Η προσφυγή στη διαιτησία είναι δυνατή και όταν το ρυθμιστέο αντικείμενο είναι ο κανονισμός εργασίας Η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία είναι δυνατή σε κάθε περίπτωση όταν ρυθμιστέο αντικείμενο είναι ο κανονισμός εργασίας, καθώς και μια τέτοια περίπτωση αναπτύσσει ισχύ το άρθρο 12 παρ. 4 του ν.1767/88, όπως τροποποιήθηκε με τον ν.2224/94, κατά το οποίο σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ εργοδότη και συμβουλίου εργαζομένων για τη ρύθμιση θεμάτων κανονισμού εργασίας "η διαφορά επιλύεται με τη διαδικασία της μεσολάβησης και παραπομπή στη διαιτησία, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 του ν.1876/90". Και τούτο διότι σε περίπτωση που η επιχείρηση απασχολεί πάνω από 70 εργαζομένους είναι υποχρεωτική η κατάρτιση κανονισμού εργασίας, άλλως ο εργοδότης υφίσταται κυρώσεις. Κατά συνέπεια τυχόν εφαρμογή του άρθρου 16 του ν.1876/90, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 57 του ν.4635/2019 θα οδηγούσε σε αδιέξοδο. Πρωτ. Αθηνών 274/2023 Δικαστής: Ο κ. Αθαν. Πανταζόπουλος Δικηγόροι: Η κ. Μαρία Κουφοπούλου - Η κ. Σοφία Καζάκου - Ο κ. Γεωρ. Βουκελάτος. Σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 1876/1990, όπως οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 57 ν. 4635/2019, Φ.Ε.Κ. Α' 167/30.10.2019, "Η προσφυγή στη διαιτησία μπορεί να γίνεται σε οποιοδήποτε στάδιο των διαπραγματεύσεων με συμφωνία των μερών. Ειδικά για τις δημόσιες επιχειρήσεις του Κεφαλαίου Α' του ν. 3429/2005, όπως ισχύει, απαιτείται και η εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 56 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει. 2. Είναι δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία μονομερώς από οποιοδήποτε μέρος, ως έσχατο και επικουρικό μέσο επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας, μόνον στις εξής περιπτώσεις: α) εάν η συλλογική διαφορά αφορά επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του ν. 1264/1982, όπως συμπληρώθηκε με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 του ν. 1915/1990 και όπως αυτές ορίζονται στο Κεφάλαιο Α' του ν. 3429/2005, όπως ισχύει σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014, όπως ισχύει, β) εάν η συλλογική διαφορά αφορά στη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας και αποτύχουν οριστικά οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και η επίλυσή της επιβάλλεται από υπαρκτό λόγο γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος συνδεόμενο με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας. Οριστική αποτυχία των διαπραγματεύσεων θεωρείται ότι υπάρχει, εφόσον σωρευτικώς: (αα) έληξε η κανονιστική ισχύς τυχόν υπάρχουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 2 της Π.Υ.Σ. 6/2012 και (ββ) έχει εξαντληθεί κάθε άλλο μέσο συνεννόησης και συνδικαλιστικής δράσης, ενώ το μέρος που προσφεύγει μονομερώς στη διαιτησία συμμετείχε στη διαδικασία μεσολάβησης και αποδέχθηκε την πρόταση μεσολάβησης. Η αίτηση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία πρέπει να περιέχει και πλήρη αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που την δικαιολογούν, η δε διαιτητική απόφαση που εκδίδεται επί αυτής είναι άκυρη εάν δεν περιέχει και πλήρη αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δικαιολογούν τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία. Εάν η συλλογική διαφορά αφορά επιχείρηση του Κεφαλαίου Α' του ν. 3429/2005, όπως ισχύει σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014, όπως ισχύει, στην αίτηση επισυνάπτεται η γνώμη της διυπουργικής επιτροπής δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών του άρθρου 10 του ν. 3429/2005, όπως ισχύει, επί της συλλογικής διαφοράς. 3. Η διαιτησία διεξάγεται από έναν διαιτητή ή από Τριμελή Επιτροπή Διαιτησίας, αν το ζητήσει ένα εκ των μερών. Στην περίπτωση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, σύμφωνα με την παράγραφο 2 αυτού του άρθρου, διεξάγεται από Τριμελή Επιτροπή Διαιτησίας". Κατά δε την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του ν. 1264/1982, ως ίσχυε πριν τον ν. 4808/2021 (και εξακολουθεί να ισχύει ως προς τις κρινόμενες εδώ επιχειρήσεις), "Μεταξύ των επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου χαρακτηρίζονται οι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, οι οποίες ανήκουν σε ένα από τους ακόλουθους κλάδους: (α) Παροχής υγειονομικών υπηρεσιών από νοσηλευτικά εν γένει ιδρύματα [...]". Οι επιχειρήσεις δε κοινής ωφελείας, έχοντας εξ ορισμού ως αντικείμενο την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών για τους οποίους πρωτίστως ενδιαφέρεται το Κράτος, αποτελούν κατά κανόνα κατηγορία δημοσίων επιχειρήσεων που ελέγχονται από το Δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα ή οργανισμούς δημοσίου χαρακτήρα. Αποφασιστικό όμως στοιχείο για τον χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως κοινής ωφελείας δεν είναι η νομική μορφή ή ο φορέας της, ούτε το νομικό καθεστώς που διέπει την ίδρυση και λειτουργία της, αλλά η φύση των υπηρεσιών της, που πρέπει να είναι ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου (Ολ.Α.Π. 20/2006 Νόμος). Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 16 του ν. 1876/1990, "Η διαιτητική απόφαση πρέπει να περιέχει πλήρη και τεκμηριωμένη αιτιολογία σχετικά με τους όρους που τίθενται σε αυτή και οι οποίοι δεν μπορούν να έρχονται σε αντίθεση ή να τροποποιούν προβλέψεις της κείμενης νομοθεσίας. Στη διαιτητική απόφαση διατυπώνονται ρητώς όλοι οι κανονιστικοί όροι. Κανονιστικοί όροι άλλων εν ισχύι συλλογικών ρυθμίσεων εξακολουθούν να ισχύουν με τη διαιτητική απόφαση", ενώ "η πληρότητα της αιτιολογίας ελέγχεται δικαστικά, σύμφωνα με το άρθρο 16Β" του ίδιου νόμου. Ακόμη, κατά το άρθρο 16Α ν. 1876/1990 (το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο τέταρτο παρ. 4 ν. 4303/2014, Φ.Ε.Κ. Α' 231), "1. Κατά της απόφασης του διαιτητή ή της Τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας οποιοδήποτε από τα μέρη μπορεί να ασκήσει έφεση, που κατατίθεται στη γραμματεία του Ο.ΜΕ.Δ.Η προθεσμία της έφεσης είναι δέκα (10) ήμερες από την κοινοποίηση της απόφασης". Τέλος, κατά το άρθρο 16Β ν. 1876/1990 (το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο τέταρτο παρ. 4 ν. 4303/2014, Φ.Ε.Κ. Α' 231), "Σε περίπτωση που δεν ασκηθεί έφεση, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16Α, κατά απόφασης διαιτησίας που εκδόθηκε με τη διαδικασία του άρθρου 16, τα μέρη, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την πάροδο της προθεσμίας εφέσεως του άρθρου 16Α, μπορούν να ασκήσουν αγωγή περί του κύρους αυτής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά το άρθρο 16 στοιχείο 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αγωγή αυτή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. του ίδιου Κώδικα. Η σχετική αγωγή εγείρεται από συμμετέχοντα στη συλλογική διαφορά μέρη, η δε εκδοθησομένη απόφαση ισχύει για όλα τα δεσμευόμενα από τη διαιτητική απόφαση μέρη". Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι η μοναδική επιχειρησιακή συνδικαλιστική οργάνωση η οποία δραστηριοποιείται στο εναγόμενο. Ότι μετά τη λήξη της τελευταίας ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας, με την από 29.11.2017 πρόσκλησή της προς το εναγόμενο, το κάλεσε σε διαπραγματεύσεις για σύναψη νέας για τη ρύθμιση των όρων που θα περιλαμβάνονται στον κανονισμό εργασίας. Ότι έως τον Απρίλιο του 2019 διεξάγονταν διαπραγματεύσεις, οι οποίες ωστόσο δεν κατέληξαν σε σύναψη συλλογικής ρύθμισης, και ότι την 16η.4.2019 συμφώνησε με το εναγόμενο να προσφύγουν από κοινού ενώπιον του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας στην διαδικασία της μεσολάβησης, παρά την οποία ωστόσο το εναγόμενο αρνήθηκε την από κοινού προσφυγή στην διαδικασία της μεσολάβησης, με αποτέλεσμα την μονομερή προσφυγή του Συλλόγου Εργαζομένων στον Ο.ΜΕ.Δ. με την από 25.11.2019 αίτησή του, στην οποία (διαδικασία της μεσολάβησης), αν και το εναγόμενο προσκλήθηκε επανειλημμένως, δεν προσήλθε και διαπιστώθηκε η εκ μέρους του εναγόμενου άρνηση μεσολάβησης. Ότι, ακολούθως, ο ενάγων υπέβαλε ενώπιον του Ο.ΜΕ.Δ. την από 11.3.2020 αίτησή του, με την οποία ζητούσε μονομερώς την έναρξη της διαδικασίας διαιτησίας βάσει του άρθρου 16 του ν. 1876/1990, επί της οποίας εκδόθηκε απορριπτική απόφαση του Ο.ΜΕ.Δ., της οποίας η αναγνώριση της ακυρότητας διώκεται με την κρινόμενη αγωγή, καθώς δεν ασκήθηκε κατά αυτής έφεση σύμφωνα με το άρθρο 16Α ν. 1876/1990 ενώπιον της Πενταμελούς Επιτροπής του Ο.ΜΕ.Δ., για τον λόγο ότι εσφαλμένως κρίθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση πως δεν πληροί το ενάγον τις προϋποθέσεις του άρθρου 16 του ίδιου νόμου, δεχόμενη ότι ο χαρακτήρας του εναγόμενου είναι φορέας προνοιακής πολιτικής με προσανατολισμό στη συμβουλευτική, την απεξάρτηση και την επανένταξη των ατόμων, ενώ οι ιατρικά παρεχόμενες υπηρεσίες έχουν χαμηλό ποσοστό δραστηριότητας, δεδομένου ότι η δύναμή του σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό είναι σχεδόν μηδενική, ενώ, κατά την ενάγουσα, το εναγόμενο παρέχει υγειονομικές υπηρεσίες και, επομένως, ότι αντιβαίνει η απορριπτική απόφαση του Ο.ΜΕ.Δ. στο άρθρο 16 του ν. 1876/1990, καθώς και στο άρθρο 12 ν. 1767/1988, και, επικουρικώς, για τον λόγο ότι η διάταξη του άρθρου 16 του ν. 1876/1990 είναι αντισυνταγματική. Με βάση τα ανωτέρω η ενάγουσα ζητά να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η υπ' αριθμ. 8/2020 απόφαση της Τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας, συνολικά, άλλως καθ' ο μέρος απορρίπτει την προσφυγή της ως απαράδεκτη και αβάσιμη, και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 16 αριθμ. 5 και 25 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 16Β ν. 1876/1990), κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 αρ. 3 Κ.Πολ.Δ.), και ασκείται παραδεκτώς και εμπροθέσμως, καθώς οι διάδικοι συνομολογούν την κοινοποίηση σε αυτούς της διαιτητικής απόφασης την 16η.10.2020 και η υπό κρίση αγωγή έχει κατατεθεί την 4η.11.2020, οπότε και ολοκληρώθηκε η άσκησή της με την επίδοσή της στο εναγόμενο την ίδια ημέρα (βλ. υπ' αριθμ. .../4.11.2020 έκθεση επίδοσης Δικαστικού Επιμελητή Εφετείου Αθηνών Ι.Π.), ήτοι εντός της προθεσμίας των 10 ημερών μετά την πάροδο (άπρακτης) της δεκαήμερης προθεσμίας εφέσεως που προβλέπει το άρθρο 16Α ν. 1876/1990 και εντός της δεκαήμερης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 16Β ν. 1876/1990. Πρέπει δε να εξεταστεί ως προς το νόμω και το βάσιμο αυτής κατά τις διατάξεις που αναφέρονται στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού, την οποία αρνείται (αιτιολογημένα) η εναγόμενη. Με την υπό κρίση από 25.11.2020 και υπ' αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 87068 - 2170/2020 πρόσθετη παρέμβασή της η προσθέτως παρεμβαίνουσα-τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση εκθέτει ότι η ενάγουσα της κύριας αγωγής είναι μέλος της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Εργατικό Κέντρο Αθηνών", η οποία με τη σειρά της είναι μέλος της παρεμβαίνουσας. Ότι παρεμβαίνει στην κύρια δίκη υπέρ της ενάγουσας της κύριας αγωγής και κατά του ενάγοντος έχοντας έννομο συμφέρον προς τούτο, καθόσον είναι η πιο αντιπροσωπευτική τριτοβάθμια οργάνωση της χώρας, εκθέτοντας ότι ο κύριος λόγος της ένδικης αγωγής είναι βάσιμος, ενώ ο επικουρικός λόγος αντισυνταγματικότητας του άρθρου 16 του ν. 1876/1990 είναι μείζονος σημασίας που άπτονται των καταστατικών της σκοπών. Ζητά δε να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβασή της, να γίνει δεκτή η κύρια αγωγή και να καταδικαστεί η ενάγουσα της κύριας αγωγής-καθ' ής η πρόσθετη παρέμβαση στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η πρόσθετη παρέμβαση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των άρθρων και είναι νόμιμη. Στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 68, 80-82, 622 αριθμ. 2 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.Α.Π. 9/2007 Α.Π. 504/2017, Νόμος) και πρέπει να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή της με την ανωτέρω κύρια αγωγή, καθόσον αφορά σε παρεπόμενη διαφορά ανάμεσα σε διαφορετικούς διαδίκους, που υπάγονται στην ίδια διαδικασία και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ.). Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ.), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που διαλαμβάνονται στις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρα 261 παρ. 1 και 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση η οποία αποτελεί τη μοναδική επιχειρησιακή συνδικαλιστική οργάνωση που δραστηριοποιείται στο εναγόμενο, εκπροσωπώντας το σύνολο του προσωπικού και η οποία συστάθηκε με την υπ' αριθμ. 511/1995 από 1η.1.1995 απόφαση του Δικαστηρίου και εγγράφηκε στο Βιβλίο Σωματείων με αριθμό μητρώου 19890. Σύμφωνα δε με το καταστατικό της, το οποίο έχει τροποποιηθεί διαδοχικώς με την υπ' αριθμ. 5604/2004 απόφαση του Δικαστηρίου και την υπ' αριθμ. 300/2020 διάταξη του Ειρηνοδικείου Αθηνών που έχουν νομίμως εγγραφεί ως άνω στο οικείο βιβλίο, ο σκοπός του ενάγοντος σωματείου είναι κυρίως η διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών και επιστημονικών συμφερόντων των μελών του, η προστασία των πολιτικών, συνδικαλιστικών και δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων τους, και μέλη της μπορούν να είναι οι εργαζόμενοι στο εναγόμενο που αποδέχονται τους σκοπούς της. Με την από 12.7.2000 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ρυθμίστηκε ο κανονισμός εργασίας του εναγόμενου, ο οποίος τροποποιήθηκε με την από 30.6.2008 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας και εν συνεχεία με την από 9.10.2013 συλλογική σύμβαση εργασίας-κανονισμό εργασίας του εναγόμενου. Τέλος, με νέα συλλογική σύμβαση εργασίας, διάρκειας από την 1η.1.2016 έως τις 31.12.2016, ο κανονισμός εργασίας συνέχισε να ισχύει με τους όρους που είχαν διαμορφωθεί έως τότε. Με την από 29.11.2017 πρόσκληση του ενάγοντος προς το εναγόμενο, κοινοποιηθείσα την 30ή.11.2017 (βλ. υπ' αριθμ. .../30.11.2017 έκθεση επίδοσης Δικαστικού Επιμελητή Εφετείου Αθηνών Ι.Π.), η ενάγουσα συνδικαλιστική οργάνωση κάλεσε το εναγόμενο σε διαπραγματεύσεις για σύναψη νέας συλλογικής σύμβασης εργασίας για τη ρύθμιση των όρων που θα περιλαμβάνονται στον κανονισμό εργασίας, με επισύναψη του προτεινόμενου από την ίδια σχεδίου κανονισμού εργασίας και με ημερομηνία πρώτης συζήτησης την 7η.12.2017, χωρίς όμως οι διαπραγματεύσεις να καταλήξουν σε σύναψη νέας συλλογικής σύμβασης εργασίας. Ακολούθως, με την από 16.4.2019 έγγραφη συμφωνία των διαδίκων, τα μέρη αποφάσισαν να προσφύγουν από κοινού ενώπιον του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας στην διαδικασία της μεσολάβησης, προκειμένου να επέλθουν τροποποιήσεις στον Κανονισμό Προσωπικού σε συγκεκριμένα κεφάλαια, τη δημιουργία νέου συστήματος επιλογής και αξιολόγησης του προσωπικού, να ρυθμιστεί το πλαίσιο ετοιμότητας για εργασία (τηλεφωνικές εφημερίες) του προσωπικού θεραπείας και την επανεξέταση των αδειών ανατροφοδότησης και ειδικών συνθηκών του προσωπικού. Εντούτοις, αν και η σχετική διαδικασία εκκίνησε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. Μ-Δ 365/22Μ/25.11.2019 αίτηση του ενάγοντος που το ενάγον κατέθεσε στον Ο.ΜΕ.Δ., όπως προκύπτει από το από 20.12.2019 Πρακτικό Μεσολάβησης και από το από 29.1.2020 όμοιο Πρακτικό, οι εκπρόσωποι του εναγόμενου δεν προσήλθαν διαδοχικώς δύο φορές στη διαδικασία μεσολάβησης, αν και είχαν κληθεί προς τούτο, με αποτέλεσμα με το δεύτερο Πρακτικό να τερματιστεί η διαδικασία Μεσολάβησης. Εν συνεχεία, με την υπ' αριθμ. πρωτ. Μ-Δ:70/03Δ/11.3.2020 αίτηση της ενάγουσας προς τον Ο.ΜΕ.Δ. ζήτησε η τελευταία την διενέργεια διαιτησίας, μετά την αποτυχία των απευθείας διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση της συλλογικής σύμβασης εργασίας, η οποία απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 8/2020 διαιτητική απόφαση της Τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας με το σκεπτικό ότι το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. δεν συνιστά επιχείρηση δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, διότι δεν εμπίπτει ευθέως στις επιχειρήσεις δημόσιας ωφέλειας που απαριθμούνται στο άρθρο 19 παρ. 2, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην περίπτωση β' της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 16 του ν. 1876/1990, καθώς η σύνδεση με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ έμμεση και επομένως ισχνή και πως, αν ήταν ισχυρή, θα είχε ενταχθεί και στο πεδίο διάταξης του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 1264/1982. Η ως άνω αιτιολογία της εν λόγω διαιτητικής απόφασης δεν είναι πειστική, καθώς από της ιδρύσεώς του το εναγόμενο με το άρθρο 1 του ν. 1729/1987 έχει ως σκοπό του "τη θεραπεία, την επαγγελματική κατάρτιση και κοινωνική ένταξη των εξαρτημένων από φαρμακευτικές ουσίες ατόμων", ανεξαρτήτως του ότι δεν μετέρχεται μέσων όπως η χορήγηση υποκατάστατων φαρμακευτικών ή άλλων ουσιών για την απεξάρτηση των χρηστών, αφού αυτό δεν αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της θεραπείας των τελευταίων, κατά τα διδάγματα της σύγχρονης ιατρικής, δεδομένου ότι οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών, μετά την φάση απεξάρτησης των πρώτων ημερών χωρίς ουσίες, δυσχερώς μπορούν να επιτύχουν την οριστική απεξάρτησή τους δίχως την επιτυχή συμμετοχή τους στις διάφορες φάσεις που προβλέπουν τα δωρεάν παρεχόμενα προγράμματα του εναγόμενου, και ιδίως με την ένταξή τους σε θεραπευτικές κοινότητες με διάρκεια ικανού χρόνου παραμονής σε αυτές και επανένταξης υπό την εποπτεία και με την αρωγή του ενάγοντος. Εξάλλου, πριν την ίδρυσή του αντίστοιχες υπηρεσίες παρείχαν τα νοσηλευτικά ιδρύματα, τα οποία και αποσυμφορήθηκαν με την λειτουργία του. Το ίδιο ισχύει ως προς τους εθισμένους στην υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, οι οποίοι, κατά κανόνα, μόνο μέσα από συμβουλευτικά προγράμματα που το ενάγον παρέχει μπορούν να επιτύχουν την απεξάρτησή τους από το τελευταίο, ζήτημα που καταφανώς συνιστά ζήτημα δημόσιας υγείας. Εκ του λόγου αυτού δε το εναγόμενο εποπτεύεται από την ίδρυσή του από το Υπουργείο Υγείας, ενώ με τον ν. 4675/2020, που εκδόθηκε κατά την ημέρα προσφυγής στην διαιτησία από το εναγόμενο (Φ.Ε.Κ. Α' 54/11.3.2020), επιρωννύεται η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς τον χαρακτήρα του ενάγοντος (φορέας δημόσιας υγείας), αφού το εναγόμενο ρητώς εντάσσεται στις δομές και όργανα δημόσιας υγείας (άρθρο 5 αριθμ. 4 ν. 4675/2020), κατά τη σαφή βούληση του νομοθέτη ως φορέα "που προσφέρει υπηρεσίες στον τομέα της δημόσιας υγείας και της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας" (βλ. Αιτιολογική Έκθεση Νόμου 4675/2020). Κατά συνέπεια, το ενάγον παρέχει υγειονομικές υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 19 παρ. 2 του ν. 1264/1982 ζωτικής σημασίας για τις βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, αφού μεγάλος αριθμός πολιτών αντιμετωπίζει προβλήματα εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες και αλκοόλ με ολέθριες συνέπειες για την υγεία των ίδιων και την ζωή των οικείων τους, με προφανή εξοικονόμηση σοβαρών ποσών από την επανένταξη των χρηστών στην οικονομική ζωή της χώρας και την μη ενασχόληση της ποινικής δικαιοσύνης, των ιατρικών και κοινωνικών δομών με αυτούς μετά την επιτυχή επανένταξή τους, ανεξαρτήτως του ότι αυτό δεν επιτυγχάνεται προεχόντως με την απασχόληση ιατρικού-νοσηλευτικού προσωπικού, αλλά μόνο επικουρικώς, με την απασχόληση περιορισμένου ιατρικού προσωπικού στις δομές του ενάγοντος. Επιπλέον, όπως συνομολογείται και από το εναγόμενο, μετά τη λήξη της τελευταίας συλλογικής σύμβασης εργασίας, διάρκειας από την 1η.1.2016 έως τις 31.12.2016, ο κανονισμός εργασίας που υφίστατο έπαψε να ισχύει, χάριν του οποίου προεχόντως έλαβαν χώρα και οι προαναφερθείσες διαπραγματεύσεις. Κατά συνέπεια, αναπτύσσει εν προκειμένω ισχύ το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 1767/1988, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 2224/1994, κατά το οποίο, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ εργοδότη και συμβουλίου εργαζομένων για τη ρύθμιση θεμάτων όπως αυτό (κανονισμός εργασίας), "η διαφορά επιλύεται με τη διαδικασία της μεσολάβησης και παραπομπή στη διαιτησία, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 του ν. 1876/1990", αφού σε περίπτωση που η επιχείρηση απασχολεί πάνω από 70 εργαζόμενους είναι υποχρεωτική η κατάρτιση κανονισμού εργασίας, άλλως ο εργοδότης υφίσταται κυρώσεις. Κατά συνέπεια, τυχόν εφαρμογή του άρθρου 16 του ν. 1876/1990, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας, θα οδηγούσε σε αδιέξοδο (Κ. Παπαδημητρίου, Το σύστημα επίλυσης διαφορών εργασίας μετά το ν. 4635/2019, ΔΕΕ 2020, σ. 311). Ενόψει αυτών, παρέλκει η εξέταση του επικουρικού λόγου της κρινόμενης αγωγής και πρέπει, κατά παραδοχή τον κύριου λόγου αυτής, να γίνει δεκτή η αγωγή και η κύρια παρέμβαση και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της υπ' αριθμ. 8/2020 απόφασης της Τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας, ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ.).