H αποδέσμευση της "Συρροής" των ΣΣΕ από τους περιορισμούς των μνημονιακών νομοθετημάτων Υπεροχή της "Κλαδικής" ρυθμίσεως έναντι της "επιχειρησιακής" Αποστόλου Μετζητάκου πρ. Δ/ντού Υπ. Εργασίας και πρ. Αντιπροέδρου ΟΑΕΔ Περιεχόμενα Η έννοια της "συρροής" των ΣΣΕ - Πότε συντρέχει "συρροή" - Ο τρόπος συγκρίσεως αμοιβής και λοιπών όρων εργασίας μεταξύ των συγκρουομένων (συρρεουσών) ΣΣΕ - Ο διαχωρισμός του περιεχομένου των συρρεουσών ρυθμίσεων κατά ενότητες - Ρυθμίσεις διαφορετικής βαθμίδος - Η στέρηση της ιδιότητος του μέλους εργοδότου ή μισθωτού, θεραπεύεται με την κήρυξη υποχρεωτικής της ΣΣΕ - Υπεροχή της επιχειρησιακής ΣΣΕ υπό το "μνηνονιακό" δίκαιο - Δυνατότης καθορισμού μικροτέρων αμοιβών και δυσμενεστέρων όρων εργασίας - Δυνατότης συνάψεως ΣΣΕ με λιγότερους των 50 εργαζομένων στην επιχείρηση - Δυνατότης καταρτίσεως επιχειρησιακής ΣΣΕ από τις "Ενώσεις Προσώπων" - Διαφορετικός τρόπος συνθέσεως των Ενώσεων Προσώπων - Επιχειρήματα που δικαιολογούν την ανάγκη "υπεροχής της επιχειρησιακής ΣΣΕ έναντι της "κλαδικής" έστω και με δυσμενέστερους όρους - Αντίθετες απόψεις αυτών - Η έννοια του "κλάδου" - Η λήξη ισχύος του μνημονιακού δικαίου - Αυτοδίκαιη επαναβίωση του άρθρου 10 του Ν. 1876/90 - Επαναφορά της "κλαδικής" ΣΣΕ στην ιεραρχία της υπερέχουσας θέσεως - Η εφαρμογή της ευνοϊκότερης για τους μισθωτούς ΣΣΕ - Αρμόδιοι φορείς για την σύναψη επιχειρησιακής ΣΣΕ μετά την άρση αναστολής του άρθρου 10 του Ν. 1876/90 - Η τύχη των επιχειρησιακών ΣΣΕ που συνήφθησαν υπό το μνημονιακό δίκαιο - Αμφίβολη ή νομιμότης καταγγελίας της ΣΣΕ από την Ένωση Προσώπων της οποίας έληξε ο ειδικός σκοπός της συστάσεως της - Περιορισμένος ο χρόνος "ζωής" της "Ενώσεως Προσώπων" - Η μη ανανέωση της ΣΣΕ, μετά την παρέλευση τριμήνου από της λήξεώς της, μετατρέπει τους κανονιστικούς όρους αυτής σε ενδοτικού δικαίου - Μισθολογικές μεταβολές σε επιχειρήσεις στις οποίες επεκτείνονται οι κλαδικές ΣΣΕ - Περιπτωσιολογία κλπ. Σε πρόσφατη μελέτη μας που καταχωρήθηκε στο τεύχος 617, μηνός Σεπτεμβρίου 2018 της ΕΑΕΔ, αναφερθήκαμε, μεταξύ άλλων στη δυνατότητα κηρύξεως ως υποχρεωτικών των ΣΣΕ του Ν. 1876/90, άρθρο 11, οι διατάξεις του οποίου είχαν ανασταλεί κατά τη διάρκεια εφαρμογής του προγράμματος "δημοσιονομικής - οικονομικής προσαρμογής" της χώρας το οποίο και ολοκληρώθηκε την 20.8.2018. Η μνημονιακή αυτή δέσμευση σε ό,τι αφορά την επέκταση των ΣΣΕ και στους "τρίτους" δηλαδή τους μη οργανωμένους εργοδότες και μισθωτούς που αφορά η επεκτεινομένη ΣΣΕ, ("κλαδική" ή "ομοιοεπαγγελματική") επεβλήθη κατ' αρχήν με τον Ν. 4024/2011, άρθρο 37 καθ' όλη τη διάρκεια του "μεσοπροθέσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής" και συνεχίσθηκε με τα επακόλουθα νομοθετήματα 4472 και 4475/2017, μέχρι την λήξη ισχύος τους ήτοι την 20.8.2018. Επαναφορά των διατάξεων της "συρροής" των ΣΣΕ του Ν. 1876/90 Ανάλογη προς την παραπάνω δέσμευση, υπέστησαν και οι διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 1876/90 που ρυθμίζουν τα ζητήματα της "συρροής" δηλαδή την αναγνώριση και την υπεροχή της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ΣΣΕ, όταν η σχέση εργασίας ρυθμίζεται από περισσότερες ισχύουσες ρυθμίσεις (ΣΣΕ ή διαιτητικές αποφάσεις). Υπενθυμίζεται ότι "συρροή" συντρέχει όταν η ατομική σχέση εργασίας εμπίπτει στο προσωπικό, επαγγελματικό, χρονικό και τοπικό πεδίο εφαρμογής, περισσοτέρων από μία ΣΣΕ που ρυθμίζουν τα ίδια θέματα με διαφορετικό τρόπο, με αποτέλεσμα κάθε μια από αυτές να διεκδικεί την εφαρμογή της, επί της ατομικής σχέσεως. Προαπαιτούμενο βεβαίως για την ύπαρξη συρροής είναι να προκύπτει δεσμευτικότητα για τα υποκείμενα της συγκεκριμένης σχέσεως, δηλαδή δέσμευση και του εργοδότου και του μισθωτού. Το πρόβλημα της συρροής πλειόνων ρυθμίσεων (ΣΣΕ), δημιουργείται από τη στιγμή που ο νόμος προβλέπει διάφορα είδη ΣΣΕ και παραλλήλως παρέχει την δυνατότητα για συμμετοχή του κάθε εργαζομένου σε περισσότερες από μία συνδικαλιστικές οργανώσεις όπου υπάρχει το ενδεχόμενο ο εργοδότης να συνάπτει ο ίδιος ΣΣΕ (επιχειρησιακή) και παράλληλα να συνάπτει ευρύτερη ΣΣΕ (κλαδική) η εργοδοτική οργάνωση στην οποία ανήκει. Δεν αποκλείεται πάντως με βάση τα ισχύοντα είδη ΣΣΕ (του άρθρου 3 του Ν. 1876/90) να εμφανισθεί ζήτημα συρροής ανάμεσα σε ΣΣΕ με διαφορετικό πεδίο ισχύος ήτοι ανάμεσα σε εθνική ενός είδους (ομοιοεπαγγελματική, κλαδική) και σε "τοπική" ρύθμιση του αυτού είδους. Σε κάθε περίπτωση δεν νοείται συρροή ή σύγκρουση μεταξύ εθνικής γενικής ΣΣΕ και μιας άλλης, διαφορετικής κατηγορίας. Επίσης, δεν συντρέχει ζήτημα συρροής όταν πρόκειται για παράλληλες ΣΣΕ που απλώς αλληλοσυμπληρώνονται. Δηλαδή η μία ρύθμιση καθορίζει τον μισθό η άλλη τον χρόνο εργασίας και μία τρίτη την αποζημίωση απολύσεως (ΑΠ 1008/93). Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται όλες. Ο τρόπος συγκρίσεως μεταξύ συγκρουομένων ΣΣΕ Ο νομοθέτης του Ν. 1876/90, άρθρο 10, παρ. 1 προσδιόρισε τον τρόπο κατά τον οποίο γίνεται η σύγκριση μεταξύ των συγκρουομένων ΣΣΕ. Η σύγκριση αυτή δεν καλύπτει το σύνολο των όρων της ΣΣΕ που βρίσκεται σε σύγκρουση με άλλη της αυτής ή άλλης βαθμίδος, αλλά διαχωρίζει το περιεχόμενο των συρρεουσών ρυθμίσεων κατά ενότητες, ήτοι σε α) ζητήματα αποδοχών και β) σε τοιαύτα λοιπών θεμάτων, που εμφανίζουν όμως εσωτερική συνάφεια. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 10, σαφώς αναγνωρίζεται η υπεροχή της "κλαδικής" ή "επιχειρησιακής" ΣΣΕ έναντι της συρρεούσης "ομοιοεπαγγελματικής". Αυτό διότι οι ρυθμίσεις αυτές (ομοιοεπαγγελματικές) είναι διαφορετικής βαθμίδος και συνεπώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της "ειδικότητος ή της ενότητος" σύμφωνα με τις οποίες η εφαρμοστέα ΣΣΕ καθορίζεται από την προέχουσα δραστηριότητα του κλάδου και ειδικότερα της εκμεταλλεύσεως η οποία προσδιορίζει και τον χαρακτήρα της εκμεταλλεύσεως καθώς και τον οικονομικό και τεχνικό τομέα αυτής. Πρόβλημα ανακύπτει όταν ο μισθωτός στερείται της ιδιότητος του μέλους της οργανώσεως που συνήψε την ΣΣΕ και συνεπώς δεν δύναται να εφαρμοσθεί επί της εργασιακής του σχέσεως η συγκεκριμένη ρύθμιση. Το πρόβλημα στην περίπτωση αυτή αποκαθίσταται με την κήρυξη της ΣΣΕ ως υποχρεωτικής, γι' αυτό και καθίσταται αναγκαία η επέκταση αυτής, και στους μη οργανωμένους μισθωτούς και εργοδότες. Συνεπώς, ορθώς στα πλαίσια εφαρμογής της γενικότερης "αρχής της προστασίας" των μισθωτών, εκηρύχθησαν πρόσφατα υποχρεωτικές οι "κλαδικές" ΣΣΕ: α) Των Γραφείων Ταξιδίων και Τουρισμού, β) Των Ναυτιλιακών πρακτορείων και επιχειρήσεων, γ) Των Πρακτορειακών Επιχειρήσεων της Διεθνούς Ναυτικής Ενώσεως, δ) Των Τραπεζών, προς δε και οι ΣΣΕ «τοπικές» των εργαζομένων σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις των Νομών Χανίων και Λασιθίου Κρήτης. Σε ό,τι αφορά την "συρροή" (σύγκρουση) "κλαδικής" ΣΣΕ με "επιχειρησιακή" του άρθρου 3, παρ. 4 και 5 του Ν. 1876/90, ο νομοθέτης, αναγνώρισε την υπεροχή της "κλαδικής" ρυθμίσεως έναντι της "επιχειρησιακής", εφόσον βέβαια η πρώτη είναι ευνοϊκότερη έναντι της δεύτερης, με τις προϋποθέσεις πάντοτε της διακρίσεως των ενοτήτων, αφενός των αποδοχών και αφετέρου των λοιπών θεμάτων (Άρθ. 10, παρ. 1 Ν. 1876/90). Υπεροχή της επιχειρησιακής ρυθμίσεως υπό το "μνημονιακό" δίκαιο Το προβάδισμα και η υπεροχή της "κλαδικής" ΣΣΕ έναντι της "επιχειρησιακής" ανατράπηκε με σειρά πολλαπλών "μνημονιακών" νομοθετημάτων που αλλοίωσαν την ισορροπία και την τάξη μεταξύ των ειδών των ΣΣΕ του άρθρου 3 του Ν. 1876/90. Η πρώτη διάσπαση επιχειρήθηκε με το καθεστώς που εισήγαγε ο Ν. 3845/2010. Ειδικότερα με το άρθρο 7 του ως άνω νομοθετήματος στοχεύθηκε η απόκλιση των όρων των επιχειρησιακών ΣΣΕ από τις "κλαδικές" ρυθμίσεις και ακόμη και από τις εθνικές γενικές ΣΣΕ. Η απλή ερμηνεία και η λογική των ως άνω διατάξεων οδηγεί στο αναμφισβήτητο συμπέρασμα καθορισμού μικροτέρων αμοιβών με μηχανισμούς οι οποίες αντιστρατεύονται μεταξύ άλλων και τις περί "συρροής" διατάξεις του Ν. 1876/90. Ο επακολουθήσας νόμος 3899/2010, απέφυγε μεν το ατόπημα δυνατότητας καθορισμού με επιχειρησιακή ΣΣΕ, αποδοχών μικροτέρων των αντιστοίχων της Εθνικής ρυθμίσεως, πλην όμως εισήγαγε στον χώρο των ΣΣΕ, νέας μορφής και είδους επιχειρησιακή ρύθμιση με τον τίτλο "Ειδική επιχειρησιακή ΣΣΕ". Σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη επιτράπηκε οι "ειδικές" αυτές ΣΣΕ να αποκλίνουν από τις "κλαδικές" αντίστοιχες με όριο αμοιβών τις αποδοχές της Εθν. γεν. ΣΣΕ, και, επιπλέον κατέστη ανεπίτρεπτη η κήρυξη τους ως υποχρεωτικών. Εξ ετέρου ορίσθηκε ότι για τη σύναψη "ειδικής" ρυθμίσεως δεν απαιτείται η ύπαρξη 50 εργαζομένων στην επιχείρηση αλλά και με μικρότερο προσωπικό. Το επόμενο νομοθέτημα 4024/2011 (άρθρο 37) κατάργησε την κατηγορία των "ειδικών" ρυθμίσεων και παραλλήλως κατάργησε και την απασχόληση 50 τουλάχιστον εργαζομένων στην επιχείρηση, ως βασική προϋπόθεση για τη σύναψη επιχειρησιακής ΣΣΕ του άρθρου 3 του Ν. 1876/90. Έτσι ανέκυψε το πρόβλημα αν μπορούσε ο μεμονωμένος εργοδότης με προσωπικό μικρότερο των 20 ατόμων να συνάψει επιχειρησιακή ΣΣΕ, αφού ο ελάχιστος αριθμός εργαζομένων στην επιχείρηση δεν δικαιολογεί την ύπαρξη επαγγελματικής συνδικαλιστικής οργανώσεως, για την οποία απαιτείται, ως γνωστό η σύμπραξη 20 τουλάχιστον εργαζομένων (ΑΚ άρθρ. 78 εδαφ. β). Η άρση του περιορισμού των 50 εργαζομένων, είχε ως συνέπεια, την απόδοση ικανότητος συνάψεως επιχειρησιακής ΣΣΕ στην "Ένωση Προσώπων" του Ν. 1264/82, εφόσον βέβαια δεν λειτουργεί στην επιχείρηση συνδικαλιστική οργάνωση της οποίας το καταστατικό (ιδρυτική πράξη) πρέπει να καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων ανεξάρτητα από την κατηγορία, την θέση ή την ειδικότητά τους. Η ίδρυση τέτοιων "Ενώσεων" διευκολύνθηκε με το επιτρεπτό της συστάσεώς τους, όχι από 10 εργαζομένους, όπως προβλέπει ο Ν. 1264/82, αλλά από τα 3/5 τουλάχιστον των εργαζομένων στην επιχείρηση ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού του προσωπικού. Έτσι εξωβελίσθηκε από τη σειρά προτεραιότητος, ως φορέας - εκπρόσωπος των εργαζομένων για τη σύναψη επιχειρησιακής ΣΣΕ, η πρωτοβάθμια κλαδική οργάνωση, η οποία και κατέλαβε την τρίτη θέση, αρμοδιότητος για τη σύναψη ΣΣΕ, στον χώρο της επιχειρήσεως. Συμπερασματικά, με το άρθρο 37, παρ. 5 του Ν. 4024/2011, αναγνωρίσθηκε πανηγυρικά η υπεροχή της "επιχειρησιακής" ΣΣΕ ως ειδικότερης, έναντι της "κλαδικής", έστω και αν περιλαμβάνει δυσμενέστερους όρους όλων των ενοτήτων συγκρίσεως μεταξύ αποδοχών και λοιπών θεμάτων. Υπόψει ότι, το πεδίο ισχύος της επιχειρησιακής ΣΣΕ, είναι αυστηρά στενό, περιοριζόμενο στα πλαίσια μιας εκμεταλλεύσεως, ή επιχειρήσεως εντός της οποίας οι διαμορφούμενες μέσω της ΣΣΕ εργασιακές σχέσεις - έστω και δυσμενέστερες - έναντι των αντιστοίχων της "κλαδικής" επικρατούν, μη επιδεχόμενες την αλλοίωσή τους από "τρίτες" ευρυτέρου επιπέδου ρυθμίσεις. Η απαγόρευση, από την θεμελιώδη αρχή της "ευνοίας" και προστασίας, υπέρ των εργαζομένων η οποία επί σειρά ετών πρωτοστατούσε στο δίκαιο μας, στηρίχθηκε προφανώς κατά τους μνημονιακούς συντάκτες των προαναφερθέντων νομοθετημάτων, στη σκέψη ότι, στην επιχείρηση πρέπει να διαμορφώνεται μία ισόρροπη ανάλογη με τις ανάγκες της και την οικονομική της αντοχή πολιτική. Θα συμφωνούσαμε ενδεχομένως προς την ανωτέρω άποψη και για τον πρόσθετο λόγο που δικαιολογεί την επιβαλλόμενη αρχή της ομοιομορφίας και της ίσης μεταχειρίσεως για όλους τους εργαζομένους της επιχειρήσεως, αφού θα αποφεύγετο έτσι μια κατάσταση πολλαπλών ρυθμίσεων, από τη μεταξύ τους σύγκρουση. Όμως η σύναψη μιας επιχειρησιακής ΣΣΕ με δυσμενέστερους όρους έναντι μιας παράλληλης ισχύος κλαδικής που καλύπτει ευρύτερα ένα συγκεκριμένο παραγωγικό κλάδο που δραστηριοποιείται υπό τις αυτές συνθήκες παραγωγής και διαθέσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών τους, θα αποτελούσε σοβαρό πλήγμα στη γενικότερη ανάγκη λειτουργίας μιας ομοιόμορφης αγοράς και κανόνων δικαίου που θα ενθάρρυνε επί πλέον και τον "αθέμιτο ανταγωνισμό" μεταξύ επιχειρήσεων του αυτού Κλάδου που άλλες εξ αυτών θα λειτουργούσαν με μικρότερο κόστος εργασίας και άλλες με αυξημένο. Συνεπώς, η θεοποιηθείσα στην εποχή μας "ανταγωνιστικότης" θα ήταν μηχανισμός αποσταθεροποιήσεως της εθνικής οικονομίας. Υπόψει ότι η "ανταγωνιστικότης" μπορεί να επιτευχθεί και με άλλους τρόπους και μηχανισμούς στα πλαίσια μιας αναπτυγμένης τεχνολογίας και συναφών τομέων της οικονομίας και όχι με μεταλλαγμένες ανομοιόμορφες σχέσεις εργασίας. Το προβαλλόμενο επιχείρημα ότι στην επιχείρηση πρέπει να διαμορφώνεται μια ισόρροπη προς τις ανάγκες και την οικονομική αντοχή της κατάσταση προκειμένου να υπάρχουν ομοιόμορφες σχέσεις εργασίας, έστω και με δυσμενέστερους όρους αμοιβής έναντι των αντιστοίχων των ομοειδών επιχειρήσεων του κλάδου, δεν πείθει. Αυτό διότι, η διατεινομένη ομοιομορφία των σχέσεων απορρέει πρωτίστως από τον εσωτερικό κανονισμό εργασίας. Υπενθυμίζεται ότι, η υπαγωγή του προσωπικού στον κανονισμό, δεν είναι συμπτωματική, αλλά καθολική και υποχρεωτική. Η ρύθμιση των όρων αμοιβής - η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο της ύλης των κανονισμών - θα πρέπει να εξασφαλίζεται και αυτή με κανόνες "ομοιομορφίας" και "ίσης μισθολογικής μεταχειρίσεως" η οποία επιτυγχάνεται μέσω μιας ευρύτερης ρυθμίσεως που καλύπτει κάθε συγκεκριμένο "κλάδο". Ο Ν. 1876/90, άρθρ. 3 παρ. 4 προσδιόρισε σαφώς την έννοια του κλάδου με την διατύπωση "ομοειδείς" ή "συναφείς" επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις. Όπως προαναφέρθηκε "ομοειδείς" επιχειρήσεις είναι εκείνες που έχουν το αυτό αντικείμενο δραστηριότητος ενώ «συναφείς» είναι εκείνες που έχουν παρεμφερές αντικείμενο δραστηριότητος ή λειτουργούν υπό παρόμοιες συνθήκες. (ΑΠ 698/2001, ΑΠ 598/99, ΑΠ 1286/99, ΑΠ 1164/98, ΑΠ 1374/99). Το αντικείμενο ρυθμίσεως των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των παραπάνω επιχειρήσεων, αποτελεί το πεδίο ισχύος της "κλαδικής" ΣΣΕ, γι' αυτό και αναγνωρίζεται η υπεροχή αυτής έναντι της "επιχειρησιακής" ΣΣΕ. Ο κανόνας αυτός υποχωρεί στις περιπτώσεις που η επιχειρησιακή ρύθμιση, περιέχει ευνοϊκότερους όρους αμοιβής και εργασίας έναντι της "κλαδικής". Ορθώς συνεπώς, ο νομοθέτης με το άρθρο 10, παρ. 2 του Ν. 1876/90 έδωσε το προβάδισμα και την υπεροχή στις "κλαδικές" ΣΣΕ στις περιπτώσεις που συγκρούονται ή συρρέουν με επιχειρησιακή ΣΣΕ. Αυτήν την θεμελιώδη και θεσμική αρχή, κατέλυσαν και διέσπασαν τα προεκτεθέντα μνημονιακά νομοθετήματα και κυρίως ο Ν. 4024/2011 άρθρο 37 που επέβαλε ότι "κατά τη διάρκεια εφαρμογής του "μεσοπροθέσμου" πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας". Η επιφύλαξη του μνημονιακού νομοθέτου για το ανεπίτρεπτο καθορισμού δυσμενεστέρων όρων αμοιβής και εργασίας, περιορίσθηκε μόνο για τις εθνικές γενικές ΣΣΕ που και αυτές δεν υφίστανται πλέον, αντικατασταθείσες από τις "νομοθετημένες" κατώτατες αμοιβές που προσδιορίζει αποκλειστικά το κράτος (Ν. 4093/2012). Το καθεστώς του Ν. 4024/2011, σε ότι αφορά τα ζητήματα "συρροής" του άρθρου 10 του Ν. 1876/90, διατηρήθηκε σε ισχύ με τα επακολουθήσαντα νομοθετήματα 4472/2017 άρθρο 16 και 4475/2017, άρθρο πέμπτο. Η διατήρηση σε ισχύ, παρατάθηκε "έως το τέλος του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής" της χώρας. Ειδικότερα σε αμφότερα τα ως άνω νομοθετήματα επαναλαμβάνεται στερεότυπα ότι "η επιχειρησιακή ΣΣΕ υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με κλαδική ΣΣΕ, με την επιφύλαξη ότι, οι όροι αμοιβής και εργασίας της επιχειρησιακής ΣΣΕ να μην είναι δυσμενέστεροι έναντι των αντιστοίχων της εθνικής γεν. ΣΣΕ. Η λήξη του μνημονιακού δικαίου - Επαναβίωση του άρθρου 10 του Ν. 1876/90. Ήδη όμως η ισχύς του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής έχει λήξει την 20.8.2018, γεγονός που σημαίνει ότι, αυτοδικαίως επαναβιώνουν και έχουν εφαρμογή στο σύνολό τους οι διατάξεις του ανασταλέντος άρθρου 10 του Ν. 1876/90 περί συρροής. Άλλωστε με την λήξη του παραπάνω προγράμματος (20.8.2018) το ίδιο συνέβη και με την επαναφορά του θεσμού κηρύξεως ως υποχρεωτικών των ΣΣΕ, του άρθρου 11, παρ. 2 και 3 του Ν. 1876/90. Στα πλαίσια "απελευθερώσεως" του ως άνω μηχανισμού, το αρμόδιο Υπ. Εργασίας όπως προαναφέρθηκε προέβη στην επέκταση των ΣΣΕ, τις οποίες προηγουμένως μνημονεύσαμε. Κατά συνέπεια καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η "κλαδική" ρύθμιση επανέρχεται στην θέση που την τοποθέτησε ο Ν. 1876/90 όταν βρίσκεται σε κατάσταση συγκρούσεως (συρροής) με ΣΣΕ διαφορετικού επιπέδου (ομοιοεπαγγελματική και επιχειρησιακή) εφόσον βέβαια οι όροι αυτής είναι ευνοϊκότεροι έναντι των λοιπών ρυθμίσεων. Το προβάδισμα και η αναγνώριση υπεροχής της "κλαδικής" ΣΣΕ υποχωρεί και κάμπτεται, όταν η συγκρουόμενη, σε επίπεδο επιχειρήσεως, ρύθμιση περιλαμβάνει όρους αμοιβής και εργασίας που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους. Διευκρινιστικά θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι, δεν συνιστά "συρροή" η συνέρευση "κλαδικής" ρυθμίσεως με "ομοιοεπαγγελματική" διότι οι ρυθμίσεις αυτές είναι διαφορετικής βαθμίδος, έστω και αν το περιεχόμενο τους αφορά την ίδια ειδικότητα μισθωτών. Σύμφωνα με τα κρατούντα ή εφαρμοστέα ΣΣΕ καθορίζεται από την προέχουσα δραστηριότητα του κλάδου και τον οικονομικο-τεχνικό τομέα αυτής. Αρμόδιοι φορείς για τη σύναψη επιχειρησιακής ΣΣΕ Με την επαναφορά σε ισχύ των διατάξεων του Ν. 1876/90, από την 20.8.2018 ανακύπτει εμμέσως και το ζήτημα αρμοδιότητος των φορέων - εκπροσώπων των εργοδοτών και εργαζομένων που κέκτηνται ικανότητα συνάψεως επιχειρησιακής ΣΣΕ. Το επαναβιώσαν καθεστώς του άρθρου 6 του Ν. 1876/90 εξαφανίζει (καταργεί) το περιεχόμενο του άρθρου 37 του Ν. 4024/2011, σύμφωνα με το οποίο εδίδετο εξουσία και ικανότητα συνάψεως επιχειρησιακής ΣΣΕ και στις "Ενώσεις Προσώπων" ήτοι σε ευκαιριακές εργοστασιακές ομάδες μη διαθέτουσες ανάλογη προς τις συνδικαλιστικές οργανώσεις εμπειρία να διαχειρίζονται ευαίσθητους και πολύπλοκους μηχανισμούς του εργατικού δικαίου. Όπως προηγουμένως αναφέρθηκε στις παραπάνω "Ενώσεις" παρασχέθηκε - κατά σειρά προτεραιότητος - το προβάδισμα έναντι των πρωτοβάθμιων κλαδικών οργανώσεων για τη σύναψη επιχειρησιακών ΣΣΕ (άρθρ. 37 παρ. 1 Ν. 4024/2011). Συνεπώς, ικανότητα συνάψεως ΣΣΕ της παραπάνω κατηγορίας, θα πρέπει να έχουν εφεξής μόνο οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των επιχειρήσεων τα καταστατικά των οποίων καλύπτουν τους εργαζομένους ανεξάρτητα από την κατηγορία, θέση ή την ειδικότητα και εφόσον ελλείπουν αυτές την ικανότητα συνάψεως επιχειρησιακής ρυθμίσεως έχουν επικουρικά οι πρωτοβάθμιες κλαδικές οργανώσεις. Οίκοθεν νοείται αλλά και υπενθυμίζεται ότι η απόδοση ικανότητος συνάψεως επιχειρησιακής ΣΣΕ σε συνδικαλιστική οργάνωση, θα πρέπει να συνοδεύεται και από τον χαρακτηρισμό αυτής ως η "πλέον αντιπροσωπευτική" κατά τα ειδικότερα που προβλέπει το άρθρο 6, παρ. 2 του Ν. 1876/90. Από την εργοδοτική πλευρά ικανότητα συνάψεως επιχειρησιακής ΣΣΕ έχει ο κάθε εργοδότης φορέας της επιχειρήσεώς του στην οποία όμως πρέπει να απασχολούνται 50 τουλάχιστον εργαζόμενοι (Ν. 1876/90, αρθρ. 6 παρ. 1, εδαφ. β). Μικρότερος αριθμός εργαζομένων και κυρίως αριθμός κάτω των 20 ατόμων, καθιστά ανεπίτρεπτη την σύναψη επιχειρησιακής ΣΣΕ. Η τύχη των επιχειρησιακών ΣΣΕ που συνήφθησαν υπό το μνημονιακό δίκαιο Ενδέχεται να διερωτηθεί ο αναγνώστης, ποία είναι η τύχη όλων εκείνων των επιχειρησιακών ΣΣΕ που συνήφθησαν κατά τη διάρκεια ισχύος του άρθρου 37 του Ν. 4024/2011 ήτοι, αφενός από την πλευρά των εργαζομένων από την, για το συγκεκριμένο θέμα, συσταθείσα "Ένωση Προσώπων" και αφετέρου από τον μεμονωμένο εργοδότη, στην επιχείρηση του οποίου απησχολείτο μικρότερος των 50 αριθμός εργαζομένων. Κατά την άποψη μας σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι δυνατόν να προβληθεί η ακυρότης των παραπάνω ρυθμίσεων για τον απλούστατο λόγο ότι αυτές συνήφθησαν στα πλαίσια ισχύος του προμνησθέντος νομοθετήματος υπό τις σαφείς προϋποθέσεις που προέβλεπαν οι οικείες διατάξεις σε ό,τι αφορά, τόσο στην ικανότητα των φορέων που τις υπέγραψαν όσο και στον τυχόν περιορισμένο αριθμό εργαζομένων στην επιχείρηση. Η ισχύς αυτών των επιχειρησιακών ΣΣΕ (που σύμφωνα με το άρθρο 4 της υπ' αριθ. 6/28.2.2012 ΠΥΣ θα πρέπει να είναι "ορισμένου χρόνου" όχι μικροτέρου του ενός (1) έτους και μεγαλύτερης των τριών ετών) - θα λήξει με την συμπλήρωση του προαναφερθέντος χρόνου, ή ενδεχομένως με την έκτακτη καταγγελία τους, εφόσον βέβαια η διάρκεια ισχύος τους συμφωνήθηκε για μεγαλύτερη του ενός (1) έτους. Αλλά και πάλι, αμφίβολη είναι η νομιμότης μιας τέτοιας καταγγελίας ιδίως στην περίπτωση που η επιχειρησιακή ΣΣΕ συνήφθη από "Ένωση Προσώπων" και όχι από συνδικαλιστική οργάνωση. Αυτό διότι, οι Ενώσεις Προσώπων ιδρύονται μόνο για συγκεκριμένο λόγο, μετά την επίτευξη του οποίου αυτοδικαίως διαλύονται. Η διάρκεια ζωής της "Ενώσεως" δεν μπορεί να υπερβαίνει σύμφωνα με τον Ν. 1264/82 τους έξι (6) μήνες, ήτοι στοιχείο που πρέπει να καταγράφεται στην ιδρυτική της Πράξη, μαζί με το συγκεκριμένο εξειδικευμένο σκοπό που δικαιολογεί την σύστασή της. Υπόψει πάντοτε ότι στην καταγγελία της ΣΣΕ, μπορεί να προβεί μόνο η οργάνωση που συνεβλήθη για την κατάρτισή της. Συνεπώς αν κατά τη διάρκεια ισχύος της επιχειρησιακής ΣΣΕ, έχει λήξει η διάρκεια ζωής της Ενώσεως Προσώπων, τότε δεν είναι επιτρεπτή η ανανέωση της μη υφισταμένου αρμοδίου φορέως - εκπροσώπου των εργαζομένων, εκτός αν εν τω μεταξύ στην επιχείρηση ιδρυθεί συνδικαλιστική οργάνωση. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 της υπ' αριθ. 6/2012 ΠΥΣ, οι κανονιστικοί όροι της συναφθείσης από την "Ένωση Προσώπων" ΣΣΕ που έχει λήξει, ισχύουν επί ένα τρίμηνο, μετά την πάροδο του οποίου παρατείνονται μέχρι την αντικατάσταση τους από την τυχόν συναφθείσα νέα ΣΣΕ. Όμως τη νέα ρύθμιση, μετά την κατάργηση του άρθρου 37 του Ν. 4024/2011, μπορεί να επιχειρήσει μόνο συνδικαλιστική οργάνωση αρμοδιότητος σε επίπεδο επιχειρήσεως ή Πρωτοβάθμια κλαδική οργάνωση και όχι "Ένωση Προσώπων" που στερείται πλέον τοιαύτης ικανότητος. Αν δεν επιτευχθεί μια τέτοια ρύθμιση από φορείς που προβλέπονται από τα άρθρα 3 και 6 του Ν. 1876/90, τότε οι όροι της μη ανανεωθείσης ΣΣΕ επιδεχόμενοι - με συμφωνία των μερών - την τροποποίηση τους λειτουργούν ως όροι "ατομικής" συμβάσεως μη αναγκαστικού χαρακτήρος. Μισθολογικές μεταβολές από την επαναφορά των διατάξεων των άρθρων 10 και 11 του Ν. 1876/90 (Συρροής και επεκτάσεως των ΣΣΕ) Τα όσα εξετέθησαν ανωτέρω σχετικά με τα ζητήματα επαναφοράς των μηχανισμών "Συρροής" και κηρύξεως υποχρεωτικών των ΣΣΕ μετά τη λήξη του προγράμματος "οικονομικής προσαρμογής" την 20.8.2018, ενδεχομένως να επιφέρουν κάποιες μισθολογικές αναστατώσεις. Ιδίως σε επιχειρήσεις στις οποίες επεκτάθηκαν, ή θα επεκταθούν οι αρμόδιες κλαδικές ΣΣΕ ή διαιτητικές αποφάσεις των οποίων η υπεροχή έναντι των επιχειρησιακών, που τυχόν έχουν συναφθεί κατά τη διάρκεια των προεκτεθέντων προγραμμάτων είναι πλέον δεδομένη. Η μισθολογική αυτή μεταβολή θα επηρεάσει ακόμη και εκείνες τις επιχειρήσεις που καταβάλλουν στο προσωπικό τους υψηλότερες αμοιβές έναντι των αντιστοίχων που καθορίζουν οι κλαδικές ρυθμίσεις. Αυτό διότι αρκετές εταιρείες, είτε από "επιχειρησιακή συνήθεια" είτε ατομικά καταβάλλουν υψηλότερες αμοιβές στο προσωπικό τους, συνήθως με την ρητή επιφύλαξη του οικείου εργοδότου να τις ανακαλεί οποτεδήποτε κατά την ανέλεγκτη κρίση του. Κατά συνέπεια η διαφορά που θα προκύψει μεταξύ αφ' ενός του αναβαθμισμένου με την επεκταθείσα ως υποχρεωτική κλαδική ρύθμιση μισθού και αφ' ετέρου του "εξ ελευθεριότητος" μισθού, θα σμικρυνθεί, αφού τμήμα του υψηλότερου συμφωνηθέντος στην ατομική σύμβαση εργασίας μισθού θα χαρακτηρίζεται πλέον ως "νόμιμος" μισθός και όχι απλώς ως "συμβατικός". Ίσως οι παραπάνω απόψεις μας να αποτελούν "λεπτομέρεια" στο εφαρμοζόμενο κατά περίπτωση μισθολογικό σύστημα κάθε εταιρείας. Ωστόσο εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι, με την επαναφορά σε ισχύ των μηχανισμών, αφ' ενός της "συρροής" με κυρίαρχη πλέον την "κλαδική" ΣΣΕ έναντι της επιχειρησιακής εφόσον η πρώτη περιλαμβάνει ευνοϊκότερους όρους και αφ' ετέρου της αδέσμευτης πλέον δυνατότητος "επεκτάσεως" της ρυθμίσεως και στους "τρίτους" κλπ. θα αποκατασταθεί η τρωθείσα αρχή της "ίσης μισθολογικής μεταχειρίσεως" τουλάχιστον στον χώρο και στο πεδίο εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Αρκεί να αφεθεί ελεύθερο να λειτουργήσει το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων της μεσολαβήσεως και επικουρικά της διαιτησίας χωρίς τις παρεμβάσεις "τρίτων" με νοθευμένα νομοθετήματα, ή αμφιβόλου ισχύος διοικητικές πράξεις ή αυθαίρετες ερμηνείες.