση καταβολής δώρων εορτών, αποδοχών και επιδόματος άδειας κατά το χρονικό διάστημα που τελούσε σε υπερημερία αποδοχής των υπηρεσιών των εναγόντων, θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Βάσει των ανωτέρω και σύμφωνα με το προαναφερθέν ύψος του μηνιαίου μισθού με τον οποίο αμειβόταν έκαστος των εναγόντων σε συνδυασμό με το αίτημα της αγωγής και τους αριθμητικούς υπολογισμούς που εμπεριέχονται στην εκκαλούμενη απόφαση, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται από την εκκαλούσα με λόγο έφεσης, η εναγόμενη οφείλει: 1) Στην πρώτη ενάγουσα: α) Το ποσό των 8.410,0 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1.1.2022 έως 31.5.2022, β) το ποσό των 841,00 ευρώ για δώρο Πάσχα του έτους 2022, γ) το ποσό των 228,45 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2022, δ) το ποσό των 672,80 ευρώ για αποδοχές άδειας του έτους 2022 και ε) το ποσό των 336,40 ευρώ για επίδομα άδειας του έτους 2022, δηλαδή το συνολικό ποσό των 10.488,65 ευρώ (8.410,00 + 841,00 + 228,45 + 672,80 + 336,40). 2) Στην δεύτερη ενάγουσα: α) Το ποσό των 7.923,35 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1.1.2022 έως 31.5.2022, β) το ποσό των 792,35 ευρώ για δώρο Πάσχα του έτους 2022, γ) το ποσό των 215,20 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2022, δ) το ποσό των 633,80 ευρώ για αποδοχές άδειας του έτους 2022 και ε) το ποσό των 316,90 ευρώ για επίδομα άδειας του έτους 2022, δηλαδή το συνολικό ποσό των 9.881,60 ευρώ (7.923,35 + 792,35 + 215,20 + 633,80 + 316,90). 3) Στον τρίτο ενάγοντα: α) Το ποσό των 9.035,00 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1.1.2022 έως 31.5.2022, β) το ποσό των 903,50 ευρώ για δώρο Πάσχα του έτους 2022, γ) το ποσό των 245,40 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2022, δ) το ποσό των 722,80 ευρώ για αποδοχές άδειας του έτους 2022 και ε) το ποσό των 361.40 ευρώ για επίδομα άδειας του έτους 2022, δηλαδή το συνολικό ποσό των 11.268,10 ευρώ (9.035,00 + 903,50 + 245,40 + 722,80 + 361,40). Από τα παραπάνω οφειλόμενα ποσά θα πρέπει όμως να αφαιρεθούν τα ποσά που η εναγόμενη κατέβαλε, όπως ήδη εκτέθηκε, σε έκαστο των εναγόντων ως αποζημίωση για την απόλυσή τους και, ειδικότερα, το ποσό των 3.924,67 στην πρώτη ενάγουσα, το ποσό των 3.697,63 ευρώ στην δεύτερη ενάγουσα και το ποσό των 4.216,33 ευρώ στον τρίτο ενάγοντα και τούτο κατά παραδοχή ως κατ' ουσίαν βάσιμης της ένστασης συμψηφισμού που παραδεκτά και νόμιμα προέβαλε η εναγόμενη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και, επομένως οι οφειλές της εναγομένης ανέρχονται: α) Στο συνολικό ποσό των 6.563,98 ευρώ (10.488,65 - 3.924,67) για την πρώτη ενάγουσα, β) στο συνολικό ποσό των 6.183,97 ευρώ (9.881,60 - 3.697,63) για την δεύτερη ενάγουσα και γ) στο συνολικό ποσό των 7.051,77 ευρώ (11.268,10 - 4.216,33) για τον τρίτο των εναγόντων. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων και εφόσον δεν υφίσταται προς εξέταση έτερος λόγος έφεσης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας των ανωτέρω συμβάσεων εργασίας των εναγόντων και, στη συνέχεια, υποχρέωσε την εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους και να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα από την επίδοση της αγωγής δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό και, επομένως, η κρινόμενη έφεση θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.