Κυριακή εργασία, αναπληρωματική ανάπαυση, μερική απασχόληση, Συμβάσεις ορισμένου και αορίστου χρόνου Εγγρ. 15290/297/11.5.2015 Υπ. Εργασίας, Κοιν. Ασφάλισης και Κοιν. Αλληλεγγύης Α. Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 3 του Β.Δ. 748/1966 (ΦΕΚ 179 Α'/13.9.66) κατά τις Κυριακές και τις επίσημες αργίες (όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 4 του ιδίου Β.Δ.), απαγορεύεται κάθε βιομηχανική, βιοτεχνική, εμπορική εργασία και κάθε επαγγελματική δραστηριότητα, εν γένει, συναφώς δε, απαγορεύεται και η απασχόληση του προσωπικού αυτών. Εξαιρέσεις από την εν λόγω απαγόρευση, οι οποίες συνδέονται με ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων ή απασχολουμένων, προβλέπονται στα άρθρα 2, 7 και 9 του ως άνω Β.Δ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το εδάφιο (στ) της παραγράφου 1, του άρθρου 7, του Β.Δ. 748/66 οι διατάξεις περί υποχρεωτικής αναπαύσεως την Κυριακή και τις ημέρες αργίας δεν εφαρμόζονται σε μισθωτούς απασχολούμενους σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις, υπηρεσίες και εργασίες εν γένει:... στ) Εστιατορίων, ζαχαροπλαστείων, μπαρ και συναφών καταστημάτων. Παρεμφερής είναι και η διάταξη του άρθρου 42 του Ν. 1892/90,(1) όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και ισχύει, με την οποία επιτρέπεται η λειτουργία κατά την Κυριακή και τις αργίες, μεταξύ άλλων, ...των εστιατορίων, ζαχαροπλαστείων, "μπαρ", καφενείων, γαλακτοπωλείων, ... Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 10 του ίδιου ως άνω Β. Δ/τος, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η εργασία κατά την Κυριακή, η κατανομή της εικοσιτετράωρης συνεχούς αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε ανά περίοδο επτά εβδομάδων, η μία εξ αυτών, κατά οκτάωρο τουλάχιστον, να συμπίπτει με ημέρα Κυριακή, εκτός αν τα εφαρμοζόμενα προγράμματα εργασίας εξασφαλίζουν επτά αναπαύσεις σε ημέρα Κυριακή εντός του έτους, υπό την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων από Σ.Σ.Ε., Κανονισμό Εργασίας κ.λπ. Β. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 38 του Ν. 1892/90 (ΦΕΚ 101 Α'/31.7.1990) όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2639/98 (205 Α'/2.9.1998)(2) και στη συνέχεια με το άρθρο 2 του Ν. 3846/2010(3) "Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ 66/Α'/11.5.2010) και μετά την τροποποίησή του με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 17 του Ν. 3899/2010 (ΦΕΚ 212/Α'/17.12.2010)(4) προβλέπουν τα εξής: "1. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση". 2. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται ως: α) "εργαζόμενος μερικής απασχόλησης", κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση. β) "συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση", κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες. Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στη συλλογική ρύθμιση στην οποία θα υπαγόταν ο εργαζόμενος αν είχε προσληφθεί με πλήρη απασχόληση. Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζόμενους με κανονική απασχόληση, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι τη δικαιολογούν, όπως η διαφοροποίηση στο ωράριο εργασίας". Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την υποχρέωση ή μη, της χορήγησης εβδομαδιαίας ανάπαυσης (ρεπό), εκ μέρους του εργοδότη, σε περίπτωση εφαρμοζόμενου συστήματος μερικής απασχόλησης, που περιλαμβάνει λιγότερες ημέρες εβδομαδιαίως, από την πλήρη απασχόληση, επισημαίνονται τα εξής: Με το άρθρο 3 του Π. Δ/τος 76/2005 (ΦΕΚ Α' 117)(5) το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 5 του Π. Δ/τος 88/99,(6) ορίζεται ότι, στους εργαζόμενους εξασφαλίζεται ανά εβδομάδα, ελάχιστη περίοδος συνεχούς ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων (24) ωρών, η οποία συμπεριλαμβάνει κατ' αρχήν την Κυριακή, ανάλογα με τις ισχύουσες για κάθε κατηγορία εργαζόμενων διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και πρακτικές, στις οποίες προστίθενται οι έντεκα (11) συνεχείς ώρες της ημερήσιας ανάπαυσης του άρθρου 3 του Π.Δ. 88/99. Περαιτέρω, σύμφωνα και με την νομολογία των Δικαστηρίων, η έννοια της εβδομαδιαίας ανάπαυσης υφίσταται μόνον κατά την περίπτωση ύπαρξης σύμβασης εργασίας πλήρους απασχόλησης (επί όλες τις ημέρες). Ως εκ τούτου η χορήγηση ημέρας αναπληρωματικής ανάπαυσης προϋποθέτει τη συνεχή απασχόληση του εργαζομένου καθ' όλη την διάρκεια της εβδομάδος (Απόφαση Μον. Πρωτ. Αθηνών υπ' αρ. 2039/2009. Εν όψει, συνεπώς, του ανωτέρω νομικού και νομολογιακού πλαισίου είναι δυνατή η σύναψη σύμβασης μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας, μικρότερου αριθμού ημερών από αυτόν της πλήρους απασχόλησης (δηλ. πενθήμερο ή εξαήμερο), η οποία θα περιλαμβάνει την ημέρα της Κυριακής, κατά σταθερό τρόπο και χωρίς να απαιτείται η χορήγηση αναπληρωματικής ανάπαυσης για την παρεχόμενη εργασία κατά την εκάστοτε ημέρα αυτή της Κυριακής. Σε κάθε περίπτωση, όπως ρητά αναφέρει το άρθρο 2 του Ν.Δ. 3755/57 (ΦΕΚ Α' 182), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, οι εργαζόμενοι που θα απασχοληθούν νομίμως κατά την Κυριακή, δικαιούνται και την προβλεπόμενη, βάσει των αριθμ. 8900/46 και 25825/51 Κοινών Αποφάσεων των Υπουργείων Εργασίας και Οικονομικών, πρόσθετη αμοιβή, η οποία ανέρχεται στο 75% του 1/25 του νομίμου μηνιαίου μισθού ή του νομίμου ημερομισθίου. Β) Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εργασιακής σύμβασης είναι η διάρκεια. Από αυτό μπορούμε να διακρίνουμε τη σύμβαση εργασίας σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τη Σύμβαση Ορισμένου, και τη Σύμβαση Αορίστου Χρόνου. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας οι συμβαλλόμενοι απολαμβάνουν συμβατικής ελευθερίας. Επομένως έχουν καταρχήν ευχέρεια να συνάπτουν σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου (361, 648, 669 ΑΚ, άρθρο 5 παρ. 1, 3 του Συντ.). Σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι η σύμβαση εργασίας της οποίας η διάρκεια είναι σαφώς καθορισμένη, γνωρίζουμε δηλαδή επακριβώς το χρονικό σημείο λήξης της ούτως ώστε όταν φτάσει αυτό, επέρχεται αυτοδικαίως και η λήξη της σύμβασης. Η σύμβαση δε χάνει το χαρακτήρα της ως ορισμένου χρόνου ακόμα και όταν η διάρκειά της δεν ορίστηκε ρητά, προκύπτει όμως από το είδος και το σκοπό της που αφορά την εκτέλεση ορισμένου έργου, οπότε και πρόκειται να διαρκέσει μέχρι να αποπερατωθεί το έργο, το τέλος του οποίου έχει ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη λύση της, χωρίς καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης. Απεναντίας, σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου είναι εκείνη της οποίας ούτε ορίσθηκε ρητώς η διάρκεια, ούτε προκύπτει από το είδος ή το σκοπό της σύμβασης. Ο προσδιορισμός της διάρκειας της σύμβασης εργασίας έχει μεγάλη σημασία, όσον αφορά τον τρόπο λύσης της. Η σύμβαση ορισμένου χρόνου παύει αυτοδικαίως με την πάροδο της συμφωνημένης διάρκειας, χωρίς να απαιτείται καμία δήλωση ή άλλη ενέργεια από τα μέρη (ΑΚ 669 παραγρ. 1). Αντίθετα, η σύμβαση αορίστου χρόνου λύνεται με μονομερή απευθυντέα δήλωση βουλήσεως (καταγγελία), στην οποία μπορεί να προβεί καθένα από τα μέρη της σύμβασης. Δηλαδή, στην περίπτωση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου δεν απαιτείται καταγγελία, όπως για τη λύση της σύμβασης αορίστου χρόνου, αλλά ούτε και προειδοποίηση για την επερχόμενη λήξη του χρόνου, ούτε κάποια άλλη δήλωση ή ενέργεια από μέρους του εργοδότη. (Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 3198/55, όταν λήξει η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, ο εργοδότης έχει μόνο την υποχρέωση να αναγγείλει στον ΟΑΕΔ την λήξη της σύμβασης, εντός 8 ημερών.) Από το χρονικό σημείο λήξης της σύμβασης, τα μέρη αποδεσμεύονται και ο εργοδότης έχει δικαίωμα να μη δέχεται πλέον τις υπηρεσίες του μισθωτού, χωρίς να του οφείλει αποζημίωση, γιατί δεν προβλέπεται από το νόμο. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ο συμβατικός καθορισμός αποζημίωσης. Γ) 1. Το άρθρο 5 του Π.Δ. 81/2003(7) "Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου" (ΦΕΚ 77 Α'), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Π.Δ. 180/04(8) "Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου" (ΦΕΚ 160 Α') και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το άρθρο 41 του Νόμου 3986/2011(9) "Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015" (ΦΕΚ 152 Α'/1.6.2011) προβλέπει τα εξής: "1. Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως: Αν δικαιολογείται από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του εργοδότη ή της επιχείρησης, ή από ειδικούς λόγους ή ανάγκες, εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από την οικεία σύμβαση, όπως η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, η εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η προσωρινή σώρευση εργασίας, ή η ορισμένη διάρκεια βρίσκεται σε συνάρτηση με εκπαίδευση ή κατάρτιση, ή γίνεται με σκοπό τη διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση ή γίνεται για την πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδέεται με συγκεκριμένο γεγονός ή αναφέρεται στον τομέα των επιχειρήσεων αεροπορικών μεταφορών και των επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών αεροδρομίου, εδάφους και πτήσης. 2. Σε κάθε περίπτωση οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν την ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας πρέπει να αναφέρονται στη σχετική συμφωνία των μερών, η οποία συνάπτεται εγγράφως, ή να προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Αντίγραφο της συμφωνίας αυτής πρέπει να παραδίδεται στον εργαζόμενο αμελλητί μετά την έναρξη της προσφοράς της εργασίας του. Ο έγγραφος τύπος της ανωτέρω συμφωνίας δεν είναι απαραίτητος, όταν η ανανέωση της σύμβασης ή σχέσης εργασίας έχει εντελώς ευκαιριακό χαρακτήρα και δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δέκα (10) εργάσιμων ημερών. 3. Σε περίπτωση μη συνδρομής αντικειμενικού λόγου, όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφο 1 και εφόσον η χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου υπερβαίνει συνολικά τα τρία (3) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, με συνέπεια τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Αν στο χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών ο αριθμός των ανανεώσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις τρεις (3), τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Το βάρος της ανταπόδειξης σε κάθε περίπτωση φέρει ο εργοδότης. 4. Διαδοχικές θεωρούνται οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα πέντε (45) ημερών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι μη εργάσιμες μέρες. Προκειμένου περί ομίλου επιχειρήσεων, για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, στην έννοια του όρου "ίδιου εργοδότη" περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις του ομίλου." Κατόπιν των ανωτέρω έχουμε την άποψη ότι το θέμα σας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σύμφωνα με το προεκτεθέν νομικό και νομολογιακό πλαίσιο. Ωστόσο σε περίπτωση αμφισβήτησης, αρμόδια να κρίνουν είναι τα δικαστήρια. (1) ΕΑΕΔ 1990 σελ. 784. (2) ΕΑΕΔ 1998 σελ. 881. (3) ΕΑΕΔ 2010 σελ. 501. (4) ΕΑΕΔ 2011 σελ. 753. (5) ΕΑΕΔ 2005 σελ. 853. (6) ΕΑΕΔ 1999 σελ. 820. (7) ΕΑΕΔ 2003 σελ. 519. (8) ΕΑΕΔ 2004 σελ. 993. (9) ΕΑΕΔ 2011 σελ. 726.