Η απόλυση για οικονομοτεχνικούς λόγους δεν είναι καταχρηστική. Καταχρηστική είναι όταν δεν εξαντλούνται ηπιότερα μέσα. Η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως για λόγους οικονομοτεχνικούς, δηλαδή ως μέτρο οργανωτικό ή αναδιαρθρωτικό ή οικονομικό, που αποφασίσθηκε από τον εργοδότη στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος, δεν είναι καταχρηστική. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, προκειμένου να επιλέξει τους μισθωτούς που πρέπει να απολυθούν, παραλείπει να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητας, της ηλικίας, της οικογενειακής και οικονομικής καταστάσεως κάθε μισθωτού. Α.Π. 125/2015 Πρόεδρος: ο κ. Γεωρ. Γιαννούλης Εισηγητής: ο κ. Δημ. Κόμης Δικηγόροι: οι κ.κ. Δημ. Αντωνίου - Ιωαν. Κούλας Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 του Α.Κ., 1 και 3 του ν. 2112/1920 και 5 του ν. 3198/1955, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς δεν χρειάζεται αιτιολογία. Το δικαίωμα όμως του εργοδότη να καταγγείλει αναιτιολόγητα και όποτε θέλει την εργασιακή σύμβαση υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του Α.Κ., δηλαδή η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μη έγινε (άρθρα 174, 180 Α.Κ.) όταν η άσκηση του δικαιώματος αυτού του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Αν, παρά την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματός του να καταγγείλει την εργασιακή σύμβαση, ο εργοδότης αρνείται να δεχθεί την παροχή της εργασίας, καθίσταται υπερήμερος έναντι του εργαζομένου και -όσο διαρκεί η υπερημερία του, ήτοι η μη αποδοχή της εργασίας- υποχρεούται να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να τον απασχολούσε κανονικά (άρθρα 349, 350, 656 Α.Κ). Εξάλλου, η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως για λόγους οικονομικοτεχνικούς, δηλαδή ως μέτρο οργανωτικό ή αναδιαρθρωτικό ή οικονομικό, που αποφασίσθηκε από τον εργοδότη στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος, δεν είναι καταχρηστική. Είναι πάντως δυνατόν η καταγγελία για τέτοιους λόγους να αντιβαίνει στις αρχές της καλόπιστης εκπληρώσεως της παροχής (άρθρο 288 Α.Κ.). Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, προκειμένου να επιλέξει τους μισθωτούς που πρέπει να απολυθούν, παραλείπει να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητας, της ηλικίας, της οικογενειακής και οικονομικής καταστάσεως κάθε μισθωτού και τη δυνατότητα εξευρέσεως από αυτόν άλλης εργασίας, ή έστω να προτείνει στο μισθωτό που πρόκειται να απολύσει την απασχόλησή του σε άλλη θέση -έστω και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε-, εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρησή του και ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σε αυτή, όπως επιβάλλεται από το καθήκον προνοίας, το οποίο βαρύνει τον εργοδότη, σύμφωνα με τα άρθρα 651, 657, 658, 660, 662 έως 667, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 200 και 281 του Α.Κ. και τις συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, και επιτάσσει την απόλυση εκείνων για τους οποίους το μέτρο αυτό θα είναι λιγότερο επαχθές. Περαιτέρω, ο προβλεπόμενος από την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως, ιδρύεται αν από τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, οι οποίες συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της, αν δηλαδή γεννώνται αμφιβολίες για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου από το δικαστήριο της ουσίας. Ο αναιρετικός αυτός λόγος αναφέρεται σε πλημμέλειες που σχετίζονται με την διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος, με την παράθεση δηλαδή των περιστατικών που αποδείχθηκαν και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση, των αποδείξεων, και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση, συσχετισμό και αξιολόγηση των αποδείξεων και στην αιτιολόγηση της εξαγωγής από αυτές του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να διατυπώνεται σαφώς. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της προσβαλλόμενης απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ. να επιδέχεται αυτή (απόφαση) μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος αναιρετικός λόγος του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, στην οποία προβαίνει το δικαστήριο της ουσίας, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν κατά την εκτίμηση αυτή παραβιάσθηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αριθμ. 19 και 20 Κ.Πολ.Δ. Στην προκείμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία στις 16.9.2003, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου, όντας κάτοχος επαγγελματικής άδειας οδήγησης οχημάτων Δ' κατηγορίας, να εργασθεί ως οδηγός λεωφορείων μεταφοράς προσωπικού και πελατών της εναγομένης από και προς τις εγκαταστάσεις του Καζίνο που λειτουργεί και εκμεταλλεύεται αυτή στην Πάρνηθα Αττικής. Με την ειδικότητα αυτή ο ενάγων απασχολήθηκε στην ως άνω επιχείρηση της εναγομένης έως τις 31.3.2009, τα δε λεωφορεία που οδηγούσε αυτός, καθώς και οι άλλοι συνάδελφοί του οδηγοί, ήταν τουριστικά λεωφορεία, τα οποία η εναγομένη μίσθωνε από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Υιοί Π. ΑΒΕΤΕ". Από τον Απρίλιο του έτους 2009, όμως, η εναγομένη ανέθεσε την μεταφορά του προσωπικού και των πελατών της από και προς τις εγκαταστάσεις του Καζίνο στην Πάρνηθα Αττικής στην εν λόγω ανώνυμη εταιρεία ("Υιοί Π. ΑΒΕΤΕ"), η οποία έκτοτε εκτελούσε το μεταφορικό αυτό έργο με τα δικά της λεωφορεία και με δικό της προσωπικό (οδηγούς). Κατόπιν αυτού -δέχθηκε στη συνέχεια το Εφετείο- η εναγομένη κατήργησε το σχετικό τμήμα των οδηγών της επιχειρήσεως της, απολύοντας κάποιους εξ αυτών, από τους οποίους διατήρησε στην υπηρεσία της μόνο δέκα, μεταξύ δε αυτών ήταν και ο ενάγων, τους οποίους απασχολούσε κυρίως ως φύλακες, με μειωμένες αποδοχές. Ο ενάγων, πάντως, διατήρησε τυπικά την ειδικότητα του οδηγού, λαμβάνοντας τις ίδιες αποδοχές, ανερχόμενες σε 2.786,38 ευρώ μηνιαίως, και απασχολείτο ως βοηθός προϊσταμένου, με αντικείμενο εργασίας την εποπτεία των οδηγών της ως άνω ανώνυμης εταιρείας "Υιοί Π. ΑΒΕΤΕ", που είχε αναλάβει εργολαβικά την εκτέλεση του έργου της μεταφοράς του προσωπικού και των πελατών της εναγομένης από και προς το Καζίνο στην Πάρνηθα. Επειδή όμως η εργολάβος εταιρεία εκτελούσε πλέον χωρίς προβλήματα το αναληφθέν έργο, λόγω και της εξοικειώσεως των οδηγών της με τα δρομολόγια που έπρεπε να εκτελούν, η εναγομένη κατήργησε τη θέση εργασίας του ενάγοντος και κατήγγειλε, στις 5.8.2010, τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, αφού δεν υπήρχε πια ανάγκη εποπτείας των οδηγών της εργολάβου εταιρείας και συνακόλουθα εξέλειπε το αντικείμενο της εργασίας του ενάγοντος. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε -όπως δέχεται περαιτέρω το Εφετείο- ότι η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος για λόγους εκδικήσεως και εχθρότητας προς το πρόσωπό του, επειδή ο ενάγων είχε ασκήσει κατ' αυτής την από 9.12.2009 αγωγή (επιδοθείσα στην αντίδικό του στις 23.12.2009), με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 76.582,45 ευρώ συνολικά, για υπερωριακή απασχόλησή του και για οδοιπορικά έξοδα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 έως 31.3.2009. Μέχρι τότε -δέχθηκε επίσης το Εφετείο- ο ενάγων εργαζόταν ευσυνείδητα, χωρίς να δημιουργεί προβλήματα, γι' αυτό και η εναγομένη, αναγνωρίζοντας την προσφορά του ενάγοντος, όταν κατήργησε το τμήμα οδηγών, εξακολούθησε να καταβάλλει σ' αυτόν τις αποδοχές που του κατέβαλλε ως οδηγού και του ανέθεσε χρέη εποπτείας του παρεχόμενου από την ως άνω εργολάβο εταιρεία μεταφορικού έργου. Ακόμη δε, και η Διευθύντρια Ανθρώπινου Προσωπικού της εναγομένης, με έγγραφό της, απευθυνόμενο στον ενάγοντα, κατά την απόλυσή του, ανέφερε σ' αυτόν ότι, εφόσον προκύψει στο μέλλον σχετική ανάγκη προσλήψεως εργαζομένου της ειδικότητάς του, θα πρότεινε, κατά προτεραιότητα έναντι άλλων υποψηφίων, την εκ νέου πρόσληψή του. Γίνεται ακόμη δεκτό από το Εφετείο ότι ο ενάγων, όταν απολύθηκε, ήταν 58 ετών και σε είκοσι (20) μήνες θεμελίωνε δικαίωμα προς συνταξιοδότησή του, γι' αυτό και ήταν δύσκολο να ανεύρει άλλη εργασία, ενώ η εναγομένη είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει να απασχολεί τον ενάγοντα στην επιχείρησή της, είτε ως φύλακα, θέση στην οποία μάλιστα και ο ίδιος είχε ζητήσει να απασχοληθεί, είτε ως παρκαδόρο, έστω και με μειωμένες αποδοχές, αφού ο ενάγων ήταν κατάλληλος για να απασχοληθεί στις θέσεις αυτές, η δε επιχείρηση της εναγομένης είχε ανάγκη των υπηρεσιών φύλακα, δεδομένου ότι τον ίδιο μήνα που απολύθηκε ο ενάγων προέβη η εναγομένη σε πρόσληψη άλλου εργαζομένου, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην επιχείρησή της ως φύλακας. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος ήταν καταχρηστική, διότι ναι μεν η κατάργηση της θέσεως εργασίας του έγινε για λόγους οικονομικοτεχνικούς, η εναγομένη όμως μπορούσε και έπρεπε να τοποθετήσει τον ενάγοντα σε άλλη, έστω και υποδεέστερη των προηγούμενων καθηκόντων του, θέση εργασίας, και συγκεκριμένα ως φύλακα, καθόσον ο ενάγων είχε τα προσόντα και τις ικανότητες για να απασχοληθεί στη θέση αυτή και το είχε ζητήσει προκειμένου να μην απολυθεί, και ότι, απολύοντάς τον η εναγομένη, επέλεξε πράγματι το έσχατο μέτρο, κατά κατάχρηση δικαιώματος, με συνέπεια η απόλυσή του να είναι άκυρη και η εναγομένη, η οποία μετά την καταγγελία έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος, κατέστη υπερήμερη και οφείλει σ' αυτόν μισθούς υπερημερίας. Έτσι το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση (υπ' αριθμ. 1331/2011 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, επαρκείς αιτιολογίες διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του σε σχέση με την αντίθεση της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως του αναιρεσιβλήτου προς τα αντικειμενικά όρια που καθιερώνει το άρθρο 281 του Α.Κ., το γεγονός δε ότι δεν προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ποια ήταν τα προσόντα και ποιες οι ικανότητες που διέθετε ο αναιρεσίβλητος για να εργασθεί ως φύλακας στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας, ούτε αναφέρεται ότι ήταν κάτοχος άδειας εργασίας προσωπικού ασφαλείας κατά το ν. 2518/1997 "Προϋποθέσεις λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, προσόντα και υποχρεώσεις του προσωπικού αυτών και άλλες διατάξεις", δεν καθιστά την αιτιολογία ανεπαρκή, αφού αρκεί ότι γίνεται δεκτό ότι ο αναιρεσίβλητος είχε τα προσόντα και ήταν κατάλληλος για να εργασθεί ως φύλακας, ενόψει και του ότι η αναιρεσείουσα δεν υποστηρίζει το αντίθετο. Συνεπώς, μετά ταύτα, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).