Η ασθένεια των μισθωτών Από τα άρθρα 648 & 655 του Αστικού κώδικα προβλέπεται ότι ο μισθός αποτελεί το αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας από τον μισθωτό. Το άρθρο 653 προβλέπει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τον συμφωνηθέντα ή ειθισμένο μισθό. Σε αντιδιαστολή με τα πιο πάνω τα άρθρα 657 και 658 θεσπίζουν τις προϋποθέσεις διατήρησης αξίωσης επί του μισθού σε περίπτωση προσφοράς εργασίας λόγω κωλύματος. Έτσι το άρθρο 657 προβλέπει ότι "Ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωση αυτού επί του μισθού εάν μετά 10ήμερο τουλάχιστον παροχή εργασίας κωλύεται να εργασθεί ένεκα σπουδαίου λόγου μη οφειλομένου εις υπαιτιότητα αυτού. Ποσά καταβληθέντα εξ 'αιτίας του κωλύματος δυνάμει υποχρεωτικής εκ του νόμου ασφαλίσεως δικαιούται ο εργοδότης να εκπέσει εκ του ποσού." Το άρθρο 658 ΑΚ προβλέπει ότι "Ο χρόνος για τον οποίο διατηρείται η επί του μισθού αξίωση δεν δύναται να υπερβεί τον μήνα εάν το κώλυμα επήλθε ένα (1) τουλάχιστο έτος μετά την έναρξη της συμβάσεως, τον ήμισυ δε μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση". Από αυτά προκύπτει ότι για να συμβεί αυτό προϋποτίθενται τα εξής: α) να υπάρχει πραγματική παροχή εργασίας τουλάχιστο 10 ημερών β) να υπάρχει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας γ) να υπάρχει κώλυμα για εργασία, λόγω σπουδαίου λόγου, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του μισθωτού. Από την μέχρι σήμερα ισχύουσα νομολογία των δικαστηρίων προκύπτει ότι σπουδαίος λόγος υπάρχει όταν έχουμε: - ασθένεια - τοκετό - κλήση στο δικαστήριο ως μάρτυρας - απουσία λόγω άσκησης εκλογικού δικαιώματος - παράσταση ως ενόρκου στο δικαστήριο κλπ Όταν λοιπόν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις οι μισθωτοί δικαιούνται να αξιώσουν το μισθό του χρόνου της απουσίας, λόγω αυτού του ανυπαιτίου κωλύματος. Ο χρόνος για τον οποίο διατηρείται η αξίωση επί του μισθού, όταν συντρέχει περίπτωση ασθενείας (εξετάζεται διεξοδικά ως η κυριότερη αιτία κωλύματος) είναι ένας (1) μήνας όταν η ασθένεια επήλθε ένα χρόνο μετά την έναρξη της συμβάσεως και μισός μήνας όταν η ασθένεια επήλθε μετά 10ήμερο εργασία και πριν συμπληρωθεί ο χρόνος. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός θα λάβει τόσα ημερομίσθια όσες οι εργάσιμες ημέρες του μηνός ή του 15θημέρου εντός των οποίων συμπίπτει η ασθένεια. Μετά τη συμπλήρωση των ορίων αυτών ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση καταβολής αποδοχών άσχετα από τον αριθμό ημερών ασθενείας ή άλλων κωλυμάτων που έχει ο μισθωτός κατά τη διάρκεια του έτους. Κατά το χρονικό διάστημα απουσίας του μισθωτού, λόγω ασθενείας, και καταβολής των αποδοχών των ημερών αυτών ο εργοδότης οφείλει αυτές υπολογιζόμενες όχι επί των νομίμων αποδοχών αλλά επί των καταβαλλομένων πραγματικά. Αυτό δε για να εισπράξει ο μισθωτός ό,τι θα εισέπραττε και εργαζόμενος. Από τις αποδοχές ασθενείας που λαμβάνει ο μισθωτός, σύμφωνα με το άρθρα 657 ΑΚ δικαιούται ο εργοδότης να εκπέσει όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν σ' αυτόν δυνάμει υποχρεωτικής από το νόμο ασφάλισης. Η προαιρετική ιδιωτική ασφάλιση δεν λαμβάνεται υπόψη για την περίπτωση αυτή. Δικαιούται δηλαδή ο εργοδότης να εκπέσει τις παροχές που έλαβε ο μισθωτός από τον δημόσιο ασφαλιστικό του οργανισμό (ΙΚΑ κλπ). Η αξίωση των μισθωτών για την καταβολή των αποδοχών της ασθενείας που διήρκεσε σόλο το έτος, διατηρείται άσχετα από το εάν η ασθένεια ήταν συνεχής ή τμηματική (για περιοδικά διαστήματα). Το έτος μέσα στο οποίο διατηρεί αυτή την αξίωση λαμβάνεται υπόψη όχι ημερολογιακά αλλά πραγματικά (εργασιακό έτος). Εάν πχ. κάποιος μισθωτός προσελήφθη την 17 Μαΐου 2003 ως εργασιακό έτος θεωρείται το χρονικό διάστημα από 17.5.2003 έως την 16.5.2004. Εάν επέλθει ασθένεια μετά την 16.5 διεκδικεί τις αποδοχές του δευτέρου εργασιακού έτους (αποδοχές μηνός με αντίστοιχο χρόνο ασθενείας). Σημειώνεται ότι όταν η ασθένεια διαρκεί μέχρι 3 ημέρες υπάρχει ιδιαιτερότητα και η οποία πρέπει να επισημανθεί. Σύμφωνα με τον ΑΝ 178/67 άρθρ. 5 σε περίπτωση αποχής εκ της εργασίας λόγω ασθενείας για διάστημα 1-3 ημερών ο εργοδότης υποχρεούται σε πληρωμή μόνον των μισών ημερομισθίων απουσίας. Εάν ο μισθωτός ασθενήσει και απουσιάσει από την εργασία του για διάστημα μέχρι 3 ημέρες, οσεσδήποτε φορές μέσα στο χρόνο, δεν δικαιούται να λάβει επίδομα ασθενείας από το IΚA. Εάν η ασθένεια διαρκέσει περισσότερο από 3 ημέρες πχ 10 ημέρες ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από το IΚΑ επίδομα ασθενείας μόνο για τις 7 ημέρες, γιατί αφαιρείται το 3ήμερο αναμονής. Ο τριήμερος αυτός χρόνος αναμονής μόνο μια φορά μέσα στο χρόνο υπολογίζεται από το ΙΚΑ. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης καταβάλλει για μεν τις 3 πρώτες ημέρες το 1/2 των ημερομισθίων και για τις υπόλοιπες 7 τη διαφορά μεταξύ του ημερομισθίου του και του επιδόματος ασθενείας που έχει καταβάλλει το IΚA. Αντίστοιχα το IΚΑ θα καταβάλλει επίδομα ασθενείας για τις 7 ημέρες, αφού το 3ήμερο, ως πρώτο 3ήμερο του έτους, υπολογίζεται ως χρόνος αναμονής. Εάν στη συνέχεια ο μισθωτός απουσιάσει, λόγω ασθενείας, μέσα στον ίδιο χρόνο οσεσδήποτε φορές επί 4 ημέρες και άνω θα λάβει από το IΚΑ επίδομα ασθενείας για όλες τις ημέρες, χωρίς να υπολογισθεί ο χρόνος αναμονής. Εάν πρόκειται για εργατικό ατύχημα το επίδομα ασθενείας καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα. Συνέπειες στη σύμβαση εργασίας Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν.2112/20 αποχή υπαλλήλου από την εργασία οφειλομένη σε βραχείας σχετικώς διαρκείας ασθένεια, προσηκόντως αποδεδειγμένη, ή προκειμένου περί γυναικός εις λοχεία, δεν θεωρείται ως λύση της συμβάσεως εκ μέρους αυτού. Το πότε η ασθένεια θεωρείται ως βραχείας διαρκείας το καθορίζει ο Ν.4558/30 άρθρ. 3 που είναι: 1 μήνας για υπηρετούντες μέχρι 4 έτη 3 μήνες για υπηρετούντες μέχρι 10 έτη 4 μήνες για υπηρετούντες μέχρι 15 έτη 6 μήνες για υπηρετούντες άνω των 15 ετών Στο νόμο αναγράφεται ότι η ασθένεια πρέπει να είναι "προσηκόντως αποδεδειγμένη". Αυτό σημαίνει ότι ο μισθωτός έχει υποχρέωση να αποδείξει και να δικαιολογήσει την ασθένεια με τον ενδεδειγμένο και αποδεκτό τρόπο πχ. πιστοποιητικό γιατρού, βεβαίωση ΙΚΑ, νοσοκομείου κλπ. Σύμφωνα με τα περί καλής πίστεως ισχύοντα ο μισθωτός οφείλει να γνωστοποιεί εγκαίρως την ασθένειά του στον εργοδότη. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία των δικαστηρίων (ΑΠ 542/97 - ΑΠ 543/97 - ΑΠ 288/66 - Πρωτ. Αθην. 1886/62) αφού δεν υπάρχει διάταξη που να προβλέπει το αντίθετο, ο εργοδότης μπορεί να προβεί σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, τηρώντας βέβαια τους τύπους που απαιτούνται. Σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του, λόγω ασθενείας, η χρονική διάρκεια της οποίας υπερβαίνει τα όρια βραχείας απουσίας που τίθενται, τότε η λύση ή μη της εργασιακής συμβάσεως κρίνεται σε κάθε περίπτωση από το δικαστή. Από τον δικαστή εκτιμάται η αιτία της αποχής, η διάρκειά της, η υπαιτιότητα ή μη του μισθωτού και γενικά οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, κατ' αντικειμενική κρίση. Ασφάλιση Οι μισθωτοί οι οποίοι απουσιάζουν λόγω ασθενείας δικαιούνται να λάβουν, όπως τονίστηκε, τις αποδοχές του μηνός ή του 15θημέρου αναλόγως. Ο χρόνος αυτός θεωρείται ως χρόνος εργασίας και κατά συνέπεια υπάρχει υποχρέωση ασφάλισης. Αντίθετα για τους μισθωτούς που απουσιάζουν από την εργασία τους, λόγω ασθενείας, χωρίς να δικαιούνται μισθό από τον εργοδότη, αφού συμπλήρωσαν το όριο του ενός μηνός, δεν υπάρχει δυνατότητα ασφάλισης για το χρόνο αυτό. Αυτό δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι τυχόν μπορεί να παίρνουν επίδομα ασθενείας από το ΙΚΑ. Ασθένεια και λύση συμβάσεως Η ασθένεια των μισθωτών και η επίδραση στη σύμβαση εργασίας είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο που χρειάζεται ειδική προσοχή και είναι θέμα που απασχολεί συχνά τα δύο εμπλεκόμενα μέρη, εργοδότη και εργαζόμενο. Σύμφωνα με το Ν. 2112/20 αρθρ. 5 παρ. 3 και το ΒΔ 16/18.7.20 "αποχή υπαλλήλου - εργάτου ή υπηρέτη από της εργασίας του, οφειλομένη εις βραχείας σχετικώς διάρκειας ασθένειαν, προσηκόντως αποδεδειγμένην ή προκειμένου περί γυναικός εις λοχείαν, δεν θεωρείται ως λύσις της συμβάσεως εκ μέρους αυτού". Δηλαδή ο μισθωτοί - εργαζόμενοι γενικά δικαιούνται να απουσιάσουν από την εργασία τους χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο να θεωρηθούν ότι έχουν καταγγείλει σιωπηρώς τη σύμβαση εργασίας (δηλαδή ότι αποχώρησαν οικειοθελώς) όταν η απουσία τους οφείλεται σε ασθένεια μικρής διάρκειας (βραχεία) ή προκειμένου για γυναίκα σε λοχεία. Μετά τη λήξη της ασθένειας ο εργοδότης υποχρεούται να τους δεχθεί στην εργασία. Δεν γίνεται διάκριση εάν πρόκειται για απλή ασθένεια ή εργατικό ατύχημα. Κατά τη διάρκεια της ασθένειας αναστέλλεται η εργασιακή σχέση μόνον ως προς τις υποχρεώσεις των μερών δηλαδή του εργαζομένου να προσφέρει την εργασία του και του εργοδότη η καταβολή των αποδοχών. Κατά τα λοιπά η εργασιακή σύμβαση εξακολουθεί να υπάρχει. Το πότε η ασθένεια θεωρείται ως βραχείας διάρκειας, χωρίς να επιφέρει λύση της σύμβασης εργασίας , καθορίζεται από το Ν.4558/30 και είναι: α) Ένας μήνας για εργαζόμενους που υπηρετούν μέχρι 4 έτη β) Τρεις μήνες για εργαζόμενους που υπηρετούν από 4-10 έτη γ) Τέσσερις μήνες για εργαζόμενους που υπηρετούν 10-15 έτη δ) Έξι για εργαζόμενους που υπηρετούν 15 και άνω έτη Εύλογα τίθεται το ερώτημα τι γίνεται στην περίπτωση κατά την οποία ο μισθωτός απουσιάζει από την εργασία του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το όριο της βραχείας διάρκειας. Για το θέμα αυτό υπάρχει πλούσια νομολογία που το αντιμετωπίζει. Ενώ λοιπόν για την ασθένεια μέχρι τα όρια της βραχείας απουσίας δεν επιτρέπεται να συναχθεί το τεκμήριο ότι λύεται η σύμβαση εργασίας, για την ασθένεια την πέραν των ορίων τα δικαστήρια έκριναν κατά καιρούς, με σωρεία αποφάσεων, ότι και αν ακόμη η ασθένεια του μισθωτού υπερβεί τα καθοριζόμενα πιο πάνω όρια και τότε ακόμη η απουσία αυτή δεν επιφέρει λύση της σύμβασης πριν κρίνει το δικαστήριο. Εναπόκειται στα δικαστήρια να κρίνουν, εξετάζοντας την κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αφού λάβουν υπόψη τους τη διάρκεια, αιτία, συνθήκες ασθένειας, δυνατότητα εργοδότη, υπαιτιότητα μισθωτού και όλες τις παραμέτρους του θέματος, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως, συναλλακτικών ηθών εάν η υπέρβαση της απουσίας μπορεί να θεωρηθεί ότι επέφερε τη λύση της εργασιακής συμβάσεως εκ μέρους του μισθωτού. Εν υπερβάσει η λύση ή μη της συμβάσεως εργασίας κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η αξιολόγηση γίνεται βάσει αντικειμενικών περιστατικών και όχι του υποκειμενικού στοιχείου της προθέσεως του μισθωτού να εμμείνει στη σύμβαση. (ΑΠ 1124/97- ΑΠ 40/97 - ΑΠ 32/88 ΑΠ 876/89 - ΑΠ 1048/92). Συμπερασματικά προκύπτει ότι η ασθένεια που υπερβαίνει τα όρια της βραχείας απουσίας δεν λύει αυτοδικαίως τη σύμβαση εργασίας αλλά είναι θέμα κρίσεως του αρμοδίου δικαστηρίου να κρίνει επί της περιπτώσεως (ΑΠ 1048/92 - ΑΠ 30/94 - ΑΠ 1674/99). Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η εργασιακή σχέση που αναστέλλεται λόγω ασθενείας του μισθωτού διατηρείται μέχρι την αποθεράπευση του μισθωτού, εκτός εάν το δικαστήριο, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, κρίνει αντίθετα.