Η πανδημία δεν έπληξε με την ίδια σφοδρότητα όλες τις χώρες της Ευρώπης. Μεγαλύτερο τίμημα πλήρωσαν εκείνες που το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας τους ήταν συνδεδεμένο με τις υπηρεσίες. Η απόσυρση των μέτρων ωστόσο φαίνεται να τρομάζει
ρα για την ολοκλήρωση των μέτρων προστασίας από επιχειρήσεις και εργαζόμενους πλησιάζει, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον δυτικό κόσμο, και όπως είναι φυσικό υπάρχει ανησυχία για το πώς θα αντιδράσουν οι επιχειρήσεις χωρίς το τείχος προστασίας που είχε χτιστεί όλο το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Και αυτή η ανησυχία δεν επικρατεί μόνο στις κυβερνήσεις αλλά και στις Αρχές της ΕΕ. Μία επιπλέον ανησυχία -και ίσως πιο σοβαρή- είναι οι συνέπειες που αφήνει πίσω της φεύγοντας η πανδημία. Συνέπειες οι οποίες δεν είναι οριζόντιες και δεν έχουν την ίδια ένταση μεταξύ των μελών της ΕΕ.
Ήδη μάλιστα έχει ανοίξει η συζήτηση για τον τρόπο που θα αμβλυνθούν οι συνέπειες της πανδημίας στο άμεσο μέλλον, μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Και αυτό διότι αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η πανδημία «χτύπησε» με διαφορετική ένταση τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
Κατά συνέπεια θα υπάρξουν αυξημένοι και άνισοι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι, με τους οποίους η Ευρωζώνη θα βρεθεί αντιμέτωπη το προσεχές χρονικό διάστημα.
Όλους τους παραπάνω κινδύνους περιγράφει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε πρόσφατη έκθεσή της.
Το «φάρμακο» για τις συνέπειες της πανδημίας
Ως «φάρμακο» απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα θα μπορούσε να είναι ένα μείγμα πολιτικής, όπως αναφέρει η ΕΚΤ, που θα περιλαμβάνει στοχευμένα κίνητρα ανά περιοχή και ανάλογα με τη σφοδρότητα που χτύπησε η πανδημία την οικονομία.
Αν και στην έκθεση δεν υπάρχει σαφής αναφορά σε κράτη που επηρεάστηκαν περισσότερο από την πανδημία και τις συνέπειες που υπήρξαν στην οικονομία, είναι οφθαλμοφανές ότι αφορά τις χώρες του Νότου, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από τον τουρισμό.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, η πανδημία χτύπησε διάφορους οικονομικούς τομείς με διαφορετικούς βαθμούς σοβαρότητας και ταχύτητας, με τον τουρισμό και τη φιλοξενία να επηρεάζονται περισσότερο.
Στην έκθεση περιλαμβάνεται προειδοποίηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ότι αυτό το άνισο σοκ έχει κινδύνους για πολύ συγκεκριμένα κράτη και τμήματα της οικονομίας της Ευρωζώνης.
Κίνδυνοι που είναι άνισα κατανεμημένοι
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι δηλώσεις που έκανε πρόσφατα ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λούις ντε Γκίντος, που τόνισε ότι «καθώς η Ευρωζώνη αναδύεται από το τρίτο κύμα της πανδημίας, οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν αυξημένοι και έχουν κατανεμηθεί πιο άνισα».
Το μεγάλο πρόβλημα και η μεγαλύτερη ανησυχία εντοπίζονται σε χώρες που αυξήθηκε περισσότερο το χρέος για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της πανδημίας και παράλληλα το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας τους είναι οι υπηρεσίες. Η Κεντρική Τράπεζα της ΕΕ εκτιμά ότι το γεγονός αυτό από μόνο του θα αυξήσει την πίεση σε κυβερνήσεις και τράπεζες.
Ποιος είναι όμως ο μεγάλος φόβος; Όπως τον περιγράφει η ΕΚΤ, «καθώς αυτή η υποστήριξη απομακρύνεται σταδιακά, σημαντικά υψηλότερα ποσοστά πτωχεύσεων από ό,τι πριν την πανδημία δεν μπορούν να αποκλειστούν, ειδικά σε ορισμένες χώρες της Ευρωζώνης».
Η θέση της ΕΚΤ ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα είναι «η εκτεταμένη υποστήριξη, ιδίως για τις εταιρείες, θα μπορούσε σταδιακά να μετακινηθεί από την ευρεία βάση σε πιο στοχευμένη».
Στις τράπεζες μεταφέρεται το πρόβλημα
Και επειδή όλα στην οικονομία είναι αλυσίδα, το επόμενο «θύμα» θα είναι οι τράπεζες, οι οποίες δεν θα μπορέσουν να έχουν ισχυρή κερδοφορία και ως εκ τούτου οι προοπτικές δανεισμού είναι αβέβαιες.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η ποιότητα των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων έχει διατηρηθεί μέχρι στιγμής, αλλά ο πιστωτικός κίνδυνος μπορεί να υλοποιηθεί με καθυστέρηση, γεγονός που συνεπάγεται την ανάγκη για αυξημένες προβλέψεις για απώλειες δανείων.
Και οι δυσοίωνες προβλέψεις δεν σταματούν. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, παρατηρείται σημαντική αύξηση των αποδόσεων στα ομόλογα. Αυτό έχει οδηγήσει το τελευταίο διάστημα την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ σε σημαντικές αγορές ομολόγων. Ο φόβος είναι ότι αργά ή γρήγορα θα υπάρξει μετάδοση και στην Ευρώπη.
Η ΕΚΤ ανησυχεί ότι το πιο υψηλό κόστος δανεισμού στις ΗΠΑ θα επηρεάσει τις χρεωμένες εταιρείες, τα νοικοκυριά και τις χώρες της Ευρωζώνης.