Επιζών σύζυγος και προϋποθέσεις λήψεως συντάξεως. 5ετής διαβίωση. Ο χρόνος της ελεύθερης συμβίωσης δεν υπολογίζεται. Η 5ετία ως ελάχιστη διάρκεια του γάμου αποτελεί χρονικό περιορισμό, ο οποίος αποσκοπεί στην αποτροπή τέλεσης εικονικών γάμων. Από το ν. 3863/10 προβλέπονται εξαιρέσεις από τη συμπλήρωση της 5ετούς έγγαμης συμβίωσης στην περίπτωση κατά την οποία από μικρής διάρκειας έγγαμης συμβίωσης αποκτώνται παιδιά. Ο χρόνος της συμβίωσης με τον θανόντα σύζυγο σε ελεύθερη ένωση δεν μπορεί να προσμετρηθεί για τη συμπλήρωση της πενταετούς έγγαμης συμβίωσης, δοθέντος ότι η μη τέλεση γάμου δεν οφειλόταν σε νομικό κώλυμα, αλλά σε προσωπική τους επιλογή. ΣτΕ 1636/2022 Πρόεδρος: Η κ. Σπ. Χρυσικοπούλου Εισηγητής: Η κ. Χαρ. Χαραλαμπίδη Δικηγόροι: Ο κ. Μιχ. Τσαγκατάκης - Η κ. Ευδοκία Οικονόμου (...) 15. Σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία εφαρμόζεται εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη νόμου, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης (ΣτΕ 833/2020, 719/2016, 3092/2015, 1297/2004 7μ.). Στην περίπτωση συνταξιοδότησης επιζώντος συζύγου, η ασφαλιστική περίπτωση θεωρείται ότι επέρχεται κατά το χρόνο του θανάτου του αμέσου ασφαλισμένου, μέσω του οποίου ο εμμέσως ασφαλισμένου επιζών σύζυγος συνδέεται με τον ασφαλιστικό φορέα (ΣτΕ 833/2020, 304/2015, 4105/2010, 2263/2009, 2529/2008). Επομένως, οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3863/2010, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά με τις διατάξεις του ίδιου ή άλλου νόμου, διέπουν τη συνταξιοδότηση επιζώντος συζύγου αν ο ασφαλιστικός κίνδυvoς του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου συζύγου επήλθε μετά την έναρξη ισχύος τους στις 15.7.2010. 16. Με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3863/2010 τέθηκαν κοινές για όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και το Δημόσιο προϋποθέσεις που αφορούν τον χρόνο που πρέπει να έχει παρέλθει από την τέλεση του γάμου, προκειμένου ο επιζών σύζυγος να δικαιούται σύνταξη σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου. Ειδικότερα, θεσπίστηκε ως προϋπόθεση για την απονομή σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο ασφαλισμένου ή συνταξιούχου κάθε ασφαλιστικού φορέα, άρα και του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ο γάμος μεταξύ του επιζώντος και του θανόντος συζύγου να έχει τελεστεί τουλάχιστον τρία (3) έτη πριν από την επέλευση του θανάτου, στην περίπτωση κατά την οποία ο θανών ήταν εν ενεργεία ασφαλισμένος κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου (αντί των 6 μηνών που οριζόταν με τις προϊσχύουσες διατάξεις του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ). Η ανωτέρω προϋπόθεση της ελάχιστης διάρκειας του γάμου δεν απαιτείται αν ο θάνατος του αμέσως ασφαλισμένου οφείλεται σε ατύχημα, εργατικό ή μη, ή αν κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο ή, τέλος, αν η χήρα κατά τον χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διακόπηκε και γεννήθηκε ζων τέκνο. Περαιτέρω, στην περίπτωση κατά την οποία ο θανών ήταν ήδη συνταξιούχος κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου, η ελάχιστη διάρκεια γάμου ως προϋπόθεση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος του επιζώντος συζύγου ορίζεται σε τουλάχιστον 5 έτη (αντί των 24 μηνών που οριζόταν με τις προϊσχύσασες διατάξεις του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), εκτός αν κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο ή, τέλος, αν η χήρα κατά τον χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνη, η οποία δεν διακόπηκε και γεννήθηκε ζων τέκνο. Κατά τα ήδη εκτεθέντα, η προϋπόθεση της ελάχιστης διάρκειας του γάμου έχει θεσπιστεί για τη διασφάλιση του ασφαλιστικού κεφαλαίου των ασφαλιστικών φορέων και κατ' επέκταση του συνόλου των ασφαλισμένων και συνταξιούχων τους από δαπάνες που συνδέονται με συντάξεις χορηγούμενες σε πρόσωπα που τελούν γάμο με μοναδικό σκοπό τη συνταξιοδότησή τους μετά τον θάνατο του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου συζύγου τους κατά καταστρατήγηση του θεσμού της σύνταξης επιζώντος συζύγου (βλ. ΣτΕ 585/2021 και ΕΣ 72/2021 και 706/2019 Ολομ.). Περαιτέρω, η πενταετία ως ελάχιστη διάρκεια του γάμου αποτελεί πρόσφορο χρονικό περιορισμό ο οποίος αποσκοπεί στην αποτροπή τέλεσης εικονικών γάμων ή εν γένει γάμων με μοναδικό σκοπό τη μελλοντική συνταξιοδότηση, ο περιορισμός δε αυτός δεν είναι υπέρμετρος ούτε δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο ως άνω σκοπό. Τούτο διότι, λαμβάνοντας υπόψη και τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, ιδίως τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό γυναικών που εργάζονται εκτός οικίας, αλλά και την αύξηση των διαζυγίων και κατ' επέκταση τη μείωση του αριθμού των γάμων που διατηρούνται διά βίου, η πενταετία αποτελεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να δημιουργηθεί και να παγιωθεί μία κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης των συζύγων και να διαμορφωθεί ένα οικογενειακό επίπεδο διαβίωσης που χρήζει κοινωνικοασφαλιστικής καλύψεως. Πέραν τούτου, με τις ίδιες διατάξεις προβλέπονται εξαιρέσεις από τη συμπλήρωση της πενταετούς έγγαμης συμβίωσης στην περίπτωση κατά την οποία από μικρής διάρκειας έγγαμη συμβίωση αποκτώνται (είτε με γέννηση είτε με υιοθεσία) παιδιά. Εξάλλου, από καμία από τις συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις που παρατίθενται στις σκέψεις 9 και 10 δεν απορρέει υποχρέωση του νομοθέτη να απονέμει κοινωνικοασφαλιστικές παροχές λόγω θανάτου σε κάθε πρόσωπο με το οποίο ασφαλισμένος ή συνταξιούχος διατηρεί δεσμούς αγάπης και συντροφικότητας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 8, ο κοινός νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο κατά τη διαμόρφωση του εύρους της έμμεσης κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας που παρέχεται μέσω των δημόσιων φορέων κοινωνικής ασφάλισης στα πρόσωπα που συνδέονται με τον αμέσως ασφαλισμένο, λαμβάνοντας υπόψη τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες και τους διαθέσιμους πόρους των φορέων αυτών. Η επιλογή δε του νομοθέτη να απονείμει με τις επίμαχες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3863/2010, όπως άλλωστε και με τις προϊσχύσασες διατάξεις, σύνταξη λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου μόνο σε πρόσωπο με το οποίο ο θανών είχε τελέσει γάμο (ή και σε πρόσωπο με το οποίο ο θανών είχε καταρτίσει σύμφωνο συμβίωσης κατά τα ήδη οριζόμενα στο άρθρο 16 του ν. 4387/2016) και όχι σε κάθε πρόσωπο που επικαλείται την ύπαρξη σχέσης με τα χαρακτηριστικά της ελεύθερης ένωσης με τον αποβιώσαντα, δεν συνιστά αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος του συμβιούντος σε ελεύθερη ένωση ούτε υποβάθμιση αυτού. Τούτο διότι οι τελούντες σε ελεύθερη ένωση έχουν επιλέξει μία μορφή κοινής ζωής, η οποία, σε αντίθεση προς τον θεσμό του γάμου, δεν διέπεται από συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο ούτε συνιστά δημοσίως διατυπωμένη δέσμευση για την ίδρυση μιας σχέσης με διάρκεια και την ανάληψη αμοιβαίων υποχρεώσεων διατροφής μεταξύ των συντρόφων και συμβολής στις ανάγκες ενός κοινού (συζυγικού - οικογενειακού) οίκου. Ειδικότερα, ο γάμος παραμένει ένας θεσμός ευρέως αναγνωρισμένος, ο οποίος παρέχει μία ιδιαίτερη νομική ιδιότητα σε εκείνους που τον συνάπτουν, με συνέπεια να παρίσταται δικαιολογημένη η διαφορετική μεταχείριση των έγγαμων και των τελούντων σε ελεύθερη ένωση. Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3863/2010, κατά το μέρος που διαφοροποιούν τα έγγαμα ζευγάρια από εκείνα που έχουν επιλέξει να συμβιώνουν σε ελεύθερη ένωση, δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας. Οι ίδιες διατάξεις δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας ούτε κατά το μέρος με το οποίο διαφοροποιούν τον επιζώντα σύζυγο που τέλεσε γάμο με εργαζόμενο (ασφαλισμένο) από τον επιζώντα σύζυγο που τέλεσε γάμο με συνταξιούχο, δεδομένου ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, o κίνδυνος καταστρατηγήσεων των διατάξεων για τη συνταξιοδότηση επιζώντων συζύγων στην περίπτωση που οι τελευταίοι τελούν γάμο με συνταξιούχους είναι αυξημένος και, ως εκ τούτου, ούτε οι ανωτέρω κατηγορίες προσώπων τελούν υπό όμοιες ή παρόμοιες συνθήκες. Περαιτέρω, οι διατάξει του άρθρου 12 του ν. 3863/2010 κατά το μέρος που με αυτές τάσσεται η έγγαμη συμβίωση ως προϋπόθεση συνταξιοδότησης λόγω θανάτου και δεν αρκεί η επίκληση και απόδειξη συμβίωσης σε ελεύθερη ένωση δεν αντίκεινται ούτε στις προπαρατεθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (όσον αφορά τη συμβατότητα της εν λόγω απαίτησης με τα άρθρα 8 και 14 της ΕΣΔΑ βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 10.2.2011, Σ.Κ. κατά Ελλάδος, αρ. προσφ. 9957/2008). 17. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 3863/2010, η προϋπόθεση της συμπλήρωσης πενταετούς έγγαμης συμβίωσης κάμπτεται, και για τη συμπλήρωση της πενταετίας μπορεί να συνυπολογιστεί και η διάρκεια της ελεύθερης συμβίωσης, αν έχει προηγηθεί μακροχρόνια ελεύθερη συμβίωση των μετέπειτα συζύγων, κατά την οποία δεν ήταν δυνατή η τέλεση του γάμου εξαιτίας νομικού, αποκλειστικώς, κωλύματος, τελέστηκε δε ο γάμος μέσα σε εύλογο χρόνο από την εξάλειψη του κωλύματος αυτού. Αντιθέτως, δεδομένου ότι οι διατάξεις με τις οποίες θεσπίζονται προϋποθέσεις για την απονομή συνταξιοδοτικών παροχών είναι στενώς ερμηνευτέες, η απαίτηση να έχει συμπληρωθεί η πιο πάνω ελάχιστη διάρκεια γάμου δεν κάμπτεται αν η μη τέλεση γάμου αποτέλεσε προϊόν της ελεύθερης βούλησης του ζεύγους (βλ. ΕΣ 72/2021, 706/2019 Ολομ., πρβ. ΣτΕ 2624/2018, 4072/2013, 3782/2012, 2848, 926/2011, 1707, 323, 213/2010). 18. Σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις σκέψεις 15, 16 και 17, νομίμου το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξει του άρθρου 12 του ν. 3863/2010 αποτελούσαν το νομοθετικό καθεστώς με βάση το οποίο έπρεπε να κριθεί το συνταξιοδοτικό αίτημα της αναιρεσείουσας να της απονεμηθεί σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της, αφού κατά τα γενόμενα δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, ο θάνατος του ανωτέρω επήλθε στις 12.12.2011, δηλαδή μετά την έναρξη της ισχύος των πιο πάνω διατάξεων στις 15.7.2010. Περαιτέρω, νομίμως έκρινε το δικάσαν δικαστήριο ότι η ελάχιστη διάρκεια γάμου πέντε (5) ετών ως προϋπόθεση απονομής σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο, στην περίπτωση που ο γάμος τελέστηκε όταν ο θανών είχε ήδη καταστεί συνταξιούχος, δεν αντίκειται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις. Τέλος, νόμιμη είναι και η κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ότι ο χρόνος της συμβίωσης της αναιρεσείουσας με τον θανόντα σύζυγό της σε ελεύθερη ένωση δεν μπορούσε να προσμετρηθεί για τη συμπλήρωση της πενταετούς έγγαμης συμβίωσης, δοθέντος ότι η μη τέλεση γάμου καθ' όλη τη διάρκεια της ελεύθερης ένωσης των ανωτέρω προσώπων δεν οφειλόταν σε νομικό κώλυμα, αλλά σε προσωπική τους επιλογή. Συνεπώς, όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.