Εργασιακό πρόγραμμα (STAGE) ΟΑΕΔ και είδος συμβάσεως Αποτελεί σύμβαση μαθητείας. Δεν είναι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, έστω και αν ο προσληφθείς εξυπηρετούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Ο ορθός χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως συμβάσεως έργου, μαθητείας ή εξαρτημένης ή ανεξαρτήτου εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί αντικείμενο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων. Α.Π. 933/2015 Πρόεδρος: ο κ. Χρ. Κοσμίδης Εισηγητής: ο κ. Γ. Αναστασάκος Δικηγόροι: ο κ. Διον.-Χαρ. Καλαματιανός - η κ. Αγγελ. Αναστοπούλου ... Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 649 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου παύει αυτοδικαίως, σε περίπτωση δε αμφιβολίας η σύμβαση θεωρείται αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2190/94, οι Δημόσιες Υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, μεταξύ των οποίων και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) Α' και Β' βαθμού, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κενώσεως θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Εξάλλου, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 8, με τα εδάφια α' και γ' της οποίας ορίζεται ότι νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3 εδ. α' αυτού, είτε πρόσκαιρων, είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β' αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Στους κανόνες αυτούς, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 2190/94, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Ειδικά, όμως, με το άρθρο 20 παρ. 4 Ν. 2738/99 εισήχθη συγκεκριμένη ρύθμιση και δη προσετέθη ως περίπτωση κα' στο άρθρο 14 παρ. 2 Ν. 2190/94 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού, η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, ειδικότερα δε ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Η επιδοτούμενη αυτή πρόσληψη υπαλλήλων είναι εξαιρετική, διότι συνδέεται με την ανάγκη πραγμάτωσης των προγραμμάτων, που με τους υφιστάμενους κανόνες θα απέβαινε ατελέσφορη και για το λόγο αυτό ορίζεται ότι η πρόσληψη διενεργείται με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια, που καθορίζονται στα προγράμματα. Συνακόλουθα, η πρόσληψη υπαλλήλων, που έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος του ΟΑΕΔ, και οι εξ αυτής απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, είναι δηλ. συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η πάροδος του οποίου συνεπιφέρει αυτοδικαίως και τη λήξη τους (αρθρ. 669 παρ.1 ΑΚ) και η σύναψη αυτών ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με τη φύση τους. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 και 15 του Ν. 2639/98, "Ο ΟΑΕΔ μπορεί να αναθέτει στο Δημόσιο, σε φορείς του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε ΝΠΙΔ, σε πιστοποιημένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, σε ΑΕΙ - ΤΕΙ και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ημεδαπής ή αλλοδαπής την υλοποίηση στο θεωρητικό, στο πρακτικό μέρος ή στο σύνολό του προγραμμάτων της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης ανέργων. Η ανάθεση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων εκτέλεσης έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου". (1) Ο ΟΑΕΔ μπορεί να συνεργάζεται με φορείς της παραγράφου 1, με σκοπό την υλοποίηση προγραμμάτων απόκτησης εργατικής εμπειρίας ανέργων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αποφοίτων Λυκείου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του ΔΣ του ΟΑΕΔ, καθορίζονται το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης, οι ειδικότητες σε σχέση με τις θέσεις πρακτικής άσκησης, η διάρκεια, ο αριθμός και η ηλικία των δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προγραμμάτων του προηγούμενου εδαφίου. Για την ασφάλιση των συμμετεχόντων στα προγράμματα αυτά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 18 του Ν. 2458/97 (ΦΕΚ 15 Α'). Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή των προγραμμάτων της παραγράφου αυτής εξαιρούνται από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. "Εξάλλου κατά το Π.Δ. 164/04, με το οποίο έγινε "η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, όσον αφορά στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που έχει συναφθεί μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP (E.E.L 175/10.7.1999), με την οποία επιδιώκεται αφενός μεν η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης σε σχέση με την εργασία αορίστου χρόνου και αφετέρου η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί τυχόν κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου" (άρθρο 1), ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: "Οι διατάξεις αυτού του διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος, καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ωρισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. 2. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 6 του άρθρου 11, το παρόν διάταγμα δεν εφαρμόζεται: α) Στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και στη σύμβαση ή σχέση μαθητείας, β) Στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ)" (άρθρο 2). "1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής σύμβασης συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που τη δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ' εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησής του" (άρθρο 5) "1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ' εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ' εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. 2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς" (άρθρο 6) "1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη. 2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο. 3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 Ν. 1338/83, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 1440/84). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα" (άρθρο 7). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/43 (που κυρώθηκε με την 324/46 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος και, ακόμη, όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Σύμβαση μαθητείας, εξάλλου, είναι η σύμβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της συμβάσεως μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται με σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του με το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύμβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση, όταν ο μαθητευόμενος παρέχει και εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφαρμόζονται μόνο αναλογικά οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και το σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απολύσεως κ.λπ., οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας. Αντίθετα επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου, η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, η εκμάθηση τέχνης εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της συμβάσεως και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη και, συνεπώς, επί της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της συμβάσεως αυτής είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασίας, έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος σύμφωνα με τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη. Σε κάθε περίπτωση ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου, μαθητείας ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, από την απαγόρευση δε της μετατροπής από το νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, που θεσπίζεται με το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, δεν συνάγεται και απαγόρευση της αναγνώρισης του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, η οποία δεν αποτελεί "μετατροπή", αλλά ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία (Ολ. Α.Π. 19 και 20/07, 18/06). Εξ ετέρου, η από τα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος επιβαλλόμενη αρχή της ίσης μισθολογικής μεταχείρισης των εργαζομένων, προϋποθέτει οι εργαζόμενοι αυτοί, αφενός μεν να έχουν τα ίδια προσόντα και να εργάζονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες, αφετέρου δε να τελούν κάτω από το ίδιο νομικό καθεστώς εργασίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 904 ΑΚ, "όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεωστήτου ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη". Ειδικότερα, σε περίπτωση άκυρης (για οποιοδήποτε λόγο) σύμβασης εργασίας δημιουργείται απλή σχέση εργασίας, ο δε εργαζόμενος, για την εργασία που πρόσφερε, δικαιούται να ζητήσει, κατά τις αρχές περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, την αμοιβή που ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλον εργαζόμενο, με τα ίδια προσόντα και ικανότητες, απασχολούμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας και τις ίδιες συνθήκες, έστω και αν ο μισθωτός γνώριζε την ακυρότητα της σύμβασης εργασίας. (ΑΠ 126/15). (...) Στην προκείμενη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή και κατ' εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ο ενάγων εκθέτει ότι προσλήφθηκε στις 23.4.2007 από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2639/98 (άρθρο 20), προκειμένου ν' απασχοληθεί στις Υπηρεσίες του Πρωτοδικείου Κορίνθου και ν' αποκτήσει εργασιακή εμπειρία, σε εκτέλεση εργασιακού προγράμματος (staged) του ΟΑΕΔ. Ότι η αρχική σύμβαση ήταν χρονικής διάρκειας δεκαοκτώ (18) μηνών, που παρατάθηκε για ένα ακόμη έτος και με αμοιβή που οριζόταν στις συμβάσεις αυτές, οι οποίες έληξαν στις 6.7.2010, με σιωπηρή καταγγελία από μέρους του εναγομένου. Ότι, στην πραγματικότητα δεν προσελήφθη για απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, ούτε η σύμβασή του ήταν σύμβαση μαθητείας, αλλά η απασχόλησή του ήταν όπως και των άλλων δικαστικών υπαλλήλων του πιο πάνω Πρωτοδικείου, δηλαδή, έφερε τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και συνεπώς, έπρεπε να αμείβεται με τις αντίστοιχες αποδοχές. Ζήτησε δε ο ενάγων ν' αναγνωρισθεί ότι συνδέεται με το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ν' αναγνωρισθεί, περαιτέρω, η ακυρότητα της από 6.7.2010 σιωπηρής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να συνεχίσει να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές του και ειδικότερα, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει, για την αναφερόμενη στην αγωγή χρονική περίοδο το ποσό των 27.177,30 ευρώ, ως μισθολογικές διαφορές μεταξύ των όσων του κατεβλήθησαν (σύμφωνα με τη σύμβαση μαθητείας) και εκείνων που έπρεπε, να λαμβάνει σύμφωνα με το μισθολόγιο των Δημοσίων Υπαλλήλων (Ν. 3205/2003), άλλως, κατά τη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον, σε περίπτωση που θεωρηθεί απλή η εργασιακή σχέση που τον συνέδεε με το εναγόμενο, λόγω ακυρότητας της πιο πάνω σύμβασης εργασίας, το τελευταίο ωφελήθηκε με το να αποφύγει να καταβάλει το πιο πάνω χρηματικό ποσό σε μόνιμο υπάλληλο, τον οποίο, διαφορετικά, θα ήταν υποχρεωμένο να προσλάβει. Από το Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση 161/13 η οποία κατέστη τελεσίδικη και με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη ως προς όλες της βάσεις της. Ειδικότερα, το δικαστήριο ουσίας δέχθηκε ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς την κύρια βάση της γιατί ο ενάγων - αναιρεσείων προσλήφθηκε από το εναγόμενο - αναιρεσίβλητο στις 23.4.2007, δηλαδή, μετά από την έναρξη ισχύος του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (17.4.2001), που απαγορεύει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Με την κρίση του αυτή το δικαστήριο, καθό μέρος απέρριψε την ένδικη αγωγή, ως μη νόμιμη και ειδικότερα, ως προς τη βάση της για ύπαρξη έγκυρης σχέσης εργασίας αορίστου χρόνου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ, 22 παρ.1 εδ. α' και 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος και 21 του Ν. 2190/90, καθόσον, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν μπορεί να υπάρξει έγκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αφού κάτι τέτοιο προσκρούει στις διατάξεις αυτές, έστω και αν ο ενάγων εξυπηρετούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο ορθά έκρινε την αγωγή ως απορριπτέα (αν και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία) και ως προς τη βάση της για παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ίσης μεταχείρισης, αφού αυτή προϋποθέτει, όπως προαναφέρθηκε, εκτός των άλλων και παροχή εργασίας κάτω από το ίδιο νομικό καθεστώς εργασίας, πράγμα το οποίο, βέβαια, δεν συνέβαινε στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον, αφενός, ο ενάγων είχε προσληφθεί ως μαθητευόμενος και με σκοπό την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και αφετέρου, δεν υπήρχε έγκυρη σχέση εργασίας αορίστου χρόνου. Καθ' ο μέρος, όμως, το Πρωτοδικείο απέρριψε ως μη νόμιμη και την επικουρική βάση της αγωγής, που θεμελιωνόταν, κατά τα εκτιθέμενα σ' αυτήν, στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, δηλαδή στο ότι η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν η απλή εργασιακή σχέση, λόγω ακυρότητας της πιο πάνω σύμβασης εργασίας και ότι το εναγόμενο ωφελήθηκε αποφεύγοντας να καταβάλει το πιο πάνω χρηματικό ποσό σε μόνιμο υπάλληλο, τον οποίο, διαφορετικά, θα ήταν υποχρεωμένο να προσλάβει, υπέπεσε στην αναιρετική Πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, παραβιάζοντας τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1α' του Συντάγματος, 20 παρ. 15 του Ν. 2639/98, 648 επ. και 904 επ. ΑΚ, καθόσον, το σχετικό αγωγικό αίτημα είναι νόμιμο σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Κατόπιν αυτών, πρέπει να κρίνεται βάσιμος ο πρώτος αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτής που απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904 επ.) και παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως, ενώ παρέλκει πλέον η εξέταση του δευτέρου αναιρετικού λόγου από το άρθρο 559 αρ. 11γ' ΚΠολΔ.