Ετοιμότητα για εργασία Η άλλη όψη των εργασιακών σχέσεων Παν. Μάμμου, Επ. Δ/ντή Υπ. Εργασίας και τ. Διαιτητή ΟΜΕΔ 1. Σκοποί - Στόχοι Η ετοιμότητα για εργασία αποτελεί σημαντικό μέρος στις εργασιακές σχέσεις με τη συμμετοχή της σε αρκετές δραστηριότητες της επιχειρηματικής προγραμματικής επιδίωξης για καλύτερα αποτελέσματα ή για ελαχιστοποίηση του κόστους εργασίας και όχι επί ζημία των εργαζομένων που λόγω της φύσης της εργασίας συμφωνούν να είναι στη διάθεση και δέσμευση σωματικά και πνευματικά προς τους εργοδότες. Εργασίες όπως η φύλαξη κτιρίων, αντικειμένων μικρής ή μεγάλης αξίας, η οδήγηση οχημάτων (αυτοκινήτων, μηχανημάτων πάσης φύσεως) η παροχή υπηρεσιών τεχνικών (μηχανικοί, ηλεκτρολόγοι, πρακτικοί μηχανικοί, θερμαστές κλπ.) επιβάλουν την ύπαρξη συμφωνιών ετοιμότητας προς εργασία η οποία διαχωρίζεται σε απλή ή γνήσια με ανάλογα υπηρεσιακά, εργασιακά και οικονομικά αποτελέσματα. Η αποτίμηση τόσο πραγματική όσο και νομική γίνεται μέσω συμφωνιών, νόμων, διατάξεων και εν τέλει με αποφάσεις δικαστηρίων οι οποίες κρίνουν σε περιπτώσεις διαφωνιών ή αμφισβητήσεων αν υπάρχει ετοιμότητα ή αν πρόκειται για απλή ετοιμότητα προς εργασία και συνακόλουθα η ετοιμότητα κλήσης (τηλεφώνου ή τηλεπικοινωνίας κλπ.). Η υφιστάμενη νομολογία αποτελεί βοήθημα και κριτήριο για την ενημέρωση των ενδιαφερόμενων μερών και την αποφυγή διενέξεων οι οποίες λύονται εξωδίκως. Η νομοθεσία καλείται ευθέως ή εμμέσως να συμβάλει στην εφαρμογή πλαισίου για την εμπεριστατωμένη και ως επί το πλείστον σαφή εικόνα για την εγκυρότητα των συμφωνιών παρότι ειδικοί νόμοι που διέπουν τις συγκεκριμένες έννοιες δεν υφίστανται, και τούτο γιατί περιγραμματικά αγγίζουν το πρόβλημα λόγω των πολλών και ειδικών στην πράξη συμβάσεων για την πραγμάτωση πολλών εργασιών. 2. Συναφείς διατάξεις εσωτερικού και κοινοτικού δικαίου Με τις διατάξεις των ν. 3239/55, 3755/57 και 1876/90, των άρθρων 648, 649, 653 ρυθμίζονται οι μηνιαίες, ημερομίσθιες και ωριαίες αμοιβές των εργαζομένων, ενώ με το άρθρο 361 του Α.Κ. καθορίζεται με βάση την ελευθερία των συμβάσεων το σύνολο των προδιαγραμμένων όρων λειτουργίας των ατομικών συμφωνιών καθώς η έναρξη και λήξη αυτών. Το εσωτερικό και κοινοτικό δίκαιο προβλέπουν τη γραπτή σύμβαση εργασίας την υπογραφή τους από εργοδότες και εργαζόμενους με την επίδοση γνωστοποίησης των όρων των ατομικών συμβάσεων από τους εργοδότες στους εργαζόμενους ή με την πρόσληψη των εργαζομένων ή σε διάστημα 1 μηνός από την έναρξη της εργασίας ή αμέσως με την πρόσληψη και αναγγελία στην ΕΡΓΑΝΗ εντός 8 ημερών σε περίπτωση κατάρτισης ατομικών συμβάσεων μερικής απασχόλησης (ν. 3846/10) άλλως αν δεν εφαρμοστούν οι παραπάνω διατάξεις οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης δεν θεωρούνται έγκυρες. Περιορισμοί σε ότι αφορά τον ημερήσιο χρόνο εργασίας, τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, το χρόνο εργασίας ανά τετράμηνο και το χρόνο ανάπαυσης των εργαζομένων εβδομαδιαίως προβλέπουν οι διατάξεις του ανωτέρω Π.Δ. 88/99 με μεταφορά της οδηγίας 76/2005 Ε.Ε. στο εσωτερικό μα δίκαιο και η κωδικοποίηση της οδηγίας 2003/88 Ε.Κ. με το Π.Δ. 76/2005. Η αρχική πρόβλεψη για ανάπαυση κάθε 24ωρο στους εργαζομένους με συνεχές 12ωρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 του ν.4093/12 σε 11ωρο ανά 24ωρο χρόνος που μετράται από τις 00.01 π.μ. έως τις 12 μ.μ. κάθε ημέρα. Συνεπώς οι συμφωνίες για γνήσια ή απλή ετοιμότητα εργασίας οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις προαναφερόμενες δεσμεύσεις τόσο για ελαχίστη ημερήσια ανάπαυση όσο και μέτρα υγιεινής και ασφάλειας σε κάθε εργασία. Π.χ. αν υπάρχει απλή ετοιμότητα για εργασία και κληθεί ο εργαζόμενος λόγω υπηρεσιακής ανάγκης για προσφορά εργασίας στις 2 π.μ. κάποιας ημέρας για πραγματική απασχόληση ο χρόνος 1 ή 2 ωρών εργασίας πρέπει να προσμετρηθεί στο χρόνο του 24ωρου και αν η έναρξη εργασίας είναι στις 6 π.μ. ή στις 8 π.μ. στις καθημερινές ο χρόνος της επιπλέον εργασίας τις 1 ή 2 ώρες θα πρέπει να μειώσει το ωράριο εργασίας ή να αποτελέσει χρόνο υπερεργασίας ή υπερωρίας και παράλληλα να μη μειωθεί το 11ωρο ανάπαυσης του απασχοληθέντος εργαζομένου. Το ίδιο θα πρέπει να ληφθεί αν υπάρχει γνήσια ετοιμότητα προς εργασία. Πέραν των χρονικών ορίων ημερήσιας εργασίας πρέπει να τηρείται ο μέσος όρος των 48 ωρών (εργασίας, υπερεργασίας, υπερωρίας) σε διάστημα 4 (μηνών) μη συμπεριλαμβανομένων των χρόνων αδειών και αργιών κατά τη διάρκεια του έτους. Αναλυτικά για τον ορθό υπολογισμό του χρόνου εργασίας μέσα σε διάστημα 4 μηνών ή 16,666 εβδομάδων, ο συνολικός χρόνος εργασίας (κανονικού ωραρίου, υπερεργασίας, υπερωρίας, ετοιμότητα προς εργασία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 16,666 εβδομάδες Χ 48 ώρες = 800 ώρες ανά τετράμηνο. 3. Σύγχρονοι τρόποι και μέθοδοι απασχόλησης (Τηλεργασία - τηλετοιμότητα - τεχνική νοημοσύνη) α. Τηλεργασία Η τηλεργασία θεσμοθετήθηκε, ενισχύθηκε ως πλαίσιο εργασίας με το άρθρο 5 του ν.3846/10 και με επιπλέον όρους όπου επιβάλλεται λόγω της φύσης εργασιών και δραστηριοτήτων που χρήζουν εξωτερικά ή κατ' οίκον απασχόληση ή εκτός των επιχειρήσεων απασχόληση με χρήση τηλέφωνα, laptop, υπολογιστών, tablet κλπ. Οι μέθοδοι τηλεργασίας έχουν εφαρμογή στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες, στην έρευνα και σε οποιαδήποτε εργασία μπορεί να εξυπηρετηθεί μακράν των εσωτερικών χώρων και επιχειρήσεων και υπηρεσιών με τον αυτό ή και καλύτερο και αποτελεσματικό τρόπο. Δυσκολίες που προεκλήθησαν από παγκόσμιες ασθένειες και κρίσεις αντιμετωπίσθηκαν με μεγάλα ποσοστά τηλεργασίας και τηλετοιμότητας και η παραγωγή και η ανάπτυξη δεν είχαν απώλειες. Στατιστικά πολύ υψηλά ποσοστά τηλεργασίας αναφέρονται σε αρκετές χώρες παγκοσμίως και έχει διαμορφωθεί καλό εργασιακό κλίμα υποβοηθώντας δύσκολες λειτουργίες της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. β. Τηλετοιμότητα Όπως στην κανονική απασχόληση στο χώρο των επιχειρήσεων και εκτός των χώρων αυτών έτσι προτείνονται και εφαρμόζονται συμφωνίες stand-bx υπηρεσιών που πέραν του χρόνου τηλεργασία οι εργαζόμενοι είναι σε εγρήγορση για την παροχή πρόσθετων υπηρεσιών προς αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών. Οι επιχειρήσεις φορείς του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις άμεσες απαιτήσεις πελατών ή πολιτών χωρίς να αντιμετωπίζουν προκλήσεις ανταγωνισμού, συναγωνισμού, ή ακόμα και δολιοφθορών. Στον ιατρικό τομέα είναι ευρυτάτη η χρήση τηλεργασίας και τηλετοιμότητας για τη βοήθεια ασθενών και την παροχή συμβουλών θεραπείας. 4. Συμπεράσματα Οι σωστές και νόμιμες συμφωνίες οι οποίες χρειάζεται να καλύπτονται γραπτά με ατομικές συμβάσεις με συλλογικές συμβάσεις με κανονισμούς ή εσωτερικές εγκυκλίους για τη δέσμευση (μερική ή ολική) των εργαζομένων είναι αναγκαίες για την αποφυγή δικαστικών προσφυγών. Ο διαχωρισμός μεταξύ απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητα κλήσης και γνήσιας ετοιμότητας συνίσταται στο ότι σε απλή ετοιμότητα ή κλήσης βρίσκεται ο εργαζόμενος στο χώρο εργασίας και αναπαύεται ή στο σπίτι και αν χρειασθεί καλείται να εργασθεί, ενώ στην γνήσια ετοιμότητα δεν υπάρχει ανάπαυση και διατηρεί ο εργαζόμενος σε εγρήγορση τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις προς παροχή εργασίας. Σαφέστατα ο χρόνος που καλείται να προσφέρει πραγματική υπηρεσία ο εργαζόμενος αμείβεται κανονικά ενώ εύλογο είναι για απλή ετοιμότητα ή ετοιμότητα κλήσης που μερικώς είναι στη διάθεση του εργοδότη να υπάρχουν συμφωνίες οι οποίες ικανοποιούν σε ποσοστά αμοιβής των έστω περιορισμένης δέσμευσης εργαζομένων παρά τη μη χρήση εργατικής δύναμης. Αυτό ικανοποιεί και τις δύο πλευρές και αποφεύγονται διενέξεις. Παρακάτω ενδεικτικά αναφέρονται νομολογικές κρίσεις για απλή ή γνήσια ετοιμότητα προς εργασία. Σημειωτέον ότι η αμοιβή για ετοιμότητα προς εργασία με τις νόμιμες ή συμβατικές απολαβές, υπολογίζεται σε δώρα, άδειες, ασθένειες, πέραν της καθ' ημέρα ή κατά μήνα αμοιβής. 5. Νομολογιακές κρίσεις για ετοιμότητα α. Απλή ετοιμότητα προς εργασία Εφ. Ναυπλίου (501/84) ΔΕΝ 1985, σ.1013 (για οδηγό ασθενοφόρου). β. Α.Π. 1406/88 ΔΕΝ 1989 σ. 362 (για οδηγό φορτηγού αυτοκινήτου). γ. Εφ. Θεσ/κης ΔΕΝ 1996 σ. 164 (για ηλεκτρολόγο συντηρητή). δ. Εφ. Αθηνών 3172/73 Ε.Εργ.Δ. 1973 σ. 1176 (για γιατρό τμήματος νοσοκομείου ο οποίος στις εφημερίες παραμένει στο νοσοκομείο και αν χρειασθεί επεμβαίνει). ε. Α.Π. 814/2014, 1000/2014, 491/2014 (υποθέσεις οδηγών). 6. Γνήσια ετοιμότητας προς εργασία α. Α.Π. 115/2009 ΔΕΝ 2009 σ. 765 (για πυροσβέστη αεροδρομίου και νοσοκόμο αθλητικών εγκαταστάσεων βλ. Χρ. Πηνιώτη ΔΕΝ 1996 σ. 168 και Γ. Λεβέντη ΔΕΝ 1999 σ. 273. β. Εφ. Θεσ/κης 830/95 ΔΕΝ 1996 σ. 164 Βλ. Ι. Ληξουργιώτη ΔΕΝ 1995 σ. 431 (για υπάλληλο γραφείου τελετών). γ. Ειρ. Λαρίσης 61/79 ΔΕΝ 1980 Βλ. Λεβέντη Συλλογικό Εργ. Δίκαιο εκδ. 2007 σ.705 (για προσωπικό ασφαλείας που διαθέτει η συνδικαλιστική οργάνωση κατά τη διάρκεια απεργίας) κ.α. κρίσεις. Οι ανωτέρω ενδεικτικές υποθέσεις ίσως αποτελούν κριτήριο και οδηγό για ισχυρότερες συμφωνίες αποτροπής αμφισβητήσεων ή διενέξεων όταν τίθενται στις ατομικές συμβάσεις όροι για τη σωστή εκτίμηση της σημαντικής συνεργασίας με αμοιβή σύμφωνα με τον νόμο την καλή πίστη αλλά και καλή χρήση του διευθυντικού δικαιώματος. Οι προσφυγές εξωδίκως ή δικαστικά σαφώς εγείρουν αξιώσεις από πλευράς εργαζομένων όταν υπάρχει δεδομένη διαφορά η οποία διεκδικείται κατά το νόμο και τη νομολογία η οποία διεκδικείται τόσο ενώπιον της αρμόδιας Επιθεώρησης Εργασίας όσο και των καθ' ύλην αρμοδίων δικαστηρίων.