Η προσωρινή σύνταξη Βασ. Γαμβρούδη, τ. Δ/ντή Υπ.Εργασίας Σχετικά με το καθεστώς της συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων σε φορείς δημόσιας ασφάλισης (ΕΦΚΑ) το άρθρο 38 του ν. 3996/11 προβλέπει, σε αντίθεση με τα μέχρι τώρα ισχύοντα προαιρετικού χαρακτήρα, ότι οι ασφαλιστικοί φορείς κοινωνικής ασφάλισης αλλά και το Δημόσιο, υποχρεούνται, το αργότερο μέσα σε τρείς (3) μήνες από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, να εκδίδουν την οριστική απόφαση συνταξιοδότησης. Σε περίπτωση διαδοχικής ασφάλισης το χρονικό διάστημα επιμηκύνεται σε έξι (6) μήνες. Αυτό υπό την προϋπόθεση ότι έχει εκδοθεί βεβαίωση χρόνου ασφάλισης. Αυτό ισχύει θεωρητικά μόνον. Είναι γνωστό για λόγους διάφορους (έλλειψη προσωπικού, κωλυσιεργία, αβελτηρία κλπ.) ότι αυτό δεν τηρείται. Απόδειξη ότι εκκρεμούν χιλιάδες αποφάσεις έκδοσης συνταξιοδότησης με πολυετή αναμονή. Γι' αυτό και πολλοί ασφαλισμένοι κάνουν χρήση του δικαιώματος έκδοσης προσωρινής σύνταξης. Σύμφωνα με τον πιο πάνω νόμο αν δεν είναι δυνατή, για οποιοδήποτε λόγο, η έκδοση οριστικής συνταξιοδοτικής απόφασης, μέσα στις πιο πάνω προθεσμίες ο ασφαλιστικός φορέας και εν προκειμένου ο ΕΦΚΑ, μετά τη συγχώνευση των φορέων, εκδίδει πράξη προσωρινής σύνταξης, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την υποβολή της αίτησης η οποία συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση σχετικά με το χρόνο ασφάλισης και την υποβολή των δικαιολογητικών που απαιτούνται. Σε περίπτωση διαδοχικής ασφάλισης το χρονικό είναι 75 ημέρες. Το ύψος του ποσού της προσωρινής σύνταξης αντιστοιχεί τουλάχιστον με το 80% της σύνταξης που προκύπτει από το χρόνο ασφάλισης και τις εισφορές ή τις αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη κατά περίπτωση για τον υπολογισμό της σύνταξης. Αυτό μέχρι το 2016. Το άρθρο 24 του ν. 4387/16 αυστηροποιεί τις προϋποθέσεις για την προσωρινή σύνταξη. Μέχρι την έκδοση της απόφασης οριστικής συνταξιοδότησης λόγω γήρατος καταβάλλεται στους δικαιούχους προσωρινή σύνταξη, το ύψος της οποίας υπολογίζεται ως εξής: α) Για τους μισθωτούς το 50% του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τους δώδεκα (12) μήνες ασφάλισης που προηγούνται της αίτησης συνταξιοδότησης. β ) Για τους αυτοαπασχολουμένους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους στον ΟΓΑ το 50% του μέσου μηνιαίου εισοδήματος των δώδεκα (12) τελευταίων μηνών ασφάλισης που προηγούνται της αίτησης συνταξιοδότησης. Ως μέσο μηνιαίο εισόδημα νοείται αυτό το οποίο προκύπτει από το πηλίκον του συνόλου των τρεχουσών εισφορών κύριας ασφάλισης που καταβλήθηκαν κατά τους μήνες αυτούς, διαιρουμένου δια του 20% και δια του 12. Όταν ο απονέμων τη σύνταξη φορέας είναι το Δημόσιο οι προθεσμίες ξεκινούν μετά την καταβολή των τριμήνων αποδοχών. Οι προσωρινές συντάξεις θα κυμαίνονται από 384 ευρώ έως 768 ευρώ (διπλάσιο της Εθνικής σύνταξης). Από αυτό προκύπτει ότι οι υψηλόμισθοι χάνουν. Το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται στον ασφαλισμένο με την προσωρινή σύνταξη συμψηφίζεται με το ποσό της σύνταξης που προκύπτει μετά την έκδοση της οριστικής πράξης απονομής σύνταξης. Εάν μετά τον έλεγχο των δικαιολογητικών, για την έκδοση της οριστικής πράξης απονομής της σύνταξης διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ή ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στην υπεύθυνη δήλωση του ασφαλισμένου δεν είναι ακριβή, θα αναζητηθούν τα ποσά συντάξεων που εισπράχθηκαν ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. Αν δεν προκύπτει υπαιτιότητα του ασφαλισμένου η επιστροφή των ποσών θα γίνεται άτοκα. Δεν μπορεί να δοθεί προσωρινή σύνταξη όταν: α) Δεν έχουν καταβληθεί τα απαραίτητα δικαιολογητικά β) Λαμβάνουν ταυτόχρονα και άλλη κύρια σύνταξη γ) Δεν έχει διακοπεί η εργασία δ) Δεν έχουν εξαγορασθεί τα πλασματικά χρόνια που προϋποθέτουν καταβολή χρημάτων ε) Υπάρχουν οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές. Ο νέος νόμος 4714/20 στο άρθρο 116 προβλέπει ορισμένες αλλαγές που αφορούν αυξήσεις, προκαταβολές, εφάπαξ κλπ. Ειδικότερα οι αλλαγές που προβλέπει ο νόμος αυτός είναι: - Η προσωρινή σύνταξη μισθωτών επανέρχεται πάλι στο 80% του μέσου μισθού του τελευταίου 12μήνου, αντί του 50% που προέβλεπε ο ν. 4387/16. Ο μέσος όρος του μηνιαίου μισθού βγαίνει από το άθροισμα του συνόλου των μισθών που καταβλήθηκαν στο 12μηνο πριν από την αίτηση δια του 12. Στην περίπτωση χορήγησης μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, το ποσό που υπολογίζεται κατά το προηγούμενο εδάφιο μειώνεται αντίστοιχα προς το ποσοστό μειώσεως που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις για κάθε μήνα που υπολείπεται της συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας για τη χορήγηση πλήρους σύνταξης. Στην περίπτωση χορήγησης σύνταξης σε όσους έχουν υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης και οι οποίοι έχουν ήδη αναλάβει ή αναλαμβάνουν από της δημοσιεύσεως του νόμου και εφεξής (31-7-2020) και δικαιούνται σύνταξης καταβάλλεται προσωρινή σύνταξη μειωμένη κατά ποσοστό 30% για όσο χρονικό διάστημα απασχολούνται. - Η προσωρινή σύνταξη για τους ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολουμένους και αγρότες αυξάνεται στο 70% του μέσου μηνιαίου εισοδήματος του τελευταίου 12μήνου, αντί του 50% του ν. 4387/16. Ο μέσος όρος του μηνιαίου εισοδήματος βγαίνει από το άθροισμα του συνόλου των εισφορών που καταβλήθηκαν στο 12μηνο πριν από την αίτηση διά του 0,20 και στη συνέχεια διά του 12. - Για τους συνταξιούχους λόγω θανάτου που δεν έχουν πάρει οριστική σύνταξη, η προσωρινή σύνταξη αυξάνεται στο 70% της σύνταξης του θανόντος και ουσιαστικά θα παίρνουν εξαρχής την οριστική σύνταξη, καθώς αυτή αντιστοιχεί στο 70% της σύνταξης του θανόντος. - Για τους δικαιούχους αναπηρικής σύνταξης η προσωρινή σύνταξη θα καταβάλλεται ανάλογα με το ποσοστό αναπηρίας, ως εξής: α) προσωρινή σύνταξη 50% με ποσοστό αναπηρίας έως 66,99% β) προσωρινή σύνταξη 75% με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99%. - Οι διατάξεις για την αύξηση των προσωρινών συντάξεων εφαρμόζονται αναδρομικά σε περιπτώσεις ασφαλισμένων που έχουν υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης από 13-5-16 (ν.4387/16) και δεν έχει εκδοθεί η οριστική σύνταξη. - Το κατώτατο όριο της προσωρινής σύνταξης μένει στα 384 ευρώ (εθνική σύνταξη) όπως και πριν για όλες τις κατηγορίες. - Το ανώτατο ποσό της προσωρινής σύνταξης για τους μισθωτούς παραμένει στα 768 ευρώ (διπλάσιο εθνικής). Για τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 2,5 εθνικές συντάξεις (2,5 x 384) = 960 αντί των 768 ευρώ. - Προσωρινή σύνταξη θα μπορούν να λαμβάνουν και όσοι συνταξιοδοτούνται με μειωμένη σύνταξη. Έτσι σε περίπτωση αίτησης για μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος το ποσό της προσωρινής σύνταξης μειώνεται κατά 0,5% για κάθε μήνα ή 6% για κάθε έτος, που υπολείπεται από τη συμπλήρωση του εκάστοτε ορίου ηλικίας για την πλήρη σύνταξη. - Θεσπίζεται εις το εξής, αλλά όχι με αναδρομική ισχύ, χορήγηση μειωμένης κατά 30% προσωρινής σύνταξης για συνταξιούχους που συνεχίζουν την εργασία τους και δεν έχουν πάρει οριστική σύνταξη, καθώς και για όσους αναλάβουν στο εξής εργασία μετά την αίτηση συνταξιοδότησης. Η μείωση 30% θα υπολογισθεί στα νέα ποσά των προσωρινών συντάξεων. - Η αίτηση για προσωρινή σύνταξη υποβάλλεται ηλεκτρονικά. Η προσωρινή σύνταξη χορηγείται εφόσον ο αιτών α) έχει συμπληρώσει στην ηλεκτρονική αίτηση συνταξιοδότησης όλα τα πεδία που είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό της σύνταξης. β) έχει συνυποβάλει υπεύθυνη δήλωση ειδικά ως προς την ακρίβεια του χρόνου ασφάλισης και των αποδοχών ή του εισοδήματος που δηλώνει στην αίτηση συνταξιοδότησης, καθώς και ότι πληροί τόσο τις προϋποθέσεις χορήγησης της προσωρινής σύνταξης, όσο και τις προϋποθέσεις χορήγησης της οριστικής σύνταξης. Ασφαλισμένος με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης οφείλει να δηλώσει αναλυτικά τα Ταμεία στα οποία ασφαλίστηκε διαδοχικά, τον χρόνο ασφάλισης ανά ενταχθέν Ταμείο και συνολικά τις αντίστοιχες αποδοχές / εισόδημα, τον τυχόν χρόνο παράλληλης ασφάλισής του, το Ταμείο στο οποίο έχει τυχόν οφειλές και το ποσό όπως προκύπτει από το σημείωμα του αρμόδιου τμήματος εισφορών. - Για ό,τι αφορά τις εφάπαξ παροχές, όπου αυτές προβλέπονται, ο τελευταίος νόμος προβλέπει την προκαταβολή μέρους του εφάπαξ ανάλογα με το ποσό που δικαιούται ο ασφαλισμένος. Τρείς είναι οι προϋποθέσεις χορήγησης της προκαταβολής. α) η πάροδος τριών (3) μηνών από την υποβολή αίτησης χορήγησης εφάπαξ παροχής β) η έκδοση οριστικής απόφασης κύριας σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας γ) η πραγματοποίηση ελάχιστου χρόνου ασφάλισης 20 ετών αυτοτελώς σε ένα πρώην φορέα απονομής εφάπαξ.