Εξαναγκασμός σε παραίτηση υπαλλήλου ως αποτέλεσμα απειλής - Ισοδυναμεί με καταγγελία συμβάσεως Με μονομερή καταγγελία εξομοιώνεται και ο εξαναγκασμός του μισθωτού σε παραίτηση κατόπιν απειλής από τον εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή προηγείται ουσιαστικά η εκδήλωση της βούλησης του εργοδότη για λύση της σύμβασης, ενώ η δήλωση του μισθωτού περί οικειοθελούς αποχώρησης, η οποία δεν είναι προϊόν αυτοπροαίρετης απόφασης, έπεται. Πρωτ. Αθηνών 337/2021 Δικαστής: Ο κ. Μιχαήλ Φίλιππος Δικηγόροι: Η κ. Τ. Νικέα – Μουράτογλου, ο κ. Αντίοπος Σελιανίτης, η κ. Ελένη Γκλεγκλέ Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 ΑΚ 1 και 3 του ν. 2112/20, 3 παρ. 1, 5 του β.δ. από 16.7.1920 και 5 λείπει όμως κάθε σύνδεσμος ή συνάφεια του ν. 3198/1955, συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου που αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη το οποίο ασκείται με τη μορφή της μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας, θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί πλήρης η νόμιμη αποζημίωση. Η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στη μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων (έγγραφο και καταβολή πλήρους αποζημίωσης) είτε στο ότι έγινε με καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση, δηλαδή καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 Α.Κ. (Α.Π. 1107/2000 ΔΕΝ 2001, 339, Α.Π. 380/2000 ΔΕΝ 2000, 1442, Εφ.Θεσσ. 1341/2000 ΔΕΝ 2001, 339) και θεωρείται σαν να μην έγινε (3,174,180 Α.Κ.). Με μονομερή καταγγελία εξομοιώνεται και ο εξαναγκασμός του μισθωτού σε παραίτηση κατόπιν απειλής από τον εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή προηγείται ουσιαστικά η εκδήλωση της βούλησης του εργοδότη για λύση της σύμβασης, ενώ η δήλωση του μισθωτού περί οικειοθελούς αποχώρησης, η οποία δεν είναι προϊόν αυτοπροαίρετης απόφασης έπεται (βλ. Εφ,ΑΘ. 8667/2006 ΔΕΕ 2007, 844). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 150 και 151 Α.Κ., με σαφήνεια προκύπτει ότι για την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απειλής απαιτείται: 1) απειλή επικείμενου κακού για τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή και την περιουσία του απειλούμενου ή των προσώπων που συνδέονται στενότατα με αυτόν, 2) απειλή σοβαρή, δηλαδή να είναι ικανή να προξενήσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο, ότι γι' αυτόν ή τα παραπάνω πρόσωπα ένα από τα προαναφερόμενα αγαθά εκτίθεται σε σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο και 3) η απειλή να έγινε προς το σκοπό να εξαναγκάσει τον απειλούμενο σε δήλωση και να οδήγησε στη δήλωση βούλησης παράνομα ή εναντίον των χρηστών ηθών (Α.Π. 417/1996 ΕλλΔνη 39, 334, Α.Π. 214/1972 ΝοΒ 20, 901). Απειλή εναντίον των χρηστών ηθών υπάρχει όταν η απειλούμενη πράξη επιτρέπεται μεν από το νόμο, ελλείπει όμως κάθε σύνδεσμος ή συνάφεια μεταξύ του κακού που απειλείται και της δήλωσης βούλησης που σκοπείται με την απειλή, οπότε στην περίπτωση αυτή ο απειλών χρησιμοποιεί την επιτρεπτή από το νόμο απειλή για να εξαναγκάσει τον απειλούμενο σε δήλωση βούλησης που δεν έχει καμία σχέση με την απειλή, όπως η απειλή αναγκαστικής εκτέλεσης, αν με αυτή σκοπείται η διά δηλώσεως βουλήσεως του απειλούμενου κατάρτιση συμβάσεως επωφελούς για τον απειλούντα πέραν του οφέλους ή της προστασίας από την αναγκαστική εκτέλεση (Α.Π. 493/1970 ΕλλΔνη 1971, 446, Εφ.Πειρ. 21/1999 ΕλλΔνη 40, 1760, Εφ.Πειρ. 505/1987 ΕλλΔνη 29, 736). Η ακυρότητα της καταγγελίας, εξάλλου, είναι σχετική υπέρ του μισθωτού, ο οποίος έχει την ευχέρεια, είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει τις αποδοχές του λόγω υπερημερίας του εργοδότη του, προσφέροντας κανονικά τις υπηρεσίες του, είτε, παραιτούμενος ρητά ή σιωπηρά του δικαιώματος προσβολής του κύρους της καταγγελίας, να την θεωρήσει έγκυρη και να ζητήσει την πλήρη αποζημίωσή του, όπως ο νόμος ορίζει (βλ. Α.Π. 277/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 55/2015 ΔΕΕ 2015,1149, Α.Π. 1900/2005 ΔΕΕ 2006, 815, Α.Π. 548/2000 ΕλλΔνη 41,1615). Ο αναιτιώδης δε χαρακτήρας της καταγγελίας δεν θίγεται ακόμα και μετά την κύρωση με τον ν. 4359/2016 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, αφού με το άρθρο 24 στοιχείο β' αυτού, ως συνέπεια της παραβίασης του ως άνω δικαιώματος προβλέπεται μόνο το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση (βλ. Α.Π. 1512/2018 ΕπολΔ 2019, 323, και Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 του ν. 2112/1920 και 6 παρ. 2 του β.δ. 16/18 Ιουλίου 1920, ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του εργαζομένου χωρίς την τήρηση προθεσμίας αν εναντίον του τελευταίου υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ' αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει εν γένει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος, ενώ κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ο υπάλληλος που απαλλάχτηκε με βούλευμα ή δικαστική απόφαση για τις ως άνω κατηγορίες δικαιούται να ζητήσει την κατά το άρθρο 3 του ίδιου νόμου αποζημίωση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 του ν. 3198/1955, οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται για μισθωτούς που απολύονται συνεπεία υποβολής μηνύσεως σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.2112/1920 ή στην παρ. 1 του άρθρου 6 του β.δ. 16/18 Ιουλίου 1920. Εάν όμως επακολουθήσει απαλλαγή του μισθωτού με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, οι διατάξεις του παρόντος έχουν εφαρμογή και γι' αυτόν από την κοινοποίηση στον εργοδότη από τον ενδιαφερόμενο του απαλλακτικού βουλεύματος 1920) υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα κατά την ενάσκηση ή της απόφασης. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει και άνευ τηρήσεως προθεσμίας τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αν εναντίον του υπάλληλου (ή του εργάτη κατ' άρθρο 6 παρ. 1 του β.δ. 16/18 Ιουλίου) υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ' αυτού κατηγορία για αδίκημα που έχει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Αν όμως επακολουθήσει απαλλαγή του μισθωτού με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, οι διατάξεις του ν. 3198/1955 έχουν εφαρμογή και ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στο μισθωτό την οφειλόμενη λόγω καταγγελίας αποζημίωση εντός εύλογου χρόνου από την κοινοποίηση στον ίδιο του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αθωωτικής απόφασης, καθόσον η εκκαθάριση της κατάστασης γίνεται μετά τον τερματισμό της ποινικής εκκρεμοδικίας, από την έκβαση της οποίας εξαρτάται το κύρος και οι συνέπειες της καταγγελίας. Έτσι, η ισχύς της καταγγελίας ως έκτακτης οριστικοποιείται μόνο στην περίπτωση που ο μισθωτός θα καταδικαστεί. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ο μισθωτός απαλλαγεί με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, τότε και ειδικότερα από τη στιγμή που θα κοινοποιηθεί το απαλλακτικό βούλευμα ή η απαλλακτική απόφαση στον εργοδότη, η καταγγελία παύει να ισχύει ως έκτακτη, χωρίς όμως να σημαίνει και ότι αναβιώνει η σύμβαση. Απλώς η έκτακτη καταγγελία μετατρέπεται σε τακτική και αναβιώνει η υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει την αποζημίωση, χωρίς να απαιτείται νέα καταγγελία (βλ. Α.Π. 1009/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1106/2000 ΕλλΔνη 2000, 1616, Α.Π. 448/1999 ΕλλΔνη 1999, 1552, Εφ.ΑΘ. 4013/1998 ΕΕργΔ 59,226). Στην περίπτωση αυτή το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να ερευνήσει το υποστατό της κατηγορίας εφόσον ο μισθωτός έχει απαλλαγεί με βούλευμα ή δικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ως απαλλαγή του μισθωτού θεωρείται εκείνη που χώρησε λόγω του ότι κατά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου δεν έλαβε χώρα η αξιόποινη πράξη για την οποία καταμηνύθηκε, οπότε ο εργοδότης υποχρεούται να του καταβάλει την αποζημίωση λόγω απόλυσής του εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από της κοινοποίησης του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απόφασης, άλλως η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη. Και μόνον όταν η απαλλαγή του μισθωτού γίνει για άλλο λόγο, ο οποίος δεν αφορά την ουσία της υπόθεσης, όπως είναι η παραγραφή του εγκλήματος ή η κήρυξη απαράδεκτης ποινικής δίωξης που ασκήθηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. γ' Κ.Π.Δ., λόγω μη υποβολής από τον εργοδότη έγκυρης έγκλησης για αξιόποινη πράξη διωκόμενη κατ' έγκληση, το υποστατό ή μη της κατηγορίας εξετάζεται, παρεμπιπτόντως, από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο που δικάζει επί της σχετικής απαίτησης του μισθωτού. Σε περίπτωση δε απόδειξης του υποστατού αυτής (κατηγορίας) δεν οφείλεται η προβλεπόμενη από τον ρηθέντα νόμο αποζημίωση και συνεπώς η γενομένη κατά τα ανωτέρω απόλυση θεωρείται έγκυρη καίτοι δεν καταβλήθηκε αποζημίωση, αφού τέτοια δεν οφείλεται (πρβλ. Α.Π. 1214/2004 ΕλλΔνη 2005, 128, Α.Π. 823/1900 ΔΕΝ 47, 340, Α.Π. 601/1988 ΕΕργΔ 1989, 685). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η κατά τα ανωτέρω καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής συμβάσεως λόγω της αξιόποινης συμπεριφοράς του μισθωτού και της εξαιτίας αυτής διατάραξης της εργασιακής σχέσεως δεν υπόκειται στις διατυπώσεις του ν. 3198/1955 ούτε προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Εάν όμως η καταγγελία έγινε στην πραγματικότητα για άλλο λόγο, που εμπίπτει στο άρθρο 281 Α.Κ., όπως από εκδίκηση ή εχθρότητα προς τον μισθωτό ή για καταστρατήγηση των νομίμων δικαιωμάτων του, τότε η απόλυση του μισθωτού είναι εξαρχής άκυρη, ως καταχρηστική, για τον τελευταίο αυτό λόγο και ο εργαζόμενος δικαιούται να αξιώσει μισθούς υπερημερίας από το χρονικό σημείο της καταγγελίας (βλ. Α.Π. 1272/2010 ΔΕΕ 2011, 949, Α.Π. 196/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 45/2005 ΕλλΔνη 2005,1441, Εφ.Θεσσ. 119/2010 Αρμ 2011, 76). Εν προκειμένω η ενάγουσα ιστορεί στην υπό κρίση αγωγή της ότι υπήρξε από το έτος 1995 εργαζόμενη της εναγόμενης εταιρείας, απασχολούμενη ως πωλήτρια καταστήματος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι παρείχε προσηκόντως την εργασία της ώς την 12.7.2019, οπότε οι εκπρόσωποι της εναγόμενης την κατηγόρησαν αναληθώς ότι έκλεβε προϊόντα από το κατάστημα και στο χρονικό διάστημα μέχρι την άφιξη της αστυνομίας την απείλησαν ότι θα επιδιώξουν την καταδίκη της στα ποινικά δικαστήρια αν δεν παραιτηθεί, και με τον τρόπο αυτό την υποχρέωσαν να υπογράψει προδιατυπωμένο έγγραφο οικειοθελούς αποχώρησης από την εργασία της. Ότι ακολούθως αθωώθηκε από το ποινικό Δικαστήριο. Ότι στην πραγματικότητα η εναγόμενη είχε προσχεδιάσει τον εξαναγκασμό της σε παραίτηση, προκειμένου να αποφύγει να της καταβάλει αφ' ενός την άμεσα οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, και αφ' ετέρου επειδή γνώριζε ότι αν δεν καταγγελλόταν η σύμβαση εργασίας σε λίγα έτη η ενάγουσα επρόκειτο να συνταξιοδοτηθεί και θα ήταν υποχρεωμένη να της καταβάλει μέχρι τότε το μισθό της, που λόγω παλαιότητας ήταν μεγαλύτερος των λοιπών υπαλλήλων, και εν τέλει την αποζημίωση συνταξιοδότησης. Και ότι η δήλωση οικειοθελούς αποχώρησής της ήταν προϊόν απειλής και άσκησης ψυχολογικής βίας. Ζητεί, για τους λόγους αυτούς α) να αναγνωριστεί ότι συνδέεται με την εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την πρόσληψή της, β) να κηρυχθεί άκυρη η δήλωση οικειοθελούς αποχώρησής της από την εργασία της (το αίτημα διατυπώθηκε στο δικόγραφο ως αναγνωριστικό, όμως στην πραγματικότητα είναι διαπλαστικό, αφού η ακυρότητα επέρχεται με την απόφαση κατ' άρθρο 154 Α.Κ.) και να αναγνωριστεί ότι ισοδυναμεί με μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την εναγόμενη, γ) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ως άνω από 12.7.2019 καταγγελίας, δ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει ως δεδουλευμένες αποδοχές κατά το χρονικό διάστημα από 1 ως 12.7.2019, αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την καταγγελία μέχρι την 31.5.2020, δώρα εορτών και αποζημίωση αδείας 2019 και 2020, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφο το ποσό των 13.362,85 ευρώ, άλλως επικουρικά, αν κριθεί ότι η καταγγελία ήταν έγκυρη, ως δεδουλευμένες αποδοχές, αποζημίωση απόλυσης και δώρα εορτών και αποζημίωση αδείας 2019 το ποσό των 24.109,21 ευρώ, άπαντα με το νόμιμο τόκο από τότε που κατέστησαν απαιτητά, άλλως από την επίδοση της αγωγής, άλλως επικουρικότερα τα ίδια ποσά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ε) να υποχρεωθεί επιπλέον η εναγόμενη να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το ποσό των 25.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, στ) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, και ζ) να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η αγωγή αυτή, για το καταψηφιστικό περιεχόμενο της οποίας, πέραν του ποσού των 20.000 ευρώ που αποτελεί το προβλεπόμενο επί εργατικών διαφορών ελάχιστο όριο απαλλαγής από την καταβολή δικαστικού ενσήμου (71 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με την ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. για το χρηματικό όριο της καθ' ύλη αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων), έχει καταβληθεί το νόμιμο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το e-παράβολο με κωδικό... και τη συνημμένη εκτύπωση απόδειξης συναλλαγής της τράπεζας Eurobank) παραδεκτά κατατέθηκε και εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, που είναι κατά τα άρθρα 14 παρ. 2 και 22 Κ.Πολ.Δ. καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο να τη δικάσει κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (614 επ. Κ.Πολ.Δ.), με εξαίρεση το ως άνω υπό στοιχείο α' αίτημα αναγνώρισης της ύπαρξης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την αρχική πρόσληψη, το οποίο ως προβαλλόμενο αυτοτελώς είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, αφού δεν αναφέρεται στην αγωγή ότι αμφισβητήθηκε ποτέ από την εναγόμενη η ύπαρξη, το κύρος ή το περιεχόμενο της σύμβασης, ώστε να υπάρχει έννομο συμφέρον να ζητηθεί ως προς αυτό δικαστική προστασία. Επίσης είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο το δεύτερο επικουρικά υποβαλλόμενο αίτημα επιδίκασης των χρηματικών ποσών με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, επειδή ερείδεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με το κύριο και το πρώτο επικουρικό αίτημα, γεγονός που εξ ορισμού αποκλείει την γένεση αξίωσης κατ' άρθρο 904 Α.Κ. Κατά τα λοιπά η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 150, 154, 281, 340, 345, 346, 648 επ., 655, 656, 914, 932 Α.Κ., 2 παρ. 1, 3 παρ. 1 αν. 539/1945, 3 παρ. 16 ν. 4504/1966, 1, 6 Κ.Υ.Α. 19040/1981 Υπ. Οικονομικών και Εργασίας, 5 ν. 3198/1955,1, 3 ν. 2112/1920 όπως τροπ. με το άρθρο μόνο παρ. ΙΑ υπ. ΙΑ. 12 του ν. 4093/2012, 70, 176, 907, 908 Κ.Πολ.Δ., με εξαίρεση το παρεπόμενο αίτημα κήρυξης της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο ειδικά ως προς το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, αφού οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν εκτελούνται, και πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα υπήρξε από το έτος 1995 εργαζόμενη της εναγόμενης εταιρείας, απασχολούμενη ως πωλήτρια καταστήματος (σούπερ μάρκετ) με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Η εργασιακή αυτή σχέση εξελίχθηκε ομαλά μέχρι την 12.7.2019. Την ημέρα εκείνη, η ενάγουσα προσήλθε το πρωί στην εργασία της και σχεδόν αμέσως ανέλαβε από τα ράφια του καταστήματος ένα εντομοαπωθητικό σκεύασμα, θεωρώντας ότι θα βοηθήσει να μειωθεί ο κνησμός από δήγματα κουνουπιών που είχε υποστεί την προηγούμενη νύχτα. Μετέβη στις τουαλέτες του καταστήματος, χρησιμοποίησε το σκεύασμα, και εν συνεχεία τοποθέτησε τη συσκευασία στην τσάντα της, με σκοπό στο τέλος της ημέρας, κατά την αποχώρησή της από το κατάστημα, να καταβάλει το αντίστοιχο τίμημα στο ταμείο. Πριν τη λήξη της βάρδιας, όμως, ενημερώθηκε ότι η υπεύθυνη του καταστήματος, αφού ενημερώθηκε από τον υπεύθυνο ασφαλείας που παρακολουθούσε τις κάμερες που ήταν τοποθετημένες στο χώρο, κάλεσε την αστυνομία, και περί ώρα 15:30 μ.μ. αφίχθησαν στο κατάστημα δύο αστυνομικοί. Τότε η εκπρόσωπος του καταστήματος και ο υπεύθυνος ασφαλείας της παρουσίασαν ένα έντυπο οικειοθελούς αποχώρησης από την εργασία της και της ζήτησαν να το υπογράψει, όπως και έπραξε. Η υπογραφή αυτή ήταν προϊόν απειλής κατά την έννοια των άρθρων 150 και 151 Α.Κ., καθώς ήταν προϊόν ψυχολογικής πίεσης που της ασκήθηκε από τα ως άνω πρόσωπα, που ζήτησαν με φορτικό τρόπο να υπογράψει λέγοντάς της ότι έτσι "Θα αποφύγει τα χειρότερα", και της παρουσίας των αστυνομικών. Η ενάγουσα δηλαδή εξαναγκάστηκε σε παραίτηση ενώ ουδέποτε είχε την πραγματική πρόθεση να παραιτηθεί, και υπέγραψε μόνο επειδή της δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι σε διαφορετική περίπτωση η εναγόμενη θα επιδίωκε και θα καθιστούσε πιθανή την ποινική της καταδίκη, και δη με αθέμιτο ή παράνομο τρόπο, αφού η ίδια ουδέποτε είχε σκοπό να τελέσει κλοπή. Σημειωτέον δε ότι ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι επρόκειτο για απειλή ενέργειας που προβλέπεται από το νόμο, λ.χ. άσκηση πολιτικής αγωγής, και πάλι θα ενέπιπτε στη διάταξη του άρθρου 150 Α.Κ. ως παράνομη λόγω αντίθεσης στο άρθρο 281 Α.Κ., επειδή αποσκοπούσε στην κατάρτιση άσχετης προς το ποινικό αδίκημα δικαιοπραξίας και την αποφυγή νομίμων υποχρεώσεων της εργοδότριας. Ενδεικτικό του σκοπού της εναγόμενης να εξαναγκάσει αθέμιτα την ενάγουσα σε παραίτηση με την άσκηση ψυχολογικής πίεσης είναι το γεγονός ότι η δήλωση αποχώρησης είχε ετοιμαστεί προς υπογραφή και η αστυνομία είχε κληθεί ήδη πριν ενημερωθεί η ενάγουσα. Είναι δηλαδή σαφές ότι δεν υπήρχε η πρόθεση να προταθεί η παραίτηση ως συμβιβασμός και να συμφωνηθεί με διαπραγμάτευση. Τούτου δοθέντος, η δήλωση της ενάγουσας περί οικειοθελούς αποχώρησης είναι ακυρώσιμη, και πρέπει να γίνει δεκτό το αγωγικό αίτημα να κηρυχθεί άκυρη. Περαιτέρω, πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο ως άνω εξαναγκασμός της ενάγουσας σε παραίτηση, που έγινε με δήλωση βούλησης άκυρη λόγω απειλής, εξομοιώνεται με μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την εναγόμενη εργοδότρια. Διότι είναι σαφές ότι η εναγόμενη είχε σε κάθε περίπτωση πρόθεση τερματισμού της εργασιακής σχέσης, η δε εκδήλωση της βούλησής της αυτής προηγήθηκε ουσιαστικά της άκυρης δήλωσης βούλησης της ενάγουσας. Η δε ως άνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας είναι στην πραγματικότητα άκυρη ως καταχρηστική. Έγινε άνευ τήρησης προθεσμίας και εκ πρώτης όψεως αποτελεί αιτιολογημένη καταγγελία, με συγκεκριμένη αιτία την τέλεση ποινικού αδικήματος (κλοπή). Η ενάγουσα αθωώθηκε για το αδίκημα της κλοπής με την υπ' αρ. 7117/16.7.2019 απόφαση του Β' Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Η απόφαση αυτή δεν καθαρογράφηκε, και αναγράφεται μόνο επί του κατηγορητηρίου από το Δικαστή ότι η κατηγορούμενη είναι "αθώα λόγω αμφιβολιών". Εξ αυτού καθίσταται σαφές ότι δεν πρόκειται για απαλλαγή που έγινε για λόγο που δεν αφορά την ουσία της υπόθεσης, όπως είναι η παραγραφή του εγκλήματος ή η κήρυξη απαράδεκτης ποινικής δίωξης που ασκήθηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. γ' Κ.Π.Δ. λόγω μη υποβολής από τον εργοδότη έγκυρης έγκλησης για αξιόποινη πράξη διωκόμενη κατ' έγκληση. Συνεπώς σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, αν η καταγγελία θεωρηθεί ως έχουσα αυτήν την αιτία, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει παρεμπιπτόντως το υποστατό της κατηγορίας, και υποχρεούται να δεχθεί ότι η πράξη δεν τελέστηκε. Τούτο, δε, θα είχε την έννομη συνέπεια ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας καθίσταται τακτική και η εργοδότρια εναγόμενη έχει την υποχρέωση να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης από την όχλησή της προς τούτο (εν προκειμένω από την επίδοση της αγωγής), χωρίς να αναβιώνει η εργασιακή σχέση. Αποδεικνύεται όμως ότι πραγματική αιτία της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας κατά τον περιγραφέντα τρόπο ήταν η επιθυμία της εναγόμενης να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της. Πρώτα απ' όλα επιθυμούσε να αποφύγει να της καταβάλει την άμεσα οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, την οποία μάλιστα, ενώ πληροφορήθηκε την αθώωση της ενάγουσας δεν κατέβαλε ούτε μετά την όχλησή της με την υπό κρίση αγωγή και αρνείται μέχρι σήμερα να καταβάλει, καίτοι αυτή οφείλεται. Εξ αυτού συνάγεται δε διά της λογικής ότι και η ίδια δεν θεωρούσε ως πραγματική αιτία της απομάκρυνσης της ενάγουσας από την εργασία της την τέλεση ποινικού αδικήματος, η δε επίκληση της κλοπής ήταν προσχηματική, όχι απλώς για να αποπειραθεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης απόλυσης με νόμιμο τρόπο (σε περίπτωση καταδίκης), αλλά για να αποτελέσει αφορμή για να απειληθεί η ενάγουσα να παραιτηθεί η ίδια από τις απαιτήσεις της με δικαιοπραξία άκυρη. Εξάλλου, ήταν γνωστό στην εναγόμενη ότι η ενάγουσα επρόκειτο να συνταξιοδοτηθεί και θα ήταν υποχρεωμένη να της καταβάλει μέχρι τότε το μισθό της, που λόγω παλαιότητας ήταν μεγαλύτερος των λοιπών υπαλλήλων, και εν τέλει την αποζημίωση συνταξιοδότησης. Ιδίως πρέπει να σημειωθεί, σε σχέση με τα παραπάνω, ότι ήταν γνωστό στην εναγόμενη ότι οι εργαζόμενοι του καταστήματος αγόραζαν προϊόντα κατά τη λήξη του ωραρίου τους, πλην όμως δεν έδωσε καν στην ενάγουσα το χρόνο ή τη δυνατότητα να εμφανίσει αυτοβούλως και να προσκομίσει το προϊόν που είχε αναλάβει από τα ράφια στο ταμείο κατά τη λήξη της βάρδιας, κάτι που το Δικαστήριο κρίνει εύλογο ότι θα συνέβαινε, και σε περίπτωση που αυτό δεν συνέβαινε ακολούθως να θέσει το θέμα και να υποβάλει έγκληση. Αντιθέτως, κάλεσε ευσπευσμένως την αστυνομία για να συλλάβει την ενάγουσα χωρίς να είναι καν βέβαιο ότι υπήρχε έστω απόπειρα αδικήματος κλοπής (και δη ευτελούς αξίας). Από τη σπουδή δε αυτή καθίσταται πρόδηλο ότι υπήρχε πρόθεση διακοπής της φυσικής ροής των πραγμάτων, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να απολεσθεί η αφορμή άσκησης ψυχολογικής πίεσης στην ενάγουσα. Κατ' αποτέλεσμα, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας που έγινε με τον προπεριγραφέντα τρόπο είναι άκυρη ως καταχρηστική. Η εναγόμενη, δε, κατέστη από την 12.7.2019 υπερήμερη ως προς την αποδοχή της εργασίας της ενάγουσας και οφείλει να της καταβάλει, όχι μόνο τις δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από την έναρξη του μηνός Ιουλίου 2019 ως την καταγγελία, ήτοι από 1.7.2019 ώς και 12.7.2019, αλλά και αποδοχές υπερημερίας για τον υπόλοιπο μήνα και εφεξής. Οφείλει, συνεπώς, για όλο το μήνα Ιούλιο το πλήρες ποσό του μισθού της ενάγουσας, 975,39 ευρώ (αποτελούμενο από δεδουλευμένες αποδοχές 429,17 ευρώ και αποδοχές υπερημερίας 546,22 ευρώ), και ακολούθως για το λοιπό χρονικό διάστημα ώς την 31.5.2020 (10 επιπλέον μήνες) το ποσό των 975,39 ευρώ ως αποδοχές υπερημερίας για κάθε μήνα, ήτοι για τους μήνες Αύγουστο 2019 ώς και Μάιο 2020 το ποσό των (975,39 x 10=) 9.753,90 ευρώ. Η εναγόμενη, δηλαδή, οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα ως μισθούς για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο 2019 ώς και τον Μάιο του 2020 το ποσό των 975,39 μηνιαία, και συνολικά (975,39 x 11=) 10.729,29 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για κάθε μηνιαίο μισθό από την επομένη της λήξης του αντιστοίχου μηνός. Περαιτέρω, οφείλει στην ενάγουσα ως επίδομα (δώρο) εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 ποσό ίσο με ένα μισθό, ήτοι 975.39 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης του έτους, ως επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2020 ποσό ίσο με μισό μισθό, ήτοι (975,39 x 1/2 =) 487,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 31.4.2020. Εξάλλου, επειδή η ενάγουσα είχε δικαίωμα το έτος 2019 να λάβει 25 ημέρες άδειας, δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση μη ληφθείσης αδείας (25 x 1,2/25 x 975,39 =) 1.170,47 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης του έτους αυτού. Τέλος, λόγω της απειλής και γενικά της ως άνω παράνομης συμπεριφοράς της εναγόμενης, και της συνεπαγόμενης προσβολής της προσωπικότητάς της, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση, την οποία το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ' όψη την έκταση της προσβολής, το μέσο με το οποίο τελέσθηκε, το βαθμό της υπαιτιότητας του εναγομένου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, και όλες γενικά τις συνθήκες, ορίζει στο ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, να κηρυχθεί άκυρη η δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης της ενάγουσας από την εργασία της την 12.7.2019, να αναγνωριστεί ότι η δήλωση αυτή ισοδυναμεί με μονομερή σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την εναγόμενη, να αναγνωριστεί ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη ως καταχρηστική, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα α) ως δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας κατά τα ανωτέρω για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο 2019 ώς και τον Μάιο του 2020 το ποσό των 975,39 μηνιαία, και συνολικά (975,39 x 11=) 10.729,29 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για κάθε μηνιαίο μισθό από την επομένη της λήξης του αντιστοίχου μηνός β) ως επίδομα (δώρο) εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 το ποσό των 975,39 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2020, γ) ως επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2020 το ποσό των 487,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 1.5.2020, δ) ως αποζημίωση μη ληφθείσης αδείας του έτους 2019 το ποσό των 1.170,47 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2020, και ε) ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 3.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Η απόφαση δεν μπορεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή ως προς όλην την καταψηφιστική της διάταξη, διότι προδικαστικό ζήτημα αυτής ως προς τα πλείστα κονδύλια είναι η διάπλαση νομικής κατάστασης με την κήρυξη της δήλωσης οικειοθελούς αποχώρησης της ενάγουσας από την εργασία της ως άκυρης λόγω απειλής. Η σχετική διαπλαστική διάταξη της απόφασης δεν μπορεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, και σύμφωνα με το άρθρο 909 Κ.Πολ.Δ. προσωρινή εκτέλεση δεν μπορεί να διαταχθεί όταν κατά το ουσιαστικό δίκαιο για να επέλθουν οι έννομες συνέπειες απαιτείται αυτή να γίνει τελεσίδικη ή αμετάκλητη. Συντρέχουν όμως οι προϋποθέσεις για να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή ως προς το κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης ποσού 3.000 ευρώ, το κονδύλιο αποζημίωσης μη ληφθείσης αδείας του έτους 2019 ποσού 1.170,47 ευρώ, το ποσό δεδουλευμένων αποδοχών 429,17 ευρώ, και η αναλογία του δώρου εορτών Χριστουγέννων 2019 ποσού 312,30 για την εργασία ώς την 31.7.2019 που οφείλονται ούτως ή άλλως (η απειλή αποτελεί γεγονός ανεξάρτητο της έννομης συνέπειας της ακυρωσίας της δήλωσης βούλησης, η δε αποζημίωση μη ληφθείσης αδείας οφείλεται ολόκληρη ακόμα και αν η εργασιακή σχέση έληξε στα μέσα ή και την αρχή του έτους επειδή η ενάγουσα εργάστηκε επί πλέον των 3 ετών). Η απόφαση, δηλαδή, πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή μέχρι του ποσού των (3.000 + 1.170,47 + 429,17 + 312,30 =) 4.911,94 ευρώ ως προς τους τόκους αυτών. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί κατά τα άρθρα 176 και 178 Κ.Πολ.Δ. η εναγόμενη, λόγω της μερικής ήττας της, να καταβάλει στην ενάγουσα μέρος της δικαστικής της δαπάνης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.