Καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και υποχρεώσεις εργοδότη Αναγγελία, Εργάνη, Αποζημίωση κ.λπ. Βασ. Γαμβρούδη, τ. Δ/ντή Υπ. Εργασίας Προϋπόθεση εφαρμογής των περί καταγγελίας διατάξεων είναι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η ύπαρξη συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Νομοθεσία Οι νόμοι οι οποίοι ρυθμίζουν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι ο ν. 2112/20, 3198/55, 3863/10, 3899/10. Οι όροι και προϋποθέσεις ηλεκτρονικής υποβολής του εντύπου Ε6 της απόλυσης καθορίστηκαν αρχικά από την αριθ. 5072/2013 απόφαση Υπουργού Εργασίας, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα. Διατυπώσεις απόλυσης 1. Έγγραφος τύπος απόλυσης Συμπληρώνεται το ειδικό έντυπο του ΟΑΕΔ και επιδίδεται άμεσα ένα αντίγραφο στον απολυόμενο μισθωτό, ο οποίος το παραλαμβάνει με υπογραφή. Εάν αρνηθεί να υπογράψει αυτό κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στη διεύθυνση της κατοικίας του. Δεν είναι απαραίτητο όπως το έγγραφο της καταγγελίας της συμβάσεως επιδοθεί στο μισθωτό προς τον οποίο απευθύνεται απαραιτήτως με δικαστικό επιμελητή. Αρκεί να εγχειρισθεί στο μισθωτό, ώστε αυτός να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Η απόδειξη δε της εγχειρίσεως μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο. Τέτοια μέσα είναι η έγγραφη απόδειξη παραλαβής, που είναι η πιο συνήθης, ακόμη όμως και η ομολογία αυτού ή μάρτυρες που βεβαιώνουν ότι παραδόθηκε το έγγραφο στον υπό απόλυση μισθωτό. Αν δεν υπάρχει έγγραφο ή καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα (ΑΚ 174, 180) ακόμη και αν καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης μπορεί να άρει την υπερημερία του με νέα έγκυρη καταγγελία δηλαδή έγγραφη ή με την τήρηση όσων προϋποθέσεων από αυτές έχει προβλέψει με την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Έτσι είναι έγκυρη η επικουρική καταγγελία (δεύτερη καταγγελία) και η οποία επιφέρει τη λύση της συμβάσεως. Ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να επεξηγεί στο έγγραφο της καταγγελίας τους λόγους που τον ώθησαν στην καταγγελία, ως στοιχείου του κύρους της, γιατί η καταγγελία είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία που δεν είναι δηλαδή αναγκαίο να αιτιολογείται από τον καταγγέλοντα. Από το συνδυασμό των διατάξεων του ΑΚ (167, 232, 233, 238, 669, 672, 45, 67 και 70) προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας που έγινε στο όνομα νομικού προσώπου από πρόσωπο ή όργανο αυτού το οποίο δεν είχε την εξουσία να καταγγείλει τη σύμβαση είναι άκυρη. Στην περίπτωση αυτή το νομικό πρόσωπο περιέρχεται σε υπερημερία περί την αποδοχή των υπηρεσιών του, και υποχρεούται να καταβάλλει σ' αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές υπερημερίας. Επί καταγγελίας δε που έγινε στο όνομα νομικού προσώπου από αναρμόδιο ή χωρίς εξουσία αντιπροσωπεύσεως πρόσωπο δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 233 και 238 ΑΚ που αφορούν στην αναδρομική ενέργεια της εγκρίσεως. Η έγκρισή της γίνεται μόνο από πρόσωπο που σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό ή βάσει πληρεξουσίου εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου και δεν θα ισχυροποιεί αναδρομικά την καταγγελία, που αποκτά ενέργεια από τότε που η δήλωση περιέρχεται νόμιμα στον εργαζόμενο. Η νομιμοποίηση κατοχυρώνεται όταν εκπληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 5 του ν. 3198/55, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα. Σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων (Α.Π. 1792/87 - Α.Π. 162/83 - Πρ. Θεσ/κης 13310/97) η ανάκληση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, μετά την ανακοίνωσή της στον αντισυμβαλλόμενο, δεν επιφέρει την ανασύσταση της σύμβασης. Η ανάκληση της καταγγελίας παράγει αποτελέσματα αν περιέλθει εις τον προς ον απευθύνεται προ της καταγγελίας ή συγχρόνως μετ' αυτής, άλλως δεν ανατρέπει τα αποτελέσματα της καταγγελίας. Άλλη απόφαση του Αρείου Πάγου η αριθ. 948/79 προβλέπει ότι ανάκληση της καταγγελίας επιτρέπεται μόνον αν ρητώς ή σιωπηρώς αποδεχθεί αυτήν ο λήπτης αυτής. 2. Αναγγελία εντύπου Ε6 στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ Το έντυπο αυτό υποβάλλεται εντός 8 ημερών στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Υλοποιείται σε δύο στάδια. Ο εργοδότης αρχικά συμπληρώνει την ηλεκτρονική φόρμα του εντύπου Ε6, την εκτυπώνει και ακολούθως αφού τεθούν οι υπογραφές ιδιοχείρως του εργοδότη και του εργαζομένου, ο εργοδότης ολοκληρώνει την ηλεκτρονική υποβολή επισυνάπτοντας το αρχείο του ηλεκτρονικά σαρωμένου εντύπου με τις προαναφερθείσες υπογραφές. Σε περίπτωση μη υπογραφής του εντύπου Ε6 από τον εργαζόμενο τότε ο εργοδότης επισυνάπτει το αρχείο της ηλεκτρονικά σαρωμένης έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή. Σε περίπτωση τακτικής καταγγελίας δηλαδή απόλυσης με προειδοποίηση, ο χρόνος της προειδοποίησης αρχίζει από την ημέρα της καταγγελίας με προειδοποίηση και εντός 8 ημερών από αυτή πρέπει να αναγγελθεί στον ΟΑΕΔ (ΕΡΓΑΝΗ). Στο τέλος του χρόνου προειδοποίησης, κατά τον οποίο παύει η εργασία και λύεται η σχέση εργασίας, δεν απαιτείται σύνταξη νέου εγγράφου καταγγελίας και υποβολή στον ΟΑΕΔ. Η τακτική καταγγελία δεν επιφέρει άμεση λύση της εργασιακής σχέσης, αφού εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι τη λήξη του χρόνου προειδοποίησης. Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού (προειδοποίησης) εξακολουθούν να υφίστανται αναλλοίωτα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών από τη σχέση. Σκοπός της προμήνυσης είναι η έγκαιρη προειδοποίηση του εργαζομένου, αλλά και του εργοδότη για την επικείμενη λύση της εργασιακής σχέσης, ώστε να φροντίσουν ο μεν εργαζόμενος να αναζητήσει αλλού εργασία, ο δε εργοδότης να βρει αντικαταστάτη του εργαζομένου. Από την ημέρα επίδοσης του εγγράφου της απόλυσης με προειδοποίηση καταγγέλλεται η σχέση. Πρόκειται δηλαδή για καταγγελία υπό αίρεση, αφού τίθεται προθεσμία για τη λύση της σχέσης. Η λύση της εργασιακής σχέσης δεν επέρχεται με την πραγματοποίηση της καταγγελίας δηλαδή με την περιέλευση της έγγραφης δήλωσης του καταγγέλοντος εργοδότη, αλλά με την πάροδο του χρονικού διαστήματος της προειδοποίησης. Μόνο για όσους έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου μπορεί να γίνει απόλυση με προειδοποίηση, οπότε στην περίπτωση αυτή λαμβάνουν το 1/2 της όλης αποζημίωσης. Η προειδοποίηση ή όχι εναπόκειται στην κρίση του εργοδότη. Σύμφωνα με το ν. 4093/12 ο χρόνος προειδοποίησης για τους υπαλλήλους είναι: 1 μήνας για υπηρεσία από 1-2 έτη 2 μήνες για υπηρεσία από 2-5 έτη 3 μήνες για υπηρεσία από 5-10 έτη 4 μήνες για υπηρεσία από 10 και άνω έτη Μετά τη λήξη του χρόνου απασχόλησης, ο οποίος συμπίπτει με τη λήξη του χρόνου προειδοποίησης, όπου επέρχεται ουσιαστικά η λύση της σχέσης εργασίας, ο εργαζόμενος, μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, μπορεί να αποτανθεί στον ΟΑΕΔ για την είσπραξη της επιδότησης ανεργίας. Το υπόδειγμα του εντύπου Ε6 είναι το πιο κάτω: 3. Καταβολή της αποζημιώσεως Όταν η καταγγελία της συμβάσεως είναι έκτακτη, σε αντίθεση με την τακτική η οποία έχει προειδοποίηση, τότε ο εργοδότης οφείλει αμέσως να καταβάλει την προβλεπόμενη αποζημίωση, η οποία εξαρτάται από τα χρόνια υπηρεσίας, αλλά και από την ιδιότητα του εργαζομένου (υπάλληλος ή εργατοτεχνίτης). Για την απόλυση η οποία γίνεται πριν από τη συμπλήρωση έτους υπηρεσίας δεν οφείλεται αποζημίωση. Επί τακτικής καταγγελίας (με προειδοποίηση) η καταβολή της αποζημίωσης, εφ' όσον δεν συντρέχει περίπτωση καταβολής σε δόσεις, γίνεται κατά την ημέρα λύσης της συμβάσεως. Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως λαμβάνεται υπόψη η τελευταία συνεχής υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη και όχι η τυχόν προϋπηρεσία. Η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, κατά τον τελευταίο μήνα. Τακτικές αποδοχές θεωρούνται όσες καταβάλλονται σταθερώς και μονίμως. Για τους αμειβομένους με ποσοστά οι αποδοχές τους υπολογίζονται από το μέσο όρο των αποδοχών του τελευταίου διμήνου και όχι κάτω από το τεκμαρτό ημερομίσθιο του ΙΚΑ. Στην αποζημίωση υπολογίζονται η αναλογία των επιδομάτων εορτών και επιδόματος αδείας (προσαύξηση αποζημίωσης κατά 1/6). Για την αποζημίωση υπαλλήλων υπάρχει περιορισμός ανώτατος. Δεν υπολογίζεται το ύψος των μηνιαίων αποδοχών που υπερβαίνουν το 8πλάσιο του ισχύοντος κατωτάτου ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτη επί 30. Μετά τον ν. 4093/12 για αποζημίωση υπαλλήλων με υπηρεσία από 17 και άνω έτη υπάρχει πλαφόν μηνιαίας αποζημίωσης το ύψος των 2000 ευρώ. Ο εργοδότης συγχρόνως με την επίδοση της έγγραφης καταγγελίας πρέπει να προσφέρει και να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την προβλεπόμενη αποζημίωση. Δεν αρκεί μόνο η προσφορά του χρηματικού ποσού της αποζημιώσεως στον απολυόμενο, αλλά απαιτείται πραγματική καταβολή. Αν ο εργαζόμενος αρνείται να εισπράξει την πραγματικώς και προσηκόντως προσφερόμενη αποζημίωση, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να προβεί σε δημόσια κατάθεση του ποσού στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, μέσα σε εύλογο χρόνο. Άλλως η καταγγελία είναι άκυρη, όπως τονίστηκε. Για να είναι έγκυρη η δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως στο Τ.Π.Δ. απαιτείται να είναι όχι μόνο πραγματική αλλά και η προσήκουσα, δηλαδή να είναι κατά ποσότητα η οφειλόμενη. Παράλληλα απαιτείται οπωσδήποτε η γνωστοποίηση της κατάθεσης προς τον απολυθέντα μισθωτό. Η καταγγελία είναι άκυρη και όταν δεν καταβληθεί ολόκληρη η αποζημίωση. Όπως δέχεται ο Άρειος Πάγος με τις αριθ. 703/91, 415/87, 1411/86 αποφάσεις του αν η καταβολή μικρότερης αποζημίωσης δεν οφείλεται σε κακοβουλία του εργοδότη δεν υπάρχει ακυρότης. Ακόμη μόνη η είσπραξη εκ μέρους του απολυθέντος της καταβληθείσης αποζημιώσεως, έστω και ανεπιφυλάκτως, δεν αποτελεί παραίτηση αυτού από της αξιώσεώς του προς επιδίωξη μεγαλύτερης αποζημίωσης, ούτε από του δικαιώματος να αξιώσει ακύρωση της καταγγελίας. Είναι έγκυρη η παρακράτηση από την αποζημίωση απολύσεως του ποσού του δανείου που είχε χορηγήσει ο εργοδότης στον απολυόμενο. Η απόλυση μπορεί να γίνει χωρίς προειδοποίηση και αποζημίωση όταν ο μισθωτός απολυθεί για σπουδαίο λόγο. Απαιτείται αξιόποινη πράξη που διεπράχθη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απηγγέλθη κατηγορία για αδίκημα γενικώς το οποίο είναι τουλάχιστον πλημμέλημα. Προϋποτίθεται η υποβολή μηνύσεως και τελεί υπό την αίρεση της καταδικαστικής αποφάσεως. Η καταγγελία της συμβάσεως αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη. Το δικαίωμα όμως αυτό δεν είναι ανεξέλεγκτο και απεριόριστο αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Θεωρείται καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια (εμπάθεια, εκδικητικότητα, μίσος κ.λπ.) και στενό, κακώς εννοούμενο, προσωπικό ή επαγγελματικό συμφέρον και ουδόλως λαμβάνει υπόψη τον παράγοντα άνθρωπο και την προσωπικότητά του. Το βάρος της αποδείξεως των περιστατικών που συνιστούν, κατά την κρίση του, στοιχεία καταχρηστικότητας φέρει ο απολυθείς. Όταν η αποζημίωση, λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών ο εργοδότης μπορεί, εάν το επιθυμεί, να καταβάλει κατά την απόλυση, αντί εφ' άπαξ, μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, κάθε μία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημίωσης είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση. Πίνακες των αποζημιώσεων έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό του έτους 2012 σελ. 1132. 4. Καταχώρηση στα μισθολόγια του ΙΚΑ ή ασφάλιση Ο ν. 2556/1997 αρθρ. 2 παρ. 4 τροποποιώντας το άρθρ. 5 του ν. 3198/55 προβλέπει τα εξής: "Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλομένη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το ΙΚΑ μισθολόγια ή έχει ασφαλισθεί ο απολυόμενος." Η προϋπόθεση της ασφάλισης ισχύει από 1.4.98. Η μη καταχώρηση του εργαζομένου στα μισθολόγια του ΙΚΑ ή η μη ασφάλισή του συνεπάγονται την ακυρότητα της καταγγελίας και ο διαδρομών χρόνος θεωρείται ως χρόνος συνέχισης της εργασίας του. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή του συνόλου των εργοδοτικών εισφορών προς το ΙΚΑ και τους λοιπούς ασφαλιστικούς οργανισμούς, χωρίς να δικαιούται να αναζητήσει την αποζημίωση που κατέβαλε. Η αποζημίωση που έχει καταβληθεί συμψηφίζεται με τις οφειλόμενες, λόγω της ακύρωσης της καταγγελίας, τακτικές αποδοχές, ο δε υπάλληλος υποχρεούται να καταβάλει στο ΙΚΑ ή άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς τις αναλογούσες σε αυτόν εργατικές εισφορές.