Οικειοθελείς παροχές Ασφαλιστήριο συμβόλαιο Οι οικειοθελείς παροχές δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, άσχετα από την μακροχρόνια καταβολή, ιδίως αν ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα ανάκλησης οποτεδήποτε. Περίπτωση ομαδικής ασφάλισης και ανώμαλης εξέλιξης αυτής εξ αιτίας του εργοδότη. Αξίωση αποζημίωσης. Α.Π. 74/2016 Πρόεδρος: η κ. Ασπασία Καρέλλου Εισηγητής: ο κ. Απόστ. Παπαγεωργίου Δικηγόροι: η κ. Αγγελική Ανυφαντή, ο κ. Παναγ. Καραμπούλιας, η κ. Σπυριδούλα Κακλαμάνη 1. Κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός άλλων στοιχείων, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Σε αντίθετη περίπτωση, η αγωγή είναι αόριστη και το δικαστήριο οφείλει να την απορρίψει για το λόγο αυτό, έστω και αν μνημονεύεται ο νομικός κανόνας, με βάση τον οποίο ζητείται η παραδοχή του αιτήματος που υποβάλλεται. Εξάλλου ο, από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της υπ' αριθμ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεως τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε. Όμως, στην περίπτωση ομαδικής ασφαλίσεως του προσωπικού μιας επιχειρήσεως από τον εργοδότη, ο οποίος, συνάπτοντας γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός, ολικά ή μερικά, το ασφάλιστρο, η ασφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο της μεταξύ αυτού και των μισθωτών του εργασιακής συμβάσεως, έχει χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος ωσότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της σύμβασης ασφαλίσεως για την είσπραξη ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού. Στην περίπτωση δε ανώμαλης εξελίξεως της ενοχής στη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, μπορεί ο τρίτος, κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας, να στραφεί κατά του δέκτη της υποσχέσεως (εργοδότη), όταν με συμπεριφορά του ο τελευταίος ματαιώνει την καταβολή της παροχής από τον υποσχεθέντα, δηλαδή τον ασφαλιστή‚ και να αξιώσει αποζημίωση. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας και λήξεως εντεύθεν της ασφαλιστικής συμβάσεως, ή εκείνη κατά την οποία το εφάπαξ χρηματικό ποσό, που θα εισέπραττε ο τρίτος (εργαζόμενος) από τον ασφαλιστή, περιορίζεται εξαιτίας συμπεριφοράς του εργοδότη, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η καταβολή της πρόσθετης αυτής παροχής προς τον μισθωτό από υπαιτιότητα του οφειλέτη - εργοδότη, οπότε ο τρίτος (μισθωτός) δικαιούται να αξιώσει την καταβολή αντίστοιχης αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 382, 335, 336 και 338 ΑΚ. Στην αντίθετη περίπτωση, ο δικαιούχος τρίτος όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση αποκτά άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα να αξιώσει την υποσχεθείσα παροχή ή αποζημίωση, σε περίπτωση πλημμελούς εκπληρώσεως απευθείας από τον υποσχεθέντα, στρεφόμενος κατ' αυτού με αγωγή κατ' άρθρο 411 (Α.Π. 1301/2013, Α.Π. 364/2013, Α.Π. 1681/2010). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 382 του ΑΚ συνάγεται ότι στην αμφοτεροβαρή σύμβαση, άρα και στη σύμβαση εργασίας (άρθρο 648 ΑΚ), αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο ο ίδιος έχει ευθύνη (άρθρα 330-334 ΑΚ) ο αντισυμβαλλόμενος που έχει ήδη εκπληρώσει τη δική του παροχή δικαιούται να απαιτήσει, κατ' επιλογή του, αποζημίωση, ήτοι το πλήρες διαφέρον για τη μη εκπλήρωση της παροχής. Επομένως, για τη θεμελίωση της προς αποζημίωση αξιώσεώς του και για την κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής ο ενάγων, ενόψει του ότι εν προκειμένω το πταίσμα του οφειλέτη τεκμαίρεται (άρθρο 336 εδ. α' ΑΚ), αρκεί να επικαλείται την αμφοτεροβαρή σύμβαση, την αδυναμία του εναγόμενου αντισυμβαλλομένου του να εκπληρώσει την οφειλόμενη από αυτόν παροχή και την εκ τούτου ζημία (Α.Π. 2/1999). Στην προκειμένη περίπτωση στην ένδικη αγωγή, όπως προκύπτει από αυτή, εκτίθενται τα εξής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι είναι μεταλλειολόγος μηχανικός και απασχολήθηκε στο ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών", του οποίου καθολικός διάδοχος είναι το ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Εθνικό Κέντρο Βιώσιμης και Αειφόρου Ανάπτυξης" και ήδη αναιρεσείον, από 5.12.1975 έως 30.7.2009, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Το έτος 1987 με την ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, που υπεγράφη μεταξύ του εναγομένου και του σωματείου των εργαζομένων σ' αυτό, του οποίου ήταν μέλος, συμφωνήθηκε η ομαδική ασφάλιση των εν λόγω εργαζομένων, με βάση την οποία θα καταβαλλόταν σε έκαστο εξ αυτών, κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, ένα εφάπαξ ποσό, πέραν της προβλεπόμενης από την εργατική νομοθεσία αποζημίωσης. Το ύψος της αποζημίωσης καθώς και η εισφορά θα καθοριζόταν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, η εισφορά δε θα βάρυνε ισομερώς το εναγόμενο και τους εργαζομένους. Σε εκτέλεση της ως άνω ειδικής σ.σ.ε. το εναγόμενο κατάρτισε με την ασφαλιστική εταιρεία "..." το αναφερόμενο συμβόλαιο ομαδικής ασφάλισης, δυνάμει του οποίου η τελευταία αναλάμβανε την καταβολή σε κάθε εργαζόμενο σ' αυτό, που συμμετείχε στην ασφάλιση, εφάπαξ ποσού κατά την αποχώρηση από το εναγόμενο, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα. Το τελευταίο παρακρατούσε από τις καταβαλλόμενες αποδοχές του το ποσό των ασφαλίστρων που του αναλογούσε, προκειμένου να το αποδίδει στην ασφαλιστική εταιρεία. Το έτος 1990 τροποποιήθηκε ο όρος της ως άνω ειδικής σ.σ.ε. περί του ποσοστού συμμετοχής των εργαζομένων στα ασφάλιστρα και προβλέφθηκε ότι αυτοί από 1.4.1990 θα συμμετέχουν κατά ποσοστό 25% έναντι του 75% που θα συμμετείχε το εναγόμενο, η τροποποίηση δε αυτή συμπεριελήφθη στην πρόσθετη πράξη που υπεγράφη με την ασφαλιστική εταιρεία. Το εναγόμενο, ενώ παρακρατούσε από τις αποδοχές του ιδίου και των λοιπών εργαζομένων το μερίδιο ασφαλίστρων που τους αναλογούσε, δεν τηρούσε τις δικές του υποχρεώσεις, καθόσον καθυστερούσε να αποδώσει τις αναπροσαρμογές των ασφαλίστρων λόγω αύξησης των αποδοχών και δεν εκπλήρωνε την πρόσθετη υποχρέωσή του να καλύψει το μερίδιο των ασφαλίστρων, ώστε να καταβάλλεται επί κανονικής αποχωρήσεως ποσό ίσο με το 100% του τελικού μισθού επί τα αναγνωριζόμενης προϋπηρεσίας. Από το έτος 2001 η ασφαλιστική εταιρεία με έγγραφά της και αναλογιστικές μελέτες επεσήμαινε στο εναγόμενο ότι είχε δημιουργηθεί έλλειμμα στο λογαριασμό της ομαδικής ασφάλισης και καλούσε αυτό να τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, πλην όμως το τελευταίο εξακολουθεί να μην τις τηρεί, με αποτέλεσμα, κατά την αποχώρησή του να μην λάβει από την ασφαλιστική εταιρεία το εφάπαξ ποσό που εδικαιούτο βάσει της ως άνω σύμβασης ομαδικής ασφάλισης. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει για την ως άνω αιτία το ποσό των 148.258,36 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της αποχωρήσεώς του, ήτοι από 31.7.2009. Με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με τις έγγραφες προτάσεις του ο ενάγων περιόρισε το αίτημα της αγωγής στους νόμιμους τόκους επί του αιτηθέντος κεφαλαίου, ποσού 148.258,36 ευρώ, καθόσον μετά την άσκηση της αγωγής έλαβε από τη ασφαλιστική εταιρεία το εν λόγω κεφάλαιο. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα τους νομίμους τόκους επί του ανωτέρω ποσού από την επόμενη της αποχωρήσεως του ενάγοντος από την υπηρεσία του, ήτοι από 31.7.2009, δήλη ημέρα πληρωμής της ως άνω αποζημίωσης για τη μη εκπλήρωση της προαναφερόμενης πρόσθετης παροχής. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της μη κηρύξεως της αγωγής απαραδέκτου λόγω αοριστίας (άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ), διότι η αγωγή, με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδυναμίας εκπληρώσεως συμπεφωνημένης "πρόσθετης" παροχής του αρχικού εναγομένου και ήδη του καθολικού του διαδόχου αναιρεσείοντος, από λόγους που οφείλονται σε πταίσμα του ίδιου, περιλαμβάνει πλήρη και σαφή έκθεση των πραγματικών γεγονότων που είναι απαραίτητα κατά το νόμο (άρθρο 382 ΑΚ) για τη θεμελίωση της ασκούμενης με αυτή αξιώσεως. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο προσάπτεται η αιτίαση από το άρθρο 559 αριθμ. 14 του ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε άκυρη την ένδικη αγωγή λόγω της αοριστίας της, είναι αβάσιμος. 2. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Τέλος, κατά έννοια του λόγου αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ. Α.Π. 11/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ. Α.Π. 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο, που δίκασε κατόπιν εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα εξής: Ο ενάγων (και ήδη αναιρεσίβλητος) είναι μεταλλειολόγος μηχανικός και απασχολήθηκε στο εναγόμενο ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών", του οποίου καθολικός διάδοχος είναι το ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Εθνικό Κέντρο Βιώσιμης και Αειφόρου Ανάπτυξης" (και ήδη αναιρεσείον), από 5.12.1975 έως 30.7.2009, οπότε αποχώρησε λόγω συνταξιοδότησης. Το έτος 1987 με την από 10.12.1987 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, που υπεγράφη μεταξύ του εναγομένου και του σωματείου των εργαζομένων σ' αυτό, του οποίου ο ενάγων ήταν μέλος, συμφωνήθηκε η ομαδική ασφάλιση των εν λόγω εργαζομένων, με βάση την οποία θα καταβαλλόταν σε έκαστο εξ αυτών, κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, ένα εφάπαξ ποσό, πέραν της προβλεπόμενης από την εργατική νομοθεσία αποζημίωσης. Το ύψος της αποζημίωσης καθώς και η εισφορά θα καθοριζόταν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, η εισφορά δε θα βάρυνε ισομερώς το εναγόμενο και τους εργαζομένους. Σε εκτέλεση της ως άνω ειδικής σ.σ.ε. το εναγόμενο κατάρτισε με την ασφαλιστική εταιρεία "..." το υπ' αριθμ. .../28.4.1989 ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου η τελευταία ασφάλισε ομαδικά το υπαλληλικό προσωπικό του ΙΓΜΕ και αναλάμβανε την καταβολή σε κάθε εργαζόμενο σ' αυτό, που συμμετείχε στην ασφάλιση, εφάπαξ ποσού κατά την αποχώρησή του από το εναγόμενο. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου το εφάπαξ ποσό θα καταβαλλόταν κατά την ημερομηνία αποχώρησης του εργαζόμενου από την υπηρεσία του, που θα ήταν ίσο με το 50% του "τελικού μέσου μισθού" επί τα έτη της αναγνωριζομένης υπηρεσίας. Ως "τελικός μέσος μισθός" οριζόταν ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών της αναγνωριζομένης υπηρεσίας. Ο ενάγων αποδέχθηκε εγγράφως την ως άνω ασφαλιστική σύμβαση και υπήχθη στο προαναφερόμενο πρόγραμμα ομαδικής ασφάλισης, εξουσιοδότησε δε το εναγόμενο να παρακρατεί από τις αποδοχές του το ποσοστό ασφαλίστρων που βάρυνε τον ίδιο και το τελευταίο πράγματι παρακρατούσε από τις καταβαλλόμενες αποδοχές του το ποσό των ασφαλίστρων που του αναλογούσε, προκειμένου να το αποδίδει στην ασφαλιστική εταιρεία. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επίδικη ασφαλιστική παροχή, που κατέστη όρος της ατομικής συμβάσεως του ενάγοντος, με την αποδοχή από αυτόν της ασφαλιστικής συμβάσεως, δόθηκε ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης από αυτόν εργασίας και έχει το χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που έχει ο εργαζόμενος μέχρι να συμπληρωθούν οι τασσόμενες από τη σύμβαση ασφαλίσεως προϋποθέσεις για τη δυνατότητα είσπραξης της εφάπαξ παροχής. Με την από 21.3.1990 ειδική συλλογική σύμβαση, που συνήφθη μεταξύ του εναγομένου και του σωματείου των εργαζομένων σ' αυτό τροποποιήθηκε ο όρος της ως άνω ειδικής σ.σ.ε. περί του ποσοστού συμμετοχής των εργαζομένων στα ασφάλιστρα και προβλέφθηκε ότι αυτοί από 1.4.1990 θα συμμετέχουν κατά ποσοστό 25% έναντι του 75% που θα συμμετείχε το εναγόμενο, η τροποποίηση δε αυτή συμπεριελήφθη στην πρόσθετη πράξη που υπεγράφη με την ασφαλιστική εταιρεία. Με την ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας του έτους 1994 που συνήφθη μεταξύ του εναγομένου και του σωματείου των εργαζομένων σ' αυτό, αυξήθηκε εκ νέου το ως άνω ποσοστό του εφάπαξ ποσού και καθορίστηκε πλέον ότι το εναγόμενο θα συμμετείχε στα ασφάλιστρα κατά ποσοστό 100%, η τροποποίηση δε αυτή συμπεριελήφθη στην πρόσθετη πράξη που υπεγράφη με την ασφαλιστική εταιρεία. Το εναγόμενο, ενώ παρακρατούσε από τις αποδοχές του ιδίου και των λοιπών εργαζομένων το μερίδιο ασφαλίστρων που τους αναλογούσε, δεν τηρούσε τις δικές του υποχρεώσεις, καθόσον καθυστερούσε να αποδώσει τις αναπροσαρμογές των ασφαλίστρων λόγω αύξησης των αποδοχών και δεν εκπλήρωνε την πρόσθετη υποχρέωσή του να καλύψει το μερίδιο των ασφαλίστρων, ώστε να καταβάλλεται επί κανονικής αποχωρήσεως ποσό ίσο με το 100% του τελικού μισθού επί τα αναγνωριζόμενης προϋπηρεσίας. Από το έτος 2001 η ασφαλιστική εταιρεία με έγγραφά της και αναλογιστικές μελέτες επεσήμαινε στο εναγόμενο ότι είχε δημιουργηθεί έλλειμμα στο λογαριασμό της ομαδικής ασφάλισης και καλούσε αυτό να τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, πλην όμως το τελευταίο εξακολουθούσε να μην τις τηρεί, με αποτέλεσμα, κατά την αποχώρησή του ο ενάγων να μην λάβει από την ασφαλιστική εταιρεία το εφάπαξ ποσό που εδικαιούτο βάσει της ως άνω σύμβασης ομαδικής ασφάλισης. Ειδικότερα, ο ενάγων, του οποίου οι αποδοχές κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν την αποχώρησή του ανέρχονταν στο ποσό των 4.590,53 ευρώ και η συνολική αναγνωριζόμενη προϋπηρεσία του είναι 34 έτη εδικαιούτο να λάβει το συνολικό ποσό των 148.358,36 ευρώ, το οποίο (ποσό) αποτελεί τη συμβατική ως άνω πρόσθετη παροχή. Ο ισχυρισμός του εναγομένου περί περιορισμού της επίδικης αποζημίωσης κατ' άρθρο 6 του α.ν. 99/1967 πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, καθόσον οι περιορισμοί που τίθενται από τη διάταξη αυτή δεν αφορούν περιπτώσεις καταβολής εφάπαξ παροχής από ομαδική ασφάλιση προσωπικού. Επίσης ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η κάλυψη από αυτό των ελλειμμάτων του ασφαλιστή απαγορευόταν από τις διατάξεις των άρθρων 13 παρ.3 του ν. 272/1976, όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 36 του ν. 3 774/2009 είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον από τις διατάξεις αυτές απλώς προβλέπεται η δυνατότητα διάθεσης μέρους των προσόδων του ΙΓΜΕ, που προέρχονται από την παροχή υπηρεσιών προς τρίτους, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, για τη χρηματοδότηση, μεταξύ άλλων, των υποχρεώσεων του ΙΓΜΕ που προκύπτουν από τις ασφαλιστικές συμβάσεις, που δεν καλύπτονται από την κρατική επιχορήγηση του Τακτικού Προϋπολογισμού. Εν προκειμένω, με την από 10.10.2003 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, το ΙΓΜΕ είχε δεσμευθεί να καταβάλλει τα εκεί αναφερόμενα ποσά από τις αντίστοιχες πιστώσεις της Κρατικής Επιχορήγησης. Ακολούθως, στις 16.1.2012 (μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής) ο ενάγων έλαβε από την ασφαλιστική εταιρεία για την παραπάνω αιτία το ποσό των 146.750,62 ευρώ, το οποίο και αποδέχθηκε ως δίκαιο και εύλογο και στο οποίο ο ίδιος περιόρισε τις πάσης φύσεως αξιώσεις του έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας. Μετά ταύτα, η αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγομένου από την υπάρχουσα μεταξύ του ιδίου και του εναγομένου σύμβαση εργασίας, περιορίζεται στους νόμιμους τόκους επί του κεφαλαίου του ποσού των 146.750,62 ευρώ από την επόμενη της αποχωρήσεώς του, ήτοι από 31.7.2009, δήλη ημέρα πληρωμής της εφάπαξ αποζημίωσης. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι ο ενάγων έχει έναντι του εναγομένου αξίωση αποζημίωσης και ως εκ τούτου η ένδικη αγωγή, όπως περιορίστηκε, πρέπει να γίνει δεκτή κατ' ουσίαν ως βάσιμη, α) δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερόμενες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 648, 649, 652, 653, 330, 334, 335, 336, 338, 361 και 382 ΑΚ, 3 παρ. 2 και 7 εδ. α` του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 και 1 της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", που ήταν εφαρμοστέες και τις εφήρμοσε και β) δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1 του Ν. 272/1976, 1 του Ν.Δ. 618/1970, 6 παρ. 1 του Α.Ν. 99/1967, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Α.Ν. 173/1967, 3 του Α.Ν. 173/1967, 3, 174 και 411 του ΑΚ, 6 παρ. 2 του Ν. 2496/1997, 8 παρ. 1 και 4 του Ν. 2251/1994, 33 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 και 13 παρ. 3 εδάφιο β' του Ν. 272/1976, όπως συμπληρώθηκε από το άρθρο 34 παρ. 6 του Ν. 3734/2009, που δεν ήταν εφαρμοστέες και δεν τις εφήρμοσε. Επομένως, οι τα αντίθετα υποστηρίζοντες δεύτερος έως δέκατος λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση, και δη την απαιτούμενη αιτιολογία ως προς το ουσιώδες ζήτημα της εφαρμογής των ως άνω άρθρων 648, 652, 653, 330, 334, 335, 336, 338, 361 και 382 ΑΚ, 3 παρ. 2 και 7 εδ. α' του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 και 1 της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, το πραγματικό των εν λόγω εφαρμοστέων άρθρων, το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων, λαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα. Επομένως, ο σχετικός ενδέκατος και τελευταίος λόγος, από τον αριθ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο το αναιρεσείον ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, λόγω τη ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).