Η άδεια αναπαύσεως των μισθωτών Βασ. Γαμβρούδη, τ. Δ/ντή Υπ. Εργασίας Περιεχόμενα Νομοθεσία Γενικά Ισχύουσες διατάξεις σήμερα Χρόνος χορήγησης αδείας Διευκρινήσεις χορήγησης 1ου & 2ου έτους Κατάτμηση αδείας Ομαδική χορήγηση αδειών Διαλείπουσα εργασία και άδεια Λύση της σχέσεως εργασίας και άδεια Αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας Το βιβλίο αδειών Άδεια και υποχρεώσεις εργοδοτών Εισφορές και φορολογία αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας Ειδικές μορφές απασχόλησης και άδεια Εποχιακές επιχειρήσεις - Ξενοδοχεία Ειδικές περιπτώσεις Φορολογία αποδοχών' αδείας Ειδικές κατηγορίες μισθωτών Ειδική άδεια μητρότητας (6 μηνών) και επίδομα αδείας Κυμαινόμενες αποδοχές Επίδομα ισολογισμού και επίδομα αδείας Επιδόματα εορτών και επίδομα αδείας Πίνακες ημερών αδείας Αναστολή της σύμβασης και κανονική άδεια 1. Νομοθεσία Τα κατά καιρούς διάφορα νομοθετήματα τα σχετικά με την κανονική άδεια είναι τα πιο κάτω: Α.Ν. 539/45 Βασικός νόμος χορήγησης κανονικής άδειας. Τροποποιήθηκε με Ν. 1346/83. Ν. 3755/57 Προσαύξηση 100% αποδοχών αδείας σε άρνηση χορήγησης. Ν.Δ. 4547/66 Οι αποδοχές μετά του επιδόματος αδείας προκαταβάλλονται κατά την έναρξη της αδείας. Ν. 4504/66 Χορήγηση Επιδόματος αδείας. Β.Δ. 376/71 Επέκταση διατάξεων αδείας επί οικόσιτων μισθωτών. ΕΓΣΣΕ 1977 όπως κυρώθηκε με Ν. 549/77 Κατάτμηση αδείας. Ν. 1648/86 Άδεια ατόμων με ειδικές ανάγκες. Ν. 1837/89 αρθ. 7 Άδειες ανηλίκων. Ν. 4507/66 αρθ. 8 Άδειες Δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες επί πάγια αμοιβή. Ν. 1876/90 Ποινική δίωξη για μη χορήγηση. Ν. 3144/03 Χρήση δικαιώματος αδείας μετά ένα μήνα απασχόλησης, αναλογικά κατά τον πρώτο χρόνο εργασίας (τμηματική χορήγηση). Ν. 3227/04 Καθιέρωση Εργασιακού έτους. Ν. 3302/04 Κατάργηση εργασιακού έτους και καθιέρωση ημερολογιακού έτους. Τμηματική χορήγηση αδείας 1ου και 2ου ημερολογιακού έτους. Δήλη ημέρα χορήγησης αδείας η 31 /12 άσχετα με τον χρόνο απασχόλησης. Ν. 3262/09 Τήρηση βιβλίου Αδειών. Ν. 3846/10 Κατάτμηση αδείας. Ν. 4093/12 Κατάτμηση αδείας. Ν. 4387/16 Φορολογία εισοδήματος Ν. 4254/14 Βιβλίο Αδειών - Γνωστοποίηση αδειών στο ΣΕΠΕ 2. Γενικά Η υποχρέωση των εργοδοτών να χορηγούν άδειες στους μισθωτούς, προκύπτει από το σύνολο των διατάξεων του Α.Ν. 539/1945 όπως τροποποιήθηκε με την παραγρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 4547/66 και την παραγρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1346/83 έχει σαν σκοπό να δώσει στους μισθωτούς τη δυνατότητα να ανανεώσουν τις ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις τους, για να μπορέσουν στη συνέχεια να φθάσουν σε υψηλότερη απόδοση και παραγωγικότητα. Οι ισχύουσες σήμερα διατάξεις που ρυθμίζουν το θεσμό των αδειών με αποδοχές των μισθωτών και αποβλέπουν στην προστασία αυτών, είναι ο Α.Ν. 539/45, ο Ν. 1346/83 (ΦΕΚ 46/Α/14.4.83) όπως έχουν τροποποιηθεί και συμπληρωθεί από μεταγενέστερες Εθν. Γεν. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.). Το άρθρο 6 του Ν. 3144/03 και το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004. (ΕΑΕΔ 2005 σ. 150) Στις διατάξεις του Α.Ν. 539/45 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 1346/83 υπάγονται οι απασχολούμενοι σε επιχειρήσεις ή εργασίες, που έχουν σαν σκοπό το κέρδος καθώς και οι εργαζόμενοι σε βιομηχανικές, βιοτεχνικές και εμπορικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που διενεργούν μεταφορές, φορτοεκφορτώσεις, άσχετα από τη μορφή ή το χαρακτήρα της οργανώσεως τους (δημοσίου ή ιδιωτικού) καθώς και οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, νοσηλευτικά ή άλλα ιδρύματα ή οργανισμοί ή οιαδήποτε άλλα έργα που διεξάγονται για λογαριασμό ιδιωτών, νομικών προσώπων, οργανισμών δημοσίου δικαίου, ή του δημοσίου ή σε σωματεία, συνεταιρισμούς, θεάματα και λέσχες. Δεν εξαιρείται δηλαδή της υποχρεώσεως για χορήγηση αδείας απουσίας ούτε το προσωπικό του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. ή επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, εφ' όσον η σχέση εργασίας του είναι ιδιωτικού δικαίου. Δεν υπάγονται στις σχετικές περί αδειών διατάξεις τα άτομα-πρόσωπα: α) Αυτά που απασχολούνται σε ναυτιλιακές, αλιευτικές, γεωργικές κτηνοτροφικές ή δασικές επιχειρήσεις. Για τους μισθωτούς των ανωτέρω επιχειρήσεων, έχουν εφαρμογή τα άρθρα 666 και 667 του Α.Κ. β) Εκείνα που απασχολούνται σε επιχειρήσεις ή εργασίες που ασκούνται για κέρδος στις οποίες εργάζονται μόνο μέλη της οικογενείας του εργοδότη, γ) Αυτά που απασχολούνται αντί μισθού σε δημοσίου χαρακτήρα υπηρεσίες ή εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, εφ' όσον, οι σχετικοί κανονισμοί δίνουν σ' αυτά το δικαίωμα αδείας ανάλογη με εκείνη που προβλέπουν οι σχετικοί μεταγενέστεροι Νόμοι. 3. Ισχύουσες διατάξεις σήμερα Οι εργαζόμενοι γενικά δικαιούνται ετήσιας άδειας ανάπαυσης-αναψυχής. Με τον Νόμο 3302/2004 "Ρύθμιση ετήσιας άδειας εργαζομένων και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ 267/Α/28.12.04) στο άρθρο 1 αυτού "Ετήσια άδεια με αποδοχές" ορίζονται τα εξής: Άρθρο 1 Ετήσια άδεια με αποδοχές 1. Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945 (ΦΕΚ 229 Α'), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του Ν. 3227/2004 (ΦΕΚ 31 Α'), αντικαθίσταται ως εξής: "1.α. Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ' αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια εικοσιτεσσάρων εργάσιμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησης του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α'. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας". 4. Χρόνος χορήγησης αδείας Ο χρόνος χορηγήοεως της αδείας διακανονίζεται μεταξύ μισθωτού και εργοδότη (άρθρ. 4 Α.Ν. 539/45). Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος. Υποχρεούται επίσης να χορηγήσει την άδεια οπωσδήποτε πριν από τη λήξη του ημερολογιακού έτους. Αυτό ακόμη και αν ο μισθωτός δεν ζήτησε την άδεια. Εάν δεν συμβεί αυτό και με υπαίτια ευθύνη του εργοδότη δεν χορηγηθεί η άδεια, τότε ο εργοδότης οφείλει προσαύξηση κατά 100% των αποδοχών αδείας. Σύμφωνα με το ν.4808/21 αρθρ. 61η κανονική άδεια θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξαντληθεί έως την 31η Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους, ακόμη και εάν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο. Η τροποποίηση αυτή έγινε γιατί στην πράξη προέκυπταν για διάφορους λόγους, υπόλοιπα των κανονικών αδειών για το επόμενο έτος. Αυτό βέβαια δεν ισχύει για χορήγηση π.χ. τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους, ολόκληρης της άδειας αλλά για τυχόν προκύπτοντα υπόλοιπα της κανονικής αδείας, τα οποία πρέπει να εξαντληθούν και χωρίς την προσαύξηση του 100% για το τμήμα αυτής της αδείας. Ο νόμος ρητώς ορίζει για εξάντληση ετήσιας άδειας αναψυχής. Η άδεια χορηγείται αυτούσια και κατά κανόνα ολόκληρη. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται (πέρα από αυτή των δύο πρώτων ετών) η κατάτμηση της άδειας με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 6 του ν. 3846/10, και ν. 4093/12. Ειδικά για τους ανηλίκους το άρθρο 7 του ν. 1837/89 ορίζει ότι η κανονική άδεια χορηγείται κατά την περίοδο των θερινών διακοπών σε συνεχείς ημέρες. Για τους εργαζομένους σπουδαστές των ΤΕΙ προβλέπεται η υποχρεωτική χορήγηση της αδείας τους κατά τα χρονικά διαστήματα των εξεταστικών περιόδων. 5. Διευκρινίσεις χορήγησης 1ου και 2ου έτους κατά το 1ο ημερολ. έτος πρόσληψης Κατά το 1ο έτος πρόσληψης ανεξάρτητα από την ημερομηνία πρόσληψης, οι εργοδότες έχουν υποχρέωση μέχρι 31/12 να χορηγήσουν την άδεια η οποία αναλογεί στους μήνες εργασίας από την πρόσληψη μέχρι 31/12. Η 31η Δεκεμβρίου είναι δηλαδή η δήλη ημέρα χορήγησης της αδείας. Στο Ιο αυτό έτος πρόσληψης ο εργαζόμενος, εάν το επιθυμεί, μπορεί να ζητήσει και να λάβει τμηματικά την άδεια του, ανάλογα με τον χρόνο υπηρεσίας. Παράδειγμα α) Εάν ένας εργαζόμενος προσελήφθη την 1/8 και εργάζεται με σύστημα δθήμερης εργασίας, μπορεί να ζητήσει και να λάβει στις 31/10 την αναλογία της άδειας του χρόνου της τρίμηνης απασχόλησης του. Δικαιούται δηλαδή να πάρει τα 3/12 των 20 ημερών που είναι 5 ημέρες άδεια. β) Εάν ζητηθεί π.χ. στο τέλος Σεπτεμβρίου μπορεί να λάβει το 1/12 των 20 = 1.66 ημέρες άδεια δηλαδή 2 ημέρες αφού η υπέρβαση του 0,50 στρογγυλοποιείται στον αμέσως επόμενο ακέραιο αριθμό (ατελής διαίρεση) αλλά και για το ότι ημέρα δεν μπορεί να τεμαχισθεί. Στο τέλος του έτους ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει το υπόλοιπο της αδείας. Στην α' περίπτωση είναι: Σύνολο μηνών απασχόλησης 5 μήνες (1/8-31/12) Δικαιούμενες ημέρες αδείας 5/12X20 = 8 Μείον 5 ημέρες που έλαβε Υπόλοιπο 3 ημέρες άδειας Στη β' περίπτωση είναι: Σύνολο μηνών απασχόλησης 5 μήνες (1/8-31/12) Δικαιούμενες ημέρες αδείας 5/12X20 = 8 Μείον 2 ημέρες που έλαβε Υπόλοιπο 6 ημέρες αδείας. Για τους εργαζόμενους με σύστημα δήμερης εβδομαδιαίας εργασίας η άδεια είναι 2 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης (2/12 X 24). Ανάλογα με τους μήνες απασχόλησης, πάντα για τους με δθήμερο εργαζόμενους, κατά το 1ο έτος πρόσληψης ή άδεια είναι: 1 μήνα 1,66 = 2 ημερ. 2 μήνες 3,33 = 3 ημερ. 3 μήνες 5 = 5 ημερ. 4 μήνες 6,66 = 7 ημερ. 5 μήνες 8,33 = 8 ημερ. 6 μήνες 10 = 10 ημερ. 7 μήνες 11,66 = 12 ημερ. 8 μήνες 13,33 = 13 ημερ. 9 μήνες 15 = 15 ημερ. 10 μήνες 16,66 = 17 ημερ. 11 μήνες 18,33 = 18 ημερ. 12 μήνες 20 = 20 ημερ. Όπως τονίστηκε εάν ο δεκαδικός αριθμός είναι ατελής ο αριθμός στρογγυλο- ποιείται. Κατά το 2ο ημερολ. έτος πρόσληψης Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο γεγονός ότι ο εργαζόμενος μπορεί μέχρι να συμπληρώσει 12μηνο πραγματική υπηρεσία να λάβει, εάν το επιθυμεί, τμηματικά την άδεια του. Αλλως οφείλεται αυτή συνολικά έως 31/12. Δεδομένου όμως ότι εν τω μεταξύ θα έχει συμπληρώσει ένα (1) έτος η άδεια θα πρέπει να είναι 21 ημέρες για τους με 5θήμερο εργαζομένους και 25 για τους με 6δήμερο. Παράδειγμα Εάν ένας εργαζόμενος προσελήφθη 1/8 του έτους πρόσληψης και εργάζεται με δδθήμερο και μέχρι το τέλος του έτους πρόσληψης έλαβε την αναλογούσα άδεια, μπορεί, εάν το επιθυμεί, και μέχρι 31/7 του δευτέρου έτους να λάβει τμήμα της αδείας. Εάν π.χ. την 1/4 έλαβε την αναλογούσα μέχρι τότε άδεια που είναι τα 3/12 των 20 = δ ημέρες, ο εργοδότης μέχρι 31/12 πρέπει να του χορηγήσει το υπόλοιπο της συνολικής άδειας των 21 ημερών που είναι 16 (21-5). Εάν ο μισθωτός δεν κάνει χρήση της τμηματικής άδειας τότε μέχρι τέλους του έτους θα λάβει 21 ημέρες άδεια. Κατά το 3ο έτος και μετά Από το 3ο ημερολογιακό έτος και μετά το θέμα της χορήγησης της κανονικής αδείας ομαλοποιείται και ο μισθωτός δικαιούται την άδεια των 21, 22 κ.λπ. ημερών μέχρι 31/12. Η άδεια αυτή χορηγείται, με τη διαδικασία που ισχύει, οποτεδήποτε εντός του έτους. Ο μισθωτός δεν έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση τμηματικής χορήγησης ανά μήνα όπως στο 1ο και 2ο έτος πρόσληψης. Έχει όμως το δικαίωμα να κάνει χρήση κατάτμησης με αίτηση του, όπως πιο κάτω αναλύεται. Ημέρες αδείας α) Με 5θήμερο εργαζόμενοι Δικαιούνται 20-21-22 εργάσιμες ημέρες. Όσοι έχουν συμπληρώσει 10 χρόνια υπηρεσίας ή 12 προϋπηρεσίας δικαιούνται 25 εργάσιμες ημέρες. Όσοι έχουν συμπληρώσει 25 χρόνια υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται 26 εργάσιμες ημέρες. β) Με 6ήμερο εργαζόμενοι Δικαιούνται 24-25-26 ημέρες. Όσοι έχουν συνολικά 10 χρόνια υπηρεσίας ή 12 προϋπηρεσίας δικαιούνται 30 εργασ. ημέρες. Όσοι έχουν συμπληρώσει 25 χρόνια υπηρεσίας και προϋπηρεσίας δικαιούνται 31 εργασ. ημέρες. (Βλέπε πίνακες στο τέλος) Για τον υπολογισμό της αδείας λαμβάνονται υπόψη μόνο οι εργάσιμες ημέρες και όχι οι Κυριακές ή οι εορτές. Για όσους εφαρμόζεται το σύστημα της 5θημέρου εργασίας δεν υπολογίζεται και η 6η ημέρα κατά την οποία δεν παρέχουν εργασία. Στις επιχειρήσεις συνεχούς λειτουργίας ως ημέρες αδείας ενός εργαζομένου ο οποίος λαμβάνει την κανονική του άδεια, έχουμε τη γνώμη ότι θα υπολογισθούν οι εργάσιμες ημέρες που συμπίπτουν στο πρόγραμμα εργασίας, όπως αυτό έχει καταρτισθεί, κατά το χρόνο της αδείας. Εάν δηλαδή ένας εργαζόμενος λάβει την κανονική του άδεια π.χ. από 1-30 Μαρτίου θα υπολογισθούν ως εργάσιμες ημέρες όσες ημέρες εμφανίζονται στο πρόγραμμα εργασίας, κατά τις οποίες θα απησχολείτο όταν δεν είχε λάβει την κανονική του άδεια. Εάν η 25η Μαρτίου (εξαιρέσιμος ημέρα σύμφωνα με το νόμο) εμφανίζεται ως εργάσιμος τότε η ημέρα αυτή θα υπολογισθεί ως ημέρα αδείας. 6. Κατάτμηση άδειας Το άρθρο 6 του ν. 3846/10 τροποποιεί το άρθρο 8 του ν. 549/77 κατά το μέρος που κύρωσε το άρθρο 7 της από 26.1.77 ΕΓΣΣΕ για ό,τι αφορά την κατάτμηση του χρόνου αδείας των μισθωτών. Στη συνέχεια ο ν. 4093/12 παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ 14 (ΕΑΕΔ 2012 σελ. 1090) τροποποιεί το άρθρο 6 του Ν. 3846/10 και προβλέπει τα εξής: Επιτρέπεται κατ' εξαίρεση η κατάτμηση του χρόνου άδειας και η επιλογή της εφαρμογής της επαφίεται τόσο στον εργοδότη όσο και στον εργαζόμενο. Έτσι με πρωτοβουλία του εργοδότη επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δύο περιόδους εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) εργασίμων ημερών επί 6ημέρου και πέντε (5) εργασίμων ημερών επί 5θημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων των δώδεκα (12) εργασίμων ημερών. Από πλευράς εργαζομένου επιτρέπεται η αίτηση για κατάτμηση του χρόνου αδείας και σε περισσότερες των δύο περιόδων από τις οποίες η μία πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί 6ημέρου και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες επί 5θημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη. Και για τις δύο περιπτώσεις (εργοδότη και εργαζομένου) δεν απαιτείται έγκριση από την Επιθεώρηση Εργασίας. Η αίτηση του εργαζομένου καθώς και η απόφαση του εργοδότη διατηρούνται στην επιχείρηση επί πέντε (5) έτη και είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας. Ειδικά σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που απασχολούν τακτικό και εποχικό προσωπικό και παρουσιάζουν ιδιαίτερη σώρευση εργασίας που οφείλεται στο είδος ή στο αντικείμενο εργασιών τους, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, για το τακτικό προσωπικό, ο εργοδότης δύναται να χορηγήσει το τμήμα της αδείας των 10 εργασίμων ημερών επί 5θημέρου ή 12 ημερών επί δημέρου, οποτεδήποτε εντός του ημερολογιακού έτους. 7. Ομαδική χορήγηση αδειών Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο πολλές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν το σύστημα της ομαδικής χορήγησης των κανονικών αδειών στο προσωπικό τους και αυτό γιατί η επιχείρηση διακόπτει την παραγωγική της λειτουργία, κυρίως το καλοκαίρι. Τότε προκύπτουν διάφορα όπως: α) Οι μισθωτοί που έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις θα πάρουν την άδεια τους κατά το διάστημα της διακοπής των εργασιών της επιχείρησης. Το ενδεχόμενο όμως όπως μερικοί από τους μισθωτούς, ασκώντας το δικαίωμα που τους δίνει ο νόμος να έχουν ζητήσει και λάβει άδεια προ της ομαδικής χορήγησης (και εντός διμήνου από αιτήσεως) γεννά προβληματισμούς. Εάν οι μισθωτοί αυτοί όταν ζήτησαν την άδεια τους δεν γνώριζαν ότι η επιχείρηση εφαρμόζει το σύστημα της ομαδικής χορήγησης αδειών ή γιατί η καθιέρωση του συστήματος αυτού ελήφθη αργότερα ή γιατί ο εργοδότης δεν γνωστοποίησε εγκαίρως στους μισθωτούς του την απόφαση αυτή, τότε θα λάβουν τις αποδοχές του διαστήματος της διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης (υπερημερία εργοδότη). Αν όμως οι μισθωτοί αυτοί εζήτησαν και έλαβαν άδεια νωρίτερα, αν και εγνώριζαν ότι η επιχείρηση θα προβεί σε ομαδική χορήγηση αδειών, τότε δεν δικαιούνται να λάβουν αποδοχές κατά το διάστημα της διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης. β) Οι μισθωτοί που δεν δικαιούνται αδείας διότι προσελήφθησαν κατά το τρέχον έτος, εάν μεν κατά την πρόσληψη τους εγνώριζαν, είτε γιατί το προβλέπει ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας της επιχείρησης, είτε γιατί υπάρχει επιχειρησιακή συνήθεια, είτε γιατί γνωστοποιήθηκε σ' αυτούς ότι η επιχείρηση εφαρμόζει ή πρόκειται να εφαρμόσει το σύστημα της ομαδικής χορήγησης των αδειών, τότε θα απουσιάσουν από την εργασία τους, κατά το χρόνο μη λειτουργίας της επιχείρησης, χωρίς να λάβουν αποδοχές. Στην αντίθετη περίπτωση θα λάβουν αποδοχές (υπερημερία εργοδότη). γ) Οι μισθωτοί που συμπληρώνουν προϋποθέσεις πλήρους χορήγησης της αδείας μέσα στο τρέχον έτος αλλά μετά από το χρόνο της ομαδικής χορήγησης των αδειών, μπορούν να πάρουν άδεια μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό, εφ' όσον υπάρχει σχετική συμφωνία με τον εργοδότη. δ) Οι μισθωτοί που δικαιούνται άδεια μικρότερη από τον αριθμό των εργασίμων ημερών του διαστήματος κατά το οποίο διακόπτει τις εργασίες της η επιχείρηση, πρέπει να λάβουν τις αποδοχές και των υπολοίπων ημερών. Αυτό δεν ισχύει εάν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή αποτελεί διάταξη του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας της επιχείρησης. Τυχόν ανάγκη του μισθωτού να απουσιάσει από την εργασία του σε χρόνο μεταγενέστερο από το χρόνο της ομαδικής χορήγησης, πρέπει να εξετάζεται κατά τους κανόνες της καλής πίστεως το αίτημα του. 8. Διαλείπουσα εργασία και άδεια Ως διαλείπουσα απασχόληση νοείται εκείνη η οποία ως εκ της φύσεως ή των συνθηκών εργασίας ή δυνάμει όρων ατομικής συμβάσεως εργασίας, δεν παρέχεται καθ' όλες τις εργάσιμες ημέρες του μηνός, ασχέτως ωρών ημερησίας απασχολήσεως, δηλαδή έχει ενδιάμεσες ή περιοδικές διακοπές. Η έννοια αυτή της διαλείπουσας εργασίας προβλέπεται από το αριθ. 17235/1977 έγγραφο του Υπ. Εργασίας. Το ίδιο δέχεται και η αριθ. 471/1989 απόφαση του Εφετείου Θεσ/νίκης. Οι μισθωτοί με διαλείπουσα εργασία σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1346/83 δικαιούνται αδείας και επιδόματος αδείας, ίση με το 1 /12 της αδείας που προβλέπεται για τους μισθωτούς με πλήρη απασχόληση για κάθε 25 ημέρες πραγματικής απασχολήσεως από της προσλήψεως των ή και μετά τη λήξη της αδείας του προηγουμένου έτους. Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας προ της συμπληρώσεως 12μηνου δικαιούνται για κάθε 25 ημέρες πραγματικής απασχόλησης 2 ημερομίσθια αποζημίωση αδείας και 2 ημερομίσθια ως επίδομα αδείας. Ως μήνας λογίζονται είκοσι πέντε (25) ημέρες απασχόλησης. Κλάσμα χρόνον αδείας που υπερβαίνει τη μισή ημέρα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα. Μετά την Εθνική Γενική σ.σ.ε του 2002, το Ν. 3144/2003, Ν. 3227/2004 και 3302/2004 οι διατάξεις αυτών ισχύουν και για τους με διαλείπουσα εργασία απασχολούμενους. Συγκεκριμένα το δικαίωμα λήψεως της αδείας από τον πρώτο μήνα απασχόλησης δίδεται και στην κατηγορία αυτή των εργαζομένων. Έτσι δικαίωμα λήψεως αδείας αποκτά ο εργαζόμενος από της προσλήψεως του για κάθε 25 ημέρες πραγματικής απασχόλησης και δεν αναμένεται η συμπλήρωση 12μήνου ή 10μήνου υπηρεσίας όπως ίσχυε προηγουμένως. Στους απασχολούμενους με διαλείπουσα εργασία δεν νοείται ότι εφαρμόζεται σύστημα 5θημέρου εργασίας, οπότε αφού η άδεια τους συσχετίζεται με τον αριθμό αδείας των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση δικαιούνται: α) Για τον πρώτο ημερολογιακό χρόνο απασχόλησης 1/12 των 24 ημερών για κάθε 25 ημέρες πραγματικής εργασίας ως άδεια. Είναι υποχρεωτική η χορήγηση. β) Για τον δεύτερο ημερολογιακό χρόνο απασχόλησης από τη συμπλήρωση 12μήνου 26/12 για κάθε 25 ημέρες εργασίας. (2,0833) Στο χρόνο αυτό ο εργαζόμενος μπορεί, μέχρι να συμπληρώσει 12μηνο υπηρεσία, να κάνει χρήση τμηματικής χορήγησης της άδειας. γ) Από τον τρίτο και μετά χρόνο δικαιούνται 26/12 για κάθε 25 ημέρες πραγματικής εργασίας. (2,1666) Σε όλες τις περιπτώσεις χορηγείται και το αντίστοιχο επίδομα άδειας υπό τον όρο όμως ότι αυτό δεν μπορεί να υπερβεί τις αποδοχές ενός 1 δθημέρου για τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους και των 13 ημερομισθίων για τους επί ημερομισθίω αμειβόμενους. Για ό,τι αφορά τις αποδοχές αδείας αυτές είναι συνάρτηση των αποδοχών που θα ελάμβανε ο μισθωτός αν κατά το αντίστοιχο διάστημα εργαζόταν. Παράδειγμα Έστω π.χ. ότι ένας εργαζόμενος, ο οποίος προσφέρει εργασία 2 φορές την εβδομάδα, έχει πραγματοποιήσει μέχρι την ημερομηνία λήψης της άδειας 110 ημερομίσθια, τότε δικαιούται άδεια 9 εργάσιμες ημέρες (110:300X24 = 8,79 = 9) και άλλα τόσα ημερομίσθια ως επίδομα αδείας. 9. Λύση της σχέσεως εργασίας και άδεια Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια (άρ. 1, παρ. 3 του Ν. 1346/1983). Ως εκ τούτου και εφ' όσον κατά το χρονικό σημείο της λύσεως της σχέσης εργασίας δεν έχει εξαντληθεί το δικαίωμα της άδειας, στα πλαίσια της διάταξης του άρ. 1 του Ν. 3302/2004, προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις: α. Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος (εντός του οποίου προσελήφθη) ο μισθωτός δικαιούται να λάβει αποδοχές αδείας ίσες με 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης. Επίσης, δικαιούται 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας, (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων). β. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης και άλλα 2 ημερομίσθια ανά μήνα ως επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων). γ. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους αδείας και επιδόματος αδείας, που αντιπροσωπεύουν αυτές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός εάν ελάμβανε την άδεια του κατά το χρονικό διάστημα της λύσης της σχέσης εργασίας. Περαιτέρω και προκειμένου να υπάρξει καλύτερη κατανόηση της νομοθετικής ρύθμισης του άρ. 1 του Ν. 3302/2004, παραθέτονται τα παρακάτω παραδείγματα: 1ο παράδειγμα Εργαζόμενος ο οποίος προσελήφθη 05.03.2013, δικαιούται μέχρι την 31.12.2013, 20/12 επί 10 μήνες ως άδεια, καθώς και ανάλογο επίδομα αδείας (στο παράδειγμα μας πλήρες). Εάν στο ίδιο παράδειγμα η σχέση εργασίας λυθεί το 10ο μήνα και ο μισθωτός έχει λάβει μέρος αδείας μέχρι τον 6ο μήνα, δικαιούται να λάβει την αναλογία από τον 7ο έως το 10ο ως εκ τούτου 4 μήνες επί 2 = 8 ημερομίσθια ως άδεια και τα υπολειπόμενα ημερομίσθια ως επίδομα αδείας μέχρι τη συμπλήρωση μισού μηνιαίου μισθού. 2ο παράδειγμα Εργαζόμενος ο οποίος προσελήφθη 05.08.12, πρέπει να λάβει έως 31.12.12, 20/12 επί 5 μήνες ως άδεια και το ανάλογο επίδομα αδείας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος 2013, θα λάβει μέχρι 31.12.13 τμηματικά ή στο σύνολο την 31.12.13, 21 ημέρες επί πενθημέρου και 25 ημέρες επί εξαημέρου, καθώς και το αναλογούν επίδομα αδείας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η 21η ημέρα (επί πενθημέρου) ή η 25η ημέρα (επί εξαημέρου) προστίθεται μετά την 05.08.2013, χρονικό σημείο συμπλήρωσης έτους απασχόλησης. Συνεπώς, από 01.01.2013 έως 05.08.2013 η αναλογία αδείας υπολογίζεται σε 20/ 12 επί 8 μήνες, το δε χρονικό διάστημα από 06.08.2013 έως 31.12.2013 υπολογίζεται σε 21/12 επί 4 μήνες. Από 01.01.2014 και σε κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος ο εργαζόμενος δικαιούται να λαμβάνει μέχρι 31 Δεκεμβρίου ολόκληρη την ετήσια άδεια με αποδοχές και το επίδομα αδείας. Θάνατος εργαζομένου και απαιτήσεις κληρονόμων Σε περίπτωση θανάτου εργαζομένου λύνεται η σύμβαση εργασίας όπως είναι φυσικό. Στην περίπτωση αυτή οι κληρονόμοι έχουν δικαίωμα να αξιώσουν τις αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας αν ο αποβιώσας μισθωτός δεν είχε λάβει την άδεια και το επίδομα του έτους θανάτου. 10. Αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας Οι αποδοχές αδείας τελούν σε άμεση συνάρτηση με τον αριθμό των ημερών αδείας δηλαδή τόσα ημερομίσθια ή εικοστά πέμπτα του μισθού για αμειβόμενο με ημερομίσθιο ή μισθό αντίστοιχα, ανάλογα με τον αριθμό ημερών αδείας που δικαιούνται. Βάση υπολογισμού των αποδοχών αποτελούν οι συνήθεις αποδοχές, δηλαδή οι τακτικές αποδοχές που θα ελάμβανε ο μισθωτός αν εργαζόταν κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του. Το επίδομα αδείας είναι παρεπόμενο δικαίωμα της αδείας. Όπως προβλέπεται από το άρθρο 3 του Ν. 4504/66 οι μισθωτοί δικαιούνται και τις αποδοχές επιδόματος αδείας όταν αυτοί λαμβάνουν την άδεια τους. Ο τρόπος υπολογισμού του επιδόματος αδείας είναι όπως και αυτός της αδείας. Για το επίδομα αδείας όμως υπάρχει ο περιορισμός ότι αυτό δεν μπορεί να υπερβεί τον μισό μισθό ή 13 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με μισθό ή ημερομίσθιο αντίστοιχα. Τις αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας τις δικαιούται ο μισθωτός κατά την έναρξη της αδείας. Αυτό ισχύει και για τμηματική χορήγηση της αδείας. Ο υπολογισμός των αποδοχών αδείας ειδικών κατηγοριών εργαζομένων γίνεται με ιδιαίτερο τρόπο. Έτσι: α) Των αμειβομένων, κατ' αποκοπήν Για όσους αμείβονται κατ' αποκοπήν ή κατά μονάδα εργασίας (φασόν) ή με ποσοστά ή με άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών οι αποδοχές αδείας εξευρίσκονται διά του πολλαπλασιασμού του μέσου όρου των ημερήσιων αποδοχών του επίμαχου χρονικού διαστήματος. β) Αμειβόμενοι με ποσοστά σε βάρος των πελατών Οι αποδοχές αδείας υπολογίζονται με βάση το τεκμαρτό ημερομίσθιο του ΙΚΑ της ασφαλιστικής κλάσης του. Παραγραφή αξιώσεων Οι αξιώσεις λήψεως των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, καθώς και της προσαυξήσεως 100% σε περίπτωση αρνήσεως χορηγήσεως της αδείας υπόκεινται σε δετή παραγραφή (άρθρο 250 ΑΚ). Και επί ακύρου συμβάσεως υπόκεινται σε δετή παραγραφή (Α.Π. 1150/2007). Συμψηφισμός Για το θέμα αυτό οι νομολογιακές αποφάσεις των διαφόρων δικαστηρίων διαφοροποιούνται. Ο Αρειος Πάγος με την αριθ. 1682/81, το Εφετ. Αθηνών με την αριθ. 8662/96, το Εφετείο Κρήτης με την αριθ. 93/94, το Εφετ. Θεσσαλονίκης με την αριθ. 2032/89, το Εφετ. Πειραιά με την αριθ. 580/85 αποφάσεις τους κρίνουν ότι οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας δεν συμψηφίζονται με τις ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές, ούτε κατόπιν συμφωνίας. Αντίθετα ο Αρειος Πάγος με τις αριθ. 440/78, 227/91 αποφάσεις του έκρινε ότι είναι έγκυρη η συμφωνία συμψηφισμού των αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας με τις επί πλέον καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές αρκεί να καλύπτονται τα κατώτατα όρια των σ.σ.ε.-δ.α. Μπορεί να υιοθετηθεί και η μία και η άλλη άποψη αρκεί να γίνει επίκληση της δικαστικής απόφασης. 11. Το βιβλίο αδειών Σύμφωνα με τον ν. 3762/09 αρθ. 6 κάθε εργοδότης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο το οποίο μπορεί να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων. Το ειδικό βιβλίο ή οι μηχανογραφημένες σελίδες πρέπει να φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη βιβλίο αδειών και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες. Αύξων αριθμός, ονοματεπώνυμον μισθωτών, ειδικότητα, ημερομηνία πρόσληψης, προϋπηρεσία, αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας άδειας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας, παρατηρήσεις, υπογραφή μισθωτού. Τα ανωτέρω στοιχεία διατηρούνται από τον εργοδότη επί μία πενταετία και πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας του ΣΕΠΕ που ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία εφαρμογής. Το βιβλίο αδειών ΔΕΝ θεωρείται στην Επιθεώρηση Εργασίας, πλην όμως είναι πάντοτε στην διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας, όταν αυτό ζητηθεί. Ο ν. 4254/2014 στο άρθρο πρώτο υποπαράγραφος ΙΑ5 τροποποιεί τον πιο πάνω νόμο και προβλέπει την υποχρέωση του εργοδότη όπως γνωστοποιεί ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα του Υπ. Εργασίας εντός του μηνός Ιανουαρίου κάθε έτους τα στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Το βιβλίο αδειών μπορεί να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων. Με την εγκύκλιο του Υπ 11 σελ. 873). Έγινε τροποποίηση με το άρθρο 23 του ν. 4144/13 (ΕΑΕΔ 2013 σελ. 447). 12. Άδεια και υποχρεώσεις εργοδοτών 1. Χορήγηση αδείας Ο εργοδότης κανονικά υποχρεούται όπως μέχρι το τέλος του ημερολογιακού έτους να χορηγήσει την κανονική άδεια αναπαύσεως στους μισθωτούς του. Σε περίπτωση που με υπαιτιότητα του εργοδότη δεν χορηγηθεί η άδεια, ανεξάρτητα αν την ζητήσει ή όχι ο εργαζόμενος, τότε οφείλονται οι αποδοχές αδείας αυξημένες κατά 100%. Επιπλέον καταβάλλεται και το επίδομα αδείας. Από το άρθρο 61 του ν.4808/21 προβλέπεται ότι μέχρι 31 Μαρτίου του επόμενου ημερολογιακού έτους πρέπει να έχει εξαντληθεί τυχόν υπόλοιπο της κανονικής άδειας. 2. Τήρηση βιβλίου αδειών Κάθε εργοδότης έχει υποχρέωση όπως τηρεί βιβλίο αδειών όπως πιο κάτω λεπτομερώς αναφέρεται. 3. Απαγόρευση απόλυσης κατά διάρκεια αδείας Απαγορεύεται η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού κατά τη διάρκεια της κανονικής άδειας. Δεν απαγορεύεται όμως η κατά τη διάρκεια της κανονικής άδειας προειδοποίηση περί προσεχούς απολύσεως, αρκεί όμως η ημερομηνία απολύσεως να είναι μετά τη λήξη της αδείας του. 4. Απαγόρευση απασχόλησης κατά διάρκεια αδείας Κατά τη διάρκεια της αδείας του μισθωτού απαγορεύεται να αναλάβει οποιαδήποτε έμμισθο δραστηριότητα στον εργοδότη από τον οποίο έλαβε την άδεια. Ακόμη απαγορεύεται η εργασία και σε άλλο εργοδότη, αφού σκοπός της αδείας είναι η αναπλήρωση των δυνάμεων του. 13. Εισφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας Τόσον οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας υπόκεινται κανονικά σε εισφορές και κρατήσεις, όπως και οι κανονικές αποδοχές. Αντίθετα δεν υπόκεινται σε εισφορές οι αποδοχές αδείας οι οποίες χορηγούνται κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας (καταγγελία συμβάσεως και αποχώρηση) για άδεια που δεν είχαν λάβει μέχρι την ημέρα αυτή. Στην περίπτωση αυτή χορηγείται υπό μορφή αποζημίωσης αδείας. Το επίδομα αδείας όμως υπόκειται σε εισφορές. 14. Ειδικές μορφές απασχόλησης και άδεια Άδεια δικαιούνται και οι απασχολούμενοι με ειδικές μορφές απασχόλησης δηλαδή με τις λεγάμενες ευέλικτες μορφές όπως π.χ. είναι η μερική απασχόληση, η εκ περιτροπής εργασία, η διαλείπουσα εργασία κ.λπ. Αυτοί δικαιούνται για κάθε 25 ημέρες πραγματικής απασχόλησης, μετά την πρόσληψη τους ή μετά τη λήξη της αδείας του προηγουμένου έτους, άδεια ίση με το 1/12 της άδειας που δικαιούνται οι μισθωτοί με πλήρη απασχόληση. 15. Εποχιακές επιχειρήσεις - Ξενοδοχεία Για τους μισθωτούς που εργάζονται σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις που λειτουργούν εποχιακώς, ξενοδοχειακές επιχειρήσεις κ.λπ. το θέμα της άδειας τους ρυθμιζόταν από το Β.Δ. 153/72 "περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως αδειών στους μισθωτούς εποχιακώς λειτουργουσών επιχειρήσεων κ.λπ. (ΦΕΚ 34/Α/4.3.72) άρθρο 1 παραγρ. α και τον Ν. 1346/83 παραγρ. 4. Επειδή στην περίπτωση αυτή υπάρχει σύγκρουση από τη συνύπαρξη των διατάξεων του Β.Δ. 153/72 και του άρθρου 1, παραγρ. 4 του Ν. 1346/83, αναφορικά με την άδεια των εποχιακώς εργαζομένων η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την αριθ. 11/91 απόφαση της -που έχει γίνει δεκτή- δέχεται ότι οι εργαζόμενοι των εποχιακών επιχειρήσεων δικαιούνται όχι πραγματικής άδειας, αλλά αποζημίωσης άδειας. Η αποζημίωση αυτή είναι ίση με δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης. Έτσι έχει καταργηθεί σιωπηρά το Β.Δ. 153/72, αν και στην ανωτέρω απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου διατυπώνονται και αντίθετες απόψεις (μειοψηφία) περί ισχύος του Β.Δ. 153/72. Με το άρθρο 17 όμως του 2336/1995 (ΦΕΚ 189/Α/12.9.95) οι παραγρ. 4 και 5 του άρθρου 5 του ΑΝ 539/45, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από το άρθρο 1 παραγρ. 3 του Ν. 1346/83, τροποποιούνται και συμπληρώνονται ως εξής: "Ειδικότερα για τους απασχολουμένους εποχιακά σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της χώρας, ορίζεται ότι κατά τη λήξη της εποχιακής τους απασχόλησης με οποιονδήποτε τρόπο δικαιούνται αποδοχών αδείας δύο (2) ημερών κατά μήνα απασχόλησης, ανεξάρτητα από τυχόν οφειλόμενη σε αυτούς αποζημίωση για άλλο λόγο. Για απασχόληση μικρότερη από μήνα καταβάλλεται ανάλογο κλάσμα. Ο χρόνος της άδειας κατ' έτος δεν θα υπερβαίνει τις 31 μέρες το μήνα. Ο χρόνος της αδείας αυτής είναι χρόνος εν ασφαλίσει, οι δε αποδοχές υπόκεινται στις νόμιμες υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων κρατήσεις, αναγνωρίζονται δε ως ημέρες που διανύθηκαν σε καθεστώς απασχόλησης από τον ΟΑΕΔ". Νοείται βέβαια ότι πέρα της αδείας, οι εργαζόμενοι δικαιούνται αντίστοιχο επίδομα αδείας, το οποίο σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 13 ημερομίσθια για τους εργατ/χνίτες ή το 1/2 του μηνιαίου μισθού για τους υπαλλήλους. Από τις οικείες ΣΣΕ "περί Ξενοδοχειακών επιχ/σεων" ορίζεται ότι για τους Εποχιακά απασχολούμενους, που έχουν συμπληρώσει συνολικά 1 Οετία στον ίδιο εργοδότη ή 12ετία ή 25ετία σε οποιοδήποτε εργοδότη χορηγείται άδεια και επίδομα αδείας 2,5 ημερών για κάθε μήνα εργασίας κατά την ίδια περίοδο εποχιακής απασχόλησης. Το επίδομα αδείας δεν μπορεί να υπερβεί τα 13 ημερομίσθια ή το 1/2 του μηνιαίου μισθού. "Ο χρόνος αδείας των εποχιακά απασχολουμένων σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις είναι χρόνος ασφαλίσεως". Σχετικά με τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 2336/95 (ΦΕΚ 189/Α/12.9.95) σας γνωρίζουμε τα εξής: Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παραγρ. 2 και 8 παραγρ. 2 του ΑΝ 1846/51, οι αποδοχές που καταβάλλονται στους μισθωτούς λόγω λήψεως κανονικής αδείας, όταν η σχέση εργασίας εξακολουθεί να διαρκεί, υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές, όπως ακριβώς και οι λοιπές αποδοχές, οι δε ημέρες της κανονικής αδείας θεωρούνται ως χρόνος ασφαλίσεως, λόγω της μη διακοπής της εργασιακής σχέσεως. Αντίθετα, η καταβαλλόμενη βάσει του άρθρου 5 παραγρ. 4 και 5 του Α.Ν. 539/45 στους μισθωτούς, σε περίπτωση απολύσεως τους, αποζημίωση, λόγω μη χορηγήσεως της κανονικής τους αδείας, δεν υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές. Και τούτο γιατί οι διατάξεις των άρθρων 2 παραγρ. 2 και 8 παραγρ. 2 του ΑΝ 1846/51 έχουν εφαρμογή μόνον σε περίπτωση που διαρκεί η σχέση εργασίας και όχι και σε περίπτωση που αυτή έχει λυθεί (Γεν. Εγγ. ΙΚΑ 150743/ 3.12.53, 222697/ΦΕ219/ 15.11.77). Τα παραπάνω εφαρμόζονται από το ΚΑ τόσο για τους εργαζόμενους με πλήρη ή μειωμένη απασχόληση όσο και για τους εποχιακά απασχολούμενους (απασχολούμενοι στον επισιτισμό, ξενοδοχειακά επαγγέλματα κ.λπ.). Ειδικά και μόνο για τους απασχολούμενους εποχιακά σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις ορίζεται ότι κατά την λήξη της εποχιακής τους απασχόλησης με οποιονδήποτε τρόπο, δικαιούνται αποδοχών αδείας δύο (2) ημερών κατά μήνα απασχόλησης, ενώ για απασχόληση μικρότερη του μήνα, καταβάλλεται ανάλογο κλάσμα. Αυτές οι αποδοχές αδείας υπόκεινται σε εισφορές, ο δε χρόνος της (μη ληφθείσης) αδείας είναι χρόνος ασφάλισης. Κατά συνέπεια, αναγνωρίζονται ως ημέρες ασφάλισης στο ΙΚΑ οι αντίστοιχες ημέρες αδείας, ανάλογα με τον χρόνο της εποχιακής απασχόλησης του κάθε εργαζόμενου σύμφωνα με τα παραπάνω (2) ημέρες ανά μήνα, κ.λπ.). 16. Ειδικές περιπτώσεις α) Λύση της συμβάσεως και αποδοχές αδείας Εάν λυθεί η σύμβαση εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο είτε γιατί καταγγέλθηκε η σύμβαση με ευθύνη του εργοδότη είτε γιατί αποχώρησε οικειοθελώς ο μισθωτός πριν αυτός λάβει την άδεια του έτους λύσεως της συμβάσεως, τότε δικαιούται, ως αποζημίωση, τις αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας. Θα λάβει ως αποδοχές ό,τι θα ελάμβανε αν έπαιρνε την άδεια του κατά το χρόνο λύσεως της συμβάσεως. Ως μήνας απασχολήσεως θεωρείται ο ημερολογιακός μήνας. Για απασχόληση μικρότερη από ένα μήνα καταβάλλεται ανάλογο κλάσμα. β) Άδεια άνευ αποδοχών και κανονική άδεια Για τη χορήγηση αδείας άνευ αποδοχών, δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να ρυθμίζει το θέμα αυτό. Στην περίπτωση που ο μισθωτός με αίτηση του, ζητεί τη χορήγηση αδείας απουσίας άνευ αποδοχών, θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει σύμφωνη γνώμη του εργοδότη, ο οποίος με βάση τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών συνηθειών και εφ' όσον διαπιστώνει οικογενειακές, κοινωνικές ανάγκες και υποχρεώσεις δύναται να χορηγεί άδεια άνευ αποδοχών. Η άδεια αυτή δεν λύει την σύμβαση εργασίας αλλά απλώς την αναστέλλει και δεν δύναται να αποτελεί δικαίωμα του μισθωτού ούτε υποχρέωση του εργοδότη, γιατί η χορήγηση της προϋποθέτει πάντοτε κοινή συμφωνία εργοδότη και μισθωτού. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Γνωμ. 557/63) δέχεται ότι η χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών δεν αποστερεί το μισθωτό από το δικαίωμα να ζητήσει βάσει του Α.Ν. 539/45 και του Ν. 3302/04 την ετήσια με αποδοχές άδεια του, προκειμένου κατά τον σκοπό του νόμου αυτού, να παρασχεθεί η δυνατότητα να αναπαυθεί με αυξημένα οικονομικά μέσα προς αναπλήρωση των αναλωθεισών στην εργασία σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων του. Αντίθετα ο Α.Π. (Απόφ. 161/1967) και τα λοιπά δικαστήρια της ουσίας (Πρωτ. Αθ. 6298/64, Πρωτ. Τρικάλων 77/1967) δέχεται ότι, αυτός που επανέρχεται από την άδεια χωρίς αποδοχές, δεν δικαιούται και κανονικής άδειας κατά τον Α.Ν. 539/45, καθόσον με την χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών έχει εκπληρωθεί ο σκοπός του παραπάνω Νόμου. Το Υπουργείο Εργασίας συντάσσεται με την άποψη του Ν.Σ.Κ. καθόσον έχει τη γνώμη ότι αφενός μεν με την σύμβαση παροχής άδειας χωρίς αποδοχές, τεκμηριώνεται θέληση του εργοδότη να αναγνωρίσει τον χρόνο της άδειας χωρίς αποδοχές ως χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, αφετέρου δε ο μισθωτός που έτυχε άδειας άνευ αποδοχών είναι δυνατό να έχει αναλώσει περισσότερες πνευματικές ή σωματικές δυνάμεις κατά το χρόνο αυτής, όπως συμβαίνει στην περίπτωση μετεκπαιδεύσεως στο εξωτερικό και συνεπώς επανερχόμενος από την άδεια άνευ αποδοχών, δικαιούται τόσο την κανονική άδεια με αποδοχές βάσει του Ν. 1346/83 και του Ν. 3302/04 όσο και το επίδομα άδειας βάσει του άρθρου 3 παραγρ. 16 του Ν. 4504/66. Το Υπ. Εργασίας με το αριθ. 1896/28.8.97 έγγραφό τον επανερχόμενο για το θέμα αυτό έχει την άποψη ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί, ότι σε κάθε περίπτωση χορήγησης άδειας άνευ αποδοχών, οφείλεται στον εργαζόμενο και η κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές. Μόνο αν πρόκειται περί απολύτως δικαιολογημένης απουσίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος που έτυχε της άδειας αυτής άνευ αποδοχών είναι δυνατόν, να έχει αναλώσει περισσότερες πνευματικές ή σωματικές δυνάμεις (όπως στην άδεια άνευ αποδοχών για μετεκπαίδευση), δικαιούται τόσο την κανονική άδεια με αποδοχές βάσει του ν. 1346/83, όσο και το επίδομα αδείας βάσει του άρθρ. 3 παρ. 16 του ν. 4504/66. Για τους παραπάνω λόγους η άδεια άνευ αποδοχών θα πρέπει να χορηγείται μετά την εξάντληση της κανονικής άδειας ή να συμφωνείται η τύχη της κανονικής άδειας κατά τη χορήγηση της άδειας άνευ αποδοχών. Έχουμε την άποψη ότι ο εργαζόμενος εφόσον κάνει χρήση της άδειας άνευ αποδοχών πριν λάβει την κανονική του άδεια θα πρέπει να λάβει τις αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας όταν παρέλθει το ημερολογιακό έτος μέσα στο οποίο έλαβε την άδεια άνευ αποδοχών. γ) Αδικαιολόγητη απουσία και άδεια Όταν ένας μισθωτός απουσιάσει από την εργασία του αδικαιολόγητα οι ημέρες απουσίας αυτές συμψηφίζονται με τις ημέρες της κανονικής αδείας του έτους του ημερολογιακού της αδείας του. Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις περί του εάν δικαιούται και τις αποδοχές αδείας ή όχι. Όπως δέχεται η νομολογία των δικαστηρίων (ΑΠ 1088/87 - 1056/88 - Εφ. Πατρών 870/96 κ.λπ.) ΔΕΝ οφείλονται αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας όταν δεν οφείλεται άδεια. Αντίθετα το Υπουργείο Εργασίας με το αριθ. 1054/81 έγγραφο του ενώ δέχεται μεν ότι συμψηφίζονται οι ημέρες αδείας με τις ημέρες απουσίας, όμως υποστηρίζει ότι δικαιούται να λάβει ο μισθωτός ολόκληρες τις αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας. δ) Ασθένεια και άδεια Αν κατά τη διάρκεια της κανονικής αδείας ασθενήσει ο μισθωτός τότε η άδεια του παρατείνεται κατά τόσες ημέρες όσες είναι οι εργάσιμες ημέρες της ασθενείας του. Αν ο μισθωτός απουσιάσει από την εργασία του λόγω ασθενείας και υπερβεί τα όρια της βραχείας ασθενείας όπως αυτά καθορίζονται από το Ν. 4558/30, τότε οι ημέρες απουσίας πέραν των ορίων αυτών συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας. Σχετικά με τις αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας στην περίπτωση αυτή ισχύουν ό,τι και στην αδικαιολόγητη απουσία. ε) Διαθεσιμότητα και άδεια Όπως είναι γνωστό ο χρόνος διαθεσιμότητας θεωρείται ως χρόνος πραγματικής Εργασίας και η μη απασχόληση του μισθωτού κατά τη διαθεσιμότητα οφείλεται σε λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εργοδότη, ο μισθωτός που επαναλαμβάνει την εργασία του, μετά τη λήξη της διαθεσιμότητας, δικαιούται αδείας και επιδόματος αδείας. Αυτή είναι και η επικρατέστερη άποψη. στ) Στράτευση και άδεια Η υπό τα όπλα πρόσκληση του μισθωτού που υπηρετεί πέραν των 6 μηνών σε οποιαδήποτε επιχείρηση δεν αποτελεί λόγο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας και μετά την αποστράτευση ο εργοδότης υποχρεούται να τον διατηρήσει στην εργασία του επί ένα έτος τουλάχιστον. (Ν. 3514/28) Εφόσον επομένως δεν λύεται η σχέση εργασίας ο μισθωτός δικαιούται αδείας και επιδόματος αδείας τόσο κατά το έτος της στρατεύσεως όσο και κατά το αντίστοιχο της επανόδου μετά την αποστράτευση. ζ) Κύηση - λοχεία και άδεια Η κυοφορούσα μητέρα η οποία απουσιάζει από την εργασία της το οριζόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις διάστημα (17 εβδομάδες - ΕΓΣΣΕ της 23.5.2000) και επανερχόμενη στην εργασία της δικαιούται αδείας και επιδόματος αδείας, αφού οι ημέρες αυτές δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας. Εάν η κυοφορούσα μητέρα απουσιάσει, λόγω της γέννας ή άλλης ασθένειας, πέρα από το όριο των 17 εβδομάδων τότε εμπίπτει στα όρια της βραχείας ασθενείας και εφαρμόζονται για την άδεια ό,τι και στα περί ασθενείας. η) Επίσχεση εργασίας και άδεια Το δικαίωμα της επισχέσεως εργασίας αποτελεί δικαίωμα του μισθωτού και εάν η άσκηση του δεν αντίκειται στο άρθρο 281 Α.Κ. τότε ο εργοδότης, εις βάρος του οποίου και η επίσχεση, καθίσταται υπερήμερος. Σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων οι ημέρες μη παροχής εργασίας, λόγω υπερημερίας του εργοδότη, δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας. θ) Απεργία και άδεια Ο χρόνος της απεργίας θεωρείται ως χρόνος απασχόλησης και οι ημέρες της απεργίας δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες της αδείας. Η αποχή λόγω απεργίας αφορά μόνο την νόμιμη απεργία (Π.Δ. 88/89). ι) Μερική απασχόληση και άδεια Και οι μερικώς απασχολούμενοι δικαιούνται αδείας και επιδόματος αδείας. Οι αποδοχές της αδείας καθορίζονται με βάση τις μειωμένες αποδοχές. Όταν ο μισθωτός απασχολείται σε περισσότερους εργοδότες με μειωμένη απασχόληση δικαιούται αδείας από τον καθένα από τους εργοδότες αυτούς. ια) Εκ περιτροπής εργασία και κανονική άδεια Οι υπαγόμενοι στο σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας απασχολούνται μερικώς, αποτελεί δηλαδή το σύστημα αυτό μια μορφή μερικής απασχόλησης και στην περίπτωση αυτή το άρθρο 2 παραγρ. 11 του Ν. 3846/10 προβλέπει ότι έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επιδόματος αδείας με βάση τις αποδοχές που θα ελάμβαναν εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της αδείας τους. Επομένως και για την κατηγορία αυτή των μισθωτών θα υπολογισθεί η άδεια όπως και στην περίπτωση της διαλείπουσας εργασίας. Ως διαλείπουσα απασχόληση νοείται εκείνη η οποία ως εκ της φύσεως ή των συνθηκών εργασίας ή δυνάμει όρων ατομικής συμβάσεως εργασίας, δεν παρέχεται καθ' όλες τις εργάσιμες ημέρες του μηνός, δηλαδή έχει ενδιάμεσες ή περιοδικές διακοπές. Η έννοια αυτή της διαλείπουσας εργασίας προβλέπεται και από το αριθ. 17235/77 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας καθώς και από την αριθ. 471/89 απόφαση του Εφετείου Θεσ/κης. Οι μισθωτοί με διαλείπουσα εργασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1346/83 δικαιούνται αδείας και επιδόματος αδείας ίση με το 1/12 της αδείας που προβλέπεται για τους μισθωτούς με πλήρη απασχόληση, για κάθε 25 ημέρες πραγματικής απασχολήσεως από της προσλήψεως των ή και μετά τη λήξη της αδείας του προηγουμένου έτους. Ως μήνας λογίζονται οι είκοσι πέντε (25) ημέρες απασχόλησης. Κλάσμα χρόνου αδείας που υπερβαίνει τη μισή ημέρα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα. Στους απασχολουμένους με διαλείπουσα εργασία δεν νοείται ότι εφαρμόζεται σύστημα 5θημέρου εργασίας, οπότε δικαιούνται α) για τον πρώτο ημερολογιακό χρόνο απασχόλησης 1/12 των 24 ημερών για κάθε 25 ημέρες πραγματικής εργασίας, β) για τον δεύτερο ημερολογιακό χρόνο 25/12 (2,0833) και γ) για τον τρίτο ημερολογιακό χρόνο 26/12 (2,166). Η άδεια δηλαδή συσχετίζεται με τον αριθμό αδείας των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση. Για τον υπολογισμό της αδείας θα πρέπει να γίνει υπολογισμός της αδείας α) για το χρόνο της εκ περιτροπής εργασίας (μέχρι 9 μήνες) και ανάλογα με τις ημέρες απασχόλησης (π.χ. 1,2,3 κ.λπ.) και β) άλλος υπολογισμός για το χρόνο της συνεχούς - πλήρους απασχόλησης. Έτσι π.χ. εάν σε ένα εργαζόμενο εφαρμόζεται το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας με εργασία 4 φορές την εβδομάδα για 7 μήνες και τους υπόλοιπους 5 μήνες έχει συνεχή απασχόληση θα λάβει την εξής άδεια: 1. - Για τους 5 μήνες συνεχούς απασχόλησης, χρόνος δηλαδή που δεν εφαρμόζεται το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας, δικαιούται να λάβει άδεια υπολογιζόμενη στις 100 εργάσιμες ημέρες (5 μήνες X 25=125). 2. - Στις εργάσιμες ημέρες του χρόνου συνεχούς απασχολήσεως θα προστεθούν και οι εργάσιμες ημέρες του χρόνου της εκ περιτροπής εργασίας και στο σύνολο αυτό θα υπολογισθεί η άδεια. Έτσι 5 μήνες X 25 = 125 Η.Ε. 7 μήνες (4,345 εβδομάδες το μήνα X 4 ημέρες. = 17,38 X 7 μήνες = 121,66 ημέρες) 125 + 121,66 = 246,66 ημέρες : 25 = 9,86 X 2,0333 (25 : 12) = 20,06 Σύνολο 20 ημέρες άδεια. Το παράδειγμα υπολογίστηκε για μισθωτό χωρίς 10 χρόνια υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη και με υπηρεσία άνω του έτους. Εάν λόγω της υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούται άδεια πέραν των 25 ημερών θα γίνει υπολογισμός με τις ημέρες που δικαιούται. Εάν δηλαδή δικαιούται π.χ. 30 ημέρες άδεια (30:2 = 2,5) τότε στο πιο πάνω παράδειγμα το 9,86 θα πολλαπλασιασθεί με 2,5. κ) Ορισμένου χρόνου σύμβαση και άδεια Ο μισθωτός που απασχολείται με σύμβαση ορισμένου χρόνου δικαιούται αδείας σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Π.Α. 81/2003. κα) Συνδικαλιστές και άδεια Ο χρόνος απουσίας λόγω συνδικαλιστικής αδείας θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και δεν συμψηφίζεται με τις ημέρες κανονικής αδείας (Ν. 1264/82) κβ) Εορτές και άδεια Οι εξαιρετέες ή κατ' έθιμον εορτές δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες της κανονικής αδείας. κγ) Υπερημερία και άδεια Όταν λόγω υπερημερίας του εργοδότη δεν παρέχει εργασία ο εργαζόμενος οι ημέρες αυτές της μη παροχής εργασίας δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες κανονικής αδείας. Το Εφετείο Αθηνών με τις αριθ. 5032/73 και 2589/74 αποφάσεις του έκρινε ότι οι ημέρες αυτές θεωρούνται ως ημέρες απασχολήσεως. Όπως είναι γνωστό υπερημερία εργοδότη υπάρχει, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο ΑΚ, όταν έχουμε μη έγκαιρο εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, υπαιτιότητα αυτού. κδ) Ειδικές άδειες και κανονική άδεια Άδεια γάμου Άδεια εκλογών Άδεια σπουδαστική Άδεια συνδικαλιστική Άδεια τοκετού Άδεια θανάτου συγγενών Άδεια αιμοληψίας κ.λπ. Δεν συμψηφίζονται με την δικαιούμενη κανονική άδεια. Για περισσότερα βλέπε μελέτη ΕΑΕΔ 2108 σελ. 833. 17. Φορολογία αποδοχών αδείας Οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας φορολογούνται όπως οι λοιπές αποδοχές. Σύμφωνα με το άρθρο 112 του ν. 4387/16 το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις υποβάλλεται σε φόρο σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα. Φορολογητέο εισόδημα Φορολογικός συντελεστής Μέχρι 20.000 22% Από 20.000 - 30.000 29% Από 30.001 - 40.000 37% Από 40.001 και άνω 45% Το άρθρο 12 του Ν. 4172/13 αναφέρει ότι ως ακαθάριστα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις θεωρούνται μεταξύ των άλλων το ημερομίσθιο, μισθός, επίδομα αδείας, επίδομα ασθενείας, επίδομα εορτών, αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας, αμοιβές, προμήθειες, επιμίσθια και φιλοδωρήματα. Η αποζημίωση για διακοπή της σχέσεως εργασίας ή άλλης σύμβασης υπόκειται σε άλλη κλίμακα. 18. Ειδικές κατηγορίες μισθωτών Για ορισμένες ειδικές κατηγορίες μισθωτών ισχύουν ιδιαίτερες διατάξεις που έχουν σχέση με τα θέματα των αδειών τους. Οι κατηγορίες αυτές είναι: α) Δημόσιο - ΝΠΔΔ - ΟΤΑ β) Δικηγόροι γ) Οικόσιτο προσωπικό, δ) Οικοδόμοι, ε) Φορτοεκφορτωτές, στ) Ανάπηροι και ζ) Ανήλικοι. Α) Δημόσιο - ΝΠΔΔ - ΟΤΑ Για τους λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ και ΟΤΑ καθώς και για μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχους της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος από 1.1.2013 καταργείται η χορήγηση του Επιδόματος αδείας. Αυτό προβλέπει ο ν. 4093/12 παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ1. Το ίδιο ισχύει και για το προσωπικό με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Για ό,τι αφορά την κανονική άδεια ανάπαυσης των Δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων ΝΠΔΔ αυτές προβλέπονται από τον Ν. 3528/07. Το άρθρο 48 του νόμου προβλέπει τα εξής: Άρθρο 48, Ν. 3528/07 Δικαίωμα κανονικής άδειας 1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται κανονική άδεια με αποδοχές δύο (2) μήνες μετά το διορισμό τους. Η άδεια που δικαιούνται να λάβουν οι υπάλληλοι ορίζεται σε δύο (2) ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας και δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τον αριθμό των ημερών κανονικής άδειας που δικαιούνται με m συμπλήρωση ενός (1) έτους δημόσιας πραγματικής υπηρεσίας. 2. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, μετά m συμπλήρωση ενός (1) έτους πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, δικαιούνται κανονική άδεια απουσίας με αποδοχές, η διάρκεια της οποίας ορίζεται σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες αν ακολουθούν εβδομάδα πέντε (5) εργασίμων ημερών και είκοσι τέσσερις (24) εργάσιμες ημέρες αν ακολουθούν εβδομάδα έξι (6) εργασίμων ημερών. Ο χρόνος της κανονικής άδειας επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης και μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου των είκοσι πέντε (25) ή τριάντα (30) εργασίμων ημερών προκειμένου για πενθήμερη ή εξαήμερη εβδομάδα εργασίας, αντίστοιχα. 3. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης μπορεί να προσαυξάνεται ως τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες ο αριθμός των ημερών κανονικής άδειας των υπαλλήλων που υπηρετούν σε παραμεθόριες περιοχές. 4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν εφαρμόζονται σε όσους έχουν κατά τις κείμενες διατάξεις διακοπές εργασίας. Οι υπάλληλοι αυτοί μπορούν, εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι ανάγκης, να παίρνουν κανονική άδεια με αποδοχές ως δέκα (10) εργάσιμες ημέρες κατ' έτος. 5. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, προσαυξάνεται η κανονική άδεια των υπαλλήλων που απασχολούνται σε επικίνδυνες και ανθυγιεινές εργασίες. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο αριθμός των ημερών προσαύξησης της κανονικής άδειας. Βλέπετε στο σχετικό Ν. 3528/2007 και τα λοιπά άρθρα ως προς τον χρόνο τις άδειες χωρίς αποδοχές, την άδεια εξετάσεων που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 20 εργάσιμες ημέρες κ.λπ. Σύμφωνα με την αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ 51/848/οικ. 31253/2016 απόφαση Υπ. Διοικητικής ανασυγκρότησης στους υπαλλήλους που ασκούν καθήκοντα χειριστών αιτημάτων διεθνούς προστασίας στις Περιφερειακές υπηρεσίες Ασύλου και υπηρεσίας υποδοχής και ταυτοποίησης στα νησιά Χίο, Λέσβο, Σάμο, Λέρο, Κω χορηγούνται επί πλέον τέσσερις (4) ημέρες κανονικής αδείας. Β) Δικηγόροι Ο ν. 4194/2013 άρθρ. 46 (ΕΑΕΔ 2014 σελ. 29) αναφέρει ότι οι περί αδείας διατάξεις του ν. 539/ 45 και κατ' επέκταση και του ν. 3302/04 έχουν εφαρμογή και για τους δικηγόρους, νομικούς συμβούλους που εργάζονται με πάγια αμοιβή. Δικαιούνται επίσης και επιδόματος αδείας ίσον προς το 1/2 του μισθού. Γ) Οικόσιτο προσωπικό Το οικόσιτο προσωπικό, οικιακοί βοηθοί, παιδαγωγοί, δάσκαλοι, κηπουροί κ.λπ. δικαιούνται σύμφωνα με το Β.Δ. 376/71 και το ν. 4507/66 την άδεια που προβλέπει ο Α.Ν. 539/45 όπως τροποποιήθηκε και με τον ν. 3302/04. Δ) Οικοδόμοι Οι οικοδόμοι και γενικότερα οι εργαζόμενοι σε οικοδομικές ή τεχνικές εργασίες, δικαιούνται να λάβουν την άδεια και το επίδομα αδείας που προβλέπει ο Α.Ν. 539/45, όπως ισχύει σήμερα μετά από την τροποποίηση από το Ν. 1346/83 και το Ν. 3302/04 χωρίς να δικαιούνται από τον εργοδότη αποδοχές, για το χρονικό αυτό διάστημα της απουσίας από την εργασία. Σύμφωνα με το Νόμο 4321/1963 που τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από το Νόμο 4469/65, στο Ι.Κ.Α. έχει συσταθεί Ειδικός Λογαριασμός για τη χορήγηση των αποδοχών της αδείας και του επιδόματος αυτής. Οι εργοδότες σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου καταβάλλουν ειδική εισφορά η οποία αντιστοιχεί στην άδεια και το επίδομα άδειας. Έτσι στην περίπτωση χορηγήσεως κανονικής άδειας, οι εργοδότες δεν έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν αποδοχές άδειας και επιδόματος άδειας. Οι οικοδόμοι τεχνίτες εργάτες δικαιούνται να εισπράξουν τις αποδοχές άδειας και επιδόματος άδειας από τον ειδικό λογαριασμό τον Ι.Κ.Α. Για την καταβολή σε εργατοτεχνίτες οικοδόμους του Δώρου Εορτών, Χριστουγέννων, Νέου Έτους αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας από τον Ειδικό Λογαριασμό Δώρου και αποδοχών αδείας οικοδόμων, Ν. 4321/1963, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4469/1965. Το ΚΑ με έγγραφα του που έχει εκδώσει κατά καιρούς αναφέρεται στο Νέο σύστημα καταβολής δωροσήμου εργατ/χνιτών - Οικοδόμων - Διαχείρηση εντύπων κ.λπ. Ε) Φορτοεκφορτωτές Σύμφωνα με τον ν. 4504/66 άρθρ. 3 παρ. 5 οι επιτροπές ρυθμίσεως Φορτοεκφορτώσεων Λιμένων και Ξηράς έχουν συστήσει ειδικό λογαριασμό καταβολής για κάθε χρόνο αποδοχών και επιδόματος αδείας για τους φορτοεκφορτωτές που τους χορηγείται άδεια. ΣΤ) Ανάπηροι Η ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές των μισθωτών που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις, επαυξάνεται σύμφωνα με τον Ν. 2643/1998 (ΦΕΚ 220/Α/ 28.3.1998 - Σελίδα 1132/1998 του περιοδικού μας) άρθρο 8 παραγ. 4, κατά έξι (6) εργάσιμες ημέρες για άτομα με ποσοστό αναπηρίας 50% τουλάχιστον, που έχουν περιορισμένες δυνατότητες για επαγγελματική απασχόληση εξαιτίας οποιοσδήποτε χρόνιας σωματικής ή πνευματικής ή ψυχικής πάθησης ή βλάβης (άτομα με ειδικές ανάγκες), εφόσον είναι γραμμένα στα μητρώα ανέργων αναπήρων του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) καθώς και για αναπήρους, μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ, εφόσον συντρέχουν και γι' αυτούς οι ουσιαστικές προϋποθέσεις. Την επαύξηση αυτή δικαιούνται όλα τα παραπάνω άτομα με ειδικές ανάγκες και όλοι οι ανάπηροι ανεξάρτητα από τον τρόπο και το χρόνο της πρόσληψής τους. Ευνοϊκότεροι όροι, που τυχόν προβλέπονται για τη χρονική διάρκεια της άδειας με αποδοχές από άλλες διατάξεις, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διαιτητικές αποφάσεις, κανονισμούς ή οργανισμούς, δεν θίγονται με τις διατάξεις του νόμου αυτού. Άδεια λουτροθεραπείας Σύμφωνα με το άρθρο 53 του Α.Ν. 1324/49 (Φ.Ε.Κ. 326/Α/26.11.49) που κυρώθηκε από το Ν. 1487/50 οι μισθωτοί των πάσης φύσεως επιχειρήσεων καθώς και το Δημόσιο, υποχρεούνται καθ' υπέρβαση των σχετικών νόμων και κανονισμών να παρέχουν, πέραν της προβλεπόμενης άδειας στους αναπήρους υπαλλήλους τους άδεια από τριάντα (30) ημέρες με πλήρεις αποδοχές για τη μετάβαση τους στα Κέντρα Λουτροθεραπείας, Αεροθεραπείας κ.λπ. Η άδεια αυτή χορηγείται τόσο στους υπαλλήλους όσο και στους εργατοτεχνίτες και υπηρέτες είναι ανεξάρτητη της κανονικής άδειας. Υπολογίζεται δε ο αριθμός των ημερών αυτής σε ημερολογιακές ημέρες και όχι σε εργάσιμες. Για τον υπολογισμό όμως των αποδοχών της άδειας αυτής, λαμβάνονται υπόψη οι εργάσιμες ημέρες, δηλαδή αφαιρούνται οι Κυριακές και οι εξαιρέσιμες ημέρες. Στις αποδοχές συμπεριλαμβάνονται οι συνήθεις αποδοχές με συνθήκες πλήρους απασχολήσεως δηλαδή οι πρόσθετες τακτικές παροχές που χορηγούνται τακτικά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχεται. Προϋπόθεση για την παροχή της πιο πάνω άδειας είναι να έχουν οι ανάπηροι από την αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή γνωμάτευση για χορήγηση αυτής της άδειας, την οποία υποχρεούνται να υποβάλλουν στους εργοδότες. Ζ) Ανήλικοι Από τον Ν. 1346/83 άρθρο 2 παραγ. 1 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 7 της από 2.4.96 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. (Πράξη Καταθ. στο Υπ. Εργασίας 9/3.4.96) και την αριθ. 34561/96 κοινή απόφαση των Υπ. Οικονομικών Εργασίας-Κοιν. Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 1122/Β/ 16.12.96) "στους εργαζόμενους μαθητές ή σπουδαστές ή φοιτητές εκπαιδευτικών μονάδων οποιουδήποτε τύπου και οποιοσδήποτε βαθμίδας του Δημοσίου ή μονάδων που εποπτεύονται με οποιονδήποτε τρόπο απ' αυτό (περιλαμβάνονται και οι μαθητές των Σχολών Μαθητείας του ΟΑΕΔ) που απέχουν από την εργασία τους για τη συμμετοχή τους στις εξετάσεις και δεν έχουν συμπληρώσει το 28ο έτος της ηλικίας τους, χορηγείται πρόσθετη άδεια τριάντα (30) εργάσιμων ημερών κατ ανώτατο όριο το χρόνο, ανεξάρτητα από τον χρόνο προηγούμενης απασχόλησης τους. Με την αριθ. 33894/1998 απόφαση των Υπ. Οικονομικών Εργασίας-Κοιν. Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 1276/Β/23.12.98) που συμπλήρωσε την Υπουργική απόφαση 31930/14.7.83 (ΦΕΚ 444/Β/12.8.83) ορίζονται τα εξής: Στους εργαζόμενους μαθητές ή σπουδαστές ή φοιτητές εκπαιδευτικών μονάδων οποιουδήποτε τύπου και οποιοσδήποτε βαθμίδας του Δημοσίου ή μονάδων που εποπτεύονται με οποιονδήποτε τρόπο απ' αυτό (περιλαμβάνονται και οι μαθητές των Σχολών Μαθητείας του ΟΑΕΔ) που απέχουν από την εργασία τους για τη συμμετοχή τους στις εξετάσεις και δεν έχουν συμπληρώσει το 28ο έτος της ηλικίας τους, χορηγείται πρόσθετη άδεια τριάντα (30) εργάσιμων ημερών κατ' ανώτατο όριο το χρόνο, ανεξάρτητα από τον χρόνο προηγούμενης απασχόλησής τους. Η ως άνω άδεια χορηγείται και στους εργαζόμενους μαθητές - σπουδαστές - φοιτητές που έχουν υπερβεί το 28ο έτος της ηλικίας τους, αλλά μόνο για την προβλεπόμενη διάρκεια των σπουδών που κάθε φορά παρακολουθούν, προσαυξημένη κατά δύο (2) έτη, ανεξάρτητα αν οι σπουδές διανύθηκαν συνεχώς ή διακεκομμένα. Οι αποδοχές αυτές και των τριάντα (30) ημερών πρόσθετης άδειας θα καταβάλλονται από τον ΟΑΕΔ, αλλά τον προϋπολογισμό του θα βαρύνουν μόνο οι δαπάνες για τις πρώτες έξι (6) ημέρες, ενώ η δαπάνη των υπολοίπων είκοσι τεσσάρων (24) ημερών θα αποδίδεται στον Οργανισμό από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εργασίας. Με τα άρθρα 5 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε./21.3.94, 7 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε./2.4.96 και 6 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε./18.5.98, η άδεια εξετάσεων έχει αυξηθεί μόνο για τους μαθητές που προβλέπει η παραγ. 1 του άρθρου 7 του Ν. 1346/83, που υπηρετούν στον ιδιωτικό τομέα δηλαδή εξαιρεί τους μαθητές του Δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ και του Δημόσιου τομέα που η παραγ. 5 του άρθρου 2 του Ν. 1346/83 αναφέρει. Η άδεια αυτή χορηγείται σε συνεχείς ημέρες ή τμηματικά. Η ιδιότητα του μαθητή ή σπουδαστή ή φοιτητή καθώς και η συμμετοχή αυτού στις εξετάσεις αποδεικνύεται από βεβαίωση της σχολής την οποία υποβάλλει ο εργαζόμενος στον εργοδότη. Με την Υπ. απόφαση 31930/83 (ΦΕΚ 444/Β/12.8.83) και την κοινή Υπ. Απόφαση 98704/86 άρθρο 15 (ΦΕΚ 865/Β/10.12.83) όπως έχουν τροποποιηθεί μεταγενέστερα καθορίζονται τα απαραίτητα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβληθούν στον ΟΑΕΔ, για να λάβουν τις δικαιούμενες αποδοχές οι μαθητές, φοιτητές, σπουδαστές. Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά είναι α) βεβαίωση της οικείας σχολής από την οποία να προκύπτει η ιδιότητα του μαθητή ή φοιτητή, ή σπουδαστή καθώς και η συμμετοχή του στις εξετάσεις β) βεβαίωση του εργοδότη από την οποία να προκύπτει ο χρόνος απασχόλησης του εργαζόμενου και ο αριθμός των ημερών άδειας χωρίς αποδοχές που χορηγήθηκε σ' αυτόν για τη συμμετοχή του στις εξετάσεις γ) προσκόμιση ασφαλιστικού βιβλιαρίου κυρίας ασφάλισης και αστυνομική ταυτότητα. Η αριθ. 31930/ 83 απόφαση τροποποιήθηκε με την αριθ. 33894/98 Υπ. απόφαση (Βλέπε ανωτέρω) κατά το μέρος που αφορά την καταβολή αποδοχών από τον ΟΑΕΔ για σπουδαστική άδεια. Επίσης οι ανήλικοι εργαζόμενοι σύμφωνα με το Ν. 1837/89 (ΦΕΚ 85/Α'/23.3.89) που είναι μαθητές ή σπουδαστές, δικαιούνται για τη συμμετοχή τους στις εξετάσεις άδεια 2 ημερών για κάθε ημέρα εξετάσεων. Η άδεια αυτή είναι συνεχόμενη ή τμηματική. Η διάρκεια της δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 14 ημερών συνολικά. Οι αποδοχές των αδειών αυτών καταβάλλονται από τον ΟΑΕΔ. Σχετικά για το θέμα αυτό η αριθ. 32213/91 Υπ. απόφαση προβλέπει ότι η καταβολή από τον ΟΑΕΔ αποδοχών στους εργαζόμενους ανήλικους μαθητές ή σπουδαστές εκπαιδευτικών μονάδων οποιουδήποτε τύπου και οποιοσδήποτε βαθμίδας του Δημοσίου ή Μονάδων που εποπτεύονται κατά οποιονδήποτε τρόπο από αυτό, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι μαθητές των Σχολών Μαθητείας του ΟΑΕΔ, για πρόσθετη άδεια δύο (2) ημερών συνεχόμενη ή τμηματική για κάθε ημέρα εξετάσεων ανεξάρτητα από τον χρόνο απασχόλησεώς τους. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 14 ημερών συνολικά". Από την αριθ. 32213/91 Υπ. απόφαση (ΦΕΚ 34/Β/28.1.91) που τροποποίησε την αριθ. 31930/14.7.83 Υπ. απόφαση (ΦΕΚ 444/Β/12.8.83) ορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την καταβολή των αποδοχών αδείας εξετάσεων, ανηλίκων μαθητών, σπουδαστών. Αυτά είναι α) βεβαίωση της εκπαιδευτικής μονάδας για τη συμμετοχή τους στις εξετάσεις β) βεβαίωση του εργοδότη ότι ο εργαζόμενος ανήλικος, έλαβε άδεια χωρίς αποδοχές για τη συμμετοχή του στις εξετάσεις γ) προσκόμιση βιβλιαρίου εργασίας ανηλίκου. Σύμφωνα με τις διατάξεις των Νόμων 2083/92 και 2552/97 το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο είναι αυτοτελές αυτοδιοικούμενο Ανωτ. Εκπαιδευτικό ίδρυμα και χορηγεί αντίστοιχους ισότιμους τίτλους που απονέμουν και τα υπόλοιπα Πανεπιστήμια της χώρας. Κατά συνέπεια οι εργαζόμενοι φοιτητές του Ανοικτού Πανεπιστημίου δικαιούνται κι αυτοί τις φοιτητικές άδειες που ανωτέρω αναφέρουμε για συμμετοχή σε εξετάσεις. (Σχετ. Εγγρ. Υπ. Εργασίας 2674/ 2002). Όσοι συμμετέχουν σε πρόγραμμα για μεταπτυχιακό δίπλωμα ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης ή διδακτορικό δίπλωμα ΑΕΙ και ΤΕΙ της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, δικαιούνται άδεια 10 εργασίμων ημερών. Η άδεια αυτή είναι άνευ αποδοχών από τον εργοδότη, χορηγείται σε συνεχείς ημέρες ή τμηματικά και ανεξάρτητα από την ηλικία του/της δικαιούχου και ισχύει μέχρι δύο έτη. Άρθρο 10 - Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. ετών 2004-2005. Η άδεια των εξετάσεων χορηγείται πέρα από αυτή που προβλέπει ο Α.Ν. 539/45 και ο Ν. 3302/2004 όπως ισχύει σήμερα είναι ανεξάρτητη και δεν συμψηφίζεται με την κανονική άδεια. Σύμφωνα με το άρθρο 9 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. των ετών 2006-2007, χορηγείται άδεια 9 μηνών χωρίς αποδοχές σε εργαζόμενους, που εκάστοτε φοιτούν στο Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Γ.Σ.Ε.Ε. (Κ.ΑΝ.Ε.Π.-Γ.Σ.Ε.Ε.). Η άδεια χορηγείται κατόπιν συμφωνίας εργαζόμενου και επιχείρησης εφόσον δεν παρακωλύεται η εύρυθμη λειτουργία αυτής. Οι αποδοχές και οι ασφαλιστικές εισφορές συμφωνείται να καταβάλλονται από τον ΔΑΕΚ, υπό μορφή υποτροφίας. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να χορηγείται σε περισσότερα από 20 άτομα, σε ολόκληρη τη χώρα, και αφορά επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν τουλάχιστον 100 εργαζόμενους. Η ως άνω άδεια δεν μπορεί να χορηγείται σε περισσότερα από ένα άτομο ανά επιχείρηση για επιχειρήσεις που απασχολούν έως 1000 εργαζόμενους. 19. Ειδική άδεια μητρότητας (6 μηνών) και επίδομα αδείας Το άρθρο 142 του ν. 3655/08 (ΕΑΕΔ 2008 σελ. 440) προβλέπει ότι η μητέρα που είναι ασφαλισμένη στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και εργάζεται με σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, μετά τη λήξη της άδειας λοχείας και της ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο αδείας δικαιούται να λάβει ειδική άδεια προστασίας μητρότητας 6 μηνών. Κατά τη διάρκεια της ως άνω ειδικής άδειας ο ΟΑΕΔ υποχρεούται να καταβάλλει στην εργαζόμενη μητέρα μηνιαίως ποσό ίσο με τον κατώτατο μισθό, όπως κάθε φορά καθορίζεται με βάση την ΕΓΣΣΕ καθώς και αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος αδείας με βάση το προαναφερόμενο ποσό. Αυτό τονίζεται και στο κεφάλαιο Β παρ. 2 της αριθ. 33891/606/7.5.08 απόφαση Υπ. Εργασίας (ΕΑΕΔ 2008 σελ. 558). Σύμφωνα με τα πιο πάνω ο χρόνος της ειδικής αυτής 6μήνου αδείας θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τον υπολογισμό της ετήσιας άδειας. Έτσι εφόσον ο χρόνος του 6μήνου αποτελεί χρόνο υπηρεσίας ο εργοδότης οφείλει να χορηγήσει εκτός από τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αφαιρέσει το ποσό που έλαβε η μητέρα ως επίδομα αδείας από τον ΟΑΕΔ. 20. Κυμαινόμενες αποδοχές (Άδεια - επίδομα αδείας) Οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας των μισθωτών που αμείβονται με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών εξευρίσκονται πολλαπλασιάζοντας τον μέσο όρο των ημερήσιων αποδοχών που έλαβαν οι μισθωτοί από την λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την ημέρα χορηγήσεως σ' αυτούς της αδείας, επί τον αριθμό των ημερών αδείας και των ημερομισθίων του επιδόματος αδείας που δικαιούνται. Προκειμένου για άδεια που χορηγείται για πρώτη φορά, για την εξεύρεση του μέσου όρου των ημερησίων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή τους μέχρι την ημέρα χορηγήσεως της αδείας τους (πρώτη φορά). Προκειμένου για μισθωτούς που αμείβονται με μικτό σύστημα, δηλαδή που το ένα σκέλος της αμοιβής τους είναι σταθερές αποδοχές και το άλλο κυμαινόμενες, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας θα υπολογισθούν χωριστά. Οα λάβουν δηλαδή αφ' ενός τις σταθερές αποδοχές που θα έπαιρναν αν εργαζόταν κατά τη διάρκεια της αδείας τους και αφ' ετέρου τον μέσο όρο των κυμαινόμενων αποδοχών που έλαβαν από τη λήξη της άδειας του προηγουμένου έτους από την πρόσληψη τους, εάν πρόκειται για άδεια που χορηγείται για πρώτη φορά, μέχρι την ημέρα χορηγήσεως της άδειας. Σύμφωνα με την ΚΥΑ 19040/81 άρθρ. 4 παραγρ. 1 τα επιδόματα εορτών των αμειβομένων με μηνιαίο μισθό και ποσοστά (κυμαινόμενες αποδοχές) υπολογίζονται με βάση τον μέσο όρο των μηνιαίων αποδοχών, τις οποίες λαμβάνει κάθε εργαζόμενος μέσα στα χρονικά διαστήματα που προσδιορίζονται για τα Χριστούγεννα (1/5 - 31/12) και Πάσχα (1/1 - 30/4). Η αμοιβή από προμήθειες είναι τακτικές αποδοχές. Για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας υπολογίζεται ο μέσος όρος των προμηθειών που χορηγήθηκαν από τη λήξη της αδείας του προηγουμένου έτους ή από της προσλήψεως μέχρι την ημέρα χορηγήσεως της αδείας (Εγγρ. Υπ. Εργασίας 703/86). Στις αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζεται και η αμοιβή για νόμιμη υπερωριακή εργασία, παρεχόμενη κατά τρόπο σταθερό, συνεχή και μόνιμο, έστω και μέσα σε όρια που δεν είναι εντελώς σταθερά εφ' όσον είναι βέβαιο ότι ο εργαζόμενος θα έπαιρνε και αυτή την αμοιβή κατά τη διάρκεια της αδείας του (Α.Π. 911/86). Οι οικειοθελείς παροχές που χορηγούνται επί μακρό χρόνο θεωρούνται ότι παρέχονται βάσει της συμβάσεως εργασίας ως μισθός. Συνυπολογίζονται για τον καθορισμό των αποδοχών και επιδόματος αδείας. Εάν κυμαίνεται κατά μήνα ο υπολογισμός γίνεται με βάση το ποσό που οφείλεται στον αντίστοιχο μήνα. Ειδικά για τους σερβιτόρους σύμφωνα με το Β.Δ. 16/23.11.49 οι εργαζόμενοι που αμείβονται με ποσοστά σε βάρος των πελατών της επιχείρησης λαμβάνουν, κατά τη διάρκεια της αδείας τους, τις αποδοχές τους με βάση το τεκμαρτό ημερομίσθιο που καθορίζει το ΚΑ. Σχετική είναι και η απόφαση 2662/90 του Εφετείου Αθηνών. 21. Επίδομα ισολογισμού και επίδομα αδείας Οι αποδοχές αδείας συσχετίζονται με τις αποδοχές του συγκεκριμένου διαστήματος της αδείας και όχι αορίστως με τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού. Δηλαδή οι αποδοχές αδείας είναι το σύνολο του μισθού ή των ημερών που λαμβάνει ο μισθωτός κατά μήνα υπό κανονικές συνθήκες. Αλλωστε ο σκοπός της αδείας είναι να αναπαυθεί ο μισθωτός χωρίς να χάσει τις αποδοχές του. Συνεπώς δεν συνυπολογίζονται στις αποδοχές αδείας ποσά που χορηγούνται σε διάφορα χρονικά διαστήματα μέσα στο έτος, όπως είναι τα επιδόματα εορτών, το επίδομα ισολογισμού που καταβάλλονται μια φορά το χρόνο κ.λπ. ακόμη και αν αυτά έχουν το χαρακτήρα τακτικών αποδοχών. Αυτό δέχεται και ο Α.Π. με την αριθ. 136/79 απόφαση του. 22. Επιδόματα εορτών και επίδομα αδείας Στις τακτικές αποδοχές του μισθωτού υπολογίζονται και τα επιδόματα αδείας. Επομένως εφόσον τα επιδόματα εορτών (δώρα) υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές θα πρέπει σ' αυτά να περιλαμβάνεται και η αναλογία του επιδόματος αδείας. Για την εξεύρεση της αναλογίας υπάρχουν δύο μέθοδοι: 1η Μέθοδος Πολλαπλασιασμός του δώρου Χριστουγέννων ή Πάσχα με 0,04166 (05: 12 = 0,04166). Π.χ. Μισθός 900 ευρώ Δώρο Χριστουγέννων 900Χ 0,04166 = 37,49 επί πλέον Δώρο Πάσχα 450 X 0,04166 = 18,75 επί πλέον (37,49 + 18,75 = 56,24) 2η Μέθοδος Υπολογισμός αναλογίας στο δώρο μέσα στην περίοδο της οποίας έλαβε το επίδομα αδείας. Π.χ. Μισθός 900 ευρώ. Το επίδομα αδείας τον Αύγουστο. Δώρο Χριστουγέννων: 900 X 0,0625 = 56,24 (0,5 : 8* = 0,0625) Π.χ. Μισθός 900 ευρώ. Το επίδομα αδείας τον Μάρτιο. Δώρο Πάσχα 450 X 0,125 = 56,24 (05 : 4* = 0,125) *Όπου 8 και 4 οι μήνες. 23. Πίνακες ημερών αδείας Α. Πίνακας μισθωτών με συνολική υπηρεσία μέχρι 10 έτη στον ίδιο εργοδότη ή μέχρι 12 σε οποιονδήποτε εργοδότη Έτος απασχόλησης Ημέρες αδείας 5θήμερο 6ήμερο 1ο έτος απασχόλησης 20/12 κατά μήνα απασχολήσεως ήτοι:1 μήνα 1,66 = 2 2 μήνες 3,33 = 3 3 μήνες 5 = 5 4 μήνες 6,66 = 7 5 μήνες 8,33 = 8 6 μήνες 10 = 10 7 μήνες 11,66 = 12 8 μήνες 13,33 = 13 9 μήνες 15 = 15 10 μήνες 16,66 = 17 11 μήνες 18,33 = 18 12 μήνες 20 = 20 Γίνεται στρογγυλοποίηση 2 ημέρες κατά μήνα απασχολήσεως (24/12) 2ο έτος απασχόλησης Από 1ης του έτους Μέχρι συμπληρώσεως 12μήνου 20/12 κατά μήνα απασχολήσεως Μετά τη συμπλήρωση 12μήνου 21/12 για κάθε μήνα Γίνεται στρογγυλοποίηση του γινομένου Από 1ης του έτους Μέχρι συμπληρώσεως 12μήνου 2 ημέρες ανά μήνα Μετά τη συμπλήρωση 12μήνου 25/12 για κάθε μήνα Γίνεται στρογγυλοποίηση του γινομένου 3ο έτος και μετά Μέχρι συμπλήρωση 2 ετών 21 ημέρες Μετά τη συμπλήρωση 2 ετών 22 ημέρες Μέχρι συμπλήρωση 2 ετών 25 ημέρες Μετά τη συμπλήρωση 2 ετών 26 ημέρες Β. Πίνακας μισθωτών με συνολική υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη Έτος απασχόλησης 5θήμερο 6ήμερο 1ο έτος απασχόλησης 25/12 κατά μήνα απασχολήσεως 30/12 κατά μήνα ή 5 ημέρες ανά δίμηνο 2ο έτος απασχόλησης 25/12 κατά μήνα απασχολήσεως 30/12 κατά μήνα ή 5 ημέρες ανά δίμηνο 3ο έτος απασχόλησης 25 ημέρες 30 ημέρες Γ. Πίνακας μισθωτών με συνολική υπηρεσία 25 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη Έτος απασχόλησης 5θήμερο 6ήμερο 1ο έτος απασχόλησης 26/12 κατά μήνα απασχολήσεως 31/12 κατά μήνα ή 5 ημέρες ανά δίμηνο 2ο έτος απασχόλησης 26/12 κατά μήνα απασχολήσεως 31/12 κατά μήνα ή 5 ημέρες ανά δίμηνο 3ο έτος απασχόλησης 26 ημέρες 31 ημέρες απασχόλησης 24. Αναστολή της σύμβασης εργασίας και κανονική άδεια Ερωτηματικά προκύπτουν για το τι ισχύει για τους εργαζόμενους των οποίων ανεστάλη η σύμβαση εργασίας, μετά την εφαρμογή των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας, σε σχέση με την ετήσια κανονική άδεια που δικαιούνται. Ο χρόνος της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων επιχειρήσεων που προστατεύονται από τα μέτρα (κλειστές ή πληττόμενες), θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τον εργαζόμενο και τον εργοδότη, αφού προκαλείται από λόγους ανωτέρας βίας. Η αναστολή ορισμένων υποχρεώσεων του εργοδότη, κατά το χρόνο ισχύος των μέτρων, οι οποίες υποχρεώσεις αναλαμβάνονται από το κράτος (καταβολή 800 ευρώ, ασφαλιστικές εισφορές κλπ) δεν αναιρεί το γεγονός ότι η σύμβαση εργασίας είναι ενεργή, δεδομένου ότι ο δεσμός της εργασιακής σχέσης δεν διασπάται. Οι εργαζόμενοι επανερχόμενοι στην εργασία τους, μετά τη λήξη της αναστολής, δικαιούνται της κανονικής αδείας τους, μέσα στο ημερολογιακό έτος και δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι δεν παρείχαν εργασία επί 45 ή περισσότερες ημέρες. Αφού ο δεσμός της εργασιακής σχέσεως δεν διασπάται, ο χρόνος της αναστολής δεν απεμπολεί το δικαίωμα του εργαζομένου για λήψη της κανονικής του άδειας αναψυχής.