Κανονισμός εργασίας επιχείρησης και προαγωγή υπαλλήλου Σύμφωνα με το άρθρ. 201 Α.Κ., αν τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας εξαρτήθηκαν από γεγονός μέλλον και αβέβαιο, ήτοι από αναβλητική αίρεση, αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός. Σύμφωνα με το άρθρ. 207 Α.Κ. η αίρεση θεωρήθηκε ότι πληρώθηκε, αν την πλήρωσή της εμπόδισε, αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της. Τέτοια, υπό αναβλητική αίρεση δικαιοπραξία, είναι εκείνη με την οποία συμφωνείται μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού η προαγωγή του τελευταίου ή η χορήγηση σ' αυτόν άλλων παροχών, που βελτιώνουν τη θέση του στην επιχείρηση, αν συντρέξουν, στον κατάλληλο χρόνο, συγκεκριμένες και συμφωνημένες προϋποθέσεις, που πρέπει να διαπιστώνονται από τον εργοδότη. Αυτό, κατά κανόνα, συμβαίνει όταν η, υπό προϋποθέσεις υπηρεσιακή εξέλιξη του υπαλλήλου στο πλαίσιο μιας επιχειρήσεως προβλέπεται από κανονισμό του εργοδότη, ο οποίος έχει συμβατική ισχύ. Στην περίπτωση αυτή η αίρεση, υπό την οποία τελεί η προαγωγή, θεωρείται ότι πληρώθηκε, εφόσον διαπιστωθεί ότι η κρίση του εργοδότη, ως προς τη μη συνδρομή στο πρόσωπο του μισθωτού των προαγωγικών προϋποθέσεων, αντίκειται στην καλή πίστη, ως κατάφωρα, εξ αντικειμένου άδικη, πράγμα που συμβαίνει και όταν παραλείπεται να προαχθεί υπάλληλος, ο οποίος υπερέχει, καταφανώς, ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα, συνολικώς εκτιμώμενα, έναντι έστω και ενός άλλου, προαχθέντος συναδέλφου του. Η παράλειψη προαγωγής του υπαλλήλου παρέχει σ' αυτόν τη δυνατότητα να ζητήσει, με αγωγή, την αναγνώριση του δικαιώματός του για προαγωγή από ορισμένο χρονικό σημείο και μετέπειτα. Α.Π. 248/2016 Πρόεδρος: η κ. Ασπασία Καρέλλου Εισηγητής: ο κ. Χριστόφορος Κοσμίδης Δικηγόροι: οι κ.κ. Γεώργιος Κούτας - Αθαν. Τσιμικάλης Επειδή, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την από 28 Απριλίου 2015 κλήση της καλούσας - ενάγουσας - εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσείουσας στη σημερινή δικάσιμο η προκειμένη υπόθεση, μετά τη ματαίωση της συζητήσεώς της κατά τη δικάσιμο της 27ης Ιανουαρίου 2015 λόγω διενέργειας των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 201 του Α.Κ., αν τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας εξαρτήθηκαν από γεγονός μέλλον και αβέβαιο, ήτοι από αναβλητική αίρεση, αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός. Και σύμφωνα με το άρθρο 207 παρ. 1 του Α.Κ., η αίρεση θεωρήθηκε ότι πληρώθηκε, αν την πλήρωσή της εμπόδισε, αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της. Τέτοια, υπό αναβλητική αίρεση δικαιοπραξία, στην οποίαν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 207 παρ. 1 του Α.Κ., είναι εκείνη, με την οποίαν συμφωνείται μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού η προαγωγή του τελευταίου ή η χορήγηση σ' αυτόν άλλων παροχών, που βελτιώνουν την θέση του στην επιχείρηση, αν συντρέξουν, στον κατάλληλο χρόνο, συγκεκριμένες και συμφωνημένες προϋποθέσεις, που πρέπει να διαπιστώνονται από τον εργοδότη ή εξουσιοδοτημένο όργανό του. Αυτό, κατά κανόνα, συμβαίνει όταν η, υπό προϋποθέσεις υπηρεσιακή εξέλιξη του υπαλλήλου στο πλαίσιο μιας επιχειρήσεως προβλέπεται από κανονισμό του εργοδότη, ο οποίος έχει συμβατική ισχύ. Στην περίπτωση αυτή η αίρεση, υπό την οποία τελεί η προαγωγή, θεωρείται ότι πληρώθηκε, εφόσον διαπιστωθεί ότι η κρίση του εργοδότη, ως προς τη μη συνδρομή στο πρόσωπο του μισθωτού των προαγωγικών προϋποθέσεων, αντίκειται στην καλή πίστη, ως κατάφωρα, εξ αντικειμένου άδικη, πράγμα που συμβαίνει και όταν παραλείπεται να προαχθεί υπάλληλος, ο οποίος υπερέχει, καταφανώς, ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα, συνολικώς εκτιμώμενα, έναντι έστω και ενός άλλου, προαχθέντος συναδέλφου του. Η, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστεως, παράλειψη προαγωγής του υπαλλήλου παρέχει σ' αυτόν τη δυνατότητα να ζητήσει, με αγωγή, την αναγνώριση του δικαιώματός του για προαγωγή από ορισμένο χρονικό σημείο και μετέπειτα. Οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του Νόμου 1082/1980, σε περίπτωση τελεσίδικης αναγνωρίσεως του εν λόγω δικαιώματος, η προαγωγή του υπαλλήλου λογίζεται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι έχει πραγματοποιηθεί από τότε που έπρεπε να είχε γίνει, με περαιτέρω συνέπεια να έχει ο υπάλληλος όλα τα δικαιώματα, τα οποία θα είχε, αν η προαγωγή είχε συντελεσθεί στο χρόνο που έπρεπε (Α.Π. 124/2011). Ως εκ τούτου, ο εργαζόμενος μπορεί να αξιώσει και την καταβολή των οικονομικών διαφορών, τις οποίες θα απολάμβανε, αν είχε προαχθεί κανονικά. Η εν λόγω αξίωση, όμως, για το χρονικό διάστημα μέχρι την τελεσίδικη αναγνώριση του δικαιώματος για προαγωγή, δεν αποτελεί αξίωση για καταβολή διαφοράς μισθού, διότι πριν από την τελεσιδικία τέτοιο δικαίωμα δεν υφίστατο, αλλά αξίωση καταβολής αποζημιώσεως, ήτοι αποκαταστάσεως θετικής ζημίας με την έννοια του διαφυγόντος κέρδους, η οποία επήλθε λόγω της εκ μέρους του εργοδότη αθετήσεως των συμβατικών του υποχρεώσεων (άρθρα 297, 298 και 330 του Α.Κ.). Πρόκειται, δηλαδή, για παροχή από συμβατική αιτία και όχι από αδικοπραξία (Α.Π. 230/2006), άλλως, αν πρόκειται για κανονισμό με ισχύ νόμου, οπότε η παράβαση συνιστά αδικοπραξία (Α.Π. 122/2011). Σε περίπτωση καταγγελίας της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας πριν από την τελεσιδικία της αποφάσεως για την αναδρομική προαγωγή του μισθωτού, οι αντίστοιχες οικονομικές διαφορές του διαδραμόντος χρόνου δεν προσαυξάνουν τις μηνιαίες τακτικές αποδοχές, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να υπολογισθεί η αποζημίωση, που οφείλεται λόγω της καταγγελίας. Διότι δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί από τον εργοδότη, που έχει την ευθύνη του σύννομου προσδιορισμού της αποζημιώσεως αυτής, να προβλέψει την τελεσίδικη έκβαση της δίκης για την παράλειψη προαγωγής, η οποία ενδέχεται να μην έχει ανοίξει ακόμη (Ολ. Α.Π. 11/2010). Επομένως, σε μία τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να τεθεί νομίμως ζήτημα κύρους της καταγγελίας της συμβάσεως λόγω μη καταβολής της προσήκουσας αποζημιώσεως για την απόλυση, αλλά μόνον ζήτημα νέας, αποκαταστατικής αποζημιώσεως, με την έννοια που προαναφέρθηκε για την αναζήτηση των οικονομικών διαφορών από αναδρομική προαγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, με την ένδικη, από 23.3.2010 αγωγή, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα υπάλληλος ζήτησε, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 30.12.2009 καταγγελίας της συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας με μερική απασχόληση, η οποία την συνέδεε με την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη αεροπορική εταιρεία. Ως λόγο της ακυρότητας προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η αποζημίωση απολύσεως, η οποία είχε καταβληθεί προς αυτήν, ήταν λιγότερη κατά 1.842,60 ευρώ από την προσήκουσα, διότι κατά τον υπολογισμό δεν είχε ληφθεί υπόψη το ότι η ενάγουσα υπάλληλος, σύμφωνα με τον, συμβατικής ισχύος, κανονισμό λειτουργίας της εναγομένης ανώνυμης αεροπορικής εταιρείας, θα έπρεπε να είχε προαχθεί σε ανώτερη ομάδα διαβαθμίσεως του προσωπικού αυτής ήδη από το έτος 2001 και, ως εκ τούτου, να έχει υψηλότερες αποδοχές κατά τον χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως. Με έτερο κεφάλαιο της αγωγής, η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί το δικαίωμά της να λάβει αναδρομικά την εν λόγω προαγωγή και να της επιδικασθούν οι αντίστοιχες, μη παραγραφείσες, οικονομικές διαφορές του χρονικού διαστήματος από 1.1.2005 έως 30.12.2009. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την υπ' αριθμ. 20473/2011 απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή ως προς αμφότερα τα ως άνω κεφάλαια. Η εναγομένη ανώνυμη αεροπορική εταιρεία άσκησε την από 26.7.2011 έφεση και ζήτησε την πλήρη εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ζήτησε να εξαφανισθεί η πρωτοβάθμια απόφαση ως προς το κεφάλαιο με το οποίο είχε αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας, αμφισβητώντας, συγκεκριμένα, τη δικονομική προϋπόθεση της συνδρομής εννόμου συμφέροντος (άρθρο 68 του Κ.Πολ.Δ.) της ενάγουσας, ως προς την αναγνώριση αυτή. Το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι, αν και, πράγματι, η ενάγουσα, σύμφωνα με τον, συμβατικής ισχύος, κανονισμό προσωπικού, είχε δικαίωμα αναδρομικής προαγωγής από το έτος 2001, οι οικονομικές διαφορές που συνδέονται με την εν λόγω προαγωγή δεν έχουν χαρακτήρα μισθού, αλλά αποζημιώσεως από αδικοπραξία και ότι, ως εκ τούτου, ορθώς δεν λήφθηκαν υπόψη ως επαύξηση των καταβαλλομένων τακτικών αποδοχών κατά τον χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως, επί των οποίων είχε υπολογισθεί η καταβληθείσα αποζημίωση απολύσεως. Κατόπιν αυτού, τα Εφετείο εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της από 30.12.2009 καταγγελίας και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως προς το αντίστοιχο αίτημα, ως μη νόμιμη. Με την κρίση αυτή, το Δικαστήριο της ουσίας, αν και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, διότι οι οφειλόμενες, λόγω μη εγκαίρου προαγωγής, οικονομικές διαφορές, είχαν μεν αποζημιωτικό χαρακτήρα, όχι όμως από αδικοπραξία, αλλά από αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως, κατέληξε σε ορθό διατακτικό (άρθρο 578 του Κ.Πολ.Δ.), διότι, ούτως ή άλλως, οι διαφορές αυτές δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό των καταβαλλομένων τακτικών αποδοχών κατά τον χρόνο της καταγγελίας και να επηρεάσουν τον υπολογισμό της αποζημιώσεως απολύσεως (άρθρο 5 παρ. 1 του Νόμου 3198/1955), αφού τότε, ακόμη, δεν είχε κριθεί τελεσίδικα το δικαίωμα προαγωγής. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίον υποστηρίζεται ότι οι οφειλόμενες, λόγω μη εγκαίρου προαγωγής, οικονομικές διαφορές είχαν μισθολογικό χαρακτήρα και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 522 του Κ.Πολ.Δ. με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους εφέσεως. Από τη διάταξη αυτήν, σε συνδυασμό και με εκείνην του άρθρου 106 του Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι, εφόσον με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, διότι έκανε δεκτή την αγωγή του ενάγοντος (εφεσιβλήτου) ως νόμιμη και κατ' ουσίαν βάσιμη, το εφετείο, κρίνοντας επί εφέσεως του εναγομένου (εκκαλούντος), με την οποίαν ζητείται η καθ' ολοκληρίαν απόρριψη της αγωγής, ερευνά αυτεπαγγέλτως, ήτοι και χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου, τη νομική βασιμότητα της αγωγής. Οπότε, έχει την εξουσία να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή εν όλω ή εν μέρει, εφόσον διαπιστώσει ότι αυτή είναι αόριστη ή μη νόμιμη ( Α.Π. 1635/2008, Α.Π. 1216/1997). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν στον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, το Εφετείο ερεύνησε μεν, οίκοθεν, τη νομική βασιμότητα του αιτήματος της ένδικης αγωγής για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, είχε, όμως, να κρίνει έφεση που έπληττε την εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της και ειδικότερα, λόγο εφέσεως που έπληττε την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας για τη μη καταβολή πλήρους αποζημιώσεως. Ως εκ τούτου, ακόμη και χωρίς ειδικό παράπονο, είχε την εξουσία να ερευνήσει τις προϋποθέσεις της ακυρότητας και δη αυτήν που αναφέρεται στο αληθές ύψος των καταβαλλομένων τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, επί των οποίων υπολογίζεται η αποζημίωση απολύσεως. Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίον υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του ότι έλαβε υπόψη πράγμα μη προταθέν από την εκκαλούσα και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη αεροπορική εταιρεία (άρθρο 559 αριθμ. 8 του Κ.Πολ.Δ.), ήτοι λόγω εφέσεως ως προς τη νομική φύση των οικονομικών διαφορών από την αναδρομική προαγωγή μισθωτού, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως καθορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό. Για τους λόγους αυτούς απορρίπτει την από 23.10.2013 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2272/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.