Ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί και αποδοχές Οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί λαμβάνουν τις αποδοχές των ομοιοβάθμων τους δημοσίων εκπαιδευτικών μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων. Έτσι πρέπει να διαμορφώνονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες για τους τελευταίους σχετικές διατάξεις, σε περίπτωση ελλείψεως αντίθετης συμφωνίας για καταβολή υπερτέρων αποδοχών εκείνων των δημόσιων εκπαιδευτικών. Μετά τον ν. 4024/2011 αναμορφώθηκε ριζικά το σύστημα καθορισμού των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και των εκπαιδευτικών δημοσίου, με αποτέλεσμα να επηρεασθεί αρνητικά το ύψος των νόμιμων αποδοχών τους. Κατά συνέπεια εφαρμόζονται ευθέως και για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς και οι διατάξεις του ν. 4024/11. Ως εκ της εφαρμογής δε των διατάξεων αυτών επέρχεται αναγκαστικά εκ του νόμου μείωση των νομίμων αποδοχών και των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Η τυχόν καταβολή σε αυτούς υπερτέρων των νομίμων ελαχίστων αποδοχών δεν αποκλείεται. Α.Π. 140/2016 Πρόεδρος: η κ. Ευφημία Λαμπροπούλου Εισηγητής: η κ. Στυλιανή Γιαννούκου Δικηγόροι: ο κ. Στέργιος Καπράρας - ο κ. Δημ. Μήλλας Κατά τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος "Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους", κατά δε την παράγραφο 8 του ίδιου άρθρου "Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ' αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους". Κατ' εξουσιοδότηση της συνταγματικής αυτής διάταξης, εκδόθηκε το ν.δ. 3855/1958 "Περί τρόπου προσλήψεως και μισθοδοσίας του διδακτικού προσωπικού των Ιδιωτικών Εκπαιδευτηρίων", με τη διάταξη του άρθρου 3 του οποίου ορίστηκε ότι: "Αι αποδοχαί του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών σχολείων παρακολουθούν τας αποδοχάς μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων (πολυετίας, ευδοκίμου παραμονής εν τω αυτώ βαθμώ, ακριβείας, ειδικού επιδόματος κ.λπ.) ως και τας εκάστοτε αυξομειώσεις των εν ενεργεία ομοιοβάθμων των δημοσίων εκπαιδευτικών λειτουργών (παρ. 1). Το διδακτικόν προσωπικόν των Ιδιωτικών σχολείων έχει τας αυτάς υποχρεώσεις προς το σχολείον εις ο εργάζεται, τας οποίας έχει και το διδακτικόν προσωπικόν των δημοσίων σχολείων" (παρ. 2). Ακολούθως το άρθρο αυτό, κατά την παράγραφο 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 ν. 682/1977 "Περί Ιδιωτικών σχολείων Γενικής Εκπαιδεύσεως και Σχολικών Οικοτροφείων", με το οποίο, όπως η παράγραφος 1 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 817/1978 ορίστηκε ότι: "Οι Ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί λαμβάνουν τουλάχιστον τας εκάστοτε αποδοχάς των ομοιοβάθμων των δημοσίων εκπαιδευτικών μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων, περιλαμβανομένου και του προσωρινού επιδόματος, το οποίο προβλέπεται υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 754/1978 "περί ρυθμίσεως των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, πολιτικών και στρατιωτικών, των υπαλλήλων ΝΠΔΔ... (παρ. 1). Ούτοι δικαιούνται και της καταβαλλομένης εις τους δημοσίους εκπαιδευτικούς αποζημιώσεως δια την συνοδείαν μαθητών εις σχολικάς εκδρομάς... (παρ. 2). Αι αποδοχαί κατατίθενται υπό του ιδιοκτήτου του σχολείου... εις το πλησιέστερον υποκατάστημα Τραπέζης... Εξαίρεσις εκ των διατάξεων της παρούσης επιτρέπεται μόνον δι' αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (παρ. 3). Δια πάσαν άνευ αδείας και αδικαιολόγητον απουσία ιδιωτικού εκπαιδευτικού ενεργείται ανάλογος περικοπή των αποδοχών του, ως επί δημοσίων υπαλλήλων". Με το άρθρο 24 αυτού ορίζεται ότι το διδακτικό προσωπικό πρέπει να έχει, κατ' αρχή τα απαιτούμενα για το διδακτικό προσωπικό των δημοσίων σχολείων προσόντα και με το άρθρο 28 θεσπίζεται "επετηρίδα ιδιωτικών εκπαιδευτικών" στην οποία εγγράφονται οι εκπαιδευτικοί που έχουν τα νόμιμα προσόντα και η οποία τηρείται στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας (παρ. 1). Κατά δε το άρθρο 34 ίδιου νόμου "Οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί προάγονται ή λαμβάνουν τον μισθόν του ανωτέρου μισθολογικού κλιμακίου, αναλόγως προς τα προσόντα, το ευδόκιμον και τον χρόνον υπηρεσίας των εις τον αυτόν βαθμόν ή κλιμάκιον κατά τα ισχύοντα εκάστοτε δια την προαγωγήν των δημοσίων εκπαιδευτικών λειτουργών και κατόπιν αιτήσεώς των (παρ. 1). Εις τους ασκούντας καθήκοντα διευθυντών ιδιωτικών σχολείων, απονέμεται ο προβλεπόμενος δια τους Διευθυντάς αντιστοίχων δημοσίων σχολείων οργανικός βαθμός και καταβάλλονται αι αντίστοιχοι αποδοχαί", ενώ με το άρθρο 2 ίδιου νόμου τα ιδιωτικά σχολεία υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων, που "ασκεί επ' αυτών εποπτεία δια των περιφερειακών εποπτικών του οργάνων". Η έννοια των ιδιωτικών σχολείων καθορίσθηκε με το άρθρο 1 αυτού, κατά το οποίο ιδιωτικά σχολεία γενικής εκπαίδευσης, "είναι τα αντίστοιχα προς τα δημόσια σχολεία δημοτικής ή μέσης εκπαίδευσης, τα μη ανήκοντα στο Κράτος, αλλά ιδρυόμενα και συντηρούμενα από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μεταξύ δε αυτών είναι και τα αναγνωριζόμενα ως ισότιμα προς τα δημόσια (άρθρ. 2 παρ. 2), υπό την έννοια ότι οι παρεχόμενοι από αυτά τίτλοι σπουδών είναι ισότιμοι προς τους τίτλους των αντίστοιχων δημοσίων σχολείων". Όσον αφορά το εκπαιδευτικό προσωπικό των ιδιωτικών σχολείων που, έχουν αναγνωριστεί ως ισότιμα με τα δημόσια, κατά την εκτεθείσα έννοια, το κράτος έχει αναλάβει από μακρού την συνταξιοδότησή του από το Δημόσιο Ταμείο. Προς το σκοπό αυτό, ο Υπουργός Παιδείας καθορίζει με απόφασή του, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 3 του ν. 682/1977, την οργανική σύνθεση του ιδιωτικού εκπαιδευτικού προσωπικού, την συνταξιοδότηση του οποίου αναλαμβάνει το Δημόσιο, προβαίνει δε, κατ' αρχήν, κατόπιν προτάσεως του διοικούντος το σχολείο οργάνου ή και οίκοθεν, αν η πρόταση δεν υποβληθεί, στην ένταξη του εν λόγω προσωπικού στην οργανική σύνθεση του σχολείου. Η ένταξη αυτή, η οποία έχει ως συνέπεια την υπαγωγή του εκπαιδευτικού στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων, δεν προσδίδει στον εντασσόμενο και την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, αφού η ιδιότητα αυτή επιφυλάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 103 του Συντάγματος, μόνο στους υπαλλήλους του Κράτους και των ΝΠΔΔ, ενώ οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί συνδέονται με το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο ανήκει το ιδιωτικό σχολείο με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 30 ν. 682/1977. Όσον αφορά τις αποδοχές των ιδιωτικών εκπαιδευτικών ρυθμίζονται από το προεκτεθέν άρθρο 36 του ν. 682/1977, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 7 παρ. 1 ν. 817/1978, που καθορίζει ότι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί λαμβάνουν τις αποδοχές των ομοιοβάθμων τους δημοσίων εκπαιδευτικών μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων και δεν αμείβονται ευθέως με τις διατάξεις των ν. 2470/1997 και ν. 3205/2003. Η μισθολογική αυτή εξομοίωση τονίζεται και στην εισηγητική έκθεση του ν. 817/1978 (βλ. τα αναφερόμενα για το άρθρο 7 του νόμου αυτού, με το οποίο αντικαταστάθηκε, κατά τα ανωτέρω, το άρθρο 36 παρ. 1 του ν. 682/1977). Σε συνέπεια με τα ανωτέρω, το μηνιαίο χρηματικό ποσό με τον τίτλο "κίνητρο απόδοσης", που χορηγήθηκε στους εκπαιδευτικούς των δημοσίων σχολείων με το άρθρο 13 παρ. 3 του ν. 2470/1997, χορηγήθηκε και στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς και μάλιστα ευθέως εκ του νόμου, χωρίς δηλαδή να χρειάζεται να εκδοθεί γι' αυτούς, κατά το άρθρο 24 του ίδιου νόμου, κοινή υπουργική απόφαση, όπως εκδόθηκε για άλλες κατηγορίες υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. Τούτο τονίστηκε και κατά τη συζήτηση στη Βουλή (βλ. Πρακτικά Ολομελείας της Βουλής, τ. ΣΤ' , συνεδρίαση ΠΗ της 26.2.1997, σελ. 4427) από τον αρμόδιο Υφυπουργό Οικονομικών. Ομοίως η έκτακτη οικονομική ενίσχυση που χορηγήθηκε στην πλειοψηφία των λειτουργών και υπαλλήλων του δημοσίου δυνάμει του άρθρου 17 παρ. 1 ν. 3758/2009 χορηγήθηκε και στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς και μάλιστα ευθέως εκ του νόμου, δεδομένου ότι οι αποδοχές των ιδιωτικών εκπαιδευτικών (όπως και η βαθμολογική και μισθολογική τους προαγωγή), κατά τα εκτεθέντα, εξομοιώνονται πλήρως με τις αποδοχές των δημοσίων εκπαιδευτικών, όπως αυτές κάθε φορά ισχύουν, χωρίς διάκριση της συνδέουσας αυτούς σχέσης (αορίστου ή ορισμένου), δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση οι αμοιβές των ιδιωτικών εκπαιδευτικών προσδιορίζονται από το ίδιο μισθολογικό πλαίσιο (Α.Π. 1495.1497, 1498/2012, ΣτΕ 783/2013, 1230/2010, 255/2011, 2714/2009, Γνωμ. ΝΣΚ 214/2012). Με βάση τις ρηθείσες διατάξεις, (ως και ικανό αριθμό άλλων ειδικών διατάξεων, όπως άρθρ. 5 ν. 3194/2003, 13 ν. 2986/2002 κ. α.) έχουν δημιουργηθεί, στα πλαίσια εναρμόνισης της δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης, όροι ισοδυναμίας του εργασιακού και υπηρεσιακού καθεστώτος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών με αυτό των εκπαιδευτικών των δημοσίων σχολείων και έχουν θεσπισθεί κανόνες εποπτείας και ελέγχου των εργασιακών σχέσεων, του περιεχομένου και των όρων απασχόλησης των. Από τις ίδιες διατάξεις, προκύπτει η πλήρης μεταξύ των εξομοίωση (μισθολογική και βαθμολογική), η οποία άλλωστε προβλεπόταν και από το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς (άρθρ. 3 ν.δ. 3855/1958). Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί ανέκαθεν εντάσσονταν στα εκάστοτε ισχύοντα για τους εκπαιδευτικούς της δημόσιας εκπαίδευσης μισθολογικά κλιμάκια και ελάμβαναν, αντίστοιχα και τα διάφορα επιδόματα, που δικαιούνταν οι τελευταίοι. Ρυθμιστικές των αποδοχών που δικαιούνται, είναι οι ρηθείσες διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 ν. 3855/1958, 36 ν. 682/1977, όπως η τελευταία ισχύει, μετά την αντικατάσταση της πρώτης παραγράφου από το άρθρο 7 παρ. 1 ν. 817/1978. Η ρύθμιση που έγινε, κατ' επιταγή των άνω συνταγματικών διατάξεων, με τις πρώτες διατάξεις (άρθρ. 3 ν.δ. 3855/1958) αποσκοπούσε στη μισθολογική και βαθμολογική εξομοίωση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών προς τους λειτουργούς της δημόσιας εκπαίδευσης, ως εξυπηρετούσας πληρέστερα της εργατικής νομοθεσίας τα οικονομικά και βαθμολογικά συμφέροντα των εκπαιδευτικών λειτουργών της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Μ' αυτές καθιερώθηκε ως προς τη μισθοδοσία των λειτουργών αυτών ιδιαίτερο μισθολογικό καθεστώς, διαφορετικό εκείνου που, κατά την εργατική νομοθεσία (νόμους - υπουργικές αποφάσεις- συλλογικές συμβάσεις και διαιτητικές αποφάσεις) διέπει τους λοιπούς, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου απασχολουμένους μισθωτούς και ρυθμίζει τη μισθοδοσία τους σε όλο το εύρος της, δηλαδή περιλαμβάνει κάθε αξίωση αποδοχών, είτε με τη μορφή μισθού, είτε με τη μορφή επιδομάτων ή γενικά τακτικών ή εκτάκτων προσαυξήσεων των μισθών τους. Το καθεστώς αυτό επικυρώθηκε και με τις δεύτερες (άρθρ. 36 ν. 682/1977, όπως ισχύει μετά το άρθρο 7 παρ. 1 ν. 817/1978). Η χρήση της λέξης "τουλάχιστον", στις εν λόγω διατάξεις, έγινε το μεν προς καθορισμό των κατωτάτων ορίων μέχρι των οποίων κατ' ελάχιστο, μπορούν να συνομολογηθούν με τους εργοδότες τους, οι πάσης φύσεως αποδοχές των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών, το δε προς υποδήλωση της ελευθερίας των συμβαλλομένων να συνομολογούν, με συμφωνία συναπτόμενη μεταξύ αυτών και των εργοδοτών, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, αποδοχές με ευνοϊκότερους - μείζονες όρους εκείνων των δημόσιων εκπαιδευτικών λειτουργών. Καθόλου όμως δεν εσκοπείτο, με τη χρησιμοποίηση της λέξεως αυτής, είτε η διάσπαση του ως άνω καθιερωθέντος συστήματος μισθοδοσίας των λειτουργών της ιδιωτικής εκπαίδευσης, είτε η δημιουργία νομοθετικώς τάξεως μισθωτών, η ρύθμιση των αποδοχών των οποίων θα θεμελιωνόταν σε δύο νομοθετικές βάσεις, δηλαδή εκείνης που ρυθμίζει τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων και εκείνης της εργατικής νομοθεσίας, ανάλογα με το εκάστοτε υπέρτερο ύψος των εκ της μιας ή της άλλης ληπτέων αποδοχών (Ολ. Α.Π. 1469/1984). Τούτο άλλωστε είναι συμβατό με τη γενικότερη αρχή εργατικού δικαίου, κατά την οποία δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών (Νόμου, σ.σ.ε., ατομικής σύμβασης εργασίας..) ως προς την έννοια των αποδοχών του μισθωτού, απαγορευομένης της εκλεκτικής ή σωρευτικής καταβολής αποδοχών από δύο ή περισσότερες ρυθμιστικές πηγές (Ολ. Α.Π. 5/2011). Η αντίθετη εκδοχή αποκρούεται από τις ρηθείσες διατάξεις, μεταξύ των οποίων εκείνη της παρ. 1 του άρθρου 7 ν. 817/1978, με την οποία, όταν ανέκυψε, μετά τον νόμον 754/1978 "περί ρυθμίσεως των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων ... κ.λπ.", θέμα διατηρήσεως των αξιώσεων από υπερωρίες των εκπαιδευτικών λειτουργών, ως προσωρινού επιδόματος, διευκρινίσθηκε, αναδιατυπωθείσα η διάταξη του άρθρου 36 παρ.1 του ν. 682/1977, σε τρόπον ώστε να καθίσταται σαφές ότι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί λειτουργοί λαμβάνουν και το έτσι διαμορφωμένο προσωρινό επίδομα, ως πλήρως εξομοιωθέντες προς τους δημόσιους εκπαιδευτικούς (ως και εκείνες ενδεικτικά των άρθρων 11 ν. 1351/1983, άρθρ. 13 ν. 2986/2002, άρθρ. 5 ν. 3194/2003), από τις οποίες καταδεικνύεται η εμμονή του νομοθέτη στην, επί του θέματος του μισθολογίου και του εργασιακού καθεστώτος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, ενιαία ρύθμιση του μετά των αντιστοίχων των εκπαιδευτικών λειτουργών της δημοσίας εκπαιδεύσεως. Το γεγονός ότι η σχέση που συνδέει τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς λειτουργούς είναι εκείνη της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δεν αποκλείει την δια νόμου ειδική, με κανόνες διαφόρους εκείνων της εργατικής νομοθεσίας, ρύθμιση αυτής της σχέσεως, ούτε καθιστά επιτρεπτή και την παράλληλη με αυτήν εφαρμογή, ενόψει, πέραν των προεκτεθέντων και των διαφοροποιήσεων που υπάρχουν ως προς την εν γένει ρύθμιση των όρων εργασίας των εκπαιδευτικών αυτών, (σε αντιστοίχηση με τους όρους εργασίας των δημόσιων εκπαιδευτικών λειτουργών) και δη ως προς την εξομοίωση με εκείνους των χρονικών ορίων εργασίας τους, της βαθμολογικής τους εξελίξεως, της λήψεως επιδομάτων μη προβλεπομένων από την εργατική νομοθεσία, αλλ' αναγνωριζομένων στους δημόσιους εκπαιδευτικούς λειτουργούς, της θέσεως υπό την εποπτεία του αρμοδίου Υπουργείου, της συνταξιοδοτήσεως τους από το Δημόσιο κ.α και τέλος των αποδοχών τους, εξομοιουμένων κατ' άρθρ. 7 παρ. 1 του ν. 817/1978 προς τις αποδοχές των ομοιοβάθμων τους δημοσίων εκπαιδευτικών και τις οποίες και αυτοί "λαμβάνουν μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων", ως κατηγορία μισθωτών, που εξομοιώνονται νόμω μισθολογικώς προς δημοσίους υπαλλήλους, έναντι των υπολοίπων μισθωτών, που δεν υπόκεινται στην ίδια μεταχείριση. Συνακόλουθα, εφόσον οι αποδοχές του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων παρακολουθούν τις αποδοχές με τα επιδόματα των εν ενεργεία ομοιόβαθμων των δημόσιων εκπαιδευτικών λειτουργών, πρέπει να διαμορφώνονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες για τους τελευταίους σχετικές διατάξεις, σε περίπτωση ελλείψεως αντίθετης συμφωνίας για καταβολή υπερτέρων αποδοχών εκείνων των δημόσιων εκπαιδευτικών. Ήδη, σύμφωνα με τον ν. 4024/2011, που ισχύει από 1.11.2011, αναμορφώθηκε ριζικά το σύστημα καθορισμού των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, και των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να επηρεασθεί αρνητικά το ύψος των νόμιμων αποδοχών τους. Κατά συνέπεια, εφαρμόζονται ευθέως και για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς, αφότου εφαρμόσθηκαν για τους δημοσίους εκπαιδευτικούς και οι διατάξεις των ν. 3383/2010, 3986/2011, 4002/2011 και 4024/2011 που αφορούν, μεταξύ άλλων, μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης, λόγω και της ρητής σε αυτές αναφοράς των διατάξεων του άρθρου 36 παρ. 1 ν. 682/1977. Ως εκ της εφαρμογής δε, των ρηθεισών διατάξεων επέρχεται αναγκαστικά εκ του νόμου μείωση των νομίμων αποδοχών και των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Όμως, η τυχόν καταβολή σε αυτούς, εκ μέρους των εργοδοτών, υπέρτερων των νομίμων ελαχίστων αποδοχών, όπως κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας, ως περιεχόμενο ατομικής σύμβασης εργασίας, ή επιχειρησιακής συνήθειας, δεν αποκλείεται. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μέχρι σήμερα, καθόσον οι θεσπισθείσες, δυνάμει του ν. 4335/2015 τροποποιήσεις στις διατάξεις για τα ένδικα μέσα, εφαρμόζονται κατ' άρθρο 9 παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 δικόγραφα) αναίρεση κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων επιτρέπεται μόνο στις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων με αριθμ. 1: "Αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. Α.Π. 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚπολΔ ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ' ουσία (Ολ. Α.Π. 10/2011, 2/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση προσβάλλεται η 26/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία έφεση των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων -ιδιωτικών εκπαιδευτικών- κατά της 80/2013 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου, με την οποία (αφού έγινε κατά ένα μέρος δεκτή αγωγή τους, με την οποία ζητούσαν καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, εφάπαξ παροχής άρθρ. 17 ν. 3758/2009) απορρίφθηκε η αγωγή κατά το μέρος αυτής που ζητούσαν διαφορές αποδοχών με βάση εκείνες που ελάμβαναν οι ομοιόβαθμοι τους δημόσιοι εκπαιδευτικοί, κατ' άρθρο 36 ν. 682/1977 όπως ίσχυαν, χωρίς τις μειώσεις που επέφεραν σ' αυτούς οι διατάξεις των ν. 4002/2011 και 4024/2011, ως και καταβολή της χρηματικής παροχής των 176 ευρώ. Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων τα εξής ουσιώδη: "Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως προς το κεφάλαιο που αφορά την καταβολή στους ενάγοντες επιπλέον ποσού στις μηνιαίες αποδοχές τους, ήτοι των αποδοχών που ελάμβαναν οι ομοιόβαθμοι τους δημόσιοι εκπαιδευτικοί κατ' άρθρο 36 ν. 682/1977 όπως ίσχυε, χωρίς όμως τις μειώσεις που επέφεραν οι διατάξεις των 4002/2011 και 4024/2011, έκρινε ότι εφόσον οι ενάγοντες εκθέτουν στην αγωγή τους ότι με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας τους δεν θεσπίζονταν ευνοϊκότεροι όροι αποδοχών αλλά καταβάλλονταν σ' αυτούς κάθε φορά οι προβλεπόμενες από το νόμο για τους εκπαιδευτικούς δημόσιας εκπαίδευσης αποδοχές κατ' άρθρο 36 ν. 682/1977, οι αποδοχές τους αυτές ακολουθούν κάθε μείωση αυτών που ο νομοθέτης θέσπισε με τις διατάξεις του ν. 4002/2011 και 4024/2011 και απέρριψε το αιτούμενο αυτό κονδύλιο (διαφορά μηνιαίων αποδοχών) ως μη νόμιμο...Με την έφεση τους οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή και κακή ερμηνεία του νόμου... Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι μ' αυτήν οι ενάγοντες εκθέτουν ότι με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας τους με την εναγομένη δεν θεσπίζονταν ευνοϊκότεροι όροι αποδοχών, αλλ' ότι καταβάλλονταν σ' αυτούς κάθε φορά οι προβλεπόμενες από το νόμο για τους εκπαιδευτικούς δημόσιας εκπαίδευσης αποδοχές κατ' άρθρο 36 του ν. 682/1977. Επομένως, εφόσον με τον ν. 4002/2011 και ν. 4024/2011 επήλθε μείωση των αποδοχών των δημοσίων εκπαιδευτικών, οι μειώσεις αυτές ισχύουν και για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς οι οποίοι αμείβονται με τις αποδοχές των ομοιόβαθμων τους δημοσίων εκπαιδευτικών και στων οποίων τις ατομικές συμβάσεις εργασίας δεν περιέχονται ευνοϊκότεροι όροι αποδοχών, ως εν προκειμένω... Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση που έκρινε τα ίδια και απέρριψε τα αιτούμενα αγωγικά κονδύλια ως μη νόμιμα ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο...". Υπό τις εκτεθείσες παραδοχές, το Μονομελές Πρωτοδικείο, καθόσον αφορά την απόρριψη ως μη νόμιμης της κύριας βάσης της αγωγής, κατά το ως άνω μέρος, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ρηθείσες διατάξεις και δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη σ' αυτό με το μοναδικό λόγο, κατά το πρώτο σκέλος του, αναιρετική πλημμέλεια, εκ του άρθρου 560 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Και τούτο διότι, από την παραδεκτή επισκόπηση της αγωγής, επί της οποίας η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφής επίκληση ότι: "Ως προς τις αποδοχές ημών, ιδιωτικών εκπαιδευτικών, το άρθρο 36 παρ. 1 ν. 682/1977 ορίζει στην ισχύουσα μορφή του, ότι οι αποδοχές μας κατ' ελάχιστο όριο ισούνται με τις ομοιόβαθμων δημόσιων εκπαιδευτικών, μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων, που δικαιούνται οι τελευταίοι...", το οποίο αποτέλεσε και περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας του καθενός ενάγοντος. Συνακόλουθα και ενόψει του ότι, καμμιά αναφορά δεν γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο περί συνομολογήσεως μεταξύ των διαδίκων μερών, κατά την κατάρτιση των ενδίκων συμβάσεων, ευνοϊκότερων των καθοριζομένων για τους δημόσιους εκπαιδευτικούς λειτουργούς αποδοχών, ούτε περί συγκεκριμένου, υπέρτερου του νομίμου, ύψους και χαρακτήρα αυτών, ούτε ότι τυχόν αποτέλεσε τέτοια συμφωνία περιεχόμενο της ατομικής τους σύμβασης εργασίας, αλλ' αντιθέτως γίνεται ρητή αναφορά στις αποδοχές τους - ως ιδιωτικών εκπαιδευτικών, κατά το άρθρο 36 ν. 682/1977, οι νόμιμες αποδοχές των αναιρεσειόντων, ενόψει αυτών, ακολουθούν τις αποδοχές των δημοσίων εκπαιδευτικών λειτουργών, όπως αυτές διαμορφώθηκαν, αφότου ίσχυσαν οι μειώσεις που επέφεραν οι ν. 4002/2011 και 4024/2011 και συνακόλουθα η ένδικη αγωγή, κατά το ως άνω μέρος της, επιδιώκοντας επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών, χωρίς τις εν λόγω μειώσεις έπασχε νομικής αβασιμότητας. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος αυτού, με το οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη η ίδια αναιρετική πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι περιλαμβάνεται στις μείζονες σκέψεις της ερμηνευτικό σφάλμα, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον εκ τούτου δεν ιδρύεται ο ρηθείς αναιρετικός λόγος. Με τον ίδιο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, οι αναιρεσείοντες, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, την ίδια εκ του άρθρου 560 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αναιρετική πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι: "άλλως και όλως επικουρικώς, ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί εμπίπτουν στο καθεστώς του ενιαίου μισθολογίου που εισήχθη με τα προαναφερόμενα νομοθετήματα και επέφερε περικοπές στις αποδοχές των δημόσιων εκπαιδευτικών, ακόμη και τότε η υπαγωγή των ιδιωτικών εκπαιδευτικών δεν μπορεί ν' αρχίσει πριν την 15.6.2012, επικαλούμενοι προς τούτο: α) την αριθμ. .../5.10.2012 επιστολή του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων που αναφέρει, σχολιάζοντας την 214/2012 Γνωμοδότηση του ΝΣΚ, ότι αυτή εφαρμόζεται μετά τη λήξη της σ.σ.ε., β) ότι η εν λόγω σ.σ.ε., κατά νομική ακριβολογία είναι η δ.α. 31/2010 που καταγγέλθηκε από την εργοδοσία την 15.6.2012, γ) ότι στην αριθμ. πρωτ. .../29.11.2012 επιστολή του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων διευκρινίζεται σαφώς ότι: "για το χρονικό διάστημα από 1η Νοεμβρίου 2011 έως και 15η Ιουνίου 2012, ως κανονιστική βάση προσδιορισμού των ελάχιστων αποδοχών κάθε ιδιωτικού εκπαιδευτικού της α' βάθμιας και β' βάθμιας εκπαίδευσης λογίζεται το προϊσχύσαν μισθολογικό σύστημα των δημόσιων εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ήτοι οι διατάξεις του Α μέρους του ν. 3205/2003 ως ίσχυαν την 31η Οκτωβρίου 2011". Με το ως άνω περιεχόμενο ο ρηθείς αναιρετικός λόγος, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας. Τούτο δε διότι οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται παραδεκτή και νόμιμη προβολή τέτοιου ισχυρισμού ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ούτε συνδρομή περιπτώσεως εκ του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ., για βραδεία προβολή του ενώπιον του Εφετείου, ούτε τέλος επικαλούνται στο αναιρετήριο ότι αφορούν τυχόν οι εν λόγω αιτιάσεις τις καθοριζόμενες από τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 εδαφ. α' - γ' εξαιρετικές περιπτώσεις. Σε κάθε όμως περίπτωση είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι: α) Με τη δ.α. 31/2010, που εκδόθηκε βασιζόμενη στη προγενέστερη ΔΑ 59/2008, η οποία ακυρώθηκε πρωτοδίκως με την 310/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που ήδη κατέστη τελεσίδικη, ορίζεται σαφώς στο άρθρο 2 αυτής ότι: "Οι νόμιμες αποδοχές των υπαγόμενων στην παρούσα απόφαση μισθωτών, ορίζονται με βάση την παρ. 1 του άρθρου 36 ν. 682/1977, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς", ενώ με το άρθρο 3 αυτής γίνεται μεν αναφορά σε "ευνοϊκότερες ρυθμίσεις" ή "ευνοϊκότερους όρους, που προβλέπονται στην προϊσχύσασα δ.α. 59/2008, σε κανονισμούς εργασίας, επιχειρησιακές ρυθμίσεις, πρακτική, ατομικές συμβάσεις" ως προς τις οποίες όμως δεν έγινε επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο, β) Με την παρ. 5 εδάφιο α' του άρθρου 38 ν. 3986/2011, ανεστάλησαν, μεταξύ άλλων, από 1.7.2011 και μέχρι τη θέσπιση νέου ενιαίου μισθολογίου οι διατάξεις του άρθρου 5, της παραγρ. Α.1 του άρθρου 30, Α1 του άρθρου 33, Α1 του άρθρου 35, Α1 του άρθρου 51 ν. 3205/2003, που ρυθμίζουν επιδόματα (χρόνου υπηρεσίας) στους δημοσίους υπαλλήλους συνεπώς και στους δημόσιους εκπαιδευτικούς λειτουργούς, γ) Με το άρθρο 4 παρ. 1 ν. 4024/2011, που δημοσιεύτηκε στις 27.10.2011 ορίστηκε ότι στο πεδίο εφαρμογής του Κεφ. Β' (άρθρα 4-32) υπάγονται ρητά και οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ με το άρθρο 12 αυτού ορίστηκε το σύστημα μισθολογικής εξέλιξης τους, με το άρθρο 13 ο τρόπος υπολογισμού του εισαγωγικού μηνιαίου βασικού μισθού σε κάθε βαθμό όλων των κατηγοριών προσωπικού, με το άρθρο 14 ότι οι αποδοχές κάθε υπαλλήλου αποτελούνται από το βασικό μισθό και τα διαλαμβανόμενα στα επόμενα άρθρα επιδόματα και δη στο άρθρο 15 (επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας και απομακρυσμένων παραμεθόριων περιοχών), στο άρθρο 17 (οικογενειακής παροχής), στο άρθρο 18 (θέσης ευθύνης προϊσταμένων οργανικών μονάδων του Δημοσίου, οποιουδήποτε επιπέδου), στο άρθρο 19 (κινήτρου επίτευξης στόχων και δημοσιονομικών στόχων) και στο άρθρο 30 (επιδόματος αλλοδαπής, επιμισθίου για την εκτέλεση υπηρεσίας στο εξωτερικό). Σύμφωνα δε με την παρ. 1 του άρθρου 30 καταργούνται όλα τα (πέραν των αναφερομένων στο Κεφ. Β' ) επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις. Τέλος, με τις μεταβατικές διατάξεις των παρ. 1 και 4 του άρθρου 32 ορίσθηκε ότι: "Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. ... Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου αρχίζει την 1.11.2011". Συνεπώς ενόψει του ότι εφαρμοστέες εκ του νόμου, επί των ιδιωτικών εκπαιδευτικών τυγχάνουν οι διατάξεις που ρυθμίζουν τις αποδοχές των δημόσιων εκπαιδευτικών, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων εκείνες των ν. 3383/2010, 3986/2011, 4002/2011, 4024/2011, λόγω της ρητής αναφοράς στις αποδοχές αυτών, με την διάταξη του άρθρου 36 παρ. 1 ν. 682/1977 (όπως ισχύει), δεν παρέχεται δυνατότητα και πεδίο εφαρμογής διαφορετικής χρονικής αφετηρίας, πέραν της καθοριζόμενης από τους Νόμους αυτούς. Αντίθετη άποψη θα οδηγούσε σε νομικό κενό, ως προς τα ζητήματα του καθορισμού των ελαχίστων νόμιμων αποδοχών των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, ελλείψει νομοθετικής βάσης, μετά την κατάργηση, με τον ν. 4024/2011, όλων των ειδικών γενικών ή ειδικών διατάξεων, που προΐσχυσαν και ρύθμιζαν μέχρι την ισχύ του ν. 4024/2011, τα αντίστοιχα θέματα των δημόσιων εκπαιδευτικών και οι οποίες αναντίρρητα έως τότε αφορούσαν και τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του δικαστηρίου, της αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ευφημίας Λαμπροπούλου: Με το άρθρο 3 παρ. 1 ν.δ. 3855/1958 οριζόταν ότι "Αι αποδοχαί του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών σχολείων παρακολουθούν τας αποδοχάς μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων (πολυετίας, ευδοκίμου παραμονής εν τω αυτώ βαθμώ, ακριβείας, ειδικού επιδόματος κλπ) ως και τας εκάστοτε αυξομειώσεις των εν ενεργεία ομοιοβάθμων των δημοσίων εκπαιδευτικών λειτουργών". Στη συνέχεια με το άρθρο 36 παρ. 1 ν. 682/1977, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 ν. 817/1978, ορίσθηκε ότι "Οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί λαμβάνουν τουλάχιστον τας εκάστοτε αποδοχάς των ομοιοβάθμων των δημοσίων εκπαιδευτικών μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων...". Από την αντιπαραβολή των ανωτέρω διατάξεων και ιδίως από το γεγονός ότι στη δεύτερη (νεότερη) δεν περιελήφθη η φράση "ως και τας εκάστοτε αυξομειώσεις" αλλά αντίθετα με αυτήν ορίσθηκε ότι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί λαμβάνουν "τουλάχιστον" τις εκάστοτε αποδοχές των ομοιοβάθμων τους δημοσίων εκπαιδευτικών, προκύπτει ότι αν με τη σύμβαση εργασίας μεταξύ ιδιωτικού εκπαιδευτικού και εργοδότη έχει συμφωνηθεί ότι ο πρώτος θα λαμβάνει αποδοχές ίσες προς εκείνες των δημόσιων εκπαιδευτικών και αν στη συνέχεια θεσπισθούν διατάξεις με τις οποίες επιβάλλονται μειώσεις των αποδοχών των δημόσιων εκπαιδευτικών (όπως αυτές των άρθρων 55 παρ. 23 ν. 4002/2011 και 30 ν. 4024/2011), οι τελευταίες αυτές διατάξεις δεν εφαρμόζονται στη σύμβαση μεταξύ του ιδιωτικού εκπαιδευτικού και του εργοδότη άνευ ετέρου, δηλαδή χωρίς νεότερη σχετική συμφωνία τους. Στην προκειμένη περίπτωση με την από 1.8.2012 αγωγή τους οι ήδη αναιρεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι είχαν προσληφθεί από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ως ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αρχικά ορισμένου χρόνου, μετατραπείσες στη συνέχεια σε αορίστου χρόνου και με συμφωνημένες αποδοχές ίσες προς εκείνες των ομοιοβάθμων τους δημόσιων εκπαιδευτικών με τα πάσης φύσεως επιδόματα που δικαιούνται οι τελευταίοι. Ζήτησαν δε, μεταξύ άλλων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, να τους επιδικασθούν τα αναφερόμενα σ' αυτήν ποσά, τα οποία η εναγομένη παρακράτησε μονομερώς, παράνομα και αντισυμβατικά από τις μηνιαίες αποδοχές τους, ισχυριζόμενη ότι αυτοί υπάγονται στις διατάξεις του ν. 4024/2011. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το κονδύλιο αυτό ως μη νόμιμο, μετά δε από έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το λόγο της εφέσεώς τους με τον οποίο αυτοί παραπονούνταν για την απόρριψη του προαναφερθέντος κονδυλίου, με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις των άρθρων 55 παρ. 23 ν. 4002/2011 και 30 ν. 4024/2011 έχουν απευθείας εφαρμογή και στους αναιρεσείοντες ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς. Έτσι που έκρινε το εφετείο, κατά τη γνώμη του μειοψηφούντος μέλους, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. και ειδικότερα παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες εφάρμοσε στην υπό κρίση διαφορά αν και δεν ήταν εφαρμοστέες κατά τα προεκτεθέντα. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, έπρεπε να γίνει δεκτός ο κύριος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πιο πάνω πλημμέλεια, παρελκούσης της έρευνας του επικουρικού και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το προαναφερθέν μέρος της. Μετά απ' αυτά πρέπει η κρινόμενη αίτηση ν' απορριφθεί, να συμψηφισθούν δε ολικά μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα (άρθρα 179 εδαφ. β και 183 Κ.ΠολΔ.).