Καταγγελία συμβάσεων εργασίας και προσβολή προσωπικότητας εργαζομένου
Από διατάξεις του ΑΚ και άρθρων 5 και 22 του Συντάγματος συνάγεται ότι αν η καταγγελία συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία) ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο.
ΑΠ 652/2019
Πρόεδρος: Η κ. Σοφία Καρυστηναίου
Εισηγητής: Η κ. Μαρία Νικολακέα
Δικηγόρος: Οι κ.κ. Γεώργιος Νίκας, Ιωάν. – Διονύσιος Φιλιώτης
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.ΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ολ. ΑΠ 7/2006, ολ ΑΠ 4/2005).
Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παρ. 3 εδ. Α’ του Ν. 3198/1955 η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και των άρθρων 1 και 3 του Ν. 2112/1990 και 669 ΑΚ θεωρείται έγκυρη μόνον εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Σε αντίθετη περίπτωση η καταγγελία είναι άκυρη και ο εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία, οφείλει δε πλέον να καταβάλει τις αποδοχές στον μισθωτό που απολύθηκε άκυρα (ΑΠ 861/2015, ΑΠ 1338/2014, ΑΠ 673/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα με την από 29.4.2011 αγωγή της εξέθεσε ότι προσελήφθη από την εναγομένη ήδη αναιρεσίβλητη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου την 1.4.1994 ως εργάτρια με ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από την οικεία ΣΣΕ εργάσθηκε δε στην ανωτέρω επιχείρηση μέχρι την 8.2.2011, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε την σύμβαση αυτή δίχως όμως να της καταβάλλει την πλήρη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως. Βάσει δε τον ως άνω ιστορικού ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη (ήδη αναιρεσίβλητη) να της καταβάλει συνεπεία της ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης το ποσό των 20.105,04 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του διαστήματος από της απολύσεως της έως την 9.3.2012 πλέον επιδομάτων εποχών του διαστήματος αυτού, άλλης το ποσό των 2.057,70 ευρώ ως διαφορά μεταξύ της νόμιμης και της καταβληθείσας αποζημίωσης. Ζήτησε επίσης να της καταβάλει το ποσό των 15.647,76 ευρώ λόγω διαφοράς μεταξύ των νομίμων και των καταβληθεισών αποδοχών του διαστήματος από 1.1.2006 έως 8.2.2011, το ποσό των 2.591,84 ευρώ λόγω διαφοράς μεταξύ των νομίμων και καταβληθέντων επιδομάτων εορτών των ετών 2006 έως 2010 και το ποσό των 2000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη συνεπεία της απόλυσής της.
Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 2513/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία απερρίφθη ως μη νόμιμο το αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας κατά τα λοιπά δε απερρίφθη η αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατόπιν ασκηθείσης εφέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εκ μέρους της ενάγουσας, ήδη αναιρεσείουσας εξεδόθη η ήδη προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 745/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με την οποία απερρίφθη η έφεση αυτή κατ’ ουσίαν. Συγκεκριμένα το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του τα ακόλουθα ουσιώδη:
“Η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, που διατηρεί επιχείρηση ιχθυογεννητικής μονάδας παραγωγής πέστροφας, σολομού και άλλων ιχθύων στον … και μονάδα βιοτεχνικής επεξεργασίας και τυποποιήσεως ιχθυρών προϊόντων στη …, προσέλαβε (δια του νόμιμου εκπροσώπου της) την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, ως ανειδίκευτη εργάτρια, αντί των προβλεπόμενων από τις οικείες ΣΣΕ αποδοχών. Στη συνέχεια, την 10-3-2004, η εναγομένη (δια του νόμιμου εκπροσώπου της) προσέλαβε την ενάγουσα, ως ανειδίκευτη εργάτρια, δυνάμει έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για μερική απασχόληση και συγκεκριμένα για απασχόληση έκτακτη και περιστασιακή, που θα ήταν διήμερη ή τριήμερη εβδομαδιαίως από Δευτέρα έως και Παρασκευή και σε οποιαδήποτε από τις ημέρες αυτές είτε συνεχόμενες είτε διακεκομμένες, σύμφωνα με το πρόγραμμα της εταιρείας, με ημερήσια απασχόληση οκτώ ωρών και αποδοχές σύμφωνα με τους όρους της εκάστοτε ισχύουσας εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας και της ισχύουσας νομοθεσίας (βλ. ιδίως τους όρους 1.4, 1.5 και 1.7 της εν λόγω από 10-3-2004 σύμβασης εργασίας). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στον όρο 6 της εργασιακής αυτής σύμβασης η οποία έφερε ως τίτλο “σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για μερική απασχόληση έκτακτου προσωπικού”, εκτός των άλλων αναφερόταν ότι “ρητώς συμφωνείται ότι η παρούσα σύμβαση λύει και καταργεί για το μέλλον, με κοινή συναίνεση των μερών, κάθε άλλη προϋπάρξασα σύμβαση εργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων, για την οποία οι συμβαλλόμενοι αμοιβαίως δηλώνουν ότι δεν υφίσταται καμία απολύτως διαφορά, απαίτηση ή αξίωση, κατ’ αλλήλων”. Η ως άνω από 10-3-2004 σύμβαση εργασίας υπογράφηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης και από την ενάγουσα (η οποία ουδέποτε αμφισβήτησε την υπογραφή της) και γνωστοποιήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας στις 15-3-2004. Έκτοτε, η ενάγουσα απασχολήθηκε στην εναγομένη με μερική απασχόληση είτε στη μονάδα … είτε στην ιχθυογεννητική μονάδα … μέχρι και την 8-2-2011, οπότε και η εναγομένη της κατήγγειλε εγγράφως την εν λόγω σύμβαση (βλ. ιδίως την υπ’ αρ. … 7Ε /8-2-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Λαμίας Κ. Μ. και τη συνημμένη σε αυτή από 31-1-2011 καταγγελία σύμβασης εργασίας). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ουδέποτε προέβαλε αντίρρηση ή διατύπωσε επιφύλαξη από την υπογραφή της προαναφερόμενης από 10-3-2004 σύμβασης εργασίας της μέχρι και την 8-2-2011 που απολύθηκε, σχετικά με τον τρόπο, τον χρόνο που απασχολείτο στην εναγομένη και με την αμοιβή που ελάμβανε έως τότε. Ακόμη και ο ίδιος ο σύζυγος της ενάγουσας, Κ. Ν., που εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (βλ. ιδίως στα υπ’ αρ. 97/2013 πρακτικά συνεδριάσεως του ως άνω Δικαστηρίου), κατέθεσε, εκτός των άλλων, ότι “…Της έλεγαν από την προηγούμενη μέρα να πάει την επομένη για δουλειά ή όχι… Δούλευε 8ωρο αλλά όχι όλη την εβδομάδα… Υπήρχαν και άλλοι εργαζόμενοι, δεν ξέρω πόσοι ήταν, μάλλον 16 ή 17 άτομα. Υπήρχαν κάποια άτομα απ’ αυτούς που ήταν μόνιμοι και δούλευαν 25 μεροκάματα. Η γυναίκα μου δεν έκανε 25 μεροκάματα και άρα δεν ήταν μόνιμη. Σαν τη γυναίκα μου εργάζονταν άλλοι 8 νομίζω. Έχουν απολυθεί και αυτοί με καταγγελία της σύμβασης… Δεν πήγε σε κάποιον υπεύθυνο της εταιρείας η γυναίκα μου για να διαμαρτυρηθεί…”, ενώ στο ίδιο ως άνω ακροατήριο η μάρτυρας της εναγομένης, Ά. Τ., κατέθεσε ενόρκως, εκτός των άλλων, ότι “…Είμαι εργάτρια και ήμουνα συνάδελφος με τη Θ.. Την εβδομάδα μπορεί να έκανε 2 μεροκάματα, μπορεί και 3, ανάλογα με τη δουλειά που θα είχαμε. Μέσα στο μήνα μπορεί να έκανε 12 μεροκάματα. Δεν είχα ακούσει ποτέ να παραπονεθεί ότι δεν πληρώνεται…”. Ενόψει όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων είχε συναφθεί έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για μερική απασχόληση και ότι για όλες τις ημέρες που εργάστηκε η ενάγουσα στην εναγομένη της είχε καταβληθεί από την τελευταία η νόμιμη αμοιβή (βλ. ιδίως όλες τις επικαλούμενες και προσαγόμενες από την εναγομένη σχετικές εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας). Ως εκ τούτου, η ενάγουσα δεν δικαιούται να λάβει από την εναγομένη οποιοδήποτε ποσό ως διαφορά σε δεδουλευμένες αποδοχές και ως διαφορά σε δώρα εορτών Χριστουγέννων – Πάσχα για τα έτη από 2006 έως 2011, αφού δεν εργαζόταν υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Τέλος, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα τον τελευταίο μήνα απασχόλησής της στην εναγομένη (ήτοι το Νοέμβριο του 2010) πραγματοποίησε 14 ημερομίσθια, λαμβάνοντας ως νόμιμο ημερομίσθιο το ποσό των 44,09 ευρώ. Δεδομένου δε, ότι εργαζόταν στην εναγομένη 16 έτη, δικαιούταν να λάβει ως αποζημίωση απόλυσης 100 ημερομίσθια, υπολογιζόμενη όμως για εργασία μερικής απασχόλησης ως εξής: 14 ημερομίσθια Χ 44,09 ευρώ: 25 ημέρες = 24,69 ευρώ Χ 100 ημερομίσθια + 1/6 για την αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος αδείας =2.880,51 ευρώ (βλ. Σ. Β. “Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις” έκδοση 2005 σελ. 555). Όπως όμως συνομολογεί και η ενάγουσα, η εναγομένη της κατέβαλε ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 3.086,30 ευρώ. Επομένως, ήταν νόμιμη και έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας από την εναγομένη και ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα το αίτημα περί καταβολής μισθών υπερημερίας και δώρων εορτών Χριστουγέννων – Πάσχα λόγω ακυρότητας της καταγγελίας, όσο και το επικουρικό αίτημα περί καταβολής της διαφοράς μεταξύ καταβληθείσας και νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, απέρριψε την αγωγή, κατά το μέρος που την είχε κρίνει νόμιμη, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε”.
Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο, το οποίο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας επικυρώνοντας την εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η αγωγή της προέβη σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών – που αναιρετικώς ανέλεγκτα έκρινε αποδεδειγμένα – στις εκετεθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 5 παρ. 3 εδ. Α του Ν. 3198/1955 που εφάρμοσε, τις οποίες δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή. Και τούτο διότι τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ανταποκρίνονται στην έλλειψη των προϋποθέσεων που τάσσονται από τις διατάξεις αυτές και καταφάσκουν την ουσιαστική αβασιμότητα της αγωγής. Με τις λοιπές δε διαλαμβανόμενες στον λόγο αυτό αιτιάσεις και υπό την επίφαση της άνω αναιρετικής πλημμέλειας πλήττονται απαραδέκτως οι ανεπίδεκτες αναιρετικού ελέγχου ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου. Επομένως, ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη η από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ αναιρετική πλημμέλεια είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 του ΑΚ , 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι, αν η καταγγελία σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 22/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο λόγο της αίτησης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια αιτιώμενη ότι κρίνοντας το Εφετείο μη νόμιμο το αίτημα αυτής για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 ΑΚ και 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο απέρριψε τον σχετικό λόγο έφεσης της ήδη αναιρεσείουσας – ενάγουσας κρίνοντας ότι το ανωτέρω αίτημα της αγωγής είναι μη νόμιμο διότι η ενάγουσα – εκκαλούσα (αναιρεσείουσα) δεν αναφέρει στην αγωγή της ότι η καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης συνοδεύτηκε από περιστάσεις προσβλητικές της προσωπικότητας της ή υπό συνθήκες που συνιστούν αδικοπραξία, δοθέντος ότι από μόνη της η άκυρη απόλυση δεν συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου. Από την παραδεκτή δε κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.ΠολΔ επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, προκύπτει σαφώς ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ουδόλως εκθέτει ότι, κατά την καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης έλαβαν χώρα περιστατικά που συνιστούν αδικοπραξία ή ότι η συμπεριφορά των αρμοδίων οργάνων της εναγομένης με τον τρόπο που εκδηλώθηκε κατά την απόλυσή της αποτελεί καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος αυτής έναντι της ενάγουσας – εργαζόμενης, διότι υπερβαίνει καταφανώς τα όρια τα καθοριζόμενα από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήδη που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου.
Επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί και να συμψηφισθεί ολικά μεταξύ των διαδίκων ή εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη αυτών, κατ’ άρθρο 179 εδαφ. τελ. σε συνδ. με άρθρο 183 εδαφ. Τελ. Κ.Πολ.Δ.