Η καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, δεν συνιστά από μόνη της "μονομερή βλαπτική μεταβολή" εκτός αν γίνεται προς εξαναγκασμό αζημίας παραιτήσεως του μισθωτού (Επ' ευκαιρία της πρόσφατης υπ' αριθ. 677/2017 αποφάσεως του Α.Π.) Απ. Μετζητάκου πρ. Δ/ντού Υπ. Εργασίας - πρ. Αντιπροέδρου ΟΑΕΔ Περιεχόμενα Πρόλογος - Η έννοια της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής - Συνέπειες και δικαιώματα του μισθωτού επί μονομερούς μεταβολής - Διαζευκτικές δυνατότητες αποκρούσεως της μεταβολής, ή αποδοχής αυτής, ή θεωρήσεως ως άτακτης καταγγελίας - Πότε συντρέχει λόγος υπερημερίας του εργοδότου - Δυνατή και η προσφυγή σε ασφαλιστικά μέτρα - Δικαίωμα και προϋποθέσεις επισχέσεως της εργασίας - Τρόπος και χρόνος καταβολής του μισθού - Τι περιλαμβάνει ο μισθός της υπερημερίας - Υπέρμετρα βάρη των επιχειρήσεων στις περιπτώσεις ανεκπλήρωτων υποχρεώσεών τους, ιδίως όταν η καθυστέρηση του οφειλομένου μισθού οφείλεται σε δόλο και κακοβουλία του εργοδότου - Ενέργειες και παραλείψεις που υποκρύπτουν ενδεχόμενη δολιότητα - Η εκτίμηση των στοιχείων της δολιότητος ή της κακοβουλίας, ανήκει στην κρίση των δικαστηρίων - Η ύπαρξη "αιτιώδους συνάφειας" μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς του εργοδότου και της ζημίας του μισθωτού από τον εξαναγκασμό του σε αποχώρηση - Ασήμαντη αξίωση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών εναντίον φερέγγυου και αξιόχρεου εργοδότου δεν μπορεί να ταυτισθεί με δολία συμπεριφορά - Στοιχεία που αποτελούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την συνδρομή μονομερούς βλαπτικής μεταβολής - Περιπτώσεις βλαπτικής ή μη μονομερούς μεταβολής κατά την νομολογία των δικαστηρίων - Επιτρεπτή η μονομερής μεταβολή στις περιπτώσεις επιφυλάξεως του δικαιώματος αυτού από τον εργοδότη, εφόσον βέβαια δεν προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη, ή δεν υπερβαίνει τα όρια και τους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ - Ποίος φέρει το βάρος αποδείξεως των περιστατικών που συνιστούν βλαπτική μεταβολή - Βιβλιογραφία. Πρόλογος Στον απόηχο της οικονομικής και κοινωνικής κρίσεως των "μνημονιακών χρόνων" όπου ο νόμος συνδέεται προφανώς με τις πιεστικές αξιώσεις και σκοπιμότητες των "εταίρων - δανειστών" της χώρας και ως εκ τούτου έχει χάσει την αίσθηση της κοινωνικής πραγματικότητας, που γίνεται ακόμη χειρότερη από την συχνή μεταβλητικότητα των νόμων, την αμφισβήτηση της νομικής ορθότητας, είτε των πράξεων της Διοικήσεως, είτε των δικαστικών αποφάσεων, προς δε και τις προβαλλόμενες διαφορετικές απόψεις των θεωρητικών "ειδημόνων" κ.λπ., ανέκυψε τελευταίως το ζήτημα -επ' ευκαιρία της πρόσφατης αναιρετικής αποφάσεως του Α.Π. υπ' αριθ. 677/2017- αν η καθυστέρηση καταβολής οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών και μάλιστα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, συνιστά, ή όχι "μονομερή βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της εργασιακής του συμβάσεως" που τον εξαναγκάζει "αζημίως" σε "αποχώρηση από την εργασία του". Υπόψει ότι, τέτοιες καταστάσεις, όπως η προεκτεθείσα, εμφανίζουν τελευταίως πολλαπλή συχνότητα που δίνει την εντύπωση -σε συνδυασμό με άλλες παρεμφερείς παραβατικότητες- μιας εικόνας "αποσαθρωμένης" αγοράς εργασίας, η οποία, όχι μόνο ανακουφίζει εργοδότες και εργαζομένους, αλλά δημιουργεί συνείδηση μιας επιτεινομένης συγχύσεως και "αστάθειας δικαίου". Γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη υπενθυμίσεως καταγραφής και αναλύσεως των σχετικών διατάξεων του νόμου και της σχηματισθείσης νομολογίας των δικαστηρίων, επί του ανακύψαντος ως άνω ζητήματος. Η έννοια της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής Την έννοια της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής την δίνει ο νόμος και συγκεκριμένα το άρθρο 7, εδαφ. α. Ν. 2112/20. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές "πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλο θεωρείται ως καταγγελία αυτής. Ανάγκη να επισημανθεί ότι τα αμέσως ανωτέρω -για την ταυτότητα του νομικού λόγου- ισχύουν και για το εργατοτεχνικό προσωπικό πλην όμως ισχύουν μόνο επί εγκύρων συμβάσεων αορίστου χρόνου (Α.Π. 349/53, Α.Π. 1414/2001, Α.Π. 817/70, Πρωτ. Πειρ. 4427/58, Α.Π. 162/93, Α.Π. 995/82, Α.Π. 586/85, Α.Π. 151/88). Ειδικότερα, κατά την έννοια της προαναφερθείσης διατάξεως "μονομερής μεταβολή" θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας που γίνεται από τον εργοδότη χωρίς αυτός να έχει δικαίωμα για την τροποποίηση που να προβλέπεται από τον νόμο (Α.Π. 1181/89, Α.Π. 240/85) ή την ατομική σύμβαση εργασίας (Εφ. Αθ. 245/2001, Α.Π. 1284/2013) ή τον εσωτερικό κανονισμό εργασίας (Α.Π. 200/99, Εφ. Αθ. 455/92, Α.Π. 675/91), όταν μάλιστα ο κανονισμός έχει ισχύ νόμου ή από την εξουσία του εργοδότου στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος, όταν βέβαια η τροποποίηση γίνεται καταχρηστικώς (Α.Π. 447/2015). Η απαγόρευση μεταβολής αφορά, εν συμπεράσματι, τους συμβατικούς όρους και όχι τυχόν άλλες παρανομίες του εργοδότου (Α.Π. 867/76). Επίσης ανάγκη να τονισθεί ότι για την εφαρμογή της προεκτεθείσης διατάξεως, δεν αρκεί η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής, αλλά απαιτείται επί πλέον να προκαλεί στον εργαζόμενο άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία (Α.Π. 605/91, Α.Π. 1227/93, Α.Π. 1332/84, Α.Π. 299/83, Α.Π. 13/87, Εφ. Αθ. 68/97). Βέβαια ο εργοδότης στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος έχει εξουσία να καθορίζει και να ρυθμίζει κάθε θέμα που αφορά την οργάνωση και την λειτουργία της επιχειρήσεώς του πλην όμως το δικαίωμα αυτό δεν είναι απεριόριστο και ανέλεγκτο. Δηλαδή είναι δυνατό να περιορίζεται με ειδικές διατάξεις νόμου, ή με Σ.Σ.Ε., ή με κανονισμό, ή ακόμη και με ατομική σύμβαση εργασίας. Είναι δικαίωμα διαπλαστικό, διαρκές, ανακλητό, μεταβιβαστό, δεκτικό περιορισμού, αλλά ανεπίδεκτο παραιτήσεως. Υπέρβαση των ορίων του εργοδοτικού δικαιώματος συνιστά καταχρηστική άσκηση ή μονομερή βλαπτική για τον μισθωτό μεταβολή της συμβάσεώς του (Α.Π. 382/66, Α.Π. 787/70, Α.Π. 1332/84, Α.Π. 467/70, Α.Π. 479/72, Α.Π. 1332/84). Συνέπειες - δικαιώματα του μισθωτού επί μονομερούς βλαπτικής μεταβολής Εάν συντρέξει λόγος μονομερούς βλαπτικής μεταβολής, ο μισθωτός σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 288, 648, 652 παρ. 1 και 656, παρ. 1 ΑΚ, έχει διαζευκτικά τις εξής δυνατότητες: α) Είτε να αποδεχθεί την μεταβολή ακόμη και σιωπηρώς (Α.Π. 151/88, Α.Π. 698/89, Α.Π. 447/2015) β) είτε να αποκρούσει την μεταβολή επιμένοντας στην εφαρμογή των αρχικών όρων της συμβάσεως γ) είτε τέλος να αποκρούσει την μεταβολή και να την θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως προερχομένη από τον εργοδότη (Α.Π. 974/72, Α.Π. 202/73, Α.Π. 494/90) αξιώνοντας την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως εφόσον βέβαια η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου (Α.Π. 94/95, Α.Π. 211/2002, Α.Π. 559/2001, Α.Π. 1792/2001, Α.Π. 346/2014, Α.Π. 1344/2014). Ειδικότερα, επί των διαζευκτικών ως άνω δικαιωμάτων του μισθωτού, παρατηρητέα τα ακόλουθα: Στην πρώτη περίπτωση (α) της αποδοχής της μεταβολής ιδρύεται κατά την διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ νέα σύμβαση εργασίας, τροποποιητική της αρχικής. Ωστόσο, για να επιτύχει ο εργοδότης την επιδιωκομένη τροποποίηση της συμβάσεως, οφείλει προηγουμένως να καταγγείλει την υφισταμένη σχέση εργασίας, προτείνοντας συγχρόνως την μεταβολή των όρων αυτής, ώστε η ενέργεια της καταγγελίας να τελεί υπό την "αίρεση της αποκρούσεως" της προτάσεως από τον εργαζόμενο τροποποιητική καταγγελία). Αν η σχέση εργασίας είναι "ορισμένου χρόνου" τότε η καταγγελία θα πρέπει να γίνει πριν από την λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου και βεβαίως μόνο για "σπουδαίο λόγο" και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 672, 674 ΑΚ. Αν πρόκειται για σύμβαση (σχέση) αορίστου χρόνου, τότε η καταγγελία γίνεται με τις νόμιμες προϋποθέσεις. Οίκοθεν νοείται, αλλά και σύμφωνα πάντοτε με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 178 ΑΚ προκύπτει ότι, η νέα σύμβαση εφόσον δεν αντιστρατεύεται τα χρηστά ήθη ή δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου, καταλύει το δικαίωμα του μισθωτού να ζητήσει εκ νέου την εκπλήρωση της παροχής με τους αρχικούς όρους. Γεγονός που σημαίνει ότι, τυχόν διαμαρτυρία του εργαζομένου, ή διατύπωση επιφυλάξεων για την γενομένη τροποποίηση της συμβάσεως δεν έχει καμιά σημασία, ιδίως όταν ο εργαζόμενος παραμένει στην επιχείρηση απασχολούμενος υπό τους νέους όρους. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο μισθωτός ισχυρισθεί ότι δέχθηκε την τροποποίηση των αρχικών όρων της συμβάσεώς του, επειδή απειλήθηκε με απόλυση. Όλα αυτά βέβαια με την επιφύλαξη του άρθρου 281 ΑΚ περί καταχρήσεως δικαιώματος. Τέλος ανάγκη να διευκρινισθεί ότι, αν για την σύσταση της αρχικής συμβάσεως απαιτήθηκε η τήρηση ενός συγκεκριμένου νόμιμου τύπου τότε ο ίδιος τύπος απαιτείται και για την τροποποίησή της (Άρθρο 164 ΑΚ). Στην δεύτερη περίπτωση (β) ήτοι στην απόκρουση της μεταβολής και την επιμονή του εργαζομένου να εφαρμοσθούν οι αρχικώς συνομολογηθέντες όροι εργασίας, περιάγει τον εργοδότη σε υπερημερία, εφόσον ο τελευταίος αυτός αρνείται να δεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού (Α.Π. 321/81, Α.Π. 974/72, Α.Π. 1839/2008, Α.Π. 1306/2005, Α.Π. 453/99, Α.Π. 446/82, Α.Π. 211/2002, Α.Π. 1792/2001). Πάντως δεν είναι απαραίτητο να εγκαταλείψει ο μισθωτός την εργασία του, δυνάμενος να συνεχίσει να εργάζεται με τους νέους όρους, επιφυλασσόμενος για τα δικαιώματά του (Εφ. Αθ. 6067/96, Α.Π. 854/86), προς δε και να προσφύγει στο δικαστήριο, εγείροντας αναγνωριστική αγωγή, αιτούμενος να υποχρεωθεί ο εργοδότης να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (Α.Π. 447/2015, Εφ. Αθ. 8692/84). Επιτρέπεται επίσης η απόκρουση της μεταβολής και με την διαδικασία των "ασφαλιστικών" μέτρων, προς δε και με την ένσταση καταχρήσεως του δικαιώματος κατά το άρθρο 281 ΑΚ (Α.Π. 435/92). Εξάλλου σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 325, 329, 353 και 656 ΑΚ, ο εργαζόμενος που έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότου του, σχετική με την οφειλομένη απ' αυτόν παροχή εργασίας -ιδίως στις περιπτώσεις καταβολής του μισθού αλλά και για άλλες παραβάσεις του εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος- δικαιούται ασκώντας το δικαίωμα "επισχέσεως" της εργασίας, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, έως ότου ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Σύμφωνα με τα νομολογηθέντα, το δικαίωμα της επισχέσεως δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστού προς εκπλήρωση της οφειλομένης από αυτόν αντιπαροχής (Α.Π. 447/2015, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα της επισχέσεως μπορεί να ασκηθεί και στην περίπτωση μονομερούς εκ μέρους του εργοδότου, βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του μισθωτού, ήτοι ένας τρόπος αντιδράσεως στην μεταβολή). Περιπτώσεις καταχρηστικής επισχέσεως Ωστόσο κατά την υπ' αριθ. 664/2016 απόφαση του Μον. Πρωτοδικείου Αθηνών η άσκηση του δικαιώματος της "επισχέσεως" πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, δηλαδή να αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε, διαφορετικά η άσκησή του είναι καταχρηστική, προς δε και παράνομη και συνεπώς δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Με την σκέψη αυτή το παραπάνω δικαστήριο θεωρεί ως καταχρηστικώς ασκούμενο το δικαίωμα της επισχέσεως εργασίας του μισθωτού στις περιπτώσεις εκείνες που δεν υπάρχει χρονολογικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότου, όπως της πληρωμής των ληξιπροθέσμων μισθών, ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότου, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες, ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία του, ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι' αυτόν περιστάσεις, ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση πάντοτε με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου (φερέγγυου) εργοδότου, ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότου, ή όταν ο μισθωτός για να λάβει τον μισθό του από τον υπερήμερο εργοδότη παραμένει με την θέλησή του για μακρό χρονικό διάστημα άνεργος και αποφεύγει αδικαιολόγητα και κακόβουλα να φροντίσει για ανεύρεση άλλης εργασίας, ενώ μπορεί εύκολα να ανεύρει και να προσφέρει την εργασία του σε άλλον εργοδότη. (Βλέπετε επίσης και τις υπ' αριθ. 1248/2015 και 940/2015 αποφάσεις του Α.Π.). Στις δυνατότητες αξιώσεως του μισθωτού της τρίτης (γ) περιπτώσεως ήτοι στην απόκρουση της μεταβολής από τον εργαζόμενο, παρέχεται το δικαίωμα σ' αυτόν να θεωρήσει αυτήν ως "άτακτη καταγγελία" της συμβάσεως προερχομένη από τον εργοδότη και να αποχωρήσει αξιώνοντας την νόμιμη αποζημίωση. Υπόψει ότι η εξάμηνη προθεσμία αξιώσεως της αποζημιώσεως, σύμφωνα, με το άρθρο 6, παρ. 2 του Ν. 3198/55 αρχίζει από την ημέρα αποκρούσεως της μεταβολής (Εφ. Αθ. 188/82, Α.Π. 274/63) και ότι, οι διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 2112/20 έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις σχέσεις "εμμίσθου εντολής" των δικηγόρων (Α.Π. 25/2002, Α.Π. 1414/2001). Τέλος, δεν αποκλείεται κατά τα άρθρα 57, 58 και 932 ΑΚ, να ζητηθεί από τον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον βέβαια η μεταβολή που γίνεται συνοδεύεται από συνθήκες βλαπτικές ή μειωτικές για την προσωπικότητά του (Α.Π. 1227/91, Α.Π. 1431/2002, Α.Π. 89/67, Α.Π. 674/91, Α.Π. 675/91, Α.Π. 967/91, Εφ. Αθ. 4552/92, Α.Π. 1930/2008, Α.Π. 63/2012, Α.Π. 861/2015, Α.Π. 173/2016). Τρόπος και χρόνος καταβολής του μισθού - Υπερημερία του εργοδότου Η καθυστέρηση καταβολής του μισθού, προϋποθέτει την προηγουμένη παραβίαση της εργοδοτικής υποχρεώσεως σε ό,τι αφορά τον τρόπο και τον χρόνο καταβολής του μισθού στον δικαιούχο. Υπενθυμίζεται ότι, κατά την διάταξη του άρθρου 656, εφ. α ΑΚ, ο μισθός πρέπει να καταβάλλεται στο τέλος κάθε χρονικού διαστήματος - ημέρας - εβδομάδος - μηνός - δηλαδή σε τακτά χρονικά διαστήματα, η τελευταία ημέρα εκάστη των οποίων θεωρείται ως δήλη ημέρα καταβολής (άρθρα 341, 345 και 655 ΑΚ). Επειδή οι προαναφερθείσες διατάξεις είναι "ενδοτικού" δικαίου, είναι επιτρεπτή με συμφωνία των μερών, ή και σιωπηρά ακόμη να καθορισθεί διαφορετική ημέρα δηλαδή σε ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 142/71). Τα διαστήματα αυτά μπορεί να καθορίζονται και με Σ.Σ.Ε. ή με την ακολουθητέα επιχειρησιακή συνήθεια (πρακτική). Πάντως ο μισθός που συμφωνείται κατά μήνα καταβάλλεται στο τέλος κάθε ημερολογιακού μηνός (Εφ. Αθ. 670/70. Εφ. Θεσ. 3531/89). Σε κάθε περίπτωση ο μισθός είναι απαιτητός μόλις λήξει η σχέση εργασίας και αντιστοιχεί έως τον χρόνο της λήξεως της. Υπόψει ακόμη ότι, η ημερομηνία καταβολής του μισθού, πρέπει να καταγράφεται και στις "Γνωστοποιήσεις των όρων εργασίας του Π.Δ. 156/94, ήτοι στοιχείο που προκύπτει και διαπιστώνεται και από τα εκκαθαριστικά σημειώματα του Ν. 4254/2014, στα οποία γίνεται και η ανάλυση των πάσης φύσεως αποδοχών, είτε των "νομίμων" είτε των "συμβατικών" προς δε και των "προσθέτων" αμοιβών. Ο συμφωνημένος χρόνος πληρωμής δεν μπορεί να αλλάξει με μονομερή πρωτοβουλία του εργοδότου και συνεπώς τυχόν καθυστέρηση καταβολής του μισθού αποτελεί αδίκημα, οι συνέπειες του οποίου πέραν της πειθαρχικής διοικητικής διώξεως του εργοδότου από τα όργανα του ΣΕΠΕ, καθιστούν αυτόν "υπερήμερο" (άρθρο 341 ΑΚ). Υπενθυμίζεται ακόμη ότι, ως μισθός για τον οποίο οφείλονται τόκοι για υπέρβαση της "δήλης" ημέρας, θεωρούνται πέραν των τακτικών αποδοχών και οι αξιώσεις για υπερεργασιακή ή υπερωριακή εργασία, προς δε και οι αξιώσεις για απασχόληση του μισθωτού κατά τις Κυριακές, εορτές και νυκτερινές ώρες (Α.Π. 655/2005, Α.Π. 174/91, Α.Π. 2068/90, Α.Π. 694/72, Εφ. Αθ. 2872/96). Από τα όσα εν συντομία εκτέθηκαν σχετικά με το αδίκημα καθυστερήσεως καταβολής του μισθού που είναι και ποινικό αδίκημα (ΑΝ 690/45 Ν. 2336/95 αρθρ. 8, γίνεται πασιφανές ότι τα βάρη των επιχειρήσεων στις προαναφερθείσες περιπτώσεις -ιδίως στις μακρόχρονες ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις τους- γίνονται δυσβάστακτα έστω και γι' αυτές που δεν έχουν επιδείξει δολιότητα και κακοβουλία, κατά την μακρόχρονη λειτουργία τους αλλά οφείλονται σε δικαιολογημένη ταμειακή δυσχέρεια. Ήτοι λόγος που οδήγησε την νομολογία να διακρίνει την ύπαρξη (συνδρομή) ή όχι της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής στα ζητήματα καθυστερήσεως καταβολής των οφειλομένων μισθών στην εργοδοτική συμπεριφορά που οφείλεται είτε σε κακόβουλη και δολία προαίρεση του εργοδότου να εξαναγκάσει τον μισθωτό σε αποχώρηση-παραίτηση χωρίς να λάβει την νόμιμη αποζημίωση, προς δε και να στερηθεί του επιδόματος ανεργίας, είτε σε δικαιολογημένη και πραγματική αδυναμία εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του που οφείλεται ιδίως στην σημερινή οικονομική κρίση. Το βάρος και η ευθύνη της δικαστικής κρίσεως για τα παραπάνω ζητήματα ερευνώνται εντός των περιορισμών και των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών του άρθρου 281 ΑΚ το οποίο αποβλέπει, όχι μόνο στην εξυπηρέτηση του "οικονομικού" σκοπού, αλλά και του "κοινωνικού" τα οποία αμφότερα στηρίζουν το λεγόμενο "συλλογικό δημόσιο συμφέρον. Μόνη η εξυπηρέτηση ενός εκ των δύο σκοπών δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ο μισθός σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ, εκτός του ότι είναι αναγκαίος όρος για την σύμβαση εργασίας, και αποτελεί αντάλλαγμα της παρεχομένης συμφωνηθείσης εργασίας λειτουργεί κυρίως ως μέσο βιοπορισμού του μισθωτού και της οικογενείας του (Α.Π. 985/79, Α.Π. 870/72, Α.Π. 557/73, Α.Π. 436/59 κ.λπ.) και κυρίως προστατεύεται, με την έννοια ότι απαγορεύεται ο συμψηφισμός του για απαιτήσεις του εργοδότου οποιασδήποτε αιτίας. Δεν κατάσχεται (άρθρα 664 παρ. 3 ΑΚ) εκτός αν πρόκειται για χρέη προς το Δημόσιο ύψους 1/4 ή για ικανοποίηση απαιτήσεων διατροφής ύψους 1/2 κατ' ανώτατο όριο. Δεν εκχωρείται (Άρθρ. 464 ΑΚ), η δε τυχόν συμφωνία περί παραιτήσεως του μισθωτού από τις νόμιμες μισθολογικές αξιώσεις είναι άκυρη (Α.Π. 216/89, Α.Π. 887/89). Ενόψει των ανωτέρω θεωρούμε ότι η συστηματική δολία καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών, συνιστά μείζονα λόγο μονομερούς βλαπτικής μεταβολής. Έτσι λοιπόν, όταν έχει κάποιος από την σημερινή οπτική γωνία της χώρας μας, μια έστω και απλή εμπειρία για το πώς κινείται η αγορά εργασίας, όχι μόνο στον εσωτερικό αλλά και τον διεθνή στίβο με την συνεχή σύγκρουση συμφερόντων μεγάλων ή μικρών πανίσχυρων ομάδων, δηλαδή μια κόντρα που μαίνεται κυρίως στο παρασκήνιο είναι δύσκολο να καταλήξει στο συμπέρασμα μιας "λογικής των ισοδυνάμων" που αφορά πρωτίστως την κοινωνική οικονομία της αγοράς. Το βάρος αυτό της κρίσεως εν κατακλείδι πέφτει στους ώμους της δικαιοσύνης στην προσπάθεια με τις αποφάσεις της να γίνει ο εξισορροπιστής των τάσεων και των αντιθέσεων γι' αυτό και παρίσταται ανάγκη να προσφύγουμε και να παραπέμψουμε τον αναγνώστη στην πλούσια νομολογία που παρατίθεται στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο της μελέτης μας. Η καθυστέρηση καταβολής του μισθού οφειλομένη σε δολία ή μη συμπεριφορά του εργοδότου Μέχρι σήμερα η νομολογία των δικαστηρίων όλων των βαθμίδων έχει ταχθεί υπέρ της απόψεως ότι μόνη η καθυστέρηση καταβολής του μισθού δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής συμβάσεως, εκτός αν γίνεται δολίως, ώστε να εξαναγκασθεί ο μισθωτός σε αποχώρηση από την εργασία του, χωρίς να λάβει την νόμιμη ή συμφωνηθείσα αποζημίωση (Α.Π. 1203/98, Εφ. Αθ. 8194/90, Εφ. Αθ. 6908/74, Εφ. Αθ. 5583/2001, Εφ. Αθ. 1489/90, Εφ. Πατρών 573/97, Α.Π. 381/2012, Α.Π. 447/2015, Α.Π. 1049/2007, Α.Π. 1303/2005, Μον. Πρωτ. Αθ. 664/2014, Α.Π. 447/2015, Μον. Πρωτ. Αθ. 51/2012, Α.Π. 795/2007 και τέλος η πρόσφατη υπ' αριθ. 677/2017 απόφαση του Α.Π. η οποία αναιρεί την υπ’αριθ. 2227/2015 απόφαση του Μον. Εφ. Αθηνών κατά το σκεπτικό της παραπέμποντας την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή). Από το σκεπτικό και το διατακτικό των παραπάνω αποφάσεων προκύπτει ότι, η βλαπτικότητα της καθυστερήσεως ή της μη καταβολής του μισθού και ιδίως μακροχρονίως, ώστε να θεωρηθεί ως "μονομερής μεταβολή" των όρων εργασίας, πρέπει να συνδέεται με την πρόθεση του υποχρέου εργοδότου να εξαναγκάσει τον μισθωτό σε παραίτηση αποφεύγοντας να καταβάλλει σ' αυτόν την νόμιμη ή την συμφωνηθείσα αποζημίωση απολύσεως, ενώ παραλλήλως ο αποχωρήσας μισθωτός θα απωλέσει και το δικαίωμα απολήψεως του επιδόματος ανεργίας από τον ΟΑΕΔ. Η εργοδοτική αυτή συμπεριφορά χαρακτηρίζεται ως "δολία" και "κακόβουλη" και εφόσον διαπιστωθεί ότι πράγματι συντρέχει τέτοια πρόθεση, τότε και μόνο ενεργοποιούνται οι έννομες συνέπειες της μονομερούς βλαπτικής για τον μισθωτό μεταβολής. Σύμφωνα με τα κατά καιρούς νομολογηθέντα, μόνη η παράλειψη ή η καθυστέρηση καταβολής των οφειλομένων που δικαιολογείται όμως επαρκώς και συγκεκριμένα για λόγους που οφείλονται σε απρόβλεπτα περιστατικά ή αντιξοότητες ή σε εξαιρετικά δυσμενείς περιστάσεις οικονομικής συγκυρίας ή ταμειακής δυσχέρειας, ή ρευστότητος που όλα αυτά μαζί προκαλούν δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία για τον εργοδότη και μάλιστα όταν ο τελευταίος ουδέποτε υπήρξε "αφερέγγυος" τόσο έναντι του προσωπικού του όσο και έναντι των "τρίτων" γενικώς τότε δεν μπορεί να καταλογισθεί σε βάρος του υπαιτιότητα και πρόθεση δόλου ή κακοβουλίας. Όμως δεν ισχύει το ίδιο όταν πρόκειται για εργοδότη που προβαίνει κατ' εξακολούθηση σε παραλείψεις και ενέργειες μη εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεών του και κυρίως της μη έγκαιρης ή συστηματικής καθυστερήσεως καταβολής των αποδοχών του προσωπικού όταν αυτός συγχρόνως δραστηριοποιείται με προκλητικό ή πλάγιο τρόπο σε διάφορες ήσσονος σημασίας επιχειρηματικές επιλογές οι οποίες ματαιώνουν την ικανοποίηση των απαιτήσεων των εργαζομένων. Στις περιπτώσεις αυτές ερευνάται η αιτιώδης συνάφεια (σύγκριση) μεταξύ αφενός της ζημιογόνου συμπεριφοράς του εργοδότου από άλλες παράλληλες επιχειρηματικές δραστηριότητές του και αφετέρου από τις κατ' εξακολούθηση εσκεμμένες ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις σε βάρος των αποχωρησάντων μισθωτών, το ύψος των οποίων οφειλομένων μισθών, θα ήταν ικανό, κατά την συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων να καλύψει τις αξιώσεις των εργαζομένων. Η μη ανόρθωση της ισόποσης με τις οφειλόμενες αποδοχές ζημίας και ο αντ' αυτής εξαναγκασμός του μισθωτού σε αποχώρηση υποκρύπτει πασιφανέστατα πρόθεση δόλου και κακοβουλίας του εργοδότου που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της αδικοπραξίας κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ. Ενδεχομένως και η περίπτωση συστηματικής καθυστερήσεως καταβολής του μισθού η οποία αναγκάζει τον μισθωτό να προβεί σε επίσχεση εργασίας και τελικά να αποχωρήσει (Εφ. Αθ. 5583/2001), θα ηδύνατο να χαρακτηρισθεί ως υποκρύπτουσα δολία συμπεριφορά του οικείου εργοδότου ώστε να απαλλαγεί αζημίως από τον μισθωτό. Θα μπορούσε κάλλιστα ο "καλής πίστεως" υπόχρεος για την εξόφληση των οφειλομένων αποδοχών εργοδότης, να προβεί -σε ένδειξη καλής πίστεως και κατανοήσεως προς τους εργαζομένους- στην καταβολή έστω ενός ποσού έναντι των οφειλομένων, ήτοι λόγος για τον οποίο δεν θα εδικαιολογείτο ο χαρακτηρισμός του, ως δολίως ενεργούντος. Οίκοθεν βεβαίως νοείται ότι, μια ασήμαντη αξίωση καταβολής των οφειλομένων αμοιβών, όταν μάλιστα στρέφεται έναντι ενός επί σειρά ετών αξιόχρεου και φερέγγυου εργοδότου, δεν μπορεί να ταυτισθεί με δολία και κακόβουλη εργοδοτική συμπεριφορά κατά την προεκτεθείσα έννοια. Εν πάση περιπτώσει και ενόψει των πολλαπλών και ποικίλων περιστατικών καθυστερήσεως συστηματικώς ή και συμπτωματικώς καταβολής οφειλομένων αποδοχών ή άλλων παρεμφερών ανεκπλήρωτων υποχρεώσεων του εργοδότου, επικαλουμένων των περισσοτέρων εξ' αυτών την συνεχιζομένη οικονομική κρίση, η οποία αποτελεί πασίδηλο πλέον γεγονός που λαμβάνεται υπόψει αρκετές φορές και αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια της χώρας κ.λπ. η λύση του προβλήματος -όπως προαναφέρθηκε- επαφίεται στην κρίση των δικαστηρίων που αποφαίνονται λαμβάνοντας υπόψη τα διδάγματα της επιστήμης της κοινής πείρας της λογικής και κυρίως των ιδεών και των συνθηκών που κατά την γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτομένου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, ώστε να μη βλάψουν ανεπανόρθωτα τους εκάστοτε διαδίκους και κατ' επέκταση το "κοινωνικό" συμφέρον. Τυχόν επέμβαση "τρίτων" και δη άλλων αναρμοδίων θεσμικών Αρχών στα ζητήματα αποδόσεως της δικαιοσύνης θα αποτελούσε -κατά την γνώμη μας- "συνταγματική παρεκτροπή". Περιπτώσεις "βλαπτικής μεταβολής" Τα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω σχετικά με την υπαιτιότητα ή μη του εργοδότου και την ενδιάθετη πρόθεση αυτού να εξαναγκάσει τον εργαζόμενο σε αζήμια παραίτηση ισχύουν και για άλλες συναφείς περιπτώσεις που συνιστούν λόγους συνδρομής βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας και οι οποίοι, σύμφωνα με την νομολογία είναι οι εξής: Η μονομερής μείωση των αποδοχών (Α.Π. 1532/80, Α.Π. 164/83, Εφ. Αθ. 188/82, Α.Π. 446/82, Α.Π. 794/88, Α.Π. 1684/90, Α.Π. 228/91). Η διακοπή πρόσθετης οικειοθελούς παροχής που έχει καταστεί μισθός (Α.Π. 1202/2002). Η περικοπή των υπερωριών και ο περιορισμός απασχολήσεως του μισθωτού στο νόμιμο ωράριο (Εφ. Θεσ. 1699/99, Α.Π. 1342/96). Η μείωση των ωρών εργασίας και του μισθού χωρίς να τηρηθεί ο συμφωνηθείς τύπος - Η ανάκληση χρηματικών παροχών οι οποίες καταβάλλονται, ως αντάλλαγμα της εργασίας και όχι εξ ελευθεριότητος (Α.Π. 636/88, Εφ. Θεσ. 720/91). Η διακοπή παροχής γεύματος (Α.Π. 95/2009). Η τοποθέτηση μισθωτού σε υποδεέστερη θέση η οποία αποτελεί και προσβολή της προσωπικότητος του εργαζομένου (Α.Π. 81/88, Εφ. Θεσ. 2827/90, Α.Π. 98/2000, Α.Π. 1306/2005, Α.Π. 180/2010, Α.Π. 1702/98, Α.Π. 15/99). Η ανάθεση κατωτέρων εργασιών (Μον. Πρωτ. Θεσ. 864/99, Α.Π. 1599/88, Α.Π. 351/91, Α.Π. 406/67, Α.Π. 658/68, Α.Π. 594/73, Α.Π. 904/73, Α.Π. 674/91, Α.Π. 315/97). Η μεταβολή του τομέως εργασίας του μισθωτού που επιφέρει υλική βλάβη. Η επιβάρυνση με πρόσθετη κοπιαστική εργασία ή η ανάθεση αλλοτρίων καθηκόντων χωρίς πρόσθετη αμοιβή (Α.Π. 1431/2002, Εφ. Αθ. 182/2011, Α.Π. 25/92). Η τοποθέτηση ανωτέρου υπαλλήλου εκτός οργανικής θέσεως και η ανάθεση περιορισμένων ή υποδεεστέρων καθηκόντων (Α.Π. 542/99, Α.Π. 674/91, Α.Π. 1363/2009, Α.Π. 70/2010). Η απογύμνωση από αρμοδιότητες και η αφαίρεση από τον μισθωτό καθηκόντων ορισμένης θέσεως (Α.Π. 224/90, Α.Π. 24/2014, Α.Π. 1042/99, Α.Π. 858/99). Η μεταβολή του είδους εργασίας και η δυσμενέστερη μεταβολή του χρόνου εργασίας (Α.Π. 1145/89, Α.Π. 162/93). Η μεταβολή του ωραρίου εργασίας που εφαρμοζόταν επί σειρά ετών (Α.Π. 408/89, Α.Π. 539/90). Ο υποβιβασμός λογιστρίας σε θέση ταμία καταστήματος (Εφ. Θεσ. 1855/87, Εφ. Αθ. 7075/95). Η παράνομη μετάθεση (Εφ. Θεσ. 699/73, Α.Π. 130/2016). Η σταδιακή αφαίρεση καθηκόντων οικονομικού διευθυντού (Α.Π. 674/91). Η ανάθεση χειρωνακτικής εργασίας σε υπάλληλο (Α.Π. 904/92). Η δυσμενέστερη μεταβολή του τρόπου αμοιβής του μισθωτού (Α.Π. 446/82). Η αλλαγή βάρδιας παρά τον αντίθετο συμβατικό όρο (Α.Π. 151/88, Α.Π. 321/81, Μον. Πρωτ. Αθ. 2507/2000). Η μονομερής αύξηση των ωρών εργασίας σε περίπτωση συμφωνηθείσης μειωμένης απασχολήσεως (Α.Π. 162/93). Η συκοφάντηση του μισθωτού από τον εργοδότη και η βάναυση συμπεριφορά αυτού (Α.Π. 1426/2004, Εφ. Θεσ. 727/2009). Η σεξουαλική παρενόχληση σε βάρος μισθωτού (Εφ. Αθ. 4937/2001, Εφ. Αθ. 68/97). Η κατάχρηση παραλείψεως προαγωγής του εργαζομένου (Α.Π. 268/88, Α.Π. 340/76). Η άρνηση πραγματικής απασχολήσεως του μισθωτού (Εφ. Θεσ. 831/95, Α.Π. 1902/87, Α.Π. 1356/2001) κ.λπ. Περιπτώσεις μη βλαπτικής μεταβολής Έχει κριθεί ότι, δεν αποτελούν βλαπτική μεταβολή, οι εξής περιπτώσεις: Η συνέχιση της απασχολήσεως υπό το νέο καθεστώς εργασίας, παρά την αρχική διαμαρτυρία του εργαζομένου, που ερμηνεύεται ως αποδοχή της μεταβολής (Α.Π. 974/72, Α.Π. 299/70, Α.Π. 166/69 - Αντίθετες οι υπ' αριθ. 1340/70 και Α.Π. 582/79 αποφάσεις του Α.Π.). Η μεταβολή που δεν προέρχεται από τον εργοδότη αλλά έχει άλλη προέλευση ήτοι εκείνη που επιβάλλεται με νόμο, ή με Σ.Σ.Ε., ή με διοικητικά μέτρα, ή με συμφωνία των μερών έστω και σιωπηρώς (ΣΕ 632/78, Α.Π. 1389/87, Α.Π. 1145/89, Εφ. Αθ. 130/86, Α.Π. 1150/89, Μον. Πρωτ. Λαρίσης 221/87, Α.Π. 1319/98, Α.Π. 868/88, Α.Π. 630/2000, Α.Π. 1212/90, Εφ. Αθ. 8042/91, Α.Π. 166/99, Α.Π. 521/84, Εφ. Ναυπλίου 119/69). Η μεταβολή που έχει διαπιστωθεί με δικαστική απόφαση ότι δεν είναι βλαπτική (Μον. Πρωτ. Αθ. 3430/90). Η διακοπή της χορηγήσεως επιδόματος που γίνεται με την μεταβολή της ειδικότητος του μισθωτού (Α.Π. 211/2002, Α.Π. 1032/96, Α.Π. 1703/91, Μον. Πρωτ. Φλωρίνης 23/95). Η αφαίρεση της χρήσεως επαγγελματικού αυτοκινήτου που γίνεται για την προστασία ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως (Α.Π. 1702/98). Η αφαίρεση εποπτικών καθηκόντων υπαλλήλου με βάση σχετικό συμβατικό όρο (Α.Π. 700/95). Η μη ανανέωση της θητείας προϊσταμένου της οποίας η χρονική διάρκεια έληξε δυνάμει συμβατικού όρου (Α.Π. 2086/2007). Η τοποθέτηση μισθωτού σε νέα θέση μακράν των Αθηνών όταν καταργήθηκε το Γραφείο των Αθηνών (Α.Π. 998/95). Η μετάθεση του εργαζομένου σε μικρότερο κατάστημα της επιχειρήσεως (Α.Π. 1743/91). Η μετάθεση του μισθωτού λόγω πλημμελούς ασκήσεως των καθηκόντων του (Α.Π. 169/97). Η δυνατότης της επιχειρήσεως να οργανώνει τις υπηρεσίες της, εξειδικεύοντας τις υποχρεώσεις του προσωπικού της (Α.Π. 272/96). Η τοποθέτηση εργαζομένου υπό τις διαταγές άλλου χάριν καλύτερης οργανώσεως της επιχειρήσεως (Εφ. Αθ. 1670/98). Η επαναφορά από την θέση υπαλλήλου δοκιμαστικά σε θέση εργατοτεχνίτου για την οποία προσελήφθη (Α.Π. 453/99). Η μετάθεση μισθωτού σε διαφορετική θέση ή τόπο όταν αυτό επιβάλλεται για οικονομοτεχνικούς λόγους, ή από την συρρίκνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητος (Α.Π. 1182/99, Α.Π. 927/99). Η υπηρεσιακή μετακίνηση μισθωτού προκειμένου να αποκατασταθεί η εργασιακή ειρήνη (Εφ. Θεσ. 1003/2004). Η τοποθέτηση του εργαζομένου μετά το τέλος του δανεισμού, σε υποδεέστερη θέση έναντι εκείνης που κατείχε κατά τον δανεισμό (Α.Π. 36/89). Η αύξηση του φόρτου εργασίας λόγω μειώσεως του προσωπικού (Α.Π.1617/2006). Η συνέχιση της απασχολήσεως με τους τροποποιηθέντες βλαπτικούς όρους χωρίς να επιφυλαχθεί των δικαιωμάτων του ο εργαζόμενος (Α.Π. 1331/84). Δικαίωμα επιφυλάξεως μονομερούς μεταβολής - Το βάρος της αποδείξεως Ενόψει αναγνωρίσεως ή μη μιας μεταβολής ως "βλαπτικής" μονομερώς προερχομένης από τον εργοδότη, θα πρέπει να ερευνάται αν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει για τον εαυτόν του δικαίωμα μεταβολής των όρων εργασίας με την προσθήκη σχετικού όρου στην ατομική σύμβαση εργασίας, ή όταν το δικαίωμα αυτό προκύπτει από τον νόμο, ή από Σ.Σ.Ε., ή από κανονισμό εργασίας ή επιχειρησιακή συνήθεια ή πρακτική. Σε κάθε περίπτωση η μεταβολή είναι επιτρεπτή, όταν δηλαδή δεν προσκρούει σε ειδική απαγορευτική διάταξη και κυρίως ότι το εργοδοτικό δικαίωμα της μεταβολής δεν υπερβαίνει τα όρια και τους περιορισμούς που θέτουν οι διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ. Για την ολοκλήρωση της παρούσης μελέτης ανάγκη να διευκρινισθεί ότι, το βάρος της αποδείξεως των περιστατικών που συνιστούν "βλαπτική μεταβολή" το φέρει αυτός που την επικαλείται (ο εργαζόμενος), σε αντίθεση με το βάρος της αποδείξεως της "αποδοχής της μεταβολής" εκ μέρους του μισθωτού, το οποίο φέρει ο εργοδότης (Μον. Πρωτ. Θεσ. 8641/90 - Αντίθετη η υπ' αριθ. 149/84 απόφαση του Μον. Πρωτ. Δράμας). Βιβλιογραφία Αλ. Καρακατσάνη - Στ. Γαρδίκα "Ατομικό Εργατικό Δίκαιο" σελ. 476-487. Γ. Λεβέντη - Κ. Παπαδημητρίου "Ατομικό Εργατικό Δίκαιο" σελ. 693-707. Δ. Ζερδελή "Το δίκαιο της καταγγελίας" σελ. 657 επ. Ι. Ληξουριώτη ΔΕΕ 1997, σελ. 1004. Ι. Κουκιάδη "Εργατικό Δίκαιο" - "Ατομικές εργασιακές σχέσεις". Γ. Βλασσόπουλου "Η μονομερής μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου και η τροποποιητική καταγγελία" 1999. Αγαλλόπουλου "Η μονομερής μεταβολή των όρων της συμβάσεως Εργασίας, Μελέται εργατικού δικαίου και κοινωνικής πολιτικής". Τομ. 1, σελ. 261. Λ. Ντάσιου "Εργατ. Δικον. Δίκαιο Α/Ι 533. Α. Μετζητάκου - Β. Καρταλτζή - Κωνσταντίνας Φουντέα "Εργατικό Δίκαιο - Ατομικό - Συλλογικό - Ευρωπαϊκό" 2005, σελ. 334-340. Β. Γαμβρούδη "Το Δίκαιο στις Εργασιακές Σχέσεις".